13.7 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η ανάγκη μιας διαφορετικής εργατικής πολιτικής και ενός διαλόγου συγκρότησης της, του Γιάννη Νικολακόπουλου

 

Τι εμποδίζει τη μαχόμενη αριστερά να παρέμβει με αποτελεσματικό τρόπο σε αυτή την παρατεταμένη πολιτική και κοινωνική κρίση ώστε το εργατικό και λαϊκό κίνημα, σε πρώτο επίπεδο, να επιβάλει λύσεις φιλολαϊκού χαρακτήρα;

 

 

Γιατί δεν μπορεί να εκφράσει πολιτικά το μεγάλο τμήμα των εργατικών στρωμάτων – που μαζί με τους άνεργους είναι πλειοψηφικό – και απέχει, απογοητευμένο τελικά, ακόμη και από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, «παραχωρώντας» τη πρωτοβουλία στις αστικές δυνάμεις; 

 

Η δημοσίευση πολλών αναλύσεων, εκτιμήσεων και απόψεων (από κόμματα, οργανώσεις και αγωνιστές που κινούνται στο χώρο της κομμουνιστικής και αντιμνημονιακής αναφοράς) χαρακτηρίζεται από  μια προσπάθεια αυτό –  επιβεβαίωσης, κυρίως, των μέχρι τώρα πολιτικών τους «πεπραγμένων».

 

Όμως τα πεπραγμένα, αποδεδειγμένα, δεν είναι ικανά να καλύψουν τα αριστερά πολιτικά κενά της εποχής.

 

Η άποψη «εμείς καλά τα λέγαμε, καλά τα κάναμε» ή ακόμη χειρότερα «αντέξαμε», που συνοδεύεται συνήθως από την πεποίθηση ότι «ο λαός έπαθε, έμαθε και θα έρθει μαζί μας, με τους συνεπείς αγωνιστές»,  αποδεικνύεται – όπως και να το κάνουμε – αδιέξοδη.

 

Το μόνο που μπορεί να εξυπηρετήσει είναι συμφέροντα στενά κομματικά, όχι ταξικά.

 

Δεν απαντά στα γεγονότα που συνέβησαν, στα μνημονιακά τουλάχιστον χρόνια, δεν αναλύει και δεν ερμηνεύει τις αιτίες, που οι εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις των χρόνων 2010 -16 οδηγήθηκαν στη σημερινή άμπωτη.

 

Στην ουσία σε ένα τοπίο καταιγιστικών αλλαγών, η μαχόμενη  Αριστερά του σύγχρονου κόσμου, εξακολουθεί να πορεύεται «μοιραία και κατά το σύνηθες», περιμένοντας το θαύμα της αναγέννησης της, που της «οφείλει» η ιστορία.

 

 Η αδυναμία του εργατικού κινήματος να αντιδράσει νικηφόρα στα μνημονιακά μέτρα – στη σοβαρή μείωση του βιοτικού της επιπέδου και στο περιορισμό των δημοκρατικών της κατακτήσεων- είναι πλέον ορατή.

 

Οι καταιγιστικές αλλαγές και η καθήλωση

 

Πάνω από 3.500.000 άνθρωποι εργαζόμενοι πήραν μέρος στις κινητοποιήσεις της περιόδου 2010–2014 με αποκορύφωμα το 2012.

 

Ενδεικτικές για παράδειγμα είναι οι κορυφαίες κινητοποιήσεις – και  καταλήξεις – των πρώτων μνημονιακών χρόνων: της πολύμηνης απεργίας στη Χαλυβουργία (περιορίστηκε στο χώρο παρά το κύμα συμπαράστασης και τελικά χτυπήθηκε), της απεργίας των καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης και των εργαζομένων του μετρό, (όταν κηρύχθηκαν παράνομες δεν έβρισκαν τρόπο αντίδρασης) και των μεγάλων συλλαλητηρίων του κινήματος των πλατειών.

 

Οι τεράστιες αυτές πολιτικές διαφοροποιήσεις έγιναν στην κατεύθυνση αναζήτησης φιλολαϊκής λύσης.

 

Αυτές οι διαθέσεις, που απεικονίζονται ήδη στις μεγάλες μαχητικές διαδηλώσεις, καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του 2011. Σε αυτές, όσο κι αν είναι στημένες, το ΚΚΕ κινείται μεταξύ 13 και 16% και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από 1 ως 3%.

 

Οι κινητοποιήσεις αυτές σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις της κανιβαλικής πολιτικής των κυβερνήσεων και των εταίρων επέβαλαν την κοινοβουλευτική περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ και τη συρρίκνωση της Ν.Δ.

 

Τα εκλογικά αποτελέσματα τελικά όμως από τη μια πιστοποιούν με έμφαση τις εύθραυστες λαϊκές διαθέσεις και από την άλλη μεγεθύνουν την αδυναμία των ριζοσπαστικών δυνάμεων επαναστατικής επαγγελίας στο να δώσουν στοιχειώδεις πολιτικές απαντήσεις στη μορφή και στο περιεχόμενο των αγώνων.

 

Στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 έχουμε πανωλεθρία του μεταπολιτευτικού αστικού δικομματισμού. 3.500.000 ψηφοφόροι μετακινούνται από τη Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ. Καταγράφεται μεγάλη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στα αστικά κέντρα και είσοδος της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Οι εξελίξεις αυτές, για την πλειονότητα των πολιτικών αναλυτών, σήμαναν το «τέλος της μεταπολίτευσης».

 

Ένα μήνα μετά, τον Ιούνιο του 2012 και παρά το κίνημα που αναπτύσσεται, η ΝΔ εξακοντίζεται από το 18 στο 29%, ο ΣΥΡΙΖΑ από το 16 στο 26%. Το δε ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποχωρούν και καθηλώνονται στο 4,5 % και στο 0,4%.

 

Η έμπρακτα εκδηλωμένη τάση του κόσμου της εργασίας για «κάτι άλλο» φιλεργατικό και λαϊκό δεν παίρνει σάρκα και οστά γιατί η πολιτική που θα της έδινε μορφή και προοπτική δεν υπάρχει.

 

Και τελικά  στις εκλογές του 2015 (Γενάρη και Σεπτέμβρη) η αποκαμωμένη από τα αδιέξοδα λαϊκή αναζήτηση βρίσκει χώρο προσγείωσης στο ΣΥΡΙΖΑ, όπου εναποθέτει τις τελευταίες ελπίδες της. Περισσότερες το Γενάρη, λιγότερες έως ανύπαρκτες το Σεπτέμβρη (με μεγάλη αποχή από τις εκλογές). Σχηματίζεται κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Προκόπης Παυλόπουλος.

 

Οι κινητοποιήσεις του 2010 – 2014 έφθασαν τη μεγάλη Κυριακή του ΟΧΙ αλλά τελικά προσάραξαν στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στη συνέχεια το κίνημα υποχωρεί.

 

Μετά το τέλος του δικομματισμού, βρισκόμαστε πλέον στον αστερισμό του διπολισμού, που θα φανεί με το πέρασμα του χρόνου αν θα εξελιχθεί σε νέο δικομματισμό, με συμπρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ. 

 

Σε αυτή τη συγκλονιστική πενταετία η πολιτική των δυνάμεων αντικαπιταλιστικής αναφοράς και κομουνιστικής στόχευσης δεν αναχαίτισε τελικά την εφαρμοζόμενη κανιβαλική αστική πολιτική, δεν προκάλεσε σοβαρά ρήγματα στην επιχειρούμενη νεοφιλελεύθερη θωράκιση του συστήματος απέναντι στις δυνάμεις αμφισβήτησης που αναπτύσσονται στο εργατικό κίνημα.

 

Τα μνημόνια, η πολιτική των μνημονίων, συνεχίζουν να βασιλεύουν και να καθηλώνουν τις έτσι και αλλιώς από παλιά λαθεμένες αριστερές πολιτικές.

 

Η επόμενη ημέρα για κάθε μεγάλη εργατική και λαϊκή κινητοποίηση είναι κενή, λευκή…

 

Πάνω σε αυτή τη σημερινή πραγματικότητα εξακολουθούν να σκέφτονται και δρουν με αυταπάρνηση και κόπο οι μαχόμενες αριστερές δυνάμεις και οι δυνάμεις κομμουνιστικής επαγγελίας και στόχευσης, με στόχο την ανατροπή.

 

Οι δυο βασικές τάσεις στην Αριστερά

 

Στο ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων της ευρύτερης Αριστεράς κυριάρχησαν και κυριαρχούν δύο τάσεις.

 

Η μία αναζητά (και περιορίζεται) στο δημόσίας χρήσης – τουλάχιστον – πολιτικό λόγο της την πραγματοποίηση ενός ενδιάμεσου στόχου συνολικής διεξόδου, στα πλαίσια της καπιταλιστικής εξουσίας, της κυριαρχίας της Ε.Ε και των πολυεθνικών. Και επαναφέρει στο προσκήνιο, με τη μεγαλύτερη ελαφρότητα, τα κάθε είδους προοδευτικά, κεντροαριστερά, αντινεοφιλελεύθερα, «παναριστερά», ή και ελευθεριακά μέτωπα που, παρ’ όλες τις διαφορές τους, χρεοκόπησαν σε όλη τη διάρκεια της προηγούμενης πεντηκονταετίας.

 

Πρόκειται για μια Αριστερά που δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι ο καπιταλισμός με τον αυτομετασχηματισμό του στον τρόπο οργάνωσης της εργασίας και στον τρόπο αποκόμισης της υπεραξίας έχει περάσει σε νέα εποχή.  Με κύριο χαρακτηριστικό της όχι μόνο το αδύνατο ενός νέου κράτους πρόνοιας – μιας συνολικής φιλολαϊκής  πολιτικής λύσης – αλλά την πολιτική κατεδάφισης του κράτους πρόνοιας, της εμπορευματοποίησης κάθε δημόσιου αγαθού, την πολιτική κατεδάφισης εργατικών κατακτήσεων και ασφυκτικού περιορισμού των εργατικών αγώνων προκειμένου να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του, να αντιμετωπίσει δηλαδή το πρόβλημα κερδοφορίας του.

 

Τα περιεχόμενα των προγραμμάτων και οι μορφές δράσης αυτής της Αριστεράς γίνονται αναποτελεσματικά, ακριβώς γιατί αναφέρονται και προορίζονται να αντιμετωπίσουν ξεπερασμένες μορφές οργάνωσης και λειτουργίας του συστήματος.

 

Γι’ αυτό αυτή η Αριστερά «σκορπίζεται» στην άμεση συγκυρία.

 

Καλλιεργεί, όπως αποδείχτηκε, αυταπάτες μαντάροντας όπως – όπως και επιλεκτικά μια σειρά ετερόκλητα αποσπάσματα από τα παλιά της προγράμματα μαζί με μια ρεπορταζιακή απαρίθμηση των νέων κινδύνων που «οι ουρανοί» ρίχνουν πάνω στο κεφάλι της.

 

Και τελικά αφομοιώνεται και μετασχηματίζεται στο αντίθετό της. Αυτή είναι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Σε αυτή την περίοδο εντός του ΣΥΡΙΖΑ εισήλθαν αντικαπιταλιστικές συλλογικότητες και συλλογικότητες κομμουνιστικής αναφοράς με τον ευγενικό αλλά μάταιο – όπως αποδείχτηκε – στόχο να τον μετατοπίσουν από τα μέσα προς τα αριστερά.

 

Αντί όμως με τη δύναμη των ιδεών να μετατοπίσει «το μικρό»  προς τα αριστερά «το μεγάλο», μετατοπίστηκε το μεγάλο δεξιά οδηγώντας την υπόθεση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος σε σοβαρή οπισθοχώρηση.

 

Ποια συμπεράσματα βγάζουν πρωτίστως οι ίδιοι οι συναγωνιστές από αυτή την πολιτική ενός μάταιου εισοδισμού;

 

Η άλλη τάση της Αριστεράς παλεύει να ματαιώσει τις επιλογές της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και προτάσσει τη στρατηγική της σοσιαλιστικής ανασυγκρότησης της κοινωνίας ως όρο για την ικανοποίηση ακόμη και καθημερινών λαϊκών αναγκών.

 

Προτάσσει δηλαδή ασύνδετα και αφύσικα, στο λόγο και στην πράξη της, το αύριο έναντι του σήμερα.

 

Η εργατική τάξη καλείται ταυτόχρονα να πιστέψει σε ένα ισχυρό …αυριανό κόμμα που θα προκύψει με «καθαρούς» αγώνες μέσα στο σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. 

 

Όσο όμως απάτη είναι πλέον μια συνολική φιλολαϊκή κατάσταση αλά κράτους πρόνοιας, άλλο τόσο ανέφικτη είναι η επιβολή στο σήμερα, με τους σημερινούς συσχετισμούς, της επαναστατικής σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας.

 

Μια τέτοια πολιτική υποβαθμίζει το στρατηγι­κό στόχο της αποφασιστικής αναμέτρησης σε μια πολιτική γραμμή «ά­μεσου επαναστατικού αγώνα» χωρίς άμεσο κεντρικό πολιτικό στόχο, χωρίς τη διεκδίκηση μιας μαζικής εργατικής πολιτι­κής συμβολής. Ταυτόχρονα υποτιμά την πολιτική «αποτελεσματικότητα», την «ενωτική» διάστα­ση και τη δυναμική της αντικαπιταλιστικής τακτικής.

 

Στην ουσία πρόκει­ται για μια αντίληψη που οδηγεί στην α­ντιμετώπιση της εργατικής πολιτικής σαν μια διαρκώς εξελισσόμε­νη, μονόδρομη σχεδόν πορεία «συγχώνευσης» των τακτικών και των στρατηγικών στόχων.

 

Πρόκειται για μια εξελικτική, μη­χανιστική προσέγγιση των διαλεκτικών αλμάτων της ταξι­κής πάλης των εργαζομένων, τα οποία αποτελούν το ανώτερο νόμο όλων των κοινωνικών κινημάτων και επαναστάσεων.

 

Έτσι η «πρωτοπορία» αποσπάται τελικά από την εργατική τάξη, αποσπάται δηλαδή από εκείνους που θα αναγνώριζαν και επιβεβαίωναν το ρόλο της.

 

Και τελικά ο στόχος για την ικανοποίηση καθημερινών αναγκών, με δεδομένους τους εσωτερικούς και παγκόσμιους συσχετισμούς σήμερα,  μετατρέπεται σε ουτοπία και ο ερχομός της εργατικής εξουσίας ανατίθεται σε ένα φανταστικό υποκείμενο, εκτός της υπαρκτής εργατικής τάξης. Αυτή είναι η περίπτωση του ΚΚΕ και οι επιδράσεις του.

 

Αυτή η αληθοφανής αλλά αυθαίρετη πολιτική πρόταση καταλήγει σε αέναο αγώνα για τη συντήρηση «αυτού που είμαστε». Και τελικά όχι μόνο δεν αποτρέπει την ενσωμάτωση  κάθε επαναστατικής συνείδησης και την υποταγή των εργατικών διεκδικήσεων στις ανάγκες ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος αλλά υποτάσσει το παρόν και μέλλον του εργατικού κινήματος στο πιο βάρβαρο πα­ρελθόν.

 

Ο στόχος της μαχόμενης εργατικής Αριστεράς μπορεί να είναι η διαμόρφωση μιας ενιαίας αυτοτελούς ζώνης αριστερών εργα­τών και νεολαίων σε πανκοινωνικό και πανελλαδικό επίπεδο. Η συγκρότηση μιας ενωμένης ανεξάρτητης αριστερής εργατικής πτέρυγας, από άποψη ιδεολογίας, πολιτικής πρακτικής και μαζικής παρέμβασης.

 

Ωστόσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που είναι το πλειοψηφικό παράδειγμα αυτού του στόχου, αλλά και άλλες συλλογικότητες ανάλογης στόχευσης σε αυτή την πενταετία, αλλά και γενικότερα, δεν κατόρθωσαν να συντονιστούν – από τη δική τους θέση – με αυτά που το λαϊκό κίνημα ήταν ικανό να κατακτήσει. Ούτε με τα «μικρά», ούτε με τα «μεγάλα». Πολύ περισσότερο δεν μπόρεσε να βρει τη κόκκινη γραμμή που τα συνδέει.

 

Ο τριπλός στόχος

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες συλλογικότητες δεν μπορέσαμε να απαντήσουμε με σχετική έστω επάρκεια στο τριπλό ανεξάρτητο, σχετικά, αλλά και αλληλένδετο ζήτημα της εργατικής τάξης και της μαχόμενης Αριστεράς:

 

Πρώτο να αναγνωρίσει την αξία της κάθε μέρας στη ζωή του εργάτη, να αγωνίζεται γι’ αυτή.

Δεύτερο να προβάλλεται, να γεννιέται και να εσωτερικεύεται, στον αγώνα για αυτή την καθημερινότητα, η ανάγκη παράλληλα της εργατολαϊκής επανάστασης.

Και τρίτο σε αυτή την κίνηση και πάλη να διαδίδεται ο στόχος του κομμουνισμού του 21ου αιώνα, να ενισχύεται η πίστη σε αυτό το σκοπό.

 

Η υπηρέτηση αυτού του τριπλού στόχου είναι το μέτρο, το επαρκές όριο της  πολιτικής παρέμβασης της Α­ριστεράς, με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς που απ’ τη μια αποκλείει την πολιτική της ενσωμάτωσης και του εκφυλι­σμού των εργαζομένων και απ’ την άλλη αποκρούει τον κίνδυνο της πολιτικής ανυπαρξίας και της πο­λιτικής διάλυσης.

 

Αλλά η πολιτική και κοινωνική πάλη για την καθημερινή ζωή του εργάτη συνεπάγεται μια πολιτική συγκέντρωσης ικανών δυνάμεων από το χώρο της εργασίας και του πνεύματος που θα αντιπαρατεθούν στην κανιβαλική λαίλαπα.

 

Συνεπάγεται μια ανάλογη μετωπική πολιτική που θα ενώνει τις μαχόμενες ανατρεπτικές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις με την ταυτόχρονη ενίσχυση των επαναστατικών χαρακτηριστικών της.

 

Σημαίνει βαθιά γνώση των εξελίξεων του καπιταλισμού και ερμηνεία-θέση για την πορεία του ελληνικού πολιτικού – κοινωνικού – οικονομικού σχηματισμού για τη μεταπολιτευτική περίοδο, τουλάχιστον.

 

Σημαίνει επανάκτηση της θρυμματισμένης ιστορίας από τη σκοπιά του επιθυμητού μέλλοντος και των μεγάλων κοινωνικών μας στόχων.

 

Απαιτεί εξαγωγή συμπερασμάτων και θέση για τις νίκες και ήττες της Σοσιαλιστικής επανάστασης.

 

Σημαίνει επιστροφή σε έναν πολιτισμό διαλόγου και σεβασμού της διαφορετικής άποψης, ανάλογου των πιο γόνιμων περιόδων της Αριστεράς και πάνω απ’ όλα της περιόδου 1900-1922.

 

Απαιτεί δηλαδή απόρριψη σήμερα και στην πράξη των αστικών προτύπων για τη μορφή και λειτουργία της Δημοκρατίας και στο εσωτερικό του κινήματος δοκιμάζοντας μορφές πλατιάς εργατικής δημοκρατίας.

 

Η δε πολιτική της επανάστασης σημαίνει κυρίως να βρεις δρόμους υλικής σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική σου πρόταση σεβόμενος την αυτοτέλειά τους.

 

Και τέλος, η επαγγελία του κομμουνισμού του 21ου αιώνα απαιτεί τόσο τη γενική του εικόνα στο σκληρό παρόν όσο και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη νίκη, την αντιφατική πορεία και την ήττα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

 

Απαιτείται επομένως, μαζί με την Πράξη του καθημερινού αγώνα, η οργάνωση παράλληλα ενός ουσιώδους διαλόγου για τα παραπάνω ζητήματα.

 

Οι ακραίες καταστάσεις που οδηγεί ο καπιταλισμός την παγκόσμια κοινότητα με μοναδικό στόχο τη δική του σωτηρία, δεν μπορεί να είναι μονόδρομος. Άλλωστε το απόσταγμα της διαμορφωμένης λαϊκής συνείδησης και η έκφρασή της – άλλοτε πιο ισχυρή και άλλοτε αδύναμη – έχουν φέρει τριβές, καθυστερήσεις, προσαρμογές στην ολοκλήρωση των  καταστροφικών σχεδίων τους.

 

Σε αυτές τις καταστάσεις η συλλογική οργάνωση και λειτουργία είναι ο δικός μας μονόδρομος.

 

Τέλος αξίζει να θυμίσουμε ότι το Νόμπελ Φυσικής για το 2016 απονεμήθηκε στην έρευνα που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ακραίες καταστάσεις επιβάλλουν την ανάδυση περίεργων συλλογικών συμπεριφορών της ύλης»…

 

 

                                                                                                                             

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ