15.5 C
Athens
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η στρατηγική της ΕΕ για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας, Ευάγγελου Ορέστη Βουβονίκου,

 

Παραδείγματα σχετικών εγχώριων νομοθετικών μεταβολών

Το άρθρο που ακολουθεί παρουσιάστηκε ως εισήγηση στην ημερίδα του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Λένιν, με θέμα το σύγχρονο κράτος, την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024.

Ο Ευάγγελος Ορέστης Βουβονίκος είναι Δρ. Δημοσίου Δικαίου ΕΚΠΑ, Μεταδιδάκτορος Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών

  1. Εισαγωγή

   Στο παρόν άρθρο επιχειρείται εισαγωγή σε βασικές έννοιες που σχετίζονται με την Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επίτευξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας, η οποία δημοσιεύθηκε το 2016. Μέσω της εν λόγω Στρατηγικής, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκεται η σταδιακή διαμόρφωση ενός πιο συνεκτικού κανονιστικού πλαισίου που θα διέπει τις προσπάθειες διαφύλαξης των ζωτικής σημασίας κοινών συμφερόντων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΕΕ). Αυτό το κανονιστικό πλαίσιο θα πρέπει-σύμφωνα με τις σχετικές εισηγήσεις-να διαθέτει ολιστικό χαρακτήρα, καθιερώνοντας αποτελεσματικούς τρόπους προστασίας των υποδομών θεσμικού και οικονομικού ενδιαφέροντος της ΕΕ έναντι απειλών που προέρχονται τόσο από το φυσικό όσο και από το ψηφιακό περιβάλλον, σε συνθήκες υπό τις οποίες-όπως εξηγείται στη συνέχεια-οι ανωτέρω υποδομές διευρύνονται διαρκώς. Άλλωστε, ουσιαστικό και κανονιστικό υπόβαθρο για το σχεδιασμό της υπό κρίση Στρατηγικής υπήρξε ακριβώς η έννοια των «υποδομών ζωτικής σημασίας» της ΕΕ. Για τους λόγους αυτούς, η Στρατηγική φαίνεται να αποσκοπεί στην περαιτέρω επαύξηση του ποινικού οπλοστασίου των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και τη βαθμιαία ενοποίηση αυτού υπό το θεσμικό μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας.

Ωστόσο, η περαιτέρω διεύρυνση νομικών βάσεων και υλικών ευχερειών που θα διατίθενται στα αρμόδια θεσμικά όργανα της ΕΕ, καθώς και τις αρχές των κρατών-μελών με προέχουσες τις ποινικές αρμοδιότητες, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση ρυθμίσεων με κατασταλτικό χαρακτήρα· χωρίς, συγχρόνως, τη λήψη μέτρων που θα έπρεπε να έχουν ως κατεύθυνση τη διαφύλαξη κρίσιμης σημασίας δικαιωμάτων. Η τελευταία αυτή διάσταση πρόκειται να επισημανθεί ως προβληματισμός στο παρόν σημείωμα, μέσω ιδίως της αναφοράς στα οριζόμενα στην Στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, όπως επίσης και μέσα από ειδικότερα παραδείγματα υλοποίησης αυτής και στην εγχώρια έννομη τάξη.

  1. Ως προς το περιεχόμενο της Στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας

α) Ως προς την εν γένει προστασία των υποδομών ζωτικής σημασίας

   Με ανακοίνωσή της το 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισήγαγε, για πρώτη φορά, στο δίκαιο της ΕΕ την έννοια της «Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας», ως υπό διαμόρφωση θεσμικό σχηματισμό, με κύριο σκοπό τη δημιουργία συνθηκών θωράκισης των ενωσιακών θεσμών και υποδομών από την άποψη και της εσωτερικής ασφάλειας, για τις απαιτήσεις του οποίου εξέδωσε σχετική Στρατηγική περιλαμβάνοντας τις κυριότερες κατευθύνσεις αυτού.[1] Αναφορικά με την τρέχουσα περίοδο (2020-2025), από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδοθεί αναθεωρημένη Στρατηγική για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας. Μεταξύ των υποχρεώσεων οι οποίες συνδέονται με τη συγκρότηση της Ένωσης Ασφαλείας είναι και η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υποβολή, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, εκθέσεων προόδου όσον αφορά το βαθμό υλοποίησης της σχετικής Στρατηγικής από τα κράτη-μέλη, στο περιεχόμενο των οποίων θα εντάσσεται και ο βαθμός προσαρμογής των εσωτερικών κανονιστικών πλαισίων. Η πρώτη συναφής έκθεση προόδου υποβλήθηκε το Δεκέμβριο 2020.[2]

Ο παραπάνω υπό διαμόρφωση θεσμικός μηχανισμός της ΕΕ βασίζεται πρωτίστως-αποτελώντας κανονιστική αναβάθμιση της προστασίας τους-στις έννοιες των αποκαλούμενων αυτοτελών ή ίδιων συμφερόντων της ΕΕ και των υποδομών ζωτικής σημασίας αυτής, όπως οι ανωτέρω έννοιες άρχισαν να διαπλάθονται κανονιστικά ήδη από τη δεκαετία του 1990. Υπό τις έννοιες αυτές, στον πυρήνα της κανονιστικής προστασίας ευρίσκονται κυρίως εγκαταστάσεις στις οποίες συγκεντρώνεται ιδιαίτερη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα, όπως είναι, ιδίως, αυτές που εντάσσονται στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών, οι συγκοινωνιακοί κόμβοι, οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας, η πληροφορική και η χημική βιομηχανία, τα δίκτυα διανομής ύδατος κλπ., ανεξαρτήτως από το ειδικότερο ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών (ποσοστό συμμετοχής του δημόσιο τομέα, αποκλειστική ιδιωτική ιδιοκτησία κλπ.).[3]

   Από την άποψη του δευτερογενούς δικαίου της ΕΕ, έως και την έκδοση της Στρατηγικής για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας, εκδόθηκαν σημαντικές κανονιστικές πράξεις με σκοπό την κατοχύρωση των υποδομών ζωτικής σημασίας της ΕΕ σε διάφορους τομείς. Μεταξύ άλλων, κρίθηκε αναγκαία η πρόσδοση αυξημένης ποινικής προστασίας στη διασφάλιση των πόρων του προϋπολογισμού της ΕΕ, καθώς και στην-επικείμενη τότε-κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος.[4] Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε η σύσταση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1073/1999.[5] Στην κατεύθυνση προστασίας των ίδιων οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ έναντι της επίτασης της διασυνοριακής εγκληματικότητας εντάσσεται και η θέση σε ισχύ της Σύμβασης «για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (γνωστής ως «Σύμβασης PIF»).[6] Όπως επίσης και η πρόβλεψη για σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (με γνωρίσματα ενιαίας εισαγγελικής αρχής)[7], η οποία περιλήφθηκε στο άρθρο 86 ΣΛΕΕ, με βάση τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009)[8]· καθώς και η έκδοση του ισχύοντος σήμερα Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, βάσει του οποίου ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO), στις αρμοδιότητες της οποίας προβλέπεται να συγκαταλέγεται, εκτός των άλλων, η υλοποίηση επιχειρησιακής υφής δράσεων συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού εντός της επικράτειας των κρατών-μελών.[9]

Σημειώνεται ότι, λόγω της προτεραιότητας που αποδόθηκε στην κατεύθυνση της διασφάλισης των αυτοτελών συμφερόντων και των υποδομών ζωτικής σημασίας της ΕΕ, ακόμη και υπό την ισχύ της υπαγωγής των ρυθμίσεων του ποινικού δικαίου στον τρίτο πυλώνα του τότε συστήματος των πυλώνων της ΕΕ-στον οποίο, ως γνωστόν, υπερίσχυε ο διακυβερνητικός χαρακτήρας της συνεργασίας των κρατών-μελών[10]-επιχειρήθηκε η θέσπιση αυτόνομης κανονιστικής αρμοδιότητας των τότε κοινοτικών οργάνων στο μελετώμενο ρυθμιστικό πεδίο.[11]

Η απόφαση για την έκδοση, το 2016, της Στρατηγικής για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας φαίνεται να υποδηλώνει την ύπαρξη βούλησης των κύριων ενωσιακών οργάνων (ήδη από προγενέστερο χρόνο), ούτως ώστε να συγκροτηθεί πρόσφορο νομικό πλαίσιο υπαγωγής στην αυξημένη ποινική προστασία και την αυτόνομη κανονιστική αρμοδιότητα της ΕΕ του συνόλου των τομέων στους οποίους θεωρείται ότι συντρέχουν αυτόνομα συμφέροντα της ΕΕ, και όχι μόνο ορισμένων από τους τομείς αυτούς· νομοθετική πρακτική που είχε ακολουθηθεί ιδίως κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000.[12] Σχετικά, η συστηματική διάρθρωση ενωσιακών κανόνων δικαίου με αντικείμενο ειδικά την προστασία των υποδομών ζωτικής σημασίας ανάγεται στο 2006, οπότε και θεσπίστηκε το «ευρωπαϊκό πρόγραμμα προστασίας των υποδομών ζωτικής σημασίας» (EPCIP).[13] Ακολούθησε η έκδοση της Οδηγίας 2008/114/ΕΚ, σχετικά με το χαρακτηρισμό των ευρωπαϊκών υποδομών ζωτικής σημασίας, με πεδίο εφαρμογής της παραπάνω Οδηγίας τους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών.[14]

Βασικό στόχο της εξεταζόμενης Στρατηγικής αποτελεί η επίτευξη ενός κοινού συστήματος ασφαλείας στην ΕΕ στο σύνολο των κρίσιμης σημασίας τομέων, υπό την ισχύ ενός ενοποιημένου πλέγματος κανόνων δικαίου (αλλά και ευχερειών για την επιτέλεση των αναγκαίων υλικών ενεργειών από κρατικές υπηρεσίες), το οποίο θα δεσμεύει και τα εκάστοτε αρμόδια, εσωτερικά όργανα των κρατών-μελών. Ανεξαρτήτως από την επιμέρους πηγή των θεωρούμενων ως κινδύνων, είτε δηλαδή αυτή προκύπτει στο φυσικό είτε και στο ψηφιακό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία αποκτούν τα θεσμικά μέσα που έχουν προβλεφθεί για τον τομέα ποινικής καταστολής και εσωτερικής ασφάλειας της ΕΕ.[15]

β) Η Στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας

  1. i. Από την άποψη του ουσιαστικού δικαίου

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας, μεταξύ των βασικών αξόνων τους οποίους θα διέπει εφεξής το προαναφερόμενο υπό ενοποίηση κανονιστικό πλαίσιο τίθεται και η Στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η οποία και συναρθρώνει-από κοινού με άλλους τομείς πολιτικών-την Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας.[16] Επιπρόσθετα, με βάση και το ήδη ισχύον ενωσιακό πλαίσιο για την κανονιστική αρχή της διαπερατότητας των δεδομένων που καταχωρούνται στα συστήματα πληροφοριών της ΕΕ, οι φορείς πραγμάτωσης της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής και νομοθεσίας θα δύναται να αξιοποιούν θεσμικά και νομικά μέσα τα οποία διατίθενται συνολικά στον μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας, ανεξαρτήτως από τον επιμέρους τομέα πολιτικής για τον οποίο είχαν αυτά αρχικά σχεδιασθεί.[17]

Η περίπτωση της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής και νομοθεσίας της ΕΕ είναι ενδεικτική ενός διαρκώς εμπλουτιζόμενου πλέγματος διατάξεων, με τις οποίες διευρύνθηκαν αποφασιστικά οι εσωτερικές και οι εξωεδαφικές αρμοδιότητες των κατασταλτικών θεσμών, τόσο των κρατών-μελών όσο και της ΕΕ. Εκτός των άλλων, και στην εγχώρια ποινική επιστήμη εγκαίρως-και πάντως ήδη ακόμη και από το διάστημα που προηγήθηκε της θέσπισης της πρώτης συνεκτικής νομοθετικής πράξης της ΕΕ για τον εν λόγω τομέα, δηλαδή της Απόφασης-Πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ[18]-είχε επισημανθεί η ύπαρξη πιθανών, σοβαρών διακινδυνεύσεων αναφορικά με την τήρηση παραδεδομένων γνωρισμάτων εγγυητικού χαρακτήρα του κλάδου του ποινικού δικαίου (όπως σε σχέση με την αρχή του ορισμένου των ποινικών διατάξεων), καθώς και για τις συνακόλουθες επιπτώσεις στο επίπεδο προστασίας των πολιτικών ελευθεριών.[19]

   Αυτά διότι, από την άποψη των ουσιαστικών κανόνων δικαίου, η αντιτρομοκρατική νομοθεσία της ΕΕ διακρίνεται-υπό όρους του εγχώριου ποινικού δικαίου-και από την εκτεταμένη χρήση αόριστων αξιολογικών εννοιών, την τυποποίηση πλήθους εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, την τυποποίηση όλων των ειδικών μορφών εμφάνισης σε αρκετές ποινικοποιούμενες συμπεριφορές, καθώς και την τυποποίηση των κατ’ αρχήν εκτός ποινικού ενδιαφέροντος προπαρασκευαστικών πράξεων των σχετικών εγκλημάτων.[20] Σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 1 ΣΛΕΕ (όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις από τη Συνθήκη της Λισαβόνας), συνάγεται η κανονιστική υποχρέωση των αρμόδιων οργάνων των κρατών-μελών να μην αποφασίζουν την τυχόν ελάφρυνση του επαπειλούμενου από την ενωσιακή νομοθεσία ποινικού (ουσιαστικού και δικονομικού) πλαισίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Εφόσον, ύστερα από την κατάργηση του συστήματος των τριών πυλώνων, στην ενωσιακή νομοθεσία προβλέπονται τα minima της ποινικής καταστολής των αντίστοιχων τυποποιούμενων συμπεριφορών.[21]

Συγκεκριμένα, το ισχύον ενωσιακό πλαίσιο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας εμπεριέχεται πρωτίστως στην Οδηγία (ΕΕ) 2017/541[22]. Στην εν λόγω Οδηγία περιλαμβάνονται οι κοινοί ορισμοί του δικαίου της ΕΕ για την τρομοκρατία, ενώ, βάσει αυτής αντικαθίσταται η Απόφαση-Πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ.

Στην ισχύουσα Οδηγία περιλαμβάνεται το σύνολο των βασικότερων ρυθμίσεων των δύο προγενέστερων, συνεκτικών ενωσιακών κανονιστικών κειμένων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (δηλαδή της προαναφερόμενης Απόφασης-Πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ και της Απόφασης-Πλαισίου 2008/919/ΔΕΥ[23]), με την προσθήκη, μάλιστα, νέων τυποποιούμενων συμπεριφορών, την επέκταση προϊσχυόντων ορισμών και την επαγόμενη διεύρυνση της αρμοδιότητας της ΕΕ όσον αφορά το ρυθμιστικό πεδίο της αντιτρομοκρατικής πολιτικής και τα διαθέσιμα σε αυτό νομικά μέσα. Μέσω της νέας Οδηγίας καταβάλλεται προσπάθεια συγχρονισμού του ενωσιακού αντιτρομοκρατικού πλαισίου με τις απειλές που προέρχονται από το διαδικτυακό/ψηφιακό περιβάλλον, καθώς και με τα σύγχρονα συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών.[24]

Σχετικά, στην παραπάνω Οδηγία έχει περιληφθεί αυτούσιος ο ορισμός της έννοιας του τρομοκρατικού εγκλήματος, όπως αυτός είχε τεθεί βάσει της Απόφασης-Πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ. Στον ορισμό αυτόν, μεταξύ των σκοπών που πιθανολογείται ότι έχει ο δράστης, προβλέπεται ότι ενδέχεται: «να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα τις δημόσιες αρχές ή ένα διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν από την εκτέλεσή της, ή να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.».[25] Περαιτέρω, η εν δυνάμει σοβαρή επέκταση του αξιοποίνου προκύπτει από την υποδεικνυόμενη ποινικοποίηση ως τρομοκρατικών εγκλημάτων, εκτός των άλλων, της κατάληψης μέσων μαζικής μεταφοράς ή μεταφοράς εμπορευμάτων, καθώς και της διαταραχής ή διακοπής των παροχών ύδατος και ηλεκτρικής ενέργειας.[26] Από την παράθεση των παραπάνω ενδεικτικών ρυθμίσεων της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας συμπεραίνεται ότι, και σε περιπτώσεις της νομοθεσίας αυτής στις οποίες προβλέπονται αντικειμενικά στοιχεία κατάστρωσης των συναφών ποινικών υποστάσεων, αυτά-σε αφηρημένο επίπεδο-θα μπορούσαν να αφορούν συμπεριφορές σε πολλά πεδία κοινωνικής δραστηριότητας, που εμφανίζουν, εκ των πραγμάτων, αξιολογικά ουδέτερο χαρακτήρα (όπως, για παράδειγμα, η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς), χωρίς να διακριβώνεται απαραιτήτως προσβολή συγκεκριμένης μονάδας ενός τουλάχιστον καθορισμένου εννόμου αγαθού.[27] 

   Να σημειωθεί ότι, η κατασταλτική δραστηριότητα των αρμόδιων κρατικών και ενωσιακών αρχών υποστηρίζεται ισχυρά, εκτός των άλλων, μέσα και από τη λειτουργία του αυτοματοποιημένου Συστήματος Πληροφοριών της Europol, όπως αυτό προβλέφθηκε στη σύμβαση ίδρυσης της Europol το 1995. Σύμφωνα με τη σχετική ορολογία η οποία αξιοποιείται από τη σύμβαση σύστασης της Europol, στο ανωτέρω Σύστημα συλλέγονται και καταχωρούνται δεδομένα δραστηριότητας και των λεγόμενων «προσώπων επαφής ή συνοδείας». Προσώπων δηλαδή για τα οποία διαπιστώθηκε ότι διατηρούν απλές επαφές με πρόσωπα που θεωρούνται ύποπτα για πιθανή τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, έστω και εάν η συμπεριφορά των προσώπων αυτών δε μπορεί να υπαχθεί εννοιολογικά ούτε στο προπαρασκευαστικό στάδιο των συναφών ποινικών αδικημάτων[28].

  1. ii) Το παράδειγμα της μεθόδου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και το εύρος της προστασίας του δικαιώματος από το ΕΔΔΑ

   Στο ιδιαίτερα πυκνό νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο συναρθρώνεται η Στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, μεταξύ των διαθέσιμων μέσων προληπτικού περιεχομένου συγκαταλέγεται και η μέθοδος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών-αποτελώντας, κατά τα προεκτιθέμενα, μέσο και του ευρύτερου σχηματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας-για ορισμένες χρήσεις της οποίας απασχολήθηκε πρόσφατα ο εγχώριος δημόσιος διάλογος. Στο παρόν σημείωμα θα γίνει-όλως συνοπτικά-χρήση του ως ενδεικτικού παραδείγματος των δυνητικών απολήξεων των κανονιστικών και υλικών μέσων που συναποτελούν την Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας.

Όπως είναι γνωστό, η υπερνομοθετικής ισχύος κανονιστική προστασία του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών καθιερώνεται μέσω του άρθρου 19 του ελληνικού Συντάγματος 1975, καθώς επίσης και-συνδυαστικά-βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[29] Επιπλέον, όσον αφορά την ΕΣΔΑ[30], σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ[31], η ως άνω κατοχύρωση παρέχεται μέσω του άρθρου 8 παρ. 1 της Σύμβασης, στις διατάξεις του οποίου προβλέπεται, κατά ρητό τρόπο, η προστασία των δικαιωμάτων στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, στην κατοικία και στην αλληλογραφία. Το ανωτέρω κανονιστικό πλέγμα προστασίας διακρίνεται ιδίως από την πρόβλεψη προϋποθέσεων ισχυρών εξαιρέσεων από το πεδίο εφαρμογής της προστασίας του δικαιώματος, κυρίως για λόγους που συνδέονται με την εθνική ασφάλεια των κρατών-μελών και για σκοπούς διακρίβωσης σοβαρών εγκλημάτων.[32]

Θα πρέπει να παρατηρηθεί ειδικότερα ότι, από τεχνική άποψη-έστω και υπό την τήρηση του όρου της χρήσης αποκλειστικά αδειοδοτημένων σύγχρονων λογισμικών παρακολούθησης από τις εκάστοτε αρμόδιες κρατικές αρχές-η μέθοδος και το εύρος των συνεπειών από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, για τα καθ’ ου το μέτρο πρόσωπα, ενδέχεται να έχει διαφοροποιηθεί αισθητά σε σύγκριση με ό,τι αναμενόταν υπό τη χρήση τεχνολογιών του παρελθόντος στον τομέα της επικοινωνίας. Αυτό διότι, ακόμη και εάν η κρατική αδειοδότηση για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών-για λόγους εθνικής ασφάλειας-χορηγηθεί με μοναδικό αυτής πεδίο την καταγραφή από τις διωκτικές αρχές τηλεφωνικών συνομιλιών (τόσο κατά περιεχόμενο όσο και κατά τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας), οι αντικειμενικές δυνατότητες που προκύπτουν από τη χρήση των σύγχρονων λογισμικών παρακολούθησης θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση στο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (και όσων εντάσσονται στην κατηγορία των ευαίσθητων) των χρηστών συσκευών τηλεπικοινωνιών νέας τεχνολογίας, καθώς και την καταγραφή δεδομένων τρίτων προς το υποκείμενο της παρακολούθησης προσώπων.[33]

Έτσι, η υποβολή προσώπου στο μέτρο της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών-ιδίως εάν αυτή συσχετισθεί με την εκ φύσεως αόριστη έννοια της εθνικής ασφάλειας-θα μπορούσε να αναλογεί με την επιβολή επαχθούς μέτρου ποινικού δικονομικού καταναγκασμού όπως αυτά που καθιερώνονται στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών· συνιστώντας πεδίο στο οποίο συμπλέκονται αφενός οι de facto ισχυρές δυνατότητες των διενεργούντων την άρση για πρόσβαση σε πλήθος δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και αφετέρου, η ύπαρξη ευρείας διακριτικής ευχέρειας, εκ των πραγμάτων, των εκάστοτε αρμόδιων κρατικών αρχών και ιδίως των κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας.[34]

Παρά τον εμφανώς επαχθή χαρακτήρα του μέτρου, το ΕΔΔΑ δέχεται παγίως ότι τα κράτη-μέρη της ΕΣΔΑ διαθέτουν τη δυνατότητα χρήσης λογισμικών παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφαλείας, χωρίς η επιβολή του μέτρου να κρίνεται ως μη νόμιμη a priori. Επιπρόσθετα, το ΕΔΔΑ δεν έκρινε per se αντίθετες με τις δεσμεύσεις των κρατών-μερών που απορρέουν από την ΕΣΔΑ ακόμη και τις αποφάσεις κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας ή άλλων διοικητικών αρχών τους οι οποίες επέτασσαν την επιβολή των λεγόμενων «στρατηγικής φύσης» παρακολουθήσεων.[35] Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ θέτει σταθερά την άσκηση ελέγχου επί κρατικών μέτρων άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών υπό το πρίσμα των γνωστών τριών κριτηρίων της νομολογίας του. Δηλαδή, το μέτρο άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών θα πρέπει σωρευτικά: α) να προβλέπεται στον εγχώριο νόμο, β) να πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε έναν από τους κατ’ άρθρον 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ λόγους υπό τους οποίους καθίσταται νόμιμη η εξαίρεση από την κανονιστική προστασία του άρθρου 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ (μεταξύ των οποίων είναι και η «εθνική ασφάλεια») και γ) να είναι «αναγκαίο σε μία δημοκρατική κοινωνία», τηρώντας τις προϋποθέσεις της εν στενή εννοία αρχής της αναλογικότητας του περιορισμού που επιβάλλεται σε βάρος δικαιώματος.[36]

Ωστόσο, στη νομολογία του ΕΔΔΑ έχει αναγνωρισθεί διευρυμένο περιθώριο των κρατών-μερών της ΕΣΔΑ αναφορικά με την επιβολή μέτρων άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών ιδίως όταν οι υποθέσεις φέρεται να σχετίζονται με την προστασία της εθνικής ασφάλειας· μεταξύ άλλων, ενόψει της φύσης των επαπειλούμενων κινδύνων, καθώς και για τη διασφάλιση του αποτελεσματικού χαρακτήρα των συναφών μέτρων. Αρκούμενη, κατ’ αρχήν, η υπό αναφορά νομολογία στην προβολή ‘’εύλογων υπονοιών’’ των αρμόδιων κρατικών αρχών έναντι του καθ’ ου το μέτρο προσώπου.[37]

  1. Παραδείγματα από την εγχώρια νομοθεσία

   Και η εγχώρια νομοθεσία με περιεχόμενο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας-ως αποτέλεσμα, σε σημαντικό βαθμό της προσαρμογής του εσωτερικού δικαίου στις υπερνομοθετικής ισχύος σχετικές προβλέψεις του δικαίου της ΕΕ-αποτελεί, μετά την προαναφερόμενη συγκεκριμενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας, άξονα της τελευταίας· τα αρμόδια όργανα του ελληνικού κράτους δεσμεύονται επιπρόσθετα,[38] βάσει της ανωτέρω Στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να λαμβάνουν πρόσφορα μέτρα προσαρμογής του εσωτερικού δικαίου.

Ειδικότερα, η συστηματική προσαρμογή του ελληνικού δικαίου στις κατευθύνσεις της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας της ΕΕ εκκινεί από τη θέση σε ισχύ του ν.3251/2004, με βάση διατάξεις του οποίου ενσωματώθηκαν στο εγχώριο δίκαιο τόσο η Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης όσο και η προεκτιθέμενη Απόφαση-Πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ, χωρίς ουσιώδεις μεταβολές του ενωσιακού κανονιστικού πλαισίου[39]. Ωστόσο, της ως άνω προσαρμογής είχε προηγηθεί η θέσπιση των νόμων 1916/1990 και 2928/2001 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Γνωρίσματα των παραπάνω κανονιστικών προσθηκών αποτέλεσαν κυρίως η ρύθμιση ειδικών ανακριτικών πράξεων[40] (ενεργοποιούμενων με βάση υπόνοιες τέλεσης τρομοκρατικής πράξης),[41] καθώς και η επαύξηση των ευχερειών διοικητικής δράσης στο στάδιο ακόμη της ποινικής προδικασίας, υπό την ισχύ της αρχής του μυστικού χαρακτήρα της προδικασίας.[42]

Από την άποψη των πρόσφατων εγχώριων νομοθετικών μεταβολών θα μπορούσε να διακριθεί η θέση σε ισχύ του ν.4689/2020. Με διατάξεις του οποίου επήλθε αφενός προσαρμογή του εγχώριου δικαίου για κατηγορίες αξιόποινων συμπεριφορών που προβλέπονταν στην Απόφαση-Πλαίσιο 2008/919/ΔΕΥ και είχε παραληφθεί η ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό δίκαιο έως και τον ανωτέρω νόμο· και αφετέρου, προβλέπεται της Οδηγίας 2017/541/ΕΕ στην ελληνική έννομη τάξη. Υπό τις ρυθμίσεις του ν.4689/2020 τροποποιήθηκε εκ νέου το άρθρο 187Α (τρομοκρατικές πράξεις-τρομοκρατική οργάνωση) του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα. Ούτως ώστε, να προβλεφθεί, για πρώτη φορά, η αυτοτελής ποινικοποίηση των συμπεριφορών δημόσιας πρόκλησης σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, καθώς και της στρατολόγησης και της παροχής εκπαίδευσης με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος. Επιπρόσθετα, προβλέπεται η δυνατότητα της συνεργασίας εγχώριων διωκτικών αρχών με ομόλογες αλλοδαπές αρχές, με σκοπό την απευθείας διακρατική συλλογή πληροφοριών στον προκείμενο τομέα.[43]

Ένδειξη της διευρυμένης βαρύτητας την οποία φέρεται να αποκτούν διατάξεις με το παραπάνω πεδίο ρύθμισης συνιστά, τέλος, και η χρήση παρόμοιων ρυθμίσεων και στο δίκαιο των πολιτικών κομμάτων, το οποίο έχει υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις κατά το διάστημα των τελευταίων ετών.

Υπενθυμίζεται σχετικά ότι, σύμφωνα με τον ν.4304/2014 (σε εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου 29 παρ. 2 Σ.), η άσκηση ποινικής δίωξης και η επιβολή του μέτρου της προσωρινής κράτησης σε βάρος του προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας κόμματος και για αδικήματα που τυποποιούνται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα-υπό την σωρευτική τήρηση και άλλων προϋποθέσεων, όπως της λήψης προηγουμένως απόφασης της Βουλής-θα μπορούσε να απολήξει σε αναστολή της καταβαλλόμενης κρατικής χρηματοδότησης. Στον ανωτέρω νόμο εισάγεται-επίσης το πρώτον-και η έννοια της «άσκησης» της «πραγματικής διεύθυνσης πολιτικού κόμματος» στο δίκαιο των πολιτικών κομμάτων.[44]

Ακόμη πιο επιβαρυντική είναι η κύρωση έναντι πολιτικού κόμματος που προβλέφθηκε βάσει του άρθρου 102 του ν.5019/2023, με τις διατάξεις του οποίου αντικαταστάθηκε πλήρως το άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ. 26/2012 (κωδικοποιημένη εκλογική νομοθεσία)· άρθρο στο οποίο καθορίζονται οι εν γένει προϋποθέσεις εκλογιμότητας των υποψήφιων εκλογικών συνδυασμών των πολιτικών κομμάτων στις βουλευτικές εκλογές.[45] Σχετικά, κατά την περίπτωση γ) της ως άνω ρύθμισης, δεν ανακηρύσσεται υποψήφιος εκλογικός συνδυασμός κόμματος εφόσον κριθεί ότι: «Η οργάνωση και η δράση του (δεν) εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.». Κατά τη δεσμευτική διατύπωση του ισχύοντος άρθρου 32 παρ. 1 του π.δ. 26/2012, η παραπάνω κρίση-και η επέλευση της έννομης συνέπειας της στέρησης του δικαιώματος στην εκλογιμότητα-επέρχεται εφόσον διαπιστώνεται ισχύς προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, εκτός των άλλων, και για τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 187Α ΠΚ· απόφαση η οποία θα πρέπει να έχει εκδοθεί σε βάρος προσώπων που φέρουν συγκεκριμένη κομματική ιδιότητα (όπως αυτή του προέδρου, του υποψήφιου βουλευτή κλπ.). Να σημειωθεί ότι, τα ανωτέρω κρίνονται από δικαστικό σχηματισμό του Αρείου Πάγου, κατά την άσκηση διοικητικής φύσης αρμοδιοτήτων αυτού, χωρίς την πρόβλεψη δεύτερου βαθμού κρίσης· λόγω και του αρκετά περιορισμένου χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την ημερομηνία προκήρυξης των εκλογών έως και την ημερομηνία διεξαγωγής τους.[46]

  1. Συμπερασματικά

   Στο παρόν σημείωμα επιχειρήθηκε να τεθεί το περίγραμμα της έννοιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας, ως υπό διαμόρφωση θεσμικού μηχανισμού της ΕΕ, όπως αυτό προβλέφθηκε στην αντίστοιχη Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2016. Λαμβάνοντας ως βάση την κανονιστικά οριοθετημένη έννοια των «υποδομών ζωτικής σημασίας», κύριο γνώρισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας, όπως προεκτέθηκε, φαίνεται να είναι η προσπάθεια να αποκτήσει καθολικό χαρακτήρα, αποτελώντας θεσμικό σχήμα στο οποίο πρόκειται να συναποτελείται από κανονιστικές ρυθμίσεις που έχουν τεθεί για πολιτικές της ΕΕ που είναι σχετικοί ιδίως με τον τομέα ποινικής καταστολής και εσωτερικής ασφάλειας της ΕΕ. Φέροντας καθολικό περιεχόμενο, οι νομικές και υλικές ευχέρειες που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας-σε συνδυασμό με τη θέσπιση ιδιαίτερων υποχρεώσεων των κρατών-μελών για ανταπόκριση στη Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής-θα καταλαμβάνουν την προφύλαξη της ΕΕ από πιθανές απειλές προερχόμενες τόσο από το φυσικό όσο και από το ψηφιακό περιβάλλον. Επιπλέον, ο σχεδιασμός για την υπό κρίση Στρατηγική-από κανονιστική άποψη-στηρίζεται σε ορισμένες γνωστές νομικές βάσεις του ενωσιακού δικαίου· όπως, μεταξύ άλλων, στην απονομή πρωτογενούς κανονιστικής αρμοδιότητας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ ως προς τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων στον τομέα του ποινικού δικαίου, υπό τις οριοθετήσεις, ασφαλώς, επιμέρους πεδίων που προβλέπονται στο άρθρο 83 ΣΛΕΕ. Κατ’ επέκταση, η έκδοση της Στρατηγικής για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφαλείας αποτελεί αναπόσπαστη συνέχεια, και συγχρόνως, εμπλουτισμό των ίδιων ποινικών αρμοδιοτήτων της ΕΕ, διαδικασία η οποία έχει εκκινήσει με συστηματικό τρόπο από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ, παρακολουθώντας την ευρύτερη τάση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Ενόψει του διαφαινόμενου ολιστικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ασφαλείας, αλλά και των ήδη γνωστών γνωρισμάτων επί των οποίων εδράζεται ο νέος θεσμικός μηχανισμός της ΕΕ, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να προξενήσει σημαντικά προβλήματα όσον αφορά το εύρος της κανονιστικής προστασίας (και πρακτικής υλοποίησης) ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων· όπως έχει παρατηρηθεί συχνά στο παρελθόν να έχει συμβεί και σε τομείς πολιτικών της ΕΕ από πρωτοβουλίες αυτής με ανάλογο περιεχόμενο. Αυτόν τον προβληματισμό αποπειράθηκε το παρόν σημείωμα να αναδείξει, ιδίως μέσα από την ενδεικτική καταγραφή ορισμένων μόνο από τις πιθανές προεκτάσεις της προκείμενης συζήτησης, στη βάση επιμέρους παραδειγμάτων, τόσο από την ενωσιακή όσο και από την εγχώρια νομοθεσία.

[1] Σχετικά, από το Σεπτέμβριο 2016 δημιουργήθηκε πρόσθετα και νέα θέση Επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με αντικείμενο την Ένωση Ασφαλείας της ΕΕ – Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφάλειας, https://commission.europa.eu/strategy-and-policy/priorities-2019-2024/promoting-our-european-way-life/european-security-union_el (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης για το σύνολο των πηγών που ανευρίσκονται σε υπερσυνδέσμους: 25.11.2024)

[2] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφάλειας, ibid.

[3] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών – Θεματολόγιο της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας: πρόβλεψη, πρόληψη, προστασία και αντιμετώπιση, COM (2020) 795 final, 09.12.2020, σ. 14

[4] H. Nilsson, Η Eurojust και η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής για τη δημιουργία «Ευρωπαίου Εισαγγελέα». Το παρόν και το μέλλον, στο: Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Η μονάδα Eurojust) – Πρακτικά Ημερίδας 16 Δεκεμβρίου 2002, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού οικονομικού δικαίου (επιμ. Σ. Κουτουλάκου), Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σ. 134 επ.

[5] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), OJ L 136, 31.05.1999, σ. 1 επ., Σ. Κουτουλάκου, I. Παρουσίαση της Απόφασης του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τη σύσταση της οριστικής μονάδας δικαστικής συνεργασίας Eurojust – II. Σχέσεις με τους εταίρους (Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, Europol, OLAF), στο: Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Η μονάδα Eurojust) – Πρακτικά Ημερίδας 16 Δεκεμβρίου 2002, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού οικονομικού δικαίου (επιμ. Σ. Κουτουλάκου), Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σ. 24 επ.

[6] Η Σύμβαση PIF αντικαταστάθηκε από την ισχύουσα σήμερα Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 (γνωστή, αντίστοιχα ως ‘’Οδηγία PIF’’), η οποία συνιστά πλέον την κυριότερη πηγή στο δίκαιο της ΕΕ για την οργάνωση της προστασίας των αυτοτελών συμφερόντων της ΕΕ – Οδηγία (ΕΕ) αριθ. 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, OJ L 198, 28.07.2017, σ. 29 επ., Δ. Ζημιανίτης, Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – Η τρέχουσα κατάσταση και οι επί θύραις προκλήσεις, ΠοινΔικ 2/2021, σ. 289

[7] Η πρόβλεψη για σύσταση ενιαίας εισαγγελικής αρχής της ΕΕ συγκεκριμενοποιήθηκε, για πρώτη φορά, στο «Corpus Juris» (2000), το οποίο περιείχε δέσμη προτάσεων θέσπισης ουσιαστικών και δικονομικών ποινικών κανόνων με αντικείμενο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ. Επιπλέον, το 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλλε ανάλογη πρόταση στο πλαίσιο του Διακυβερνητικού Συνεδρίου στη Νίκαια. Ακολούθησε η έκδοση συναφούς Πράσινης Βίβλου (με τον τίτλο: «για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής»), το 2001 – H. Nilsson, ibid., σ. 133 επ., Δ. Ζημιανίτης, Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σ. 47 επ., του ίδιου, Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – Η τρέχουσα κατάσταση και οι επί θύραις προκλήσεις, ΠοινΔικ 2/2021, σ. 289

[8] Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο & Συνθήκη της Λισσαβώνας (Θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης και αρχές ποινικοποίησης σε ευρωπαϊκό περιβάλλον), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 17 επ. και 49, Δ. Ζημιανίτης, Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – Η τρέχουσα κατάσταση και οι επί θύραις προκλήσεις, ΠοινΔικ 2/2021, σ. 289, Ε. Στεργιούλης, Οι βασικές αλλαγές του νέου πλαισίου εσωτερικής ασφάλειας της Συνθήκης της Λισαβόνας, ΠοινΔικ & Εγκληματολογία 1/2010, σ. 25 επ.

[9] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, OJ L 283, 31.10.2017, σ. 1 επ., Δ. Ζημιανίτης, ibid., σ. 289

[10] Τίτλος VI της Συνθήκης – Δ. Ζημιανίτης, Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007, σ. 23, Ε. Βενιζέλος, Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και ο ευρωπαϊκός συνταγματικός χώρος, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1994, σ. 11

[11] Ε. Παπαθανασόπουλος, Η εμπειρία της προσωρινής μονάδας δικαστικής συνεργασίας – PRO – EUROJUST – ως βάση για το μέλλον. Η προστιθέμενη αξία της μονάδας. Οι ελληνικές υποθέσεις, στο: Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Η μονάδα Eurojust) – Πρακτικά Ημερίδας 16 Δεκεμβρίου 2002, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού οικονομικού δικαίου (επιμ. Σ. Κουτουλάκου), Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σ. 15

[12] Σύμφωνα με το σχετικό δελτίο τύπου το οποίο εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 16 Δεκεμβρίου 2020: «Η ΕΕ έχει αναγνωρίσει προ πολλού την ανάγκη διασφάλισης της ανθεκτικότητας των υποδομών ζωτικής σημασίας, που παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς…» – Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δελτίο Τύπου, Νέα στρατηγική της ΕΕ για την κυβερνοασφάλεια και νέοι κανόνες για την ενίσχυση των φυσικών και ψηφιακών κρίσιμων οντοτήτων, 16.12.2020

[13] Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δελτίο Τύπου, ibid.

[14] Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δελτίο Τύπου, ibid.

[15] Ιδιαίτερα όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία απειλών, έχουν εκδοθεί, ήδη, ειδικά κανονιστικά κείμενα με αντικείμενο την προφύλαξη-μέσω κανόνων του ποινικού δικαίου-των ψηφιακών υποδομών της ΕΕ. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για την έκδοση, αρχικά της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1148 – Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δελτίο Τύπου, ibid. Η Οδηγία (ΕΕ) 2016/1148 είναι ευρύτερα γνωστή ως Οδηγία NIS (από τα αρχικά «Network and Information Systems»). Ενσωματώθηκε στην εγχώρια έννομη τάξη βάσει του ν.4577/2018. Και πλέον της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555, με την οποία αντικαταστάθηκε ολικά η ως άνω Οδηγία του 2016 – Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δελτίο Τύπου, ibid. Η νέα Οδηγία είναι γνωστή, αντίστοιχα, ως Οδηγία NIS 2, ενώ μέσω αυτής προβλέπεται η πλήρης επέκταση του σχετικού πεδίου εφαρμογής και στην παροχή ψηφιακών υπηρεσιών. H εν λόγω Οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο όλως πρόσφατα, βάσει του ν.5160/2024 – «Κυβερνοασφάλεια: Δημοσιεύθηκε η Οδηγία NIS 2 της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Lawspot.gr, https://www.lawspot.gr/nomika-nea/kyvernoasfaleia-dimosieythike-i-odigia-nis-2-tis-eyropaikis-enosis, 27.12.2022

[16] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφάλειας, https://commission.europa.eu/strategy-and-policy/priorities-2019-2024/promoting-our-european-way-life/european-security-union_el

[17] Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δελτίο Τύπου, Νέα στρατηγική της ΕΕ για την κυβερνοασφάλεια και νέοι κανόνες για την ενίσχυση των φυσικών και ψηφιακών κρίσιμων οντοτήτων, 16.12.2020

[18] Απόφαση – Πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, OJ L 164, 22.06.2002, σ. 3 επ. Σημειωτέον ότι, ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας είχαν ενταχθεί στο δίκαιο της ΕΕ και σε προγενέστερα στάδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συναφώς, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο K.1.9 ΣΕΕ, όπως αυτό εισάγεται με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), η αντιτρομοκρατική πολιτική προβλέπεται να υπαχθεί στους τομείς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών-μελών. Ενώ, βάσει της Συνθήκης του Άμστερνταμ (1997), η τρομοκρατία ορίσθηκε ως έγκλημα με διασυνοριακό χαρακτήρα με πρόβλεψη για επίταση της διακρατικής αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας στον τομέα – European Parliament, Policy Department for Citizens’ Rights and Constitutional Affairs Directorate – General for Internal Policies (PE 730.581), Counterterrorism policies, measures and tools in the EU, March 2022, σ. 14

[19] Βλ. για παράδειγμα: Ι. Μανωλεδάκης, Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Παρατηρήσεις στο αρχικό σχέδιο της πρότασης της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 11/2001, σ. 1112 επ., Ν. Παρασκευόπουλος, Ασφάλεια του κράτους και ανασφάλεια δικαίου, στο: Α. Μανιτάκης, Α. Τάκης (επιμ.), Τρομοκρατία και Δικαιώματα (από την ασφάλεια του κράτους στην ανασφάλεια δικαίου), Σαββάλας, 2004, σ. 42 επ.

[20] European Parliament, ibid., σ. 40 επ., Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Οδηγία 2017/541 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ως παράδειγμα μη ορθολογικής ποινικής νομοθέτησης, ΠοινΔικ 1/2020, σ. 2, Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Η πρόληψη της τρομοκρατίας και το ποινικό δίκαιο της προ – προληπτικής καταστολής: Νέες αξιόποινες πράξεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην ΕΕ, ΠοινΧρον ΝΘ/2009, σ. 397 επ.

[21] European Parliament, ibid., σ. 36 επ., Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο & Συνθήκη της Λισσαβώνας (Θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης και αρχές ποινικοποίησης σε ευρωπαϊκό περιβάλλον), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 17 επ.

[22] Οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης – πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου, OJ L 88, 31.03.2017, σ. 6 επ.

[23] Απόφαση – Πλαίσιο του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την τροποποίηση της απόφασης – πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, OJ L 330, 09.12.2008, σ. 21 επ.

[24] Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, ibid., σ. 1 επ., «Καταπολέμηση της τρομοκρατίας – ορισμός των τρομοκρατικών εγκλημάτων και στήριξη των θυμάτων», https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=LEGISSUM:4322328

[25] OJL 88, 31.03.2017, Απόφαση – Πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002, ibid., σ. 4, Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 1/2002, σ. 65

[26] Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το τρομοκρατικό έγκλημα: Οι ρυθμίσεις του ν.3251/2004 και η σημασία τους στα πλαίσια του ποινικού μας συστήματος, ΝοΒ 2005, σ. 624 επ., Χ. Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού»: Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία στις ΗΠΑ, ΠοινΔικ 2/2002, σ. 193

[27] European Parliament, ibid., σ. 40 επ.

[28] Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Συντονιστικά όργανα για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ: Από τον αστυνομικό (Europol) στον δικαστικό (Eurojust) συντονισμό – Η προοπτική της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στο: Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Η μονάδα Eurojust) – Πρακτικά Ημερίδας 16 Δεκεμβρίου 2002, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού οικονομικού δικαίου (επιμ. Σ. Κουτουλάκου), Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σ. 101, Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΔικ 2/2004, σ. 192, της ίδιας, Η Απόφαση – πλαίσιο 2008/919/ΔΕΥ της 20.11.2008 για την Αντιμετώπιση της Τρομοκρατίας, https://www.intellectum.org/articles/issues/intellectum6/ITL06P047058_Antimetopisi_tromokratias.pdf

[29] Α. Παπανικολάου, Επικοινωνιακό απόρρητο: προβληματισμοί για τη διασφάλιση ενός κλασικού δικαιώματος στο πεδίο των σύγχρονων κατασκοπευτικών λογισμικών, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/epikoinwniako-aporrhto-provlhmatismoi-gia-th-diasfalish-enos-klasikou-dikaiwmatos-sto-pedio-twn-sygxronwn-kataskopeutikwn-logismikwn/, 31.08.2022

[30] Η ΕΣΔΑ έχει ενσωματωθεί οριστικά στο δίκαιο της ΕΕ.

[31] ΕΔΔΑ, Szabó and Vissy κατά Ουγγαρίας, 06.06.2016 (παρ. 52 επ.), Γ. Τασόπουλος, Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώματος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασφάλεια, e-Πολιτεία 3/2022, σ. 346 επ., Π. Μαντζούφας, Το συνταγματικό πλαίσιο του δικαιώματος επικοινωνίας και οι προϋποθέσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, https://www.constitutionalism.gr/to-sintagmatiko-plaisio-tou-dikaiomatos-epikoinonias/, 21.09.2024, Ε. Βενιζέλος, Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη, ΔτΑ 94/2022, σ. 851 επ.

[32] Π. Μαντζούφας, ibid., Α. Παπανικολάου, ibid.

[33] Τέτοιας έκτασης χρήση σύγχρονων λογισμικών παρακολούθησης διαφάνηκε ότι προέκυψε στις περιπτώσεις των λογισμικών «Pegasus» και «Predator», στις οποίες εξετάζεται το ενδεχόμενο χρήσης των εν λόγω συστημάτων με παράνομο τρόπο και από κρατικές υπηρεσίες – Α. Παπανικολάου, ibid.

[34] Π. Μαντζούφας, ibid., Α. Παπανικολάου, ibid., Γ. Τασόπουλος, ibid., σ. 341 επ. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των συναφών προβλέψεων του ελληνικού δικαίου, για την επιβολή του μέτρου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν προϋποτίθεται η προηγούμενη της επιβολής του άσκηση ποινικής δίωξης, με αποτέλεσμα την απουσία γνώσης του καθ’ ου το μέτρο υποκειμένου, ώστε αυτό να δύναται να ασκήσει καθιερωμένα δικονομικής φύσης δικαιώματα έναντι της διοικητικής ή και αστυνομικής δράσης. Ακόμη, η περιγραφόμενη επίταση των τεχνολογικών δυνατοτήτων αυτοματοποίησης και συστηματοποίησης κατά την καταγραφή δεδομένων του καθ’ ου η άρση προσώπου (όπως ακόμη και η καταγραφή δεδομένων αμέτοχων, τρίτων προσώπων που βρέθηκαν ακουσίως, έστω και στιγμιαία κοντά στο υποκείμενο της παρακολούθησης) μπορεί να περιλαμβάνει ειδικότερα την ευχέρεια πρόσβασης των διωκτικών αρχών σε κείμενα γραπτών μηνυμάτων, φωτογραφικό υλικό, ψηφιοποιημένα αρχεία κ.ο.κ., σύμφωνα και με την κρίση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Szabó and Vissy κατά Ουγγαρίας (2016)· με βάση το αιτιολογικό αυτό, το ΕΔΔΑ εκτίμησε ως απαραίτητη την επαύξηση των κανονιστικών αντίβαρων τα οποία καλούνται τα κράτη-μέρη της Σύμβασης να λάβουν, με σκοπό την απομείωση των σοβαρών επιπτώσεων των τηλεφωνικών επισυνδέσεων υπό τα σύγχρονα λογισμικά παρακολούθησης – Szabó and Vissy κατά Ουγγαρίας, ibid. (παρ. 68)

[35] Πρόκειται για τις περιπτώσεις των αποκαλούμενων και «μαζικών παρακολουθήσεων», κατά τις οποίες η ταυτότητα των υποβαλλόμενων στο μέτρο της άρσης προσώπων δεν είναι-τουλάχιστον εκ των προτέρων-γνωστή, καθότι η επιβολή του αφορά αόριστο αριθμό παρακολουθουμένων. Η παραπάνω κατεύθυνση του Δικαστηρίου διαφάνηκε ενδεικτικά στις αποφάσεις του για τις υποθέσεις Centrum för rättvisa κατά Σουηδίας (2021) και Big Brother Watch and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου (2018). Στις εν λόγω αποφάσεις του το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η χρήση μεθόδων «στρατηγικής παρακολούθησης» θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας υπόψιν το κριτήριο του επιπέδου των απειλών που προέρχονται από διεθνείς τρομοκρατικές δραστηριότητες σε βάρος των κρατών-μερών της Σύμβασης – ΕΔΔΑ, Big Brother Watch and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου (GC), 25.05.2021 (παρ. 228 και 323), ΕΔΔΑ, Big Brother Watch and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 13.09.2018 (παρ. 386), E. Watt, Much ado about mass surveillance-the ECtHR Grand Chamber ‘’opens the gates of an electronic ‘big brother’ in Europe’ in Big Brother Watch v. UK, https://strasbourgobservers.com/2021/06/28/much-ado-about-mass-surveillance-the-ecthr-grand-chamber-opens-the-gates-of-an-electronic-big-brother-in-europe-in-big-brother-watch-v-uk/, 28.06.2021, Π. Μαντζούφας, ibid., Α. Παπανικολάου, ibid., Γ. Τασόπουλος, ibid., σ. 346 επ., J. Vermeulen, Big Brother may continue watching you, https://strasbourgobservers.com/2018/10/12/big-brother-may-continue-watching-you/, 12.10.2018. Σύμφωνα με τη μεταγενέστερη κρίση της Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ (2021), στην αυτή υπόθεση, η χρησιμοποίηση εκ μέρους των κρατών-μερών μεθόδων μαζικών παρακολουθήσεων θα πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένη όταν πρόκειται να αντιμετωπισθούν σοβαρές απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας και άλλων σημαντικών, κρατικών αγαθών – Big Brother Watch and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου (GC), ibid. (παρ. 347). Επιπλέον, παρά την έντονη χρήση αόριστων αξιολογικών εννοιών και τα παραπάνω επισημαινόμενα γνωρίσματα της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, κατά την κρίση του ΕΔΔΑ, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί a priori η χρήση λογισμικών μαζικών παρακολουθήσεων με προληπτικό χαρακτήρα και στο πλαίσιο της αντιμετώπισης απειλών συνδεόμενων με την τρομοκρατία. Η κρίση αυτή συμπεριλήφθηκε και στην απόφαση για την υπόθεση Centrum för rättvisa κατά Σουηδίας – Big Brother Watch and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου (GC), ibid. (παρ. 345), ΕΔΔΑ, Centrum för rättvisa κατά Σουηδίας (GC), 25.05.2021 (παρ. 112). Αντιστοίχως, η λήψη του μέτρου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, χωρίς να προϋποτίθεται νομοθετικά η χορήγηση προηγούμενης άδειας από δικαστική αρχή, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό τον κατ’ άρθρον 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ περιορισμό του δικαιώματος, βάσει της επίκλησης κατεπείγοντος κινδύνου για την εθνική ασφάλεια, ενόψει άμεσα επαπειλούμενης τρομοκρατικής ενέργειας και στο πλαίσιο αυξημένης διεθνώς τρομοκρατικής δραστηριότητας, όπως κρίθηκε από το ΕΔΔΑ στην προαναφερόμενη απόφασή του Szabó and Vissy κατά Ουγγαρίας. Κατά το ΕΔΔΑ, παρέλκει το αναγκαίο της-προηγούμενης της διοικητικής δράσης-νομοθετικής πρόβλεψης της ως άνω προϋπόθεσης, καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, θα συνέτρεχε ο κίνδυνος της υπερβολικής επιβράδυνσης των δραστηριοτήτων των διωκτικών αρχών – Szabó and Vissy κατά Ουγγαρίας, ibid. (παρ. 80). Ωστόσο, είναι εμφανές ότι η κρίση περί τον «κατεπείγοντα» ή μη χαρακτήρα της αναλαμβανόμενης κρατικής δραστηριότητας ανήκει αποκλειστικά στην ιδιαίτερα εκτεταμένη ευχέρεια των διοικητικών ή και διωκτικών αρχών των κρατών-μερών, οι οποίες δεν φαίνεται-κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο-να δεσμεύονται για την απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού, διαθέτοντας και αποκλειστική πρόσβαση στα στοιχεία της υπόθεσης. Μάλιστα, το ΕΔΔΑ στην ανωτέρω απόφασή του παραπέμπει στην αρκετά παλαιότερη κρίση της τότε Ολομέλειάς του-και κομβική σε σημασία για το υπό έρευνα ζήτημα-στην υπόθεση Klass and Others κατά Γερμανίας (1978)· στην οποία περιλαμβανόταν επίσης επίκληση του άμεσου κινδύνου από ύπαρξη αυξημένης τρομοκρατικής δραστηριότητας – ΕΔΔΑ,  Klass and Others κατά Γερμανίας (Plenary), 06.09.1978 (παρ. 48). Στοιχείο το οποίο προξενεί προβληματισμό για την ευχέρεια αξιοποίησής του με σκοπό τη δικαιολόγηση επιβολής περιορισμών δικαιώματος, σε όλως διαφορετικές χρονικές περιόδους.

[36] Βλ. ενδεικτικά για τα ανωτέρω κριτήρια: Centrum för rättvisa κατά Σουηδίας (GC), ibid. (παρ. 99 επ.), Szabó and Vissy κατά Ουγγαρίας, ibid. (παρ. 59 επ.), ΕΔΔΑ, Leander κατά Σουηδίας, 26.03.1987 (παρ. 48 επ.), Π. Μαντζούφας, ibid.

[37] Π. Μαντζούφας, ibid., Α. Παπανικολάου, ibid., Γ. Τασόπουλος, ibid., σ. 346 επ., J. Vermeulen, ibid., Φ. Παναγοπούλου, Άρθρο 19, στο: Σύνταγμα – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, (επιμ. Σπ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος), Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου (ηλεκτρονική έκδοση), 2023, σ. 32. Ειδικά ως προς τη συσχέτιση της κατ’ άρθρον 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ προστασίας του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και την προφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, καθώς και τα αναγνωριζόμενα περιθώρια εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη-μέρη βλ., μεταξύ άλλων, Leander κατά Σουηδίας, (παρ. 58 επ.)

[38] Και πέραν, επομένως, των ελέγχων που ήδη υφίστανται για την καταλληλότητα της προσαρμογής στα ισχύοντα κανονιστικά κείμενα της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

[39] Χ. Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού»: Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία στις ΗΠΑ, ΠοινΔικ 2/2002, σ. 189, Δ. Ζημιανίτης, Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2007, σ. 34 επ.

[40] Στην κατηγορία των πράξεων αυτών συμπεριλήφθηκε, εκτός των άλλων, η πρόβλεψη για επέκταση των ειδικών ανακριτικών πράξεων της λήψης γενετικού υλικού και της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σε περισσότερες τυποποιούμενες συμπεριφορές – Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η Απόφαση – πλαίσιο 2008/919/ΔΕΥ της 20.11.2008 για την Αντιμετώπιση της Τρομοκρατίας, https://www.intellectum.org/articles/issues/intellectum6/ITL06P047058_Antimetopisi_tromokratias.pdf

[41] Σύμφωνα και προς το άρθρο 254 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

[42] Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το τρομοκρατικό έγκλημα: Οι ρυθμίσεις του ν.3251/2004 και η σημασία τους στα πλαίσια του ποινικού μας συστήματος, ΝοΒ 2005, σ. 623 επ., της ίδιας, Η Απόφαση – πλαίσιο 2008/919/ΔΕΥ της 20.11.2008 για την Αντιμετώπιση της Τρομοκρατίας, https://www.intellectum.org/articles/issues/intellectum6/ITL06P047058_Antimetopisi_tromokratias.pdf. Παρατηρείται ότι, κανονιστικό πλαίσιο ειδικά για την αντιμετώπιση τρομοκρατικών πράξεων είχε τεθεί σε ισχύ στην εγχώρια έννομη τάξη-υπό το Σύνταγμα 1975-ήδη βάσει του ν.774/1978. Με διατάξεις του νόμου αυτού ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η συναφθείσα το 1977 Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταστολή της τρομοκρατίας – Χ. Παπαχαραλάμπους, Το Σχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το Οργανωμένο Έγκλημα: «aberratio ictus» με ανυπολόγιστες «παράπλευρες ζημίες», ΠοινΔικ 3/2001, σ. 287 επ.

[43] Στις εν λόγω αρχές συμπεριλαμβάνεται ιδίως η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία έχει αδειοδοτηθεί και ως προς τη νόμιμη κατοχή των προαναφερόμενων σύγχρονων λογισμικών παρακολούθησης – Π. Μαντζούφας, Το συνταγματικό πλαίσιο του δικαιώματος επικοινωνίας και οι προϋποθέσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, https://www.constitutionalism.gr/to-sintagmatiko-plaisio-tou-dikaiomatos-epikoinonias/, 21.09.2024.

[44] Χ. Ανθόπουλος, Άρθρο 29, σε: Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης (επιστημονική διεύθυνση), Σύνταγμα – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, Αθήνα –Θεσσαλονίκη, 2017, 789 επ., Ξ. Κοντιάδης, Αποκλεισμός της συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές: Συνταγματικά και πολιτικά διλήμματα, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/apokleismos-ths-symmetoxhs-kommatwn-stis-ekloges-syntagmatika-kai-politika-dilhmmata/, 01.02.2023

[45] Το άρθρο 32 παρ. 1 του ανωτέρω διατάγματος είχε υποστεί εκτεταμένη τροποποίηση και σύμφωνα με το άρθρο 93 του ν.4804/2021.

[46] Κ. Παπανικολάου, Το άρθρο 32 § 1 του π.δ. 26/2012 ως περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, ΔτΑ 95/2023, 402

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ