Πηγή: SLPress
Η περίοδος που διανύει η ΕΕ κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα συμπίπτει, μεταξύ άλλων, με την μετάβαση της ευρωπαϊκής οικονομίας στη νέα τεχνολογική (ψηφιακή) και κλιματολογική (πράσινη) εποχή. Κι αυτό σε συνθήκες σοβαρών αλλαγών του διεθνούς γεωπολιτικού συσχετισμού δυνάμεων, των εσωτερικών αντιθέσεων, των κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων και κρίσεων, καθώς και των εξωτερικών πιέσεων, λόγω των πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών και εμπορικών της εξαρτήσεων.
H δέσμη αυτών των παραγόντων, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, έχει επηρεάσει καθοριστικά την θέση της ευρωπαϊκής οικονομίας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Και το κυριότερο έχει αναδείξει με τον πιο εύληπτο τρόπο την αναγκαιότητα σχεδιασμού και υλοποίησης νέων στρατηγικών και πολιτικών, προκειμένου η ευρωπαϊκή μετάβαση στις νέες προκλήσεις των νέων τεχνολογιών της τεχνητής νοημοσύνης, των αναπτυξιακών, βιομηχανικών και αγροτικών επιλογών, καθώς και των κλιματολογικών συνθηκών κ.λπ. να είναι δημοκρατική, κοινωνική, δυναμική και ασφαλής για τους Ευρωπαίους πολίτες.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στην πορεία αυτής της μετάβασης το κράτος απαιτείται να αναβαθμίσει τον δημόσιο ρόλο και τον χαρακτήρα του ως εγγυητής του δημόσιου συμφέροντος, της παραγωγής και της κατανομής των πόρων. Να καταστήσει τον ανταγωνισμό “θεσμοποιημένη θέσπιση” των αναπτυξιακών, οικονομικών, κοινωνικών κ.α. αναγκών, αντί των Αγορών, των αναπτυξιακών, κοινωνικο-οικονομικών και εισοδηματικών ανισοτήτων που εγκαθιδρύθηκαν τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την έρευνα πεδίου της γαλλικής ΜΚΟ Secours Populaire, το 25% των Ευρωπαίων πολιτών βρίσκεται στο όριο της φτώχειας (30% του πληθυσμού στην Ελλάδα, ΕΛΣΤΑΤ 2022) και η πλειοψηφία των πολιτών στην Ευρώπη δηλώνει ότι αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Αυτή η δυσμενής οικονομική και κοινωνική κατάσταση που έχει σήμερα διαμορφωθεί στην Ευρώπη επιδεινώνεται περαιτέρω, μεταξύ άλλων, λόγω των αυστηρών όρων προσαρμογής της ευρωπαϊκής οικονομίας στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και στην περιβαλλοντική ευρωπαϊκή νομοθεσία (αγροτικές κινητοποιήσεις σε κράτη-μέλη της ΕΕ).
Πράσινη μετάβαση και ευρωπαϊκή βιομηχανία
Παράλληλα, η αναπτυξιακή και τεχνολογική κατάσταση για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης διαμορφώνεται δυσμενώς και στην ευρωπαϊκή βιομηχανία δεδομένου ότι υφίσταται έναν υψηλού επιπέδου ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ μετά την ψήφιση (15/8/2022) του νόμου για την μείωση του πληθωρισμού (IRA). Κι αυτό, επειδή θα οδηγήσει στην μετεγκατάσταση ευρωπαϊκών και μη ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε αμερικανικό έδαφος με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής βιομηχανίας (αποβιομηχάνιση) και την εισαγωγή στρατηγικών τεχνολογιών (βιοτεχνολογικές, ψηφιακές τεχνολογίες, καινοτομίες τεχνητής νοημοσύνης) στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Κι αυτό, επειδή η Κομισιόν σε οικονομικό επίπεδο αποφάσισε την χρήση ήδη υπαρχόντων κεφαλαίων με μία απλή επέκταση, δεδομένου ότι το νέο ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό μέσο (Ταμείο Κυριαρχίας) καταλήγει στην ενοποίηση πέντε ήδη υπαρχόντων ταμείων. Το αποτέλεσμα είναι η ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική, βασιζόμενη στα κράτη-μέλη κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί από έλλειψη συντονισμού και από έλλειψη μίας στρατηγικής μακράς πνοής.
Επιπλέον, εκτιμάται ότι αυτή η ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική θα αποβεί ελλιπής και αναποτελεσματική, με την έννοια ότι θα ελλοχεύει ο κίνδυνος κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς λόγω των διαφοροποιήσεων των δημοσιονομικών δυνατοτήτων που παρατηρούνται μεταξύ των κρατών-μελών. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι αυξάνουν οι πιθανότητες μετεγκαταστάσεων εντός της ΕΕ, εφόσον η επιχειρηματική επιδότηση θα είναι πιο συμφέρουσα από το κράτος-μέλος αναχώρησης περιορισμένων δημοσιονομικών δυνατοτήτων.
Παράλληλα, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι επιδοτήσεις του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος των ΗΠΑ ανέρχονται στο επίπεδο των 369 δισ. δολαρίων για μία δεκαετία (2022-2032), ενώ στην ΕΕ η δημιουργία της νέας ιστοσελίδας (step) των στρατηγικών τεχνολογιών εκτιμάται σε 160 δισ. ευρώ και η διάρκεια της λήγει στο τέλος Δεκεμβρίου του 2025. Στην ελλειμματική αυτή βιομηχανική και τεχνολογική πορεία η Ευρώπη ως στενά συνδεδεμένη με την κινεζική οικονομία θα συναντήσει πολλαπλούς κινδύνους, που απορρέουν από τις διαφοροποιήσεις που συντελούνται στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις Κίνας-Ευρώπης.
Η εξάρτηση από την κινεζική οικονομία
Στις συνθήκες αυτές το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η Ευρώπη είναι έτοιμη να περιορίσει τις εξαρτήσεις της από την κινεζική οικονομία (Gabriel Hasan, Alternatives Economiques), χωρίς να υπάρξουν περαιτέρω συνέπειες στην τεχνολογική της υστέρηση και στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Κι αυτό, επειδή η ευρωπαϊκή οικονομία εξαρτάται, μεταξύ άλλων, σε σημαντικό βαθμό στις εισαγωγές της σε στρατηγικά προϊόντα από την Κίνα (σπάνιες γαίες, φαρμακευτικά συστατικά, τεχνολογικά εξαρτήματα και ανταλλακτικά), χωρίς παράλληλα να έχει σχεδιάσει μέχρι σήμερα μία συγκροτημένη εναλλακτική λύση.
Στο περιβάλλον αυτό η ΕΕ απαιτείται να επιταχύνει άμεσα τον βηματισμό της προς την πολιτική ολοκλήρωση και προς την άμεση διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου ανάπτυξης και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό είναι αναγκαίο, μεταξύ άλλων, για να αποκατασταθούν τα μακροπρόθεσμα διαρθρωτικά της προβλήματα, όπως είναι το έλλειμμα των επενδύσεων σε νέες ψηφιακές τεχνολογίες στην ευρωπαϊκή οικονομία και την κλιματολογική κρίση. Πρόβλημα είναι και η μη διάθεση των απαιτούμενων πόρων για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού, των εισοδηματικών και των κοινωνικών ανισοτήτων.