Μέρος II. Από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τον Οκτώβρη ως τη ΝΕΠ
Το ακόλουθο κείμενο είναι μια διάλεξη του Χρήστου Κεφαλή στο Ανοικτό Φιλοσοφικό Σχολείο, Χατζίνειο, Καλλιθέα. Πραγματοποιήθηκε στις 31/10/2017, με αφορμή το προ μηνών εκδομένο βιβλίο του Λένιν. Η Διάνοια της Επανάστασης, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2017. Παρουσιάζεται σε δυο μέρη.
4. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος: πολεμική στο σοσιαλσοβινισμό και εθνικό ζήτημα
Τον Αύγουστο του 1914 ξεσπά ο παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Η Β΄ Διεθνής, στα συνέδριά της της Στουτγάρδης (1907) και της Βασιλείας (1912) τον είχε προβλέψει και είχε πάρει αντιπολεμικές αποφάσεις, οι οποίες καλούσαν τους σοσιαλιστές να αγωνιστούν να ματαιώσουν τον πόλεμο, ή ,αν ξεσπούσε, να τον αξιοποιήσουν για να επισπεύσουν την επανάσταση. Ωστόσο, με το ξέσπασμα του πολέμου, οι ηγέτες και σχεδόν όλα τα κόμματά της συντάσσονται με την αστική τάξη της χώρας τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, του SPD, κόμματος προτύπου της Διεθνούς, που η κοινοβουλευτική ομάδα του υποστηρίζει σχεδόν ομόφωνα τον πόλεμο. Αυτή τη στάση υιοθετούν ο Κάουτσκι, ο Μπάουερ, ο Πλεχάνοφ και οι άλλες ηγετικές αυθεντίες της Διεθνούς. Παρουσιάζουν τον πόλεμο σαν εθνικό, κάνοντας έκκληση για υπεράσπιση της πατρίδας, μια στάση που θα γίνει γνωστή σαν σοσιαλσοβινισμός.
Ελάχιστα κόμματα και προσωπικότητες αντιτίθενται στην πλειοψηφία παίρνοντας μια διεθνιστική, αντιπολεμική θέση. Ανάμεσά τους ο Καρλ Λίμπκνεχτ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι και ο Λένιν. Η στάση του Λένιν είναι η πιο ξεκάθαρη και αποφασιστικά επαναστατική. Κάνει λόγο για χρεοκοπία και προδοσία της Διεθνούς, στιγματίζει τον πόλεμο σαν ιμπεριαλιστικό και ρίχνει το σύνθημα της μετατροπής του σε εμφύλιο, ως μέσο για το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Ταυτόχρονα θέτει το καθήκον για την ίδρυση μιας νέας διεθνούς που θα πάρει τη θέση της χρεοκοπημένης παλιάς.
Ο Λένιν διατυπώνει αυτές τις θέσεις στο άρθρο του, «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», δημοσιευμένο στη Σοσιαλντεμοκράτ στις 1 Νοέμβρη 1914, και σε μπροσούρες του όπως Σοσιαλισμός και Πόλεμος (γραμμένη μαζί με τον Ζινόβιεφ) και Η Χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς. Η θεωρητική τους θεμελίωση θα δοθεί από τον ίδιο στην διάσημη μπροσούρα του Ιμπεριαλισμός. Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, που δημοσιεύεται το 1916. Σε αυτήν ο Λένιν αξιοποιεί τις εργασίες του Χόμπσον, Βρετανού μικροαστού δημοκράτη, και του Χίλφερντινγκ, Γερμανού μαρξιστή, για να αναλύσει τις οικονομικές αλλαγές στη δομή του καπιταλισμού που οδήγησαν στον ιμπεριαλισμό και προετοίμασαν τον παγκόσμιο πόλεμο.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα πραγματοποιείται βαθμιαία το πέρασμα από τον ελεύθερο ανταγωνισμό στο μονοπώλιο. Με τον ανταγωνισμό οι μικρές επιχειρήσεις καταστρέφονται και δημιουργούνται μερικές μεγάλες επιχειρήσεις, μονοπώλια, που κυριαρχούν κάθε κλάδο. Αυτό το βιομηχανικό κεφάλαιο συγχωνεύεται με το τραπεζικό κεφάλαιο δίνοντας το χρηματιστικό κεφάλαιο, όπως το ονόμασε ο Χίλφερντινγκ, και αυτή η τελευταία μορφή κεφαλαίου είναι, σύμφωνα με τον Λένιν, η βάση του ιμπεριαλισμού. Ο ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται όχι από την εξαγωγή εμπορευμάτων, όπως ο παλιός καπιταλισμός, αλλά από την εξαγωγή και τοποθέτηση κεφαλαίων. Αυτό το περιστατικό κάνει αναγκαίο το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Ο Λένιν ορίζει τον ιμπεριαλισμό ως «το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού» και εντοπίζει πέντε θεμελιώδη χαρακτηριστικά του:
«1) συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή· 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του “χρηματιστικού κεφαλαίου”· 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων· 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο· και 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις».
Ο ιμπεριαλισμός, σύμφωνα με τον Λένιν σημαίνει στροφή στην αντίδραση και παραμέρισμα της δημοκρατίας, αλλά και τάση προς τον πόλεμο. Αυτή η τελευταία τάση προκύπτει από την άνιση ανάπτυξη, που προκαλεί μια αναντιστοιχία ανάμεσα στη ισχύ κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης και το μερίδιο της σε αποικίες και στον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Αγγλία και η Γαλλία είχαν πολύ περισσότερες αποικίες από τη Γερμανία ενώ η τελευταία αναπτυσσόταν πολύ πιο γρήγορα οικονομικά και αυτό έκανε αναπόφευκτο τον πόλεμο για το ξαναμοίρασμα των αποικιών, ώστε να αντιστοιχεί στον αλλαγμένο συσχετισμό δύναμης. Σε αυτή τη βάση απορρίπτει τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού του Κάουτσκι, που έκανε λόγο για μια μελλοντική συμφωνία των ιμπεριαλιστών για από κοινού ειρηνική εκμετάλλευση του κόσμου.
Ο Λένιν δίνει έμφαση στα παρασιτικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού. Δημιουργείται ένα στρώμα ραντιέρηδων, που ζουν από τα εισοδήματά τους από μετοχές, ενώ η εκμετάλλευση της παγκόσμιας οικονομίας δίνει στη χρηματιστική ολιγαρχία, που καρπώνεται τα κέρδη της, τεράστια ισχύ. Ένα μέρος των κερδών πηγαίνει στην εργατική αριστοκρατία, το ανώτερο στρώμα των εργατών και τις ηγεσίες των εργατικών κομμάτων και συνδικάτων, που διαχωρίζονται έτσι από τη μάζα των εργατών. Σε αυτό το φως η υποστήριξη των ηγετών της Β΄ Διεθνούς στην αστική τάξη των χωρών τους δεν ήταν τυχαία ή αποτέλεσμα παρανόησης, αλλά οφειλόταν στο ότι οι μηχανισμοί αυτών των κομμάτων είχαν αποκτήσει με τον καιρό ένα υλικό συμφέρον συνδεόμενο με την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση του κόσμου. Ο ρεφορμισμός, το ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας που συνδεόταν με τον Μπερνστάιν και στη Ρωσία με τους Μενσεβίκους, είχε εκφράσει ανοικτά αυτή την κατεύθυνση –στην οποία είχαν κάνει πολεμική ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ, αλλά και οι Πλεχάνοφ και Κάουτσκι– ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, βαθμιαία όμως οι ρεφορμιστικές ιδέες είχαν διαβρώσει και το μαρξιστικό κέντρο υπό τον Κάουτσκι.. Με την έναρξη του πολέμου ο ρεφορμισμός, που υποσχόταν μια βαθμιαία μεταρρύθμιση του καπιταλισμού ως το σοσιαλισμό, μετατράπηκε σε ένα ανοικτά αστικό ρεύμα.
Στο βιβλίο του για τον ιμπεριαλισμό και σε άρθρα του της περιόδου, όπως το «Για το ζήτημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», ο Λένιν συζητά τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης στην επαναστατική διαδικασία. Υποστηρίζει ότι εξαιτίας της οι όροι για τη σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να ωριμάσουν ταυτόχρονα σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Αντίθετα είναι πιο πιθανό να προκύψουν σε λίγες ή μια μόνο χώρα, όπου οι αντιθέσεις θα είναι πιο ισχυρές και η αστική τάξη πιο αδύναμη. Αυτή είναι η αντίληψη του Λένιν για τον «αδύναμο κρίκο», η οποία αναγνωρίζει ότι η επανάσταση θα συμβεί πρώτα όχι στις πιο ανεπτυγμένες και ώριμες καπιταλιστικές χώρες, όπως ανέμεναν οι Μαρξ και Ένγκελς, αλλά σε συγκριτικά λιγότερο ανεπτυγμένες, μια πρόβλεψη που θα επιβεβαιωθεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τονίζει ακόμη ότι η σοσιαλιστική ενοποίηση της Ευρώπης, λόγω της χρονικής απόστασης της μιας επανάστασης από την άλλη δεν είναι άμεσα δυνατή, και ότι αν αυτή η ενοποίηση προκύψει, θα πρόκειται για μια συμμαχία των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων ενάντια στους ανταγωνιστές τους, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Ο ιμπεριαλισμός σημαίνει επίσης αυξημένη εθνική καταπίεση. Ο σχηματισμός των εθνικών κρατών, που είχε βασικά ολοκληρωθεί στα 1870 στη Δυτική Ευρώπη, μπλοκάρεται στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς οι υπανάπτυκτες χώρες μετατρέπονται σε αποικίες. Αυτό έχει δυσμενές αντίκτυπο στην καπιταλιστική τους ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα είναι να έρχεται στο προσκήνιο το εθνικό ζήτημα, με την ανάπτυξη εθνικών κινημάτων και εξεγέρσεων στους λαούς των αποικιών και γενικότερα στους καταπιεζόμενους λαούς (ο Λένιν επιμένει ότι εκτός από τις αποικίες και τις μεγάλες δυνάμεις, υπάρχει μια ενδιάμεση κατηγορία εξαρτημένων χωρών, όπου ο ιμπεριαλισμός κυριαρχεί με πιο έμμεσους τρόπους).
Ως αποτέλεσμα ο Λένιν θα δώσει μεγάλη έμφαση στο εθνικό ζήτημα, που προκαλεί αρκετές συζητήσεις μεταξύ των σοσιαλιστών, γράφοντας στα 1913-16 μερικές σημαντικές μπροσούρες: Κριτικά Σημειώματα για το Εθνικό Ζήτημα, Για το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών, Η Σοσιαλιστική Επανάσταση και το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών, Τα Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση, Σχετικά με τη Γελοιογραφία του Μαρξισμού και τον «Ιμπεριαλιστικό Οικονομισμό», κ.ά. Σε αυτές ο Λένιν αναλύει την ιδιαίτερη τοποθέτηση του εθνικού ζητήματος στην ιμπεριαλιστική εποχή αλλά και στην πορεία μετάβασης στο σοσιαλισμό, θέμα που τον απασχολεί περισσότερο στο τέλος της ζωής του, όταν συγκροτούνταν η ΕΣΣΔ.
Το εθνικό ζήτημα δεν ήταν κάτι νέο για τους μαρξιστές. Οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν ασχοληθεί με αυτό στις επαναστάσεις του 1848, υποστηρίζοντας τα εθνικά κινήματα των επαναστατικών λαών όπως οι Ούγγροι και οι Πολωνοί. Αργότερα ο Μαρξ, με αφορμή το εθνικό κίνημα στην Ιρλανδία, διατύπωσε τη θέση ότι οι εργάτες των μεγάλων, καταπιεστικών εθνών, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αγγλίας, πρέπει να υποστηρίζουν την εθνική ελευθερία των μικρών, καταπιεζόμενων από αυτά εθνών, διαφορετικά ταυτίζονται με την αστική τάξη της χώρας τους. Στη συνέχεια, ο Κάουτσκι και ο Μπάουερ παρουσίασαν σημαντικές μελέτες για το εθνικό ζήτημα που εμπλούτισαν τη μαρξιστική θεωρία.
Ο Λένιν βασίστηκε σε αυτή την παράδοση, που τόνιζε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, το οποίο είχε κατοχυρωθεί και στο πρόγραμμα του ΡΣΔΕΚ το 1903. Ήταν όμως ο πρώτος που διέκρινε καθαρά την αλλαγή στην τοποθέτηση του εθνικού ζητήματος στην ιμπεριαλιστική εποχή.
Κεντρική θέση του Λένιν είναι ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στην ιμπεριαλιστική εποχή, για να είναι πραγματικό, πρέπει να περιλαμβάνει το δικαίωμα απόσχισης των μικρών, καταπιεζόμενων εθνών, των αποικιών, κ.λπ., και ότι καθήκον των σοσιαλιστών των μεγάλων, καταπιεστικών εθνών είναι να υποστηρίζουν τα εθνικά, απελευθερωτικά κινήματα αυτών των εθνών. Κάθε άλλη στάση σημαίνει πέρασμα των σοσιαλιστών στο σοβινισμό και τον εθνικισμό, μια υποστήριξη του δικαιώματος των μεγάλων εθνών να καταπιέζουν και να εκμεταλλεύονται τα μικρά.
Από την άλλη μεριά, ο Λένιν υπογραμμίζει ότι το εθνικό ζήτημα είναι ένα ζήτημα του αγώνα για τη δημοκρατία. Ο αγώνας για τη δημοκρατία είναι αναγκαίος, βοηθά τον αγώνα για το σοσιαλισμό, αλλά πρέπει και να υποτάσσεται σε αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι αν ένα εθνικό κίνημα, που μπορεί ως τέτοιο να είναι δίκαιο, δυσχεραίνει τον αγώνα για το σοσιαλισμό, απειλώντας π.χ. με πολεμικές συρράξεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων ή εξυπηρετώντας τα σχέδια ενός ιμπεριαλισμού απέναντι στους άλλους (όπως το εθνικό κίνημα της Πολωνίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) οι σοσιαλιστές μπορεί να αντιτάσσονται σε αυτό, χωρίς να παραβιάζουν την υποστήριξη της δημοκρατίας και το διεθνισμό.
Από αυτή την αφετηρία ο Λένιν ασκεί πολεμική σε δυο μέτωπα. Από τη μια απέναντι σε μαρξιστές που είχαν κατρακυλήσει στο ρεφορμισμό, όπως ο Κάουτσκι, και μετέτρεπαν την αυτοδιάθεση σε γενικολογία. Και από την άλλη απέναντι στις υπεραριστερές αντιλήψεις της Λούξεμπουργκ και ορισμένων Μπολσεβίκων (Μπουχάριν, Ράντεκ, Πιατακόφ, κ.ά.) που αρνούνταν την αυτοδιάθεση ως ανέφικτη στην ιμπεριαλιστική εποχή ή την απέρριπταν ως ταυτόσημη με το σοβινισμό, τη θέση για την υπεράσπιση της πατρίδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Στην τελευταία αυτή άποψη ο Λένιν απαντά ότι η απόρριψη του συνθήματος της υπεράσπισης της πατρίδας στον πόλεμο του 1914 είχε να κάνει με τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του, που έκανε το σύνθημα αυτό απατηλό, μια συγκάλυψη των πραγματικών σκοπών του συγκεκριμένου πολέμου. Στην ιμπεριαλιστική εποχή όμως είναι δυνατοί πραγματικοί εθνικοί πόλεμοι, όπως οι πόλεμοι των λαών των αποικιών ενάντια στους αποικιοκράτες, και σε αυτούς το σύνθημα της υπεράσπισης της πατρίδας είναι σωστό και προοδευτικό. Ο Λένιν πρόβλεψε ότι τέτοια λαϊκά εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα θα αναπτύσσονταν ορμητικά στις επόμενες δεκαετίες στις χώρες της Ανατολής.
Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Λένιν έκανε κάθε τι το δυνατό ώστε οι αρχές της εθνικής ισοτιμίας να συμπεριληφθούν και να εκπληρωθούν στη συγκρότηση της ΕΣΣΔ. Αυτό εκφράστηκε στη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων των λαών της Ρωσίας», ένα διάταγμα που εκδόθηκε στις 15 (2) Νοέμβρη του 1917, λίγο μετά την κατάκτηση της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Το διάταγμα αναγνώριζε το δικαίωμα όλων των λαών της Ρωσίας στην αυτοδιάθεση, περιλαμβανόμενης της απόσχισής τους από τη Ρωσία, ενώ καταργούσε όλα τα εθνικά προνόμια. Στα 1918-19 αρκετές περιοχές της Τσαρικής Ρωσίας, όπως οι Βαλτικές χώρες, τη Φιλανδία, η Πολωνία, κ.ά., θα γίνουν ανεξάρτητα κράτη.
Το 1919, στο 8o Συνέδριο του Κόμματος, ο Λένιν κριτικάρισε τη θέση του Μπουχάριν για κατάργηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών και αντικατάστασή του από την αρχή της αυτοδιάθεσης των εργαζομένων, τονίζοντας ότι το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης έπρεπε να διατηρηθεί και μετά τη νίκη της επανάστασης. Στο τελευταίο άρθρο του για το θέμα, «Σχετικά με το ζήτημα των εθνοτήτων ή της αυτονόμησης», ο Λένιν προειδοποίησε για τον κίνδυνο μιας μελλοντικής αναβίωσης στην ΕΣΣΔ του μεγαλορωσικού κινδύνου. Αναγνώρισε ως πηγή αυτού του κινδύνου την ενσωμάτωση πολλών στοιχείων του παλιού τσαρικού μηχανισμού στο σοβιετικό κράτος και, με αφορμή το εθνικό ζήτημα της Γεωργίας, στιγμάτισε την εθνικιστική, μεγαλορωσική λογική των Στάλιν και Τζερζίνσκι.
5. Η επανάσταση του 1917: πάλη για την εξουσία, μεταβατικό πρόγραμμα και Κομμουνιστική Διεθνής
Η επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 βρήκε τον Λένιν εξόριστο στην Ελβετία. Μετά από μερικές μέρες μαχών στην Αγία Πετρούπολη ο τσαρισμός, μια αυτοκρατορία αιώνων, κατέρρευσε σε συντρίμμια. Παράλληλα με την αστική Προσωρινή Κυβέρνηση, δημιουργήθηκε το σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών, χωρίς τη συγκατάθεση του οποίου η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν μπορούσε να κυβερνήσει. Ωστόσο στο Σοβιέτ κυριάρχησαν αρχικά τα ρεφορμιστικά σοσιαλιστικά κόμματα, οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι. Δημιουργήθηκε έτσι μια ιδιότυπη κατάσταση δυαδικής εξουσίας, με την αστική τάξη να κυβερνά και το σοβιέτ να ελέγχει, αλλά και ταυτόχρονα να της παραδίδει την εξουσία.
Η επανάσταση του Φλεβάρη ήταν αρκετά αυθόρμητη και επεκτάθηκε γρήγορα με τη δημιουργία σοβιέτ σε πολλές πόλεις. Στην αρχή το καθοδηγητικό κέντρο των Μπολσεβίκων στη Ρωσία υπό τους Σλιάπνικοφ και Μολότοφ πήρε επαναστατική θέση. Με την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και την ανάληψη της Πράβντα από τους Κάμενεφ και Στάλιν, πέρασαν όμως σε μια στάση κριτικής υποστήριξης της Προσωρινής Κυβέρνησης και άσκησης πίεσης σε αυτή για να εκπληρώσει το λαϊκό αίτημα για ειρήνη.
Ο Λένιν από την εξορία αντιτάχθηκε αποφασιστικά σε αυτή τη θέση. Χαρακτήρισε τις εκκλήσεις στην Προσωρινή Κυβέρνηση για πολιτική ειρήνης σαν ένα κήρυγμα ηθικής σε ιδιοκτήτη μπουρδέλου και έριξε το σύνθημα «Καμιά εμπιστοσύνη στην Προσωρινή Κυβέρνηση». Στο «Σχέδιο Θέσεων» που συνέταξε δυο μόλις μέρες μετά το σχηματισμό της πρόβαλλε ως καθήκον τη συνέχιση της πάλης για την κατάκτηση της λαοκρατικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Υπογράμμιζε ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν μπορούσε να δώσει στο λαό ειρήνη, γη και ψωμί, και θα συνέχισε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ο Λένιν έβαζε σαν καθήκον την παραπέρα οργάνωση του σοβιετικού κινήματος στις πόλεις και στα χωριά και υπογράμμιζε ότι όσο η Προσωρινή Κυβέρνηση εξακολουθούσε να έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του λαού και των σοβιέτ δεν μπορούσε να γίνει λόγος για ανατροπή της. Ήταν απαραίτητο να κερδηθεί πρώτα η πλειοψηφία του λαού με την υπομονετική εξήγηση της κατάστασης.
Αυτές τις θέσεις ανέπτυξε παραπέρα ο Λένιν σε επόμενα κείμενά του, τα «Γράμματα από μακριά» και τις «Θέσεις του Απρίλη», τις οποίες διάβασε στο Ανάκτορο της Ταυρίδας με τον ερχομό του στη Ρωσία στις 4 Απρίλη. Συνοπτικά, οι διάσημες αυτές θέσεις περιλάμβαναν τα εξής σημεία:
• Ο πόλεμος, κάτω από την αστική κυβέρνηση του Λβοφ, παραμένει ιμπεριαλιστικός.
• Η Ρωσία βρίσκεται σε μεταβατική στιγμή. Η πρώτη επανάσταση παρέδωσε την εξουσία στους αστούς μόνο εξαιτίας της έλλειψης συνείδησης και οργάνωσης της εργατικής τάξης. Θα ακολουθηθεί από μια δεύτερη επανάσταση που θα συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια των Σοβιέτ των Εργατών και Αγροτών Αντιπροσώπων.
• Καμιά εμπιστοσύνη και υποστήριξη στην Προσωρινή Κυβέρνηση.
• Οι Μπολσεβίκοι αποτελούν ακόμα μια μικρή μειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ. Χρειάζεται υπομονετική δουλειά και εξήγηση μέχρι να κατακτηθεί η πλειοψηφία.
• Άμεση προτεραιότητα στη δήμευση της γης, με ευθύνη των αγροτικών Σοβιέτ.
• Εθνικοποίηση και συγχώνευση των τραπεζών σε μια Εθνική Τράπεζα.
• Το άμεσο καθήκον δεν είναι ο σοσιαλισμός, αλλά ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, μέσω των Σοβιέτ.
• Έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος και μετονομασία του σε Κομμουνιστικό Κόμμα.
• Αναγκαία η δημιουργία μιας νέας Διεθνούς.
Τα κείμενα αυτά του Λένιν βρήκαν ισχυρή αντίσταση στο κόμμα των Μπολσεβίκων και λογοκρίθηκαν στην Πράβντα, αφού εναντιώνονταν στην αρχική συμφιλιωτική γραμμή των Κάμενεφ και Στάλιν. Ωστόσο, ο Λένιν κέρδισε την υποστήριξη της πλειοψηφίας στην 7η Πανρωσική Συνδιάσκεψη των Μπολσεβίκων στα τέλη Απρίλη.
Έχει διατυπωθεί η θέση, ιδιαίτερα από τροτσκιστικής κατεύθυνσης μαρξιστές, ότι με τις «Θέσεις του Απρίλη» ο Λένιν εγκατέλειψε την παλιά του ανάλυση για τη δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς και πέρασε στη θέση του Τρότσκι για τη δικτατορία του προλεταριάτου που στηρίζεται στην αγροτιά. Αυτό είναι απλουστευτικό. Ο ίδιος ο Λένιν υπογράμμιζε ότι η δημοκρατική δικτατορία πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη με μια ιδιόμορφη, διαφοροποιημένη μορφή, στο καθεστώς της δυαδικής εξουσίας. Η αλλαγή της θέσης του συνδεόταν στην πραγματικότητα με την αλλαγή των συνθηκών: ο παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, με τις καταστροφές που προκαλούσε, έβαζε τη σοσιαλιστική επανάσταση άμεσα στην ημερήσια διάταξη ως μόνη δυνατότητα εξόδου από το μακελειό. Αυτό δεν ίσχυε το 1905, όταν η κρίση του καπιταλισμού, στη Ρωσία και παγκόσμια, ήταν πιο περιορισμένη.
Από τον Απρίλη έχουμε μια σειρά καμπές στην ταξική πάλη, στις οποίες ο Λένιν κατευθύνει με ευλύγιστο τρόπο το κόμμα. Τον Ιούνη οι Μπολσεβίκοι κατακτούν για πρώτη φορά την πλειοψηφία μέσα στο κίνημα, με εκατοντάδες χιλιάδες να διαδηλώνουν στην Αγία Πετρούπολη με τα συνθήματά τους, «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ» και «Κάτω οι καπιταλιστές υπουργοί». Σε συνέχεια, στις μέρες του Ιούλη, ο Λένιν αποτρέπει το κόμμα από την άμεση πάλη για την εξουσία, καθώς δεν έχει ακόμη την πλειοψηφία στα σοβιέτ. Η υποχώρηση του κινήματος οδηγεί τον Λένιν στην παρανομία, ενώ στελέχη όπως ο Τρότσκι, ο Λουνατσάρσκι και η Κολοντάι συλλαμβάνονται και κυριαρχεί η αντίδραση. Ωστόσο, η κατάσταση αντιστρέφεται τον Αύγουστο με την ήττα του πραξικοπήματος του στρατηγού Κορνίλοφ, που αποδυναμώνει την αντεπανάσταση αποφασιστικά. Βέβαια, στην ήττα αυτή συμβάλλει η σωστή πολιτική ενιαίου μετώπου των Μπολσεβίκων, που παλεύουν αποφασιστικά για τη συντριβή του πραξικοπήματος, χωρίς να υποστηρίζουν τον δημαγωγό Κερένσκι.
Σε συνέχεια οι Μπολσεβίκοι κερδίζουν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Μόσχας και το κόμμα προσανατολίζεται, με την επίμονη πίεση του Λένιν, προς την ένοπλη εξέγερση. Ο Λένιν επιμένει στην περίοδο αυτή ότι η εξέγερση πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν τέχνη και ότι οι παραμικρές ταλαντεύσεις σε αυτό το θέμα μπορεί να καταστρέψουν την επανάσταση. Όταν οι Κάμενεφ και Ζινόβιεφ στη γνωστή εκδήλωσή τους κοινοποιούν λίγες μέρες πριν την κατάληψη της εξουσίας την απόφαση της ΚΕ στον αστικό τύπο, προτείνει τη διαγραφή τους από το κόμμα και τους καταγγέλλει σαν «απεργοσπάστες». Ωστόσο, και οι δυο θα επιστρέψουν στη θέση τους, αναγνωρίζοντας σύντομα το λάθος τους. Η εξέγερση θα θριαμβεύσει με την αποφασιστική στάση του Λένιν να παίζει ένα κρίσιμο ρόλο σε αυτό.
Ο Λένιν θα συνεισφέρει καθοριστικά στην οργάνωση και στα πρώτα μέτρα της νέας, σοβιετικής εξουσίας, από τη θέση του του προέδρου της σοβιετικής κυβέρνησης. Θα υποστηρίξει στην περίοδο των διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς τη συνετή γραμμή της σύναψης της ειρήνης του Μπρεστ, καθώς η νεαρή σοβιετική εξουσία είναι ακόμη αδύναμη και χωρίς στρατιωτικές δυνάμεις για να αντισταθεί στην επίθεση των Γερμανών. Στη συνέχεια, στις αρχές του 1918, με την μπροσούρα του Τα Άμεσα Καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας, σκιαγραφεί τις ενδεδειγμένες πολιτικές της σοβιετικής κυβέρνησης στα πρώτα της βήματα για την οργάνωση της νέας σοσιαλιστικής τάξης.
Μια σημαντική επεξεργασία του Λένιν, που περιλαμβάνεται σε αυτό το τελευταίο κείμενό του, αλλά και στην προηγούμενη μπροσούρα του «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεμήσουμε», γραμμένη το Σεπτέμβρη του 1917, είναι το μεταβατικό πρόγραμμα. Ο Λένιν επιμένει εκεί ότι το καθήκον της επαναστατικής εξουσίας δεν είναι η άμεση εισαγωγή του σοσιαλισμού, για την οποία δεν είναι ώριμες οι συνθήκες και η συνείδηση των μαζών, αλλά η πραγματοποίηση μόνο βημάτων προς το σοσιαλισμό, όπως η εθνικοποίηση των τραπεζών, η κατάργηση του εμπορικού μυστικού, ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, κοκ. Παρμένα στο σύνολό τους αυτά τα μέτρα ορίζουν ό,τι θα αποκληθεί αργότερα, στα ντοκουμέντα της Κομιντέρν, μεταβατικές διεκδικήσεις ή μεταβατικό πρόγραμμα. Ο τελευταίος όρος προέρχεται από τον Τρότσκι, ο οποίος θα επεξεργαστεί παραπέρα το μεταβατικό πρόγραμμα το 1938, στην ομώνυμη μπροσούρα του.
Το Μάρτη του 1919 ιδρύεται, με την επίμονη παρέμβαση του Λένιν, η νέα εργατική Διεθνής, η Τρίτη ή Κομμουνιστική Διεθνής. Το 1ο και το 2ο συνέδριό της δίνουν έμφαση στο διαχωρισμό των Κομμουνιστών από τα χρεοκοπημένα κόμματα της Β΄ Διεθνούς, σε μια περίοδο όπου υπάρχουν πολλές ελπίδες για μια γρήγορη εξάπλωση και νίκη της επανάστασης στην Ευρώπη, οι οποίες όμως δεν θα επιβεβαιωθούν. Από το 3ο Συνέδριο (1921) και το 4ο Συνέδριο (1922) μπαίνει σε πρώτη γραμμή η απόκτηση δεσμών με τις μάζες από τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα. Αυτό εκφράζεται με την πολιτική του ενιαίου μετώπου, την ενσωμάτωση των μεταβατικών διεκδικήσεων στα προγράμματά τους και την υιοθέτηση της προοπτικής της εργατικής κυβέρνησης. Ο Λένιν προσανατολίζει την Κομμουνιστική Διεθνή προς αυτή την κατεύθυνση ήδη από το 2ο Συνέδριο, στα 1920, με τη διάσημη μπροσούρα του Ο Αριστερισμός. Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού. Σε αυτήν επικρίνει την αριστερίστικη αποχή από το κοινοβούλιο και τονίζει την ανάγκη των συμμαχιών και της ενεργού παρέμβασης των κομμουνιστών στα παλιά, ρεφορμιστικά συνδικάτα.
Τέλος, στο πεδίο της μαρξιστικής θεωρίας, κομβική συνεισφορά του Λένιν είναι η αποκατάσταση της μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος με την μπροσούρα του Κράτος και Επανάσταση (1917). Στο έργο αυτό ο Λένιν δεν διατυπώνει κάποια εντελώς νέα θέση. Επαναφέρει, ωστόσο, και συστηματοποιεί τις παλιές, ξεχασμένες και διαστρεβλωμένες από τους θεωρητικούς της Β΄ Διεθνούς, θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς για το κράτος ως όργανο κυριαρχίας της μιας τάξης πάνω στην άλλη. Αυτό συνεπάγεται την απόρριψη της αταξικής αντίληψης για τη δημοκρατία και την αναγνώριση της ανάγκης, κατά τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, της εγκαθίδρυσης της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτή η εξουσία, επιμένει ο Λένιν, δεν παραλαμβάνει έτοιμο το παλιό κράτος, όπως έκαναν η προηγούμενες αστικές επαναστάσεις, αλλά το συντρίβει και το αντικαθιστά με ένα νέο, εργατικό κράτος, βασισμένο στα σοβιέτ.
6. Η ΝΕΠ και η σοσιαλιστική μετάβαση
Από τα μέσα του 1918 ως τα τέλη του 1920 η Σοβιετική Ρωσία αντιμετωπίζει την αντεπανάσταση των Λευκών και την ιμπεριαλιστική επέμβαση από 21 χώρες. Η πίεση στο νεαρό σοβιετικό κράτος είναι εξαιρετικά ισχυρή και σε κάποιες στιγμές η κατάσταση φαίνεται απελπιστική, καθώς οι αντεπαναστάτες προελαύνουν σε όλα τα μέτωπα. Ωστόσο, οι φρίκες της αντεπανάστασης και ο φόβος της παλινόρθωσης της τσαρικής απολυταρχίας ενώνουν την πλειοψηφία του λαού γύρω από τους Μπολσεβίκους. Οι στρατοί των Λευκών και των επεμβατιστών συντρίβονται ο ένας μετά τον άλλο.
Η νίκη στον εμφύλιο αφήνει τη Σοβιετική Ρωσία κατεστραμμένη. Οι απώλειες είναι τεράστιες, ενώ η βιομηχανική και αγροτική παραγωγή έχουν αποδιοργανωθεί πλήρως. Η πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού, με τις επιτάξεις σιτηρών από τους αγρότες, που εφαρμόστηκε στον εμφύλιο για να νικηθεί αντεπανάσταση, προκαλεί δυσαρέσκεια και αγροτικές εξεγέρσεις, με αποκορύφωμα την εξέγερση της Κροστάνδης το Μάρτη του 1921. Την ίδια χρονιά ξεσπά ένας μεγάλος λιμός στο Βόλγα. Ως αποτέλεσμα το κόμμα εγκαταλείπει την προηγούμενη πολιτική του και με την καθοριστική παρέμβαση του Λένιν εγκαινιάζει μια νέα πολιτική, την πολιτική της ΝΕΠ. Είναι μια πολιτική υποχωρήσεων στους αγρότες, με την οποία επιτρέπεται η ελευθερία του εμπορίου, η δυνατότητα να εμπορεύονται τα προϊόντα τους μετά την καταβολή ενός φόρου στο κράτος.
Η ΝΕΠ δεν υποκινείται μόνο από την οικονομική καταστροφή, αλλά και από γενικότερους υπολογισμούς. Το κύριο πρόβλημα στην ΕΣΣΔ, εκτιμά ο Λένιν, ήταν η επικράτηση της επανάστασης σε μια καθυστερημένη χώρα, ενώ η επανάσταση στις ανεπτυγμένες χώρες της καπιταλιστικής Δύσης καθυστερούσε, λόγω της αυξημένης ικανότητας αντίστασης της αστικής τάξης τους. Αυτό θέτει το ερώτημα για το τι μπορούσε να οικοδομηθεί στην ΕΣΣΔ, σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες που ανέμεναν οι Μαρξ και Ένγκελς και γενικά οι μαρξιστές. Η ΝΕΠ είναι η απάντηση στο ερώτημα πώς μπορεί να προσεγγιστεί ο σοσιαλισμός σε αυτές τις ιδιόμορφες συνθήκες.
Ήδη στα πρώτα κείμενά του μετά την εισαγωγή της ΝΕΠ ο Λένιν διαπιστώνει ότι η ρωσική οικονομία περιλαμβάνει πέντε τύπους σχέσεων: σοσιαλιστικός τομέας (εθνικοποιημένη μεγάλη βιομηχανία), κρατικός καπιταλισμός, ιδιωτικός καπιταλισμός, μικρή αγροτική εμπορευματική οικονομία και προκαπιταλιστική πατριαρχική αγροτική οικονομία. Οι δυο πρώτοι από αυτούς εκφράζουν το οργανωτικό στοιχείο και αντικειμενικά είναι σύμμαχοι απέναντι στις αναρχικές τάσεις της μικρής παραγωγής. Ταυτόχρονα, ο Λένιν εξακριβώνει αυτό που αποκαλεί βάση ή θεμέλιο του σοσιαλισμού, η οποία έγκειται στην ύπαρξη μιας ανεπτυγμένης βαριάς βιομηχανίας ικανής να εφοδιάζει την αγροτιά με επαρκή καταναλωτικά προϊόντα. Αυτή η οικονομική βάση δεν υπάρχει στην ΕΣΣΔ, με συνέπεια την αστάθεια της πολιτικής συμμαχίας της εργατικής τάξης και της αγροτιάς που εγκαθιδρύθηκε στον εμφύλιο, την αδυναμία να εδραιωθεί σε μια οικονομική συμμαχία.
Από δω ξεκινώντας, ο Λένιν διατυπώνει παραπέρα μερικές θεμελιώδεις θέσεις για τις προοπτικές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που μπορεί να συνοψιστούν στα εξής σημεία:
Ι. Στην ΕΣΣΔ μπορεί να προχωρήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση, ακόμη και αν η παγκόσμια επανάσταση καθυστερήσει. Μπορεί να τεθεί το θεμέλιο ή η βάση του σοσιαλισμού, ο εξηλεκτρισμός και μια επαρκής βαριά σοσιαλιστική βιομηχανία ικανή να ικανοποιεί τις βασικές κοινωνικές ανάγκες.
ΙΙ. Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί, λόγω της καθυστέρησης και των καταστροφών, να προωθηθεί με άμεσα σοσιαλιστικό τρόπο, αλλά μόνο μέσα από τις καπιταλιστικές υποχωρήσεις και τα μέτρα της ΝΕΠ (ελευθερία εμπορίου, κρατικός καπιταλισμός, κοκ). Οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί θα εισάγονται βαθμιαία, στο βαθμό που θα προχωρά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
ΙΙΙ. Το τελικό αποτέλεσμα, μέσα από συνεχείς μεταρρυθμίσεις των μορφών και σχέσεων της ΝΕΠ (βαθμιαία εξάπλωση των συνεταιρισμών, πολιτιστική επανάσταση, περιορισμός της γραφειοκρατίας, κ.ά.), θα είναι μια σοσιαλιστική κοινωνία με πολλές ατέλειες.
Αυτές οι θέσεις του Λένιν συνοψίζονται σε δυο επιγραμματικούς αφορισμούς του, «σοσιαλισμός = σοβιέτ + εξηλεκτρισμός» και «από τη Ρωσία της ΝΕΠ θα βγει η σοσιαλιστική Ρωσία».
Η προβληματική του Λένιν για τη ΝΕΠ έχει θεμελιώδη σημασία για τις δυνατότητες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όταν η επανάσταση επικρατεί σε σχετικά καθυστερημένες χώρες, αλλά και για την ανάλυση των αντιθέσεων και των διαστροφών που παρουσιάστηκαν στη μετέπειτα πορεία της ΕΣΣΔ. Η κριτική που ασκεί ο Λένιν στη γραφειοκρατία και στον Στάλιν στα τελευταία γραπτά του είναι άρρηκτα συνυφασμένη με αυτή.
Στα συγκεκριμένα γραπτά ο Λένιν αναλύει τους κινδύνους γραφειοκρατικής διαστροφής της επανάστασης, προτείνοντας στη Διαθήκη του την απομάκρυνση του Στάλιν από τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Ταυτόχρονα, προειδοποιεί ενάντια στην πρόωρη εισαγωγή του σοσιαλισμού στο χωριό, με μια πολιτική καταναγκαστικής κολεκτιβοποίησης, την οποία θα εφαρμόσει αργότερα ο Στάλιν. Υποστηρίζει τη βαθμιαία, εθελοντική ένταξη των αγροτών στους συνεταιρισμούς και θεωρεί ότι η διασφάλιση των πόρων για τη βιομηχανική ανάπτυξη μπορεί να γίνει με το βαθμιαίο περιορισμό του σπάταλου και αναποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού. Ταυτόχρονα, αναφέρεται στη δυνατότητα αλλαγής της κρατικής μορφής της ΕΣΣΔ και μετατροπής της σε μια χαλαρή μορφή συνομοσπονδίας, με μεγάλα περιθώρια αυτοδιοίκησης για τις τοπικές δημοκρατίες.
Η ιστορία θα ακολουθήσει βέβαια άλλους δρόμους. Και το μεγάλο ερώτημα που τίθεται σήμερα, στα 100 χρόνια μετά τον Οκτώβρη, είναι: τι έφταιξε για τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την αποτυχία του πρώτου σοσιαλιστικού εγχειρήματος;
Ορισμένοι, ιδιαίτερα οι σύγχρονοι σταλινικοί δογματιστές, στο ΚΚΕ και άλλοι, επιχειρούν να εμφανίσουν ότι η αιτία της κατάρρευσης θα βρεθεί στις καπιταλιστικές υποχωρήσεις της ΝΕΠ και στην αχρείαστη αναπαραγωγή αυτών των υποχωρήσεων από τις ηγεσίες Χρουστσόφ και Γκορμπατσόφ, που έγιναν έτσι φορείς της «αντεπανάστασης». Αυτό είναι μια απατηλή, ψεύτικη ερμηνεία.
Η ΝΕΠ, παρά τους κινδύνους και τις δυσκολίες της, ήταν μια θετική, αναγκαία ιστορική διαδικασία, που απέφερε μεγάλα οφέλη. Μέσα σε μια πενταετία, χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια, η ΕΣΣΔ έφτασε στο επίπεδο βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής της τσαρικής Ρωσίας στα 1914. Παράλληλα, σε όλη τη δεκαετία του 1920, ως την έναρξη της κολεκτιβοποίησης, έλαβε χώρα μια μεγάλη πολιτιστική επανάσταση με αξιοσημείωτες προόδους σε όλα τα πεδία. Σε αυτή την περίοδο, παρά τις αυξανόμενες πιέσεις του σταλινικού μηχανισμού, υπήρχε πραγματική ελευθερία συζήτησης. Οι επιτυχίες στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και τη διάδοση της μόρφωσης· η αποτελεσματική οργάνωση της εκπαίδευσης· η εξομάλυνση των εθνικών σχέσεων και η ελεύθερη ανάπτυξη και άνθιση των εθνικών πολιτισμών· η ίδρυση πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και η προώθηση της έρευνας στις θετικές επιστήμες· η προώθηση των θεωρητικών και ανθρωπιστικών επιστημών με την εμφάνιση πολλών αξιόλογων κομματικών μαρξιστών και λογίων που έβαλαν τη σφραγίδα τους στα διάφορα πεδία (Ποκρόβσκι στην ιστορία, Ρούμπιν και Σοκόλνικοφ στα οικονομικά, Λουνατσάρσκι στην εκπαίδευση, Πασουκάνις και Στούτσκα στο δίκαιο, Βιγκότσκι στην ψυχολογία, Χέσεν στην επιστημολογία, Σβετσίν και Τριανταφίλοφ στη στρατιωτική επιστήμη, κ.ά.)· η σύνδεση αυτών των εξελίξεων με τη μαρξιστική έρευνα, χάρη στο έργο του Ριαζάνοφ στο Ινστιτούτο Μαρξ – Ένγκελς· οι δημιουργικές αναζητήσεις στην τέχνη, με το έργο των συνοδοιπόρων και του Μαγιακόφσκι στη λογοτεχνία, των Αϊζενστάιν, Πουντόβκιν, Κούλεσοφ, Βερτόφ στον κινηματογράφο, όπου η ΕΣΣΔ βρέθηκε στην παγκόσμια πρωτοπορία – αυτά και πολλά ακόμη επιτεύγματα συνδέθηκαν άρρηκτα με τη ΝΕΠ και έγιναν δυνατά χάρη στη ΝΕΠ.
Η εικόνα αλλάζει δραστικά με τη βίαιη κολεκτιβοποίηση, που επέβαλε ο Στάλιν μετά την πλήρη επικράτησή του απέναντι στους ανταγωνιστές του. Τα εκατομμύρια θύματα του λιμού του 1932-33· οι μαζικές εκκαθαρίσεις των χρόνων 1936-38, όπου εκτελέστηκαν περί τις 700.000 άνθρωποι, ανάμεσά τους η ηγεσία του Οκτώβρη, κορυφαίοι μαρξιστές, επιστήμονες, λόγιοι και καλλιτέχνες· οι εθνικές εκκαθαρίσεις (περίπου το 1/3 των θυμάτων στα 1936-38 χάθηκαν σε εθνικές διώξεις, που συνεχίστηκαν και αργότερα) και η αναβίωση του μεγαλορωσικού σοβινισμού· η εκτόπιση εκατομμυρίων αθώων στα γκούλαγκ, όπου πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες· η δογματική διαστροφή του μαρξισμού· η επίθεση σε επιστήμες όπως η γενετική, με την ανάδειξη του τσαρλατάνου Λισένκο – ήταν μερικά από τα έργα του σταλινισμού, που δρομολόγησε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις από εκείνες του Λένιν. Αυτές οι κατευθύνσεις δεν συνδέονταν με την υπόθεση του σοσιαλισμού. Υπηρετούσαν το στενό συμφέρον της γραφειοκρατίας, που εκπροσωπούσε ο Στάλιν, να εδραιωθεί στην εξουσία, παραμερίζοντας βαθμιαία τις παραδόσεις του Οκτώβρη, έστω και αν υποκριτικά τις επικαλούνταν. Το αποτέλεσμα ήταν η διαστροφή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η υπονόμευση της συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά και η διαμόρφωση ενός στρεβλού, αναποτελεσματικού διοικητικού οικονομικού μοντέλου, που εξέθρεφε τον παρασιτισμό και τη μαύρη αγορά. Ο Στάλιν βασίστηκε αρχικά στους πολιτισμένους γραφειοκράτες ενάντια στους αντιπάλους του, μετά όμως τους εξόντωσε, φέρνοντας στον αφρό αμαθείς καριερίστες και τυχοδιώκτες τύπου Μπέρια, Γιέζοφ, Μαλένκοφ, Καγκάνοβιτς, Ζντάνοφ, κ.ά., που ήταν τα πραγματικά στηρίγματα της εξουσίας του. Η νίκη στον αντιφασιστικό πόλεμο ήταν έργο του σοβιετικού λαού και συντελέστηκε όχι χάρη στον Στάλιν αλλά παρά τον Στάλιν, ο οποίος με τις εκκαθαρίσεις των στρατιωτικών φέρει ακέραιη την ευθύνη για την απροετοίμαστη κατάσταση της ΕΣΣΔ και τις εκατόμβες στην αρχή του πολέμου.
Ο εκδημοκρατισμός που ξεκίνησε του 20ό Συνέδριο και οι υποχωρήσεις τύπου ΝΕΠ στην περίοδο της ηγεσίας Χρουστσόφ και της Περεστρόικα ήταν αναγκαίες και θετικές εξελίξεις. Βοήθησαν στην εξομάλυνση της κατάστασης, απομακρύνοντας τις χειρότερες όψεις της σταλινικής καταπίεσης, και στη μερική αντιμετώπιση ορισμένων από τις παθογένειες της σοβιετικής οικονομίας από τη δεκαετία του 1960. Αν αυτές οι διορθωτικές προσπάθειες απέτυχαν, η αιτία θα βρεθεί στον εμπειρικό τρόπο με τον οποίο προωθήθηκαν.
Ο Λένιν είχε μιλήσει ανοικτά για τους κινδύνους της ΝΕΠ, εξηγώντας ταυτόχρονα τους λόγους που την έκαναν αναγκαία. Σε αυτή τη συνάρτηση έθετε το διάσημο ερώτημα «ποιος-ποιον»: είτε οι κομμουνιστές θα οργανώνονταν πρώτοι, δημιουργώντας έναν ελεγχόμενο από το σοβιετικό κράτος καπιταλιστικό τομέα, είτε θα οργανώνονταν πρώτοι οι καπιταλιστές, με συνέπεια την καπιταλιστική παλινόρθωση. Οι ηγεσίες Χρουστσόφ και Γκορμπατσόφ, αντίθετα, έκρυψαν τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις με λαθεμένα και άκαιρα συνθήματα («παλλαϊκό κράτος» ο Χρουστσόφ, «περισσότερος σοσιαλισμός» ο Γκορμπατσόφ), επιτρέποντας έτσι τη γραφειοκρατική υπονόμευση των εγχειρημάτων τους. Σε τελική ανάλυση, ο σταλινισμός διαδραμάτισε καίριο ρόλο σε αυτό, ρίχνοντας το μαρξισμό δεκαετίες πίσω με την εξόντωση των καλύτερων δυνάμεών του στις διώξεις του 1936-38.
Η κύρια ευθύνη για την αποτυχία του πρώτου σοσιαλιστικού εγχειρήματος, μια αποτυχία προσωρινή, πέφτει έτσι στον σταλινισμό, που διέστρεψε γραφειοκρατικά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ένα μέρος της όμως αναλογεί και στους άλλους κομματικούς ηγέτες, τον Τρότσκι και τον Μπουχάριν, οι οποίοι δεν στάθηκαν ικανοί να προσφέρουν μια καθοδήγηση εφάμιλλη εκείνης του Λένιν και να ενώσουν το κόμμα απέναντι στο γραφειοκρατικό εκφυλισμό. Αυτό αληθεύει και για τις μετέπειτα ηγεσίες Χρουστσόφ και Γκορμπατσόφ.
Συμπέρασμα
Στην κατακλείδα της παρουσίασης θα επανέλθω στην αρχική μου θέση, για την ενότητα θεωρίας πράξης, ως το σήμα κατατεθέν της προσωπικότητας του Λένιν και της συμβολής του ως μαρξιστή θεωρητικού και επαναστάτη. Θα μου επιτρέψετε να επικαλεστώ δυο χαρακτηριστικές τοποθετήσεις του που τεκμηριώνουν αυτό το σημείο.
Στο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός ο Λένιν δίνει μια επιγραμματική διατύπωση της κοσμοαντίληψης του διαλεκτικού υλισμού:
«Ο διαλεκτικός υλισμός επιμένει στον προσεγγιστικό, σχετικό χαρακτήρα κάθε επιστημονικής θεωρίας για τη δομή της ύλης και τις ιδιότητές της· επιμένει στην απουσία απόλυτων ορίων στη φύση, στο μετασχηματισμό της κινούμενης ύλης από μια κατάσταση σε άλλη, η οποία από την άποψή μας είναι φαινομενικά ασυμφιλίωτη με αυτή…»
Και στον Αριστερισμό, ασκώντας πολεμική ενάντια στους υπεραριστερούς κομμουνιστές, που νόμιζαν ότι μπορούσαν να διατυπώσουν γενικούς κανόνες για την αποφυγή του οπορτουνισμού –κανόνες όπως καμιά συμμαχία ή συμβιβασμός με τους οπορτουνιστές, καμιά συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις, κ.ά.– ο Λένιν φέρνει ένα παρόμοιο επιχείρημα:
«Οι αφελείς και οι εντελώς άπειροι άνθρωποι φαντάζονται πως αρκεί να παραδεχτεί κανείς ότι επιτρέπονται γενικά οι συμβιβασμοί, και θα εξαλειφθεί αμέσως κάθε όριο ανάμεσα στον οπορτουνισμό… και στον επαναστατικό μαρξισμό ή στον κομμουνισμό. Τους ανθρώπους όμως αυτούς, αν δεν ξέρουν ακόμη πως όλα τα όρια και στη φύση και στην κοινωνία είναι κινητά και ως ένα βαθμό συμβατικά, με τίποτε άλλο δεν μπορεί να τους βοηθήσεις παρά μόνο με τη μακρόχρονη μορφωτική, διαπαιδαγωγική και διαφωτιστική δουλειά, με την πολιτική και πρακτική πείρα».
Η ίδια αρχή που διατυπώνεται γενικά από τον Λένιν για τη φύση της αντικειμενικής πραγματικότητας, επιστρατεύεται από αυτόν και σε ένα επιμέρους πρόβλημα της πολιτικής πάλης. Αυτή η διαλεκτική αντίληψη της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας που βρίσκεται υπό εξέλιξη και όπου παρεμβαίνουμε για να την αλλάξουμε επαναστατικά, ήταν ο πυρήνας της κοσμοθεώρησης του Λένιν. Ο αγώνας για το σοσιαλισμό, επέμενε, μπορεί να διεξαχθεί με επιτυχία μόνο ξεκινώντας από αυτή.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.