ΠΗΓΗ: kosmodromio.gr
Τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ κομπάζει για το «μεγάλο όμορφο νομοσχέδιό του» του, που από τη μία οδηγεί στη φτώχεια σημαντικό αριθμό πολιτών στις ΗΠΑ, μεταφέροντας κονδύλια από το welfare στο warfare, που έχει κηρύξει εναντίον των μεταναστών και των ξένων στο εσωτερικό της χώρας, δύο «αλλοδαποί», για διαμετρικούς λόγους και με διαφορετικούς λόγους, εμφανίσθηκαν στο πολιτικό στερέωμα έτοιμοι να τον αμφισβητήσουν. Μολονότι διαφορετικοί, οι Ίλον Μασκ, πρώην σύμμαχος, ετοιμάζεται με το νέο κόμμα του America Party από τα ακόμη πιο ακροδεξιά του Τραμπ και ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για τον δήμο της Νέας Υόρκης Ζοχράν Μαμντάνι, ο καθένας από τις επάλξεις τους μοιάζει να υψώνουν ανάστημα απέναντι στη μονοκρατορία του Τραμπ.

Ο δυσαρεστημένος Ίλον Μασκ ανακοίνωνε πως ιδρύει νέο κόμμα, την ώρα που μόλις είχαν ανακοινωθεί τα τελικά αποτελέσματα των προκριματικών εκλογών στο Δημοκρατικό Κόμμα για τη δημαρχία στη Νέα Υόρκη. Και τα οποία ήσαν εντυπωσιακά: ο άγνωστος και χωρίς τη στήριξη του κομματικού και επιχειρηματικού κατεστημένου Ζοχράν Μαμντάνι με 56% κατέβαλε τον πρώην κυβερνήτη Άντριου Κουόμο, που σταμάτησε στο 44%. Μετά το φιάσκο, ο προβαλλόμενος ως «Νέστωρ» των Δημοκρατικών της Νέας Υόρκης ακόμη σκέπτεται -ιδίως μετά την αλλαγή πλεύσης των εργατικών συνδικάτων που τον στήριξαν υπέρ του Μαμντάνι- εάν θα παραμείνει στην κούρσα για τις εκλογές του Νοεμβρίου ως ανεξάρτητος. Κάτι που θα κάνει όμως ο απερχόμενος δήμαρχος, Έρικ Άνταμς, Αφροαμερικανός πρώην αστυνομικός, που εξελέγη πριν από τέσσερα χρόνια ως Δημοκρατικός, και τώρα βρίσκεται σε διαμάχη με το κόμμα λόγω σκανδάλων και της υποψίας πως έχει «προσηλυτισθεί»στις αρχές Τραμπ.
Ο μεγιστάνας των Tesla και Starlink και απρόσμενος υπουργός του Ντόναλντ Τραμπ αλλά και υπεύθυνος για την αρχική αναστάτωση και το ξεθεμελίωμα του δημόσιου κράτους και ο μέχρι πρότινος άγνωστος 33χρονος βουλευτής της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, ενσαρκώνουν ο καθένας από την πλευρά του δύο διαφορετικούς αναδυόμενους ριζοσπαστισμούς, που έρχονται σε αντίθεση στις αρχές που πρεσβεύει ο ένοικος του Λευκού Οίκου. Ωστόσο, εκφράζουν τη στιγμή τούτη μία κοινή ανησυχία που ελλοχεύει στις ψυχές πολλών ανθρώπων, κυρίως μεταναστών ή ξένων, που είτε σκέφτονται συντηρητικά, είτε ριζοσπαστικοποιούνται εξ ανάγκης, τούτη τη στιγμή αισθάνονται εγκλωβισμένοι και κυνηγημένοι από την αντιμεταναστευτική λύσσα του Τραμπ. Και μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό: ούτε ο Μασκ, ούτε ο Μαμντάνι -εκτός εάν τροποποιηθεί το Σύνταγμα- θα μπορούν να θέσουν υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο: και οι δύο είναι πολιτογραφημένοι πολίτες των ΗΠΑ, χωρίς πλήρες ius soli.
Κι επιπλέον, απ’ όποια έπαλξη κι εάν αντιτίθενται στον Τραμπ οι δύο τούτοι νεοσσοί της πολιτικής εκπροσωπούν τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται σε μία χώρα που επί σχεδόν 250 χρόνια προβάλλεται ως «χωνευτήρι φυλών και θρησκειών» κι άκρο άωτο της ελεύθερης συνύπαρξης.

Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο ότι ο Τραμπ -Νεοϋορκέζος κι ο ίδιος που στις πρόσφατες εκλογές μάλιστα εξασφάλισε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά στην πόλη τούτη, που θεωρείται προπύργιο των Δημοκρατικών- έσπευσε αμέσως να επιτεθεί στον Μαμντάνι, τονίζοντας την αφροασιατική του καταγωγή και απειλώντας να του αφαιρέσει την υπηκοότητα. Στη λογική του τραμπικού και τραμπούκικου δόγματος ΜΑGΑ, οι τελευταίας κοπής μετανάστες -συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών του Χάρβαρντ με προσωρινές βίζες- δεν είναι «πραγματικοί Αμερικανοί». Ένα θέσφατο που αγνοεί πως σχεδόν όλοι οι πολίτες των ΗΠΑ είναι απόγονοι μεταναστών (συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας Τραμπ). Τώρα, η πρώτη πολιτική εξέγερση κατά του MAGA, που μπορεί να αποδειχθεί κι αποτελεσματική εξαπολύεται από εκεί που ο Τραμπ δεν το περίμενε. Όχι από την αντίσταση που ίσαμε σήμερα κάποιοι δικαστές έχουν αντιτάξει ή τους ηττημένους και αναξιόπιστους σε πολύν κόσμο Δημοκρατικούς, αλλά από δύο μετανάστες.
Βέβαια δεν εγγυημένο 100% εάν ακόμη κι ο δυσαρεστημένος συντηρητικός και ιδίως εκείνος που είναι ‘τακτοποιημένος’ μετανάστης, εκείνοι δηλ. που αποτελούν το δυνητικό πολιτικό ακορατήριό του, μπορούν να ταυτισθούν εύκολα με τον Μασκ. Με έναν άνθρωπο που βοήθησε να διαλυθούν κρατικοί οργανισμοί, να υποτιμηθούν πολιτιστικές δομές και ταυτότητες λαών που κι αυτοί συγκροτούν την ταυτότητα των ΗΠΑ. Και κυρίως έναν επιχειρηματία, που σήμερα αντιμάχεται τον Τραμπ επειδή δεν θα προωθήσει τα οικονομικά του συμφέροντα -όπως έγινε με τη φορολογική μεταρρύθμιση που επέτεινε ακόμη περισσότερο τις απώλειες της Tesla. Ωστόσο, ο Μασκ έχει μαζί του τις πλατφόρμες ΜΚΔ που ελέγχει και μπορεί ακόμη να έχει διείσδυση σε ευρέα ακροατήρια, αλλά και μία επιχειρησιακή-επιχειρηματική στρατηγική, που μπορεί να ελέγξει πολιτικές αποφάσεις. Και φυσικά έχει προσελκύσει ήδη σημαντικούς υποστηρικτές, μεταξύ των επιχειρηματικών κύκλων που κι εκείνοι δυσαρεστήθηκαν από τα μέτρα ή τις προτιμήσεις του Τραμπ -όπως οι Μαρκ Κούμπαν, Άντονι Σκαραμούσι ή ο μεγαλοεπενδυτής Τάιλερ Πάλμερ. Ο Μασκ δεν έχει προς το παρόν μεγάλες φιλοδοξίες: του αρκεί στις ενδιάμεσες εκλογές να εξασφαλίσει το κόμμα του δύο ή τρεις Γερουσιαστές και οκτώ έως δέκα Βουλευτές, ώστε να γίνει ρυθμιστής στις κρίσιμες ψηφοφορίες. Ιδίως σε εκείνες που θα παίζεται η τύχη των επιχειρηματικών του συμφερόντων.
Αλλά εάν ο Μασκ είναι ιδιοκτήτης του Χ και μοιάζει να έχει ένα επικοινωνιακό πλεονέκτημα–όσο κι εάν γίνεται όλο και πιο απωθητικός στην κοινή γνώμη (το 55% των Αμερικανών δηλώνει αντιπάθεια), ο Μαμντάνι έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον για την αποτελεσματικότητα της ήπιας και χωρίς εμπάθειες εκστρατεία του. Κυρίως με χαμηλού κόστους προσωπικά μηνύματα στο στο Instagram και το TikTok, κέρδισε τον προϋπολογισμό ρεκόρ 25 εκατομμυρίων δολαρίων του Κουόμο, ο οποίος ξόδεψε έναν πακτωλό όχι για να διαφημίσει το πρόγραμμά του, αλλά σε τηλεοπτικές που δυσφήμιζαν τον αντίπαλό του.
Μάλιστα, ο Μαμντάνι είχε στην αναβατική του πορεία προς το χρίσμα των Δημοκρατικών να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση, όχι μόνον του Τραμπ, αλλά απροσδόκητα από κάποιον που υπό άλλες συνθήκες θα θεωρείτο «σύμμαχος». Μιλάμε για τους New York Times, το ιστορικό φερέφωνο του κατεστημένου των Δημοκρατικών από το Μανχάταν ίσαμε την Ουάσιγκτον και υπέρμαχος, άλλοτε μάλλον, του πολιτικώς ορθού και της συμπερίληψης των μειονοτήτων. Και δεν ήταν οι Times μόνο που αντιμετώπισαν τον Μαμντάνι με επιφυλακτικότητα κι ίσως θα βρεθούνε σε δίλημμα στις εκλογές. Επίσης η εβραϊκή κοινότητα στη Νέα Υόρκη παραμένει ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες που καθορίζουν την πολιτική στην αμερικανική μεγαλούπολη. Ξαφνικά βρέθηκαν (και φυσικά το ίδιο το Ισραήλ) με έναν αναδυόμενο Μουσουλμάνο πολιτικό στη «δική» τους δημοκρατική περίμετρο. Είναι η μεγάλη επιρροή της εβραϊκής κοινότητας που ώθησε τον Αφροαμερικανό επικεφαλής της δημοκρατικής μειοψηφίας στη Βουλή Καρίμ Τζέφρις να διστάσει να υποστηρίξει τον Μαμντάνι, για τη «μη σαφή δέσμευσή του να πατάξει τον αντισημιτισμό». Ή την γερουσιαστή Κίρστεν Γκίλμπραντ, που τον κατηγόρησε άκριτα πως «θέλει να παγκοσμιοποιήσει τη τζιχάντ» για να ζητήσει συγνώμη αργότερα και ν’ αποσύρει τις κατηγορίες. Σάμπως κι ο Μαμντάνι ευθύνεται για τις ισραηλινές ωμότητες, που μετά δύο χρόνια πολέμου στη Γάζα έχουν αφήσει βαθιά ίχνη ακόμη και μεταξύ των 8,5 εκατομμυρίων Νεοϋορκέζων. Ίχνη ορατά ακόμη και μέσα στην ίδια την εβραϊκή κοινότητα και πολύ περισσότερο στον πανεπιστημιακό χώρο του Κολούμπια -όπου διδάσκουν και φοιτούν πολυάριθμοι Εβραίοι καθηγητές και σπουδαστές.

Ένα δεύτερο σοκ που προκλήθηκε από την εκλογή του Μαμντάνι είναι πως πλέον γεννάται γενεαλογικό ζήτημα στους κόλπους των Δημοκρατικών, που το κατεστημένο του κόμματος δε φαίνεται έτοιμο να το ελέγξει. Η ήττα του 67χρονου Κουόμο -με την προσωπική και πολιτική του εικόνα να έχει φθαρεί- δεν διέφερε από το παράδειγμα του 81χρονου Μπάιντεν, τον οποίο αντικατέστησε άσχημα η Κάμαλα Χάρις, την οποία επέβαλαν οι 77χρονοι Κλίντον και η 85χρονη Νάνσι Πελόζι. Η ίδια η εφημερίδα «New York Times» παραδέχεται πως «η Γενιά Ζ απαιτεί τα κλειδιά του αυτοκινήτου», μολονότι δεν φαίνεται ακόμη πρόθυμη να υποστηρίξει τον νεαρό υποψήφιο. Εντούτοις, είναι πλέον φανερό πως ο παράγοντας ηλικία μοιάζει να αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο σε οποιαδήποτε στρατηγική, ένθεν κι ένθεν, εναντίον του Τραμπ. Ο οποίος μάλιστα όχι τυχαία επέλεξε ως αντιπρόεδρό του τον 40χρονο Τζέι Ντι Βανς, ουσιαστικά προετοιμάζοντάς τον για την προεδρική εκστρατεία το 2028. Αλλά και η κίνηση του Μασκ υποδεικνύει πως εκείνους που στοχεύει είναι οι νεώτεροι ηλικιακά ψηφοφόροι με φιλοδοξίες.
Εξάλλου κι από την πλευρά των Δημοκρατικών, η 35χρονη βουλευτής από το Μπρονξ, Αλεξάνδρα Οκάσιο-Κορτέζ, έχουμε δει πως προαλείφεται για το αντίπαλο δέος στον Τραμπ, καθώς έως σήμερα προδιαγράφεται για διάδοχος του Μπέρνι Σάντερς, ως σημαιοφόρος της αριστερής αντιπολίτευσης και προς τον Τραμπ, αλλά και προς την πολιτική ελίτ των Δημοκρατικών. Αλλά το ίδιο το φαινόμενο Μαμντάνι φαίνεται να κλονίζει βαθιά τις παραδεδομένες κατηγορίες και ιεραρχίες στην αμερικανική πολιτική.
Και τούτο γιατί ο «ακραίος σοσιαλισμός», για τα αμερικανικά δεδομένα, του Μαμντάνι ήταν επίσης στο επίκεντρο των αναλύσεων για την επιτυχία του και προσφέρει επίσης ενδεικτικό υλικό για την αποτίμηση των τάσεων μέσα στην κοινωνία -φυσικά της Νέας Υόρκης, τούτο το παράδοξο πολιτικό τόξο μέσα στην αμερικανική πραγματικότητα. Το πρόγραμμά του ήταν αναμφίβολα ριζοσπαστικό και ελκυστικό για τον μέσο πολίτη: πρότεινε πάγωμα ενοικίων, δωρεάν δημόσιες συγκοινωνίες και δημοτικά καταστήματα για να μετριάσει τον πληθωρισμό σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Εντούτοις, μετά τις εκλογές, οι αναλύσεις για τα εκλογικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι η αποφασιστική υποστήριξη στον Μαμντάνι δεν προήλθε από τις ομάδες του πληθυσμού με χαμηλότερο εισόδημα. Κι ακόμη περισσότερο, ίσως η πιο εμβληματική από τις παραδοσιακές μειονότητες στη Νέα Υόρκη -η αφροαμερικανική- δεν ψήφισε τον Μαμντάνι, αλλά παρέμεινε πιστή στον Κουόμο.
Τι αποδεικνύει αυτό; Το πρόσωπο του Μαμντάνι είναι περισσότερο ελκυστικό στη μεσαία τάξη: σε πολίτες με καλά επίπεδα εισοδήματος, εκπαίδευσης και επαγγελματικής σταδιοδρομίας , οι οποίοι -ειδικά οι νεότεροι ηλικιακά- βρίσκουν ολοένα και πιο «σκληρό» να ζουν σε μια πόλη υπό τις παρούσες συνθήκες ανταγωνισμού και που φυσικά συνεχίζει να προσελκύει ταλέντα. Εν μέρει, πρόκειται για Δημοκρατικούς ψηφοφόρους που ενδεχομένως δεν ψήφισα στις τελευταίες προεδρικές εκλογές ή που απείχαν από τις δημοτικές εκλογές του 2021. Είναι κοινωνικές ομάδες που προτεραιότητα τους δεν φαίνεται πλέον να είναι η ασφάλεια. Ένας παράγοντας που συνέβαλε καθοριστικά στη μετά Covid εποχή για να εκλεγεί ο πρώην αστυνομικός Άνταμς πριν από τέσσερα χρόνια ή μετά την οικονομική κρίση του ‘70 που έφερε τον Ρούντολφ Τζουλιάνι στη δημαρχια στη δεκαετία του ’80.
Τούτο το στοιχείο, που έφερε τον Μαμντάνι από το 1% στις δημοσκοπήσεις στις 5 Νοεμβρίου στο 56% στα τέλη Ιουνίου, τον κατατάσσει πλέον στην κατηγορία ενός πολιτικού που δύσκολα θα χαρακτηρισθεί «ριζοσπάστης αριστερός». Αντίθετα, του δίνει το πλεονέκτημα να είναι ένας πολιτικός, ο οποίος ναι μεν αποτελεί μέρος μιας μειονότητας, αλλά δεν έχει μετατρέψει την ιδιαιτερότητα του ετουτη σε εκλογικό μοχλό. Είναι δε ένας ευρύτερα αποδεκτός από τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους υποψήφιος. Δηλ. στηρίζεται από εκείνους που δεν ενδιαφέρονται για τις «γεωγραφίες των εθνοτικών ή θρησκευτικών και ταυτοτικών μειονοτήτων», αλλά λειτουργούν με αμιγώς πολιτικά κριτήρια σε μια μητρόπολη, που εκ προοιμίου φέρει μέσα της τον πολυπολιτισμικό, πολυπαραγοντικό, χαρακτήρα της κοινωνίας.
Οι 120 ημέρες μέχρι τις εκλογές θα δείξουν εάν πράγματι βρισκόμαστε ενώπιον της ανάδειξης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου που είναι διατεθειμένο να στηρίξει τον Μαμντάνι απέναντι στη δύσκολη αποστολή του. Γιατι, ακόμα κι αν ο Μαμντάνι εκλεγεί δήμαρχος της πόλης της Γουόλ Στριτ, δύσκολα θα εφάρμοζε την πολιτική του απέναντι στο πανίσχυρο λόμπι των ιδιοκτητών, μεταξύ αυτών κι ο Τραμπ κι άλλοι μεγάλο επενδυτές, που θα πληγούν από ένα πάγωμα των ενοικίων όσο και από την προβλέψιμη αύξηση των τοπικών φόρων στα πλουσιότερα εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία.

Αυτός ο «αφυπνισμένος» προοδευτισμός, που είχε αποξενωθεί από το κομματικό κατεστημένο και ταυτίζεται με τους νέους και κυρίως «μη αυτόχθονες» πολιτικούς, μπορεί να συγκεράσει όχι μόνον τους επανακαμπτοντες Δημοκρατικούς ψηφοφόρους, αλλά και μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους, μεσαίων στρωμάτων, που δεν συμπαθούν τον Τραμπ. Και από τις δύο πλευρές, η δυσφορία συνοψίζεται πολλά και διαφορετικά σημεία. Υψηλοί φόροι και αυξανόμενο δημόσιο χρέος, που δεν πηγαίνει στην κοινωνική πολιτική να για χρηματοδοτήσει άσκοπους πολέμους (που ξεκίνησαν από τον Δημοκρατικό Μπάιντεν και συνεχίστηκαν από τον Τραμπ). Επίσης, είναι οι καθώς πρέπει μετανάστες που κινδυνεύουν να απελαθούν από την Εθνοφρουρά. Αλλά επί της ουσίας εκείνο που ανησυχεί τους Αμερικανούς και κάνει κάποιους να αποστρέφονται τον Τραμπ είναι ο πληθωρισμός για όσους έχουν μέσο εισόδημα και καθόλου κατώτατο εισόδημα για τις χαμηλότερες τάξεις.
Χωρίς να είναι γενικότερος ενδείκτης, η Νέα Υόρκη, αποδεικνύει πως πολλοί θα ψήφιζαν σήμερα έναν ηγέτη με ένα όραμα ενάντια στους δισεκατομμυριούχους που λυμαίνονται με τρόπο πιο κυνικό από ποτέ την διακυβέρνηση της χώρας. Αυτοί ήδη φαίνεται πως αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία των Δημοκρατικών ψηφοφόρων. Ακόμη περιμένουμε να δούμε τα πραγματικά χαρακτηριστικά και σε ποιες ομάδες στοχεύει ο Μασκ. Το ζήτημα όμως είναι πως δύο ξένοι στην ίδια πόλη επιδιώκουν να αφυπνίσουν ένα πολιτικό υποκείμενο που θα διεμβολίσει τον Τραμπ και την ιδεολογία του, με πρώτο στόχο να αποδυναμώσει την παντοκρατορία του στις ενδιάμεσες εκλογές, να μετριάσει την αφηνιασμένη του πολιτική κι εν συνεχεία να τον εκπαραθυρώσει κι από τον Λευκό Οίκο. Μένει να δούμε ποιά θα είναι πιο ισχυρή: η βούληση των πολιτών για μία κοινωνική αλλαγή στην πολιτική ή θα επικρατήσουν τα μέσα, τα χρήματα κι ο έλεγχος των ισχυρών, που σε μία σύγκρουση συμφερόντων τους (ιδίως οι Big Tech) απλά στοχεύουν σε μία ‘εναλλαγή’ στο κράτος-επιχείρηση, ως έσχατο στάδιο του φιλελευθερισμού;