9.2 C
Athens
Τρίτη, 26 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ευρωπαϊκή Ένωση: Η οικονομία ορίζει, η πολιτική καθορίζει | Γιάννης Νικολακόπουλος, Αλέκος Αναγνωστάκης

 

Μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι διαφορετικό από ό,τι κάνουμε μέχρι τώρα;

 

Το όραμα, το όνειρο και ο εφιάλτης

Εξήντα χρόνια από το μακρινό 1958, χρονιά ίδρυσης της τότε ΕΟΚ, δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει που είναι το όραμα, που είναι το όνειρο, και που ο εφιάλτης.

Τα ιδρυτικά οράματα για «δημοκρατία, ελευθερία, ευημερία και κοινωνική δικαιοσύνη, ουσιαστική ευρωπαϊκή ενότητα, ισότιμη συνεργασία, προαγωγή του πολιτισμού» έχουν γίνει σκόνη.

Τα δεδομένα χρόνων, η κοινωνική πραγματικότητα, διεκδικούν τη θέση τους από τους ρήτορες που «πολύ μιλήσανε».

Το 1955 οι άνεργοι στην Ευρώπη ήταν δεν ήταν 500.000. Το Σεπτέμβρη του 2018 υπολογίζεται πως οι άνεργοι στην ΕΕ των 28 κρατών ήταν 16,5 εκατομμύρια άντρες και γυναίκες, από τους οποίους 13,5 εκατ. στην Ευρωζώνη (πηγή EUROSTAT). Το «κράτος Πρόνοιας» (δημόσια υγεία, παιδεία, ασφάλεια, πρόνοια) συρρικνώνεται ολοένα με δραματικές επιδράσεις στα έξοδα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

Όσο για τη δημοκρατία, το μόνο που απομένει είναι να προσδιορίσουμε πόσο βαθιά έχει υπονομευθεί. Η υπαγόρευση των κυριότερων πολιτικών αποφάσεων από τις «αγορές» στην Κομισιόν, αλλά και στους εκλεγμένους ευρωβουλευτές, η πολιτική ακρωτηριασμού του δικαιώματος της συνδικαλιστικής δράσης στους χώρους δουλειάς, οι παρακολουθήσεις, η απειλητική άνοδος ακροδεξιών και νεοφασιστικών κομμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η ενισχυόμενη αυταρχική και ξενοφοβική κυβερνητική διαχείριση από τις κυβερνήσεις όλων των πολιτικών συνδυασμών, έχουν μετατρέψει την ίδια την αστική δημοκρατία σε άδειο κέλυφος.

Η πολιτική της «άμεσης και ευέλικτης παρέμβασης του κεφαλαίου» στη δομή και στα κέντρα αποφάσεων των διαφόρων τομέων κοινωνικής δραστηριότητας (Πανεπιστήμια, «Τοπική Αυτοδιοίκηση» κ.λπ.), η διαρκής πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, «μικραίνουν» τα κοινοβούλια και τις αστικές κυβερνήσεις, περιορίζουν το διαμεσολαβητικό ρόλο των κομμάτων και του κοινοβουλίου τα οποία χάνουν ολοένα σε λάμψη και κύρος.

Η ΕΕ λοιπόν είναι σε κρίση. Αλλά είναι σε κρίση τόσο γιατί η πολιτική της στέκεται απέναντι στους λαούς στο όνομα των οποίων, κατά την ιδρυτική της διακήρυξη, ιδρύθηκε, όσο και εξαιτίας της ιδιαίτερης όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων που συνοδεύουν την ανάπτυξη του σύγχρονου πολυπολικού κόσμου.

Η ένταξη της Ελλάδας σε αυτό το αντιδραστικά εξελισσόμενο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο απέβη – και είναι – οικονομικά και πολιτικά ανεκτίμητα ωφέλιμη για την αστική τάξη.

Αύξησε την ισχύ της απέναντι στον εσωτερικό εχθρό, το εργατικό κίνημα. Αναβάθμισε τη θέση της στα Βαλκάνια και στο διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα. Προσέλαβε επομένως στρατηγικά χαρακτηριστικά για την ελληνική αστική τάξη και τα πολιτικά της κόμματα. Αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική επιλογή της. Γι’ αυτό εξάλλου και δεν εκδηλώνεται – ούτε πρόκειται να εκδηλωθεί – αστικό πολιτικό ρεύμα συνολικής εναντίωσης στην ΕΕ.

Μόνο θυμηδία προκαλούν επομένως οι πολιτικές αιτιάσεις της στάσιμης και αφομοιώσιμης Αριστεράς, πως η «Ελλάδα» (έτσι αταξικά) «ζημιώθηκε από την ένταξη» ή ότι ζημιώθηκε «από τον τρόπο και την πολιτική στην ένταξη». Παραλογισμός! Η αστική τάξη και τα πολιτικά της κόμματα τα έδωσαν όλα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση… για να χάσουν!

Στην πραγματικότητα η ελληνική αστική τάξη όταν κερδίζει ή όταν χάνει, κερδίζει και χάνει ανισότιμα. Η ασθενής ανταγωνιστική της θέση – χώρα μεσαίου επιπέδου – ορίζει και προσδιορίζει. Ο λαός, οι εργαζόμενοι, όμως έχαναν και χάνουν μονομερώς. Η ανάγκη επομένως νικηφόρας αντιμετώπισης της πολιτικής της ΕΕ και της ίδιας της ΕΕ για όλους τους πιο πάνω, προφανείς, λόγους αποκτά κρίσιμα και καθοριστικής σημασίας χαρακτηριστικά.

 

Τα τρία ρεύματα

Στον χώρο της αριστεράς, γενικά, εμφανίζονται τρία πολιτικά ρεύματα, σε αλληλεπίδραση, με υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις, επομένως και κοινωνικές, οι οποίες σκέφτονται ανάλογα.

Το πρώτο πολιτικό ρεύμα δρα και επαγγέλλεται τη συνολική ρήξη με την ίδια την ΕΕ και την πολιτική της, στοχεύει στην έξοδο της χώρας από την ΕΕ.

Αλλά αυτό απαιτεί την ανάκτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας απέναντι στον ευρωκαπιταλιστικό μονόδρομο.

Μια ανάλογη μεσοπρόθεσμη τακτική και πρακτική είναι αναγκαίες και όχι απλώς μια επίκληση στο ανέφελο κομμουνιστικό μέλλον. Άμεση πολιτική πρακτική και θεωρητική θεμελίωση με απτά παραδείγματα που να δείχνουν την υπεροχή του συλλογικού απέναντι στο ατομικό, τη μετατροπή των αμυντικών αγώνων σε επιθετικούς και αυτοδιαχειριστικούς, την ουσιώδη διαφορά της κοινωνικής οργάνωσης στη βάση των ανθρώπινων αναγκών σε σχέση με αυτήν στη βάση του κέρδους.

Τότε και μόνο τότε, όσο δηλαδή μεγαλύτερη είναι η εργατική και λαϊκή αντίδραση και όσο περισσότερο αισθανθεί η άρχουσα τάξη ότι απειλείται, τα οφέλη για το λαό θα είναι υπολογίσιμα.

Το δεύτερο πολιτικό ρεύμα θέτει ως άμεσο πολιτικό στόχο την έξοδο από την ΟΝΕ και το ευρώ, την άμεση αποκατάσταση της νομισματικής κυριαρχίας της χώρας (εθνικό νόμισμα). Και είτε αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ στο μέλλον, είτε αυτοπεριορίζεται στην έξοδο μόνο από την ΟΝΕ.

Στην ουσία αυτό το ρεύμα ενοχοποιεί κυρίως το σκληρό νόμισμα για τη σημερινή κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και στην ΕΕ.

Φυσικά το ζήτημα του νομίσματος, του «χρήματος», είναι υψίστης σημασίας.

Το χρήμα, εκτός από μέσο πληρωμής, είναι η υλοποιημένη έκφραση του κεφαλαίου, το μέσο ισοδύναμο εμπόρευμα μέσω του οποίου ανταλλάσσονται εμπορεύματα.

Και επειδή σε χώρες με μεγάλες παραγωγικές αποκλίσεις, π.χ. Γερμανία – Ελλάδα, Πορτογαλία – Ολλανδία, το μέσο εμπορικό ισοδύναμο διαφέρει ουσιαστικά, γι’ αυτό και σε αυτή την ανισότιμη σχέση κερδίζει διαρκώς ο ισχυρότερος.

Το τρίτο ρεύμα επιμένει στην ανάγκη παραμονής στην ΕΕ και στον φιλολαϊκό, από τα μέσα, μετασχηματισμό της. Αυτό το ρεύμα την περίοδο της κρίσης εκφράστηκε κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική: «διαπραγμάτευση πάση θυσία εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ».

Η πολιτική αυτή χρεοκόπησε, το ρεύμα διασπάστηκε, προσαρμόστηκε στη μνημονιακή πολιτική.

Για να αποδειχθεί άλλη μια φορά πως στις σημερινές συνθήκες του σαθρού, εύθραυστου και κυρίως αντιδραστικά εξελισσόμενου καπιταλισμού, με ή χωρίς κρίση, η προσδοκία ενός αριστερού πολιτικού ηγέτη (ή πολιτικού σχηματισμού) που θα επαναφέρει σοσιαλδημοκρατικά κοινωνικά συμβόλαια με το κεφάλαιο είναι για την εργατική τάξη, το λιγότερο, επικίνδυνη ουτοπία.

Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, ο «απαλλαγμένος» από χιλιάδες αγωνιστές, παραμένει στην «εξουσία» και εκφυλίζεται ακριβώς γιατί δεν επιδιώκει να έχει μέσο άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής, δηλαδή ένα σύγχρονο και αναγεννημένο κίνημα, το αντίστοιχο κόμμα και το αποφασιστικό πολιτικό εργατικό μέτωπο. Μεταλλάσσεται έτσι ραγδαία σε αριστερο – νεοφιλελεύθερο διαχειριστικό κόμμα (αριστερά στα λόγια, νεοφιλελευθερισμός στην πράξη) που αποδέχεται την ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως δεν είναι μόνο η Κομισιόν, η Ευρωβουλή και οι Επίτροποι.

Είναι μια ολόκληρη μηχανή που συμπεριλαμβάνει μαζί με τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της ίδιας της ΕΕ και μια πλεγματώδη σχέση ανάμεσα στα κράτη που την αποτελούν, την τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται από αυτήν.

Είναι κάτι λιγότερο από συνομόσπονδο κράτος και κάτι περισσότερο από διεθνής οργανισμός, από τις μεγαλύτερες οικονομικές και πολιτικές καπιταλιστικές οντότητες στον κόσμο.

Η δεκαετία του 1990 είναι καθοριστική στο μετασχηματισμό της. Κι αυτό γιατί την εικοσαετία 1970–1990 εκτινάσσεται ποσοτικά και ποιοτικά η συγκρότηση γιγαντιαίων πολυεθνικών και πολυκλαδικών ομίλων. Οι γίγαντες αυτοί – 1000 από αυτούς ελέγχουν το 80% του διεθνούς εμπορίου και το 1/3 της βιομηχανικής παραγωγής – απαιτούν πλέον δομές ανάλογες του μεγέθους τους ώστε να διευκολύνονται οι υπερκρατικές ροές κεφαλαίων και εμπορευμάτων.

Σε αυτήν ακριβώς την ανάγκη ανταποκρίνεται η ΕΕ. Γι’ αυτό και στο 1993 γεννιούνται ταυτόχρονα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) στη θέση της GAT και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στη θέση της ΕΟΚ. Αυτή η νέα δυναμική κοινωνική πραγματικότητα συνιστά πεδίο ανατροφοδότησης των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.

Τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια από τη μια αντλούν τη δύναμη τους από το κράτος που εδράζονται και το οποίο χρησιμοποιούν ως καταφύγιο, όπλο και ορμητήριο. Από την άλλη ενισχύουν τις τάσεις και τους υπερεθνικούς μηχανισμούς καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Αποστασιοποιούνται, πάντα σχετικά, από την κλασική έννοια της πατρίδας εμφανιζόμενα, ταυτόχρονα, με μια διπλασιασμένη πατρίδα:

Την «πατρίδα» ΕΕ και την κλασική «μικρή» πατρίδα (π.χ. Ελλάδα).

Κι έτσι, το μεν εθνικό κράτος παρουσιάζει τα συμφέροντά του ως έχοντα πανκοινωνική ισχύ ενώ ο υπερεθνικός σχηματισμός ως έχοντα υπερεθνική αίγλη.

Αλλά οι περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις εμπεριέχουν ως δομικό τους στοιχείο την ανισοτιμία και τον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίων και κρατών.

Γι’ αυτό και η πορεία της ΕΕ δεν είναι μια αδιατάρακτη πορεία προς ένα «περιφερειακό υπερκράτος», αλλά μια πορεία που ακολουθεί το σχήμα συγκρότηση – σύγκρουση – κρίση – νέα παροδική ισορροπία που προετοιμάζει την επόμενη, αγνώστων επιπτώσεων, σύγκρουση.

Αυτό ζούμε τώρα με την Αγγλία, αυτό ζούσαμε παλιότερα με την αντίθεση Αγγλίας, Γαλλίας κ.α. Ωστόσο, και αν ακόμη διαλυθεί η ΕΕ, μια νέας μορφής καπιταλιστική ολοκλήρωση θα επιχειρηθεί ακριβώς γιατί το σύγχρονο συγκεντροποιημένο κεφάλαιο απαιτεί αντίστοιχες υπερκρατικές δομές.

Το ζήτημα επομένως της πολιτικής αντιμετώπισης της σχέσης ενός κράτους με την ΕΕ έχει ταυτόχρονα διεθνείς και εθνικές διαστάσεις.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, με την ξεχωριστή γεωπολιτική σημασία, τη διασταύρωση ιστορικών εθνικών αντιθέσεων, την πυκνή συγκέντρωση διεθνών στρατιωτικών δυνάμεων, τους οξυμένους διεθνείς ανταγωνισμούς και το διεθνικό ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, το ζήτημα της θέσης της στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ανάγεται σε διεθνές πολιτικό ζήτημα.

Φυσικά η λύση ξεκινά εδώ, στη χώρα που διασταυρώνεται το εθνικό με το διεθνικό. Και όπως κάθε πολιτικό ζήτημα, απαιτεί τους δικούς του, ιδιαίτερους, κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, τη δικιά του πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων.

 

Λοιπόν, τι και πώς;

Η ρήξη με την πολιτική της ΕΕ και την ίδια την ΕΕ είναι στοιχείο ταυτότητας για μια σύγχρονη χειραφετητική και χειραφετημένη Αριστερά. Αλλά η τελευταία φορά που το σύστημα, μεταπολεμικά, αντιμετώπισε μια σοβαρή εργατολαϊκή, πρωτίστως, και μαζική, κυρίως, αμφισβήτηση στην Ελλάδα ήταν στα «Ιουλιανά» του 1965, στην κορύφωση του μεταπολεμικού κύματος ανάπτυξης. Τότε οι πάνω δεν μπορούσαν να κυβερνούν όπως κυβερνούσαν, οι κάτω δεν ήθελαν να συνεχίζουν να κυβερνώνται όπως πριν και ταυτόχρονα επιδείκνυαν μια διαρκή πρωτοφανή πολιτική παρουσία στους δρόμους.

Μήπως λοιπόν πρέπει να κάνουμε κάτι διαφορετικό από ό,τι κάνουμε μέχρι τώρα;

Η ρήξη και έξοδος από την ΕΕ θα είναι πρωτίστως μια εργατολαϊκή δημοκρατική πράξη. Θα γίνει αναπόφευκτο γεγονός εξαιτίας της αλλαγής των πολιτικών επιλογών εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων που σήμερα κυριαρχούνται από αστικές ή μεταρρυθμιστικές πολιτικές αντιλήψεις.

Μέτρα όπως, διαγραφή του εξωτερικού χρέους, επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων (για να αποφευχθεί η φυγή κεφαλαίων), κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (για την εξασφάλιση της επιβίωσης του και της χρηματοδότησης της οικονομίας), έντονα προοδευτική φορολογία, νέο εθνικό νόμισμα, ελεγχόμενη διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νέου νομίσματος, εκτεταμένο σύστημα ελέγχου των τιμών, είναι εξαιρετικά αναγκαία.

Αλλά τέτοια μέτρα προτείνουν πολιτικές συλλογικότητες και πολλοί οικονομολόγοι. Η προβολή των παραπάνω μέτρων προσδίδει σοβαρότητα στους αγωνιζόμενους, ενισχύει τον αγώνα, δεν παύουν όμως να είναι ενδεικτικά.

Το ποια μέτρα, σε ποιο βαθμό, με ποια σειρά και με ποιο τρόπο αυτά θα εφαρμοστούν μετά την έξοδο ή τη διάλυση της Ε.Ε εξαρτάται από τους τότε διαμορφούμενους πολιτικούς όρους, καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο θα συμβεί η έξοδος. Αλλά για να συμβεί η ρήξη και έξοδος από την ΕΕ χρειάζεται, στο σκληρό σήμερα, να έχεις ως πυρήνα της πολιτικής σου την τακτική συγκέντρωσης των ανάλογων δυνάμεων.

Γι’ αυτό είναι αναγκαία η πολιτική συμπόρευση όλων των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων που αγωνίζονται είτε για μια λαϊκή συνολική ρήξη και έξοδο της χώρας από την ΕΕ (με όλες τις παραλλαγές), είτε ενάντια στην ευρωζώνη και το ευρώ, αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ, είτε, ακόμη, κατανοούν πως η σημερινή ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται αλλά έχουν ασαφές το μετά.

Απαιτείται επίσης, αυτό το πολιτικοκοινωνικό ρεύμα, να συνεργάζεται με όσες δυνάμεις έμπρακτα αγωνίζονται από εργατικές, ριζοσπαστικές θέσεις ενάντια στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιδιώκουν κατακτήσεις παρά την ύπαρξη της ΕΕ και ενάντια στην πολιτική της.

Εκεί μπορεί να αναγνωρίζεται έμπρακτα και ο ηγεμόνας που εμπνέει, ενώνει και προσανατολίζει στον αγώνα ως το τέλος ενάντια στην ΕΕ των μονοπωλίων, της εκμετάλλευσης, του ρατσισμού και των πολέμων. Η προβολή συγκεκριμένων οικονομικοτεχνικών μέτρων που συνοδεύουν την έξοδο από την ΕΕ οφείλει να συναρθρώνεται με αυτήν την πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων. Μόνο τότε τέτοια μέτρα δεν θα είναι άψυχες, τεχνοκρατικού τύπου εκθέσεις.

Αυτήν την πολιτική υποστηρίζει και θέλει να ενισχύσει και το «σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο».

Η αδιέξοδη και διχαστική πολεμική προς όλους τους «άλλους» (βλέπε δημοσιεύματα σε “Ριζοσπάστη”, “Πριν” κ.α) αποδυναμώνει το κίνημα, μετατρέπει το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ από πολιτικό σε οικονομοτεχνικό ζήτημα που το έχει κάθε οργάνωση λύσει… συνεδριακά για τον εαυτό της και μόνο!

Η ρήξη με την ΕΕ και η έξοδος από αυτήν δεν είναι μονόπρακτο.

Είναι μια πορεία από το σήμερα προς τα εκεί. Είναι το ενδεχόμενο πολιτικό γεγονός των διεργασιών που θα έχουν προηγηθεί με στόχο την υλική, πολιτική και πολιτιστική αναβάθμιση του λαού. Ταυτόχρονα η ουσιαστική και ως το τέλος ρήξη με την ΕΕ θα ’ναι πολιτική πράξη που θα αποτελέσει, αντικειμενικά, «διεθνές υπόδειγμα». Εργατικό, αριστερό υπόδειγμα που θα επηρεάζει και θα επηρεάζεται από αυτήν καθαυτήν την αντικαπιταλιστικού τύπου ρωγμή στην παγκόσμια οικονομική και καπιταλιστική τάξη.

Αυτό είναι το πραγματικό επίδικο του σήμερα.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ