29.5 C
Athens
Πέμπτη, 14 Αυγούστου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

14 Αυγούστου 1974: Όταν φύγαμε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ…, του Διονύση Ελευθεράτου

Τα ύστερα του κόσμου! Ελληνική δεξιά εφημερίδα να χαρακτηρίζει το ΝΑΤΟ περιττό, άχρηστο… «Η Συμμαχία δεν έχει πλέον νόημα υπάρξεως» έγραφε η «Απογευματινή» την Τετάρτη, 14η Αυγούστου 1974, ημέρα της δεύτερης μεγάλης τουρκικής στρατιωτικής επίθεσης στην Κύπρο (του «Αττίλα -2») .Την ίδια ακριβώς ημέρα κατέφθασαν τα πιο εντυπωσιακά «ύστερα του κόσμου»: Η Ελλάδα αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ – έμελε να μείνει εκτός αυτού, μέχρι τον Οκτώβριο του 1980. Το παρόν σημείωμα αφορά την αποχώρηση του 1974 (στα μετέπειτα θα «αφιερωθεί» άλλο).

Η συγκεκριμένη κίνηση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, της πρώτης έπειτα από την κατάρρευση της δικτατορίας, έγινε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απροθυμία της Συμμαχίας και των ΗΠΑ να πιέσουν την Άγκυρα, προκειμένου να τερματιστεί η τουρκική επίθεση στην Κύπρο. Επίθεση που είχε αρχίσει στις 20 Ιουλίου 1974, καθώς το τουρκικό καθεστώς δεν άφησε αναξιοποίητη την τεράστια ευκαιρία, την οποία του πρόσφερε η χούντα του «αόρατου δικτάτορα» Δημήτρη Ιωαννίδη, με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, στην Κύπρο. Η Τουρκία επικαλέστηκε την ιδιότητα της εγγυήτριας δύναμης (βάσει της συμφωνίας του 1960) και το δικαίωμά της να προστατέψει τους Τουρκοκύπριους του νησιού. Προχώρησε στην κατοχή του 36,2% του εδάφους της Κύπρου και τον εκτοπισμό 150.000 Ελληνοκυπρίων.

Έχει αποτελέσει αντικείμενο ιστορικών ερευνών, των οποίων τα αποτελέσματα δεν ταυτίζονται πάντα, το ερώτημα αν οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν ή όχι ρόλο στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Εάν, δηλαδή, κάποιοι (και ποιοι) παράγοντες αμερικανικών  μυστικών υπηρεσιών ενθάρρυναν τον Ιωαννίδη, ή τον άφησαν να πιστεύει ότι η Άγκυρα δεν θα αντιδρούσε, όπως τελικά αντέδρασε. Το βέβαιο όμως είναι πως έπειτα από τη στρατιωτική επέμβαση της Άγκυρας και μολονότι φαινόταν πόσο «αδηφάγοι» ήταν οι τελικοί στόχοι της, η Ουάσινγκτον «πριμοδότησε» καθαρά την τουρκική πολιτική. Και είχε σοβαρούς λόγους να το κάνει.

«Να προσέξουμε την Τουρκία, μην στραφεί στην ΕΣΣΔ»

Η Τουρκία ήταν πολυτιμότατο «οχυρό» του ατλαντισμού στην ευρύτερη περιοχή. Χώρα με μεγάλο γεωπολιτικό ειδικό βάρος, στο «μαλακό υπογάστριο» της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά και απαιτητικός, δύστροπος σύμμαχος των ΗΠΑ. Επρόκειτο για τη χώρα που έκανε σκληρά παζάρια 25 χρόνια νωρίτερα, την περίοδο της ροής των χρημάτων του Σχεδίου Μάρσαλ, απαιτώντας κατακόρυφη αύξηση του δικού της «μερτικού», προκειμένου να δεχθεί τη δημιουργία αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στη Σμύρνη.

Άλλος ήταν, όμως, ο πονοκέφαλος των ΗΠΑ σε σχέση με την Τουρκία, το καλοκαίρι του 1974. Όπως φαίνεται και στα – αποχαρακτηρισμένα, προ ολίγων ετών-  έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σε σύσκεψη που είχε στην Ουάσινγκτον με εκπροσώπους της βρετανικής κυβέρνησης στις 27 Αυγούστου 1974, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ εκμυστηρευόταν  την ανησυχία του για το τι θα μπορούσε να συμβεί, αν η Άγκυρα δεν ένιωθε ικανοποιημένη από τις εξελίξεις στην Κύπρο:

«Οι Τούρκοι θα μπορούσαν να προσανατολιστούν στη Σοβιετική Ένωση ή στον εθνικισμό του Καντάφι. Αν και δεν θα στρέφονταν στους Σοβιετικούς στην παρούσα κρίση, αν ταπεινώνονταν θα ήταν δυνατόν να κινηθούν  προς αυτή την κατεύθυνση, σε δύο ή τρία χρόνια. Οι σπόροι για αυτό θα μπορούσαν να σπαρθούν τώρα».

Είναι εντυπωσιακό ότι ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών εκλάμβανε ως απευκταία «ταπείνωση» της Τουρκίας τυχόν αποτροπή της αρπαγής ενός σημαντικού τμήματος του νησιού. Δεν αποκλείεται ο Χ. Κίσινγκερ να χρησιμοποίησε λίγο πιο δραματικούς τόνους από εκείνους που αντιστοιχούσαν στις πραγματικές ανησυχίες του, προκειμένου να φοβίσει τους Βρετανούς για το ενδεχόμενο μιας τουρκικής «αυτομόλησης».  Το υπόβαθρο του σκεπτικού του, όμως, έδειχνε ειλικρινές. Η Τουρκία, ήταν (από τότε…) ο «στριμμένος» σύμμαχος και μάλιστα πολύ σημαντικός.

Επιπλέον, η Τουρκία είχε «το πάνω χέρι» – επιχειρησιακά και στρατιωτικά- στην Κύπρο, από τον «Αττίλα -1». Οπότε, η Ουάσινγκτον είχε και ισχυρό συμπληρωματικό λόγο να τάσσεται στο πλευρό της Άγκυρας. Διότι, τι κάνεις όταν επιθυμείς να αποτραπεί το επαπειλούμενο ρήγμα στο ΝΑΤΟ στη νοτιανατολική Μεσόγειο; Πιέζεις τα πράγματα προς την κατεύθυνση που θέλει ο ευρισκόμενος σε θέση ισχύος, ώστε να επανέλθει – ταχύτερα και ασφαλέστερα – «ηρεμία» στην ατλαντική «τάξη πραγμάτων».

Η λογική αυτή καθόρισε τη στάση της Ουάσινγκτον σε όλες τις διεργασίες και διμερείς επαφές που ακολούθησαν την πρώτη τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. Στάση που ουσιαστικά προδιέγραφε και την αποτυχία των διαπραγματεύσεων της Γενεύης, το τελικό «ναυάγιο» των οποίων έδωσε το έναυσμα για τον «Αττίλα -2».

Ο Κίσινγκερ χλευάζει την «ηλίθια ιδέα» των Βρετανών…

Ενδεικτική της απολυτότητας στη «γραμμή» της Ουάσινγκτον ήταν η χλεύη που εκπορευόταν από το στόμα του Κίσινγκερ για την αρχική στάση του Λονδίνου. Η Βρετανία, μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο, δεν επιθυμούσε να χρεωθεί αδράνεια, τη στιγμή μάλιστα που φαινόταν καθαρά ότι ο στόχος της τουρκικής εισβολής δεν ήταν… ακριβώς κάποια «επιβολή της συνταγματικής τάξης» στο νησί.

Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν πρέσβευε την άποψη ότι η Τουρκία θα έπρεπε να πιεσθεί πολύ, εν ανάγκη και με την απειλή στρατιωτικής δράσης. «Είναι η πιο ηλίθια πρόταση άκουσα» είπε στις 10 Αυγούστου 1974 ο Κίσινγκερ στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέραλντ Φορντ, που μια ημέρα νωρίτερα είχε διαδεχθεί στην προεδρία των ΗΠΑ τον παραιτηθέντα – λόγω του σκανδάλου Γουότεργκέιτ – Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών απέδωσε την πρόταση του Βρετανού ομολόγου του σε απειρία, αλλά όχι μόνο. Κατά τον Κίσινγκερ, η βρετανική κυβέρνηση σκόπευε να πάει σε εκλογές και ως εκ τούτου αναζητούσε «μια γρήγορη επιτυχία», φερόμενη « σαν ταύρος σε μαγαζί με πορσελάνες».

Στην ίδια συζήτηση (κι αυτή έχει γίνει αναλυτικά γνωστή λόγω αποχαρακτηρισμού εγγράφων), ο Κίσινγκερ επεσήμανε στον Φορντ ότι χρειαζόταν μεγάλη προσοχή με τους Τούρκους, λόγω της ΕΣΣΔ. «Μπορούν να γίνουν πολύ εθνικιστές και οι Ρώσοι προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν», είπε. Ανέφερε ότι, από την άλλη πλευρά, δεν θα μπορούσε να αφεθεί η Άγκυρα ελεύθερη να δρα μονομερώς. Η λεκτική προσθήκη αυτή αποδείχθηκε  ακαδημαϊκή «περικοκλάδα». Τρία εικοσιτετράωρα αργότερα γινόταν πράξη ο «Αττίλας 2».

Στη συζήτηση εκείνη ο Φορντ είπε ότι ενέκρινε τη «γενική ιδέα» που του ανέπτυξε ο Κίσινγκερ για το Κυπριακό, και ζήτησε κάτι από τον υπουργό του: «Κοίτα να ηρεμήσεις λίγο τους Βρετανούς φίλους μας».

Μα γιατί ζητάει μόνο το 28% ;

Οι «Βρετανοί φίλοι» αιτήθηκαν την προαναφερθείσα σύσκεψη  που έγινε στις 27 Αυγούστου, στην Ουάσινγκτον. Η Άγκυρα είχε ήδη διαμορφώσει τα επιχειρησιακά «τετελεσμένα» που επιθυμούσε, στην Κύπρο. Δεκατρείς ημέρες νωρίτερα, η Ελλάδα είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Δύο ημέρες νωρίτερα, στις 25 του μήνα, είχαν αρχίσει πάλι συνομιλίες για το Κυπριακό, με πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ.

Στη σύσκεψη της 27ης  διαφάνηκαν με… κομψό τρόπο οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματικής αποστολής, Τζον Κίλικ, είπε στον Κίσινγκερ: «Εάν η Τουρκία κάνει κάποια παραχώρηση ως αποτέλεσμα της διπλωματίας των ΗΠΑ, αυτό θα ήταν καλό στην προσπάθεια σας να αντιμετωπισθεί το  αντιαμερικανικό αίσθημα στην Ελλάδα. Ίσως ασκείται στην Ελλάδα κάποια σοβιετική πίεση, αν και είναι δύσκολο να διαγνώσει κανείς τη σοβιετική στάση».

Στην απάντησή του Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών δεν φάνηκε να ανησυχεί για μια τόσο μεγάλη… λοξοδρόμηση της Αθήνας, μολονότι στη «συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης» είδε «το πραγματικό πρόβλημα». Δεν εννοούσε μόνο την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και τον προϋπάρχοντα «μαξιμαλισμό» που καταλόγιζε στην ελληνική πλευρά.

Όπως και στη συνομιλία που είχε με τον Φορντ 2,5 εβδομάδες νωρίτερα, έτσι και στη σύσκεψη με τους Βρετανούς ο Κίσινγκερ εκστόμισε τη λέξη «ηλίθιο». Μόνο που αυτή τη φορά δεν «στόλισε» έτσι κάποια ιδέα του Κάλαχαν (θα ήταν αδύνατον, αφού μιλούσε σε Βρετανούς), αλλά το γεγονός ότι ένας Τούρκος διπλωμάτης, στο Λονδίνο, είπε δημοσίως ότι η Τουρκία θα ήταν ικανοποιημένη με το 28% του κυπριακού εδάφους. Κατά τον Κίσινγκερ ήταν «ηλίθιο», διότι οι Τούρκοι θα «μπορούσαν να αρχίσουν από 35% και στη συνέχεια να κατέβουν».  Τελικά δεν χρειάστηκε καν αυτό…

Ο Λουνς έχει προτεραιότητα στις… διακοπές και εμπιστοσύνη στον Αβέρωφ  

Εξυπακούεται ότι η «σκληρή» γραμμή των ΗΠΑ είχε επιβληθεί στο ΝΑΤΟ εξ αρχής – άλλωστε η αποφασιστικότητά τους οδηγούσε σε απονέκρωση και την βρετανική ιδέα, για ενδεχόμενη ένοπλη επέμβαση, κατά της Τουρκίας. «Επιπλέον, η Ουάσινγκτον φαινόταν εξαιρετικά απρόθυμη για οποιαδήποτε μεσολάβηση, έστω και διπλωματική, κατά το πρότυπο εκείνων του 1964 και 1967, μη θέλοντας να υπονομευθεί η επιρροή της στην Τουρκία», επισήμανε χαρακτηριστικά η ερευνήτρια Ελένη Αρχιμανδρίτου – Οικονόμου, στη διδακτορική διατριβή της με θέμα την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Η ελληνική κυβέρνηση  βίωσε ποικιλοτρόπως τη σκληρή αυτή πραγματικότητα, στο χρονικό διάστημα ανάμεσα  στους δύο «Αττίλες». Αποκορύφωμα κυνισμού ήταν αυτό που συνέβη όταν, στις 30 Ιουλίου, η κυβέρνηση ζήτησε έκτακτη συνεδρίαση του συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών των χωρών- μελών του ΝΑΤΟ. Άφωνο άφησε τον Έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών, Δημήτρη Μπίτσιο, η απάντηση του γενικού γραμματέα της Συμμαχίας, του Ολλανδού Γιόζεφ Λουνς: Διεμήνυσε πως ο ίδιος δεν θα λάμβανε μέρος επειδή αναχωρούσε για διακοπές, καθώς και ότι «δεν θα παρίσταντο επίσης οι περισσότεροι υπουργοί Εξωτερικών, λόγω απασχολήσεώς των ή διακοπών»!

Καθώς εξανεμίζονταν οι όποιες ελπίδες είχαν εναποτεθεί στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης, το βράδυ της 12ης Αυγούστου η  ελληνική κυβέρνησης εξέτασε σοβαρά – για πρώτη φορά – το ενδεχόμενο να αποχωρήσει η χώρα από το ΝΑΤΟ. Σχετική εισήγηση είχε κάνει ο έμπειρος διπλωμάτης, έμπιστος συνεργάτης του Καραμανλή, Άγγελος Βλάχος. Ο πρωθυπουργός είπε ότι θα το έκανε, εάν η Τουρκία προχωρούσε σε νέα επίθεση- κάτι που συνέβη σε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα.

Στις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Αυγούστου έγινε στο Πεντάγωνο πολεμικό συμβούλιο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Καραμανλής αποδέχθηκε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα στρατιωτικής απάντησης στην τουρκική δράση, εξ αιτίας της οικτρής αποδιοργάνωσης στην οποία είχε οδηγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις η δικτατορία. Για την κυβέρνηση, η πολιτική αντίδραση φάνταζε μονόδρομος. Ο Καραμανλής αποφάσισε να εξέλθει η χώρα από το στρατιωτικό – όχι το πολιτικό –  σκέλος του ΝΑΤΟ.

Θορυβημένος από την εξέλιξη αυτή, ο Λουνς (που είτε είχε ολοκληρώσει τις θερινές διακοπές του είτε τις διέκοψε) συγκάλεσε έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου της Συμμαχίας. Εκεί, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας, Άγγελος Χωραφάς, ανακοίνωσε κι επισήμως την αποχώρηση της χώρας. Ο Λουνς αναγνώρισε πως η εξέλιξη αυτή ήταν αρνητική για το ΝΑΤΟ, εξέφρασε όμως την αισιοδοξία ότι με τους ενδεδειγμένους διακανονισμούς οι δυο πλευρές θα ενώνονταν ξανά. Και, όπως είπε, τελικά  δεν ανησυχούσε για την πορεία της Ελλάδας, εφ’ όσον στη χώρα υπήρχε ο… Ευάγγελος Αβέρωφ – στη θέση του υπουργού Άμυνας.

Time: «Μεγάλη ζημιά», Guardian: «Δικαιολογημένη απόφαση»

Ζωηρότατος υπήρξε ο διεθνής αντίκτυπος της ελληνικής αποχώρησης. Ενδεικτικά ήταν τα σχόλια του αμερικανικού και βρετανικού Τύπου, κατά τις επόμενες – δύο έως δέκα- ημέρες.

Το αμερικανικό Timeανέλυσε τις αμιγώς στρατιωτικές επιπτώσεις της ελληνικής κίνησης και  έκρινε τη ζημιά, για το ΝΑΤΟ, σοβαρότερη από εκείνη του 1966, όταν είχε αποχωρήσει η Γαλλία. Και αυτό, λόγω της κομβικής θέσης της Ελλάδας – κοντά στα σύνορα με τον «ανατολικό συνασπισμό», στη νευραλγική περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. «Εξετάστε ένα χάρτη – πώς γεφυρώνεται το τεράστιο στρατιωτικό χάσμα μεταξύ  Ιταλίας και Τουρκίας;», αναρωτήθηκε.

Οι Timesτου Λονδίνου, ανήσυχοι για το ρήγμα που σημειώθηκε στο ΝΑΤΟ και το οποίο θα έπρεπε «να κλείσουν εσπευσμένα οι διπλωμάτες των Βρυξελλών», εκτιμούσαν ότι θα βοηθούσαν οι ΗΠΑ τα πράγματα εάν ο πρόεδρος Φορντ  καταδίκαζε ρητά την «αφόρητα κατακτητική» τουρκική δράση στην Κύπρο.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Guardianχαρακτήρισε δικαιολογημένη την απόφαση ελληνικής κυβέρνησης και έκρινε ότι η διαπραγματευτική θέση της Αθήνας θα ενισχυόταν, χάρη σε αυτήν την κίνηση.

Κάπου εδώ, όμως, υπεισέρχεται ένας κανόνας – θεμελιώδης και διαχρονικός. Τα διπλωματικά, πολιτικά, διαπραγματευτικά όπλα  ενδέχεται να τελεσφορήσουν μόνον όταν εντάσσονται σε μια συνεπή τακτική και στρατηγική. Και ακυρώνονται όταν εκείνος που τα κατέχει, αφενός εκπέμπει το μήνυμα πως… δεν βλέπει την ώρα να τα αποσύρει και αφετέρου «τα πνίγει» με διαδοχικές επιλογές, που μαρτυρούν ετοιμότητα για οπισθοχώρηση και επάνοδο στη θέση του εσαεί «υπάκουου».

Ο Guardianδεν θα μπορούσε να ξέρει, τον Αύγουστο του 1974, ποια θα ήταν στη συνέχεια η γραμμή πλεύσης της κυβέρνησης και τι θα δρομολογούσε (κυρίως από το 1976) το καραμανλικό δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ούτε η ελληνική κοινή γνώμη το ήξερε. Επί του παρόντος πανηγύριζε, ενθουσιωδώς.

Λαμπρίας: Ανοίξαμε βαλβίδα για να διαφύγει η εκρηκτική λαϊκή αγανάκτηση

Σε μία συνοπτική έκθεσή του, η οποία συντάχθηκε προτού αποφασιστεί η αποχώρηση, ο Αγγ. Βλάχος  κωδικοποίησε τα αποτελέσματα που θα είχε η επικείμενη κίνηση, διεθνώς και στο εσωτερικό. Ως προς το πρώτο σκέλος, τόνισε ότι η αποχώρηση θα προκαλούσε την «άκρα» δυσαρέσκεια» των ΗΠΑ, την «άκρα ικανοποίηση» της ΕΣΣΔ, αλλά και την ικανοποίηση της Γαλλίας, ενώ παράλληλα θα εξύψωνε το διεθνές γόητρο της Ελλάδας.   Ως προς το εσωτερικό, ανέφερε:

« (Α) Ικανοποίησις μεγάλου ποσοστού κοινής γνώμης. (Β) αφοπλίζονται στοιχεία άκρας Αριστεράς εις προπαγάνδα των. (Γ) Εξύψωσις γοήτρου Καραμανλή ως λαμβάνοντος υπερήφανον στάσιν. (Δ) Αντίδρασις του στρατού πιθανώς ανάμικτος. Το φιλότιμο των κατωτέρων και μεσαίων αξιωματικών θα ικανοποιηθεί. Θα ανησυχήσουν τα ανώτερα στελέχη».

Κατά τα τρία τέταρτα, λοιπόν, οι επισημάνσεις του Βλάχου αναφέρονταν στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας και το εσωτερικά πολιτικά πράγματα. Κι όπως έχει γράψει ο Παναγιώτης Λαμπρίας, «δεξί χέρι» του Καραμανλή, υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος, «η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ ήταν το άνοιγμα μιας βαλβίδας για τη διαφυγή της εκρηκτικά συσσωρευμένης λαϊκής αγανακτήσεως».

Ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων δεν συνηθιζόταν (ούτε τώρα συνηθίζεται, φυσικά) να περιλαμβάνονται τα λαϊκά αισθήματα στις ομολογημένες εξηγήσεις διεθνών αποφάσεων – ιδίως τόσο ανατρεπτικών, για τα έως τότε καθιερωμένα. Κι όμως, από την συνοπτική έκθεση Βλάχου και – ακόμη καθαρότερα- από το κείμενο Λαμπρία που συμπεριλαμβάνεται στο Αρχείο Καραμανλή, φαίνεται πόσο «μέτρησε» η παράμετρος «λαός» και «κοινή γνώμη» στη λήψη της απόφασης, για την αποχώρηση. Μια απόφαση που σχεδόν περιγραφόταν ως αναγκαίος όρος για την θεμελίωση της πολιτικής ηγεμονίας του Καραμανλή, στην μεταπολιτευτική εγχώρια πολιτική σκηνή.

Ο αντιαμερικανισμός της εποχής

Έπονται δυο σχετικές παρατηρήσεις. Η πρώτη: Συνήθως ο μεταπολιτευτικός αντιαμερικανισμός αποδίδεται αποκλειστικά στην «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς», η πασιφανής αλήθεια όμως είναι ότι εκδηλωνόταν προτού καλά- καλά προλάβει… να ακουστεί η Αριστερά, ή τουλάχιστον να απευθυνθεί, συστηματικά, νόμιμα και  συγκροτημένα, σε μεγάλα ακροατήρια.  Στα μέσα Αυγούστου του 1974 δεν είχε ακόμη νομιμοποιηθεί το ΚΚΕ, ούτε είχε ιδρυθεί το ΠΑΣΟΚ – που λίγο αργότερα θα το κατέτασσε κι αυτό στην «άκρα Αριστερά» η πολιτική ταξινόμηση, την οποία έκανε η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ). Ο «Ριζοσπάστης» δεν κυκλοφορούσε ακόμη. Η  «Αυγή» μετρούσε μόλις δέκα ημέρες από την επανέκδοσή της. Ήταν όμως η ίδια η δύναμη των γεγονότων και η καταλυτική επίδρασή τους στη συλλογική συνείδηση που έκανε τον μεν προνοητικό Βλάχο να σκέφτεται τις ιδεολογικές – πολιτικές διαμάχες του άμεσου μέλλοντος, τον Λαμπρία να γράφει τα προαναφερθέντα και την «Απογευματινή» να θεωρεί αχρείαστο το ΝΑΤΟ.

Η δεύτερη παρατήρηση υπό μία έννοια εξηγεί την πρώτη: Αξίζει να σταθούμε στην έκφραση του Λαμπρία για «εκρηκτικά συσσωρευμένη» λαϊκή αγανάκτηση. Τι και πώς είχε σωρευθεί; Μια προφανής απάντηση είναι πως τα  διαδοχικά στάδια της κατάστασης στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, επαύξαναν την αγανάκτηση για τη στάση των ΗΠΑ. Αυτή η παράμετρος ερχόταν να προστεθεί στην προϋπάρχουσα δυσφορία για τις σχέσεις της Ουάσινγκτον με τη χούντα – θέμα φλέγον, τότε. Η κοινωνική – λαϊκή ανοχή ή και αποδοχή που εύρισκε το δικτατορικό καθεστώς στη «στερνή» του περίοδο (ιδίως από το 1972-73 και μετά)  ήταν – για διάφορους λόγους – αισθητά μικρότερη εκείνης που χαρακτήριζε τα πρώτα «εθνοσωτήρια» χρόνια. Αναλογικά, λοιπόν, αυξανόταν και η απέχθεια για τον «αμερικανικό παράγοντα».

Ουσιαστικά, όμως, η κατά Λαμπρία «εκρηκτική συσσώρευση αγανακτήσεως» διέθετε προγενέστερες χρονικές αφετηρίες και πικρά ορόσημα. Στη συλλογική μνήμη είχε καταγραφεί η απάθεια (ή και κάτι χειρότερο, σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές – ερευνητικές εκδοχές) του ΝΑΤΟ όταν, στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955, ξέσπασε εκείνο το βίαιο πογκρόμ εναντίον του ελληνικού στοιχείου της Κωνσταντινούπολης. Στην Αθήνα, τότε, η «συμμαχική μακαριότητα» προκάλεσε δυσάρεστη έκπληξη, διότι η μεταπολεμική Ελλάδα είχε δώσει αδιάσειστα πειστήρια απεριόριστης ατλαντικής αφοσίωσης, συμμετέχοντας στον πόλεμο της Κορέας, αλλά και αφήνοντας την εσωτερική πολιτική της ζωή στα χέρια του διαβόητου πρέσβη των ΗΠΑ, Τζον Πιουριφόι, ο οποίος αποφάσιζε και υπαγόρευε ακόμη και εκλογικά συστήματα.

Αναζητώντας τη «συσσώρευση» σε βάθος χρόνου

Δεκαεννέα χρόνια δεν φθάνουν για να παραδοθούν στη λήθη τόσο δραματικά συμβάντα. Το καλοκαίρι του 1974, ως προς κάτι έμοιαζε με τις αρχές φθινοπώρου του 1955: Μια χώρα απολύτως «δεδομένη» στις ΗΠΑ ένιωθε ότι έμενε απροστάτευτη ή, ακόμη, χειρότερα, πως οι ίδιοι οι σύμμαχοι τραβούσαν το χαλί κάτω από τα πόδια της.

Το 1955, στον απόηχο του πογκρόμ, για πρώτη φορά μια πολιτική δύναμη του «εθνικού κορμού» (δηλαδή όχι της Αριστεράς) και ο φιλικός της Τύπος έθεταν ζήτημα επανεξέτασης των σχέσεων της χώρας με το ΝΑΤΟ, στο οποίο καταλόγισε «ένοχον αδιαφορία»  ο Σοφοκλής Βενιζέλος, αρχηγός της «Φιλελευθέρας Δημοκρατικής Ενώσεως».

Στις 8  Σεπτεμβρίου 1955 η κεντρώα «Ελευθερία» ζητούσε: «Άμεσον αναστολήν της συμμετοχής της Ελλάδος εις το ΝΑΤΟ. Πρέπει να ακακληθούν σήμερον όλαι αι ελληνικαί αποστολαί εις όλα τα εν Ευρώπη αρχηγεία και κλιμάκια του ΝΑΤΟ. Πρέπει να ακυρωθούν όλα τα σχέδια γυμνασίων και συνεργασιών, μέσα εις τα πλαίσια του οργανισμού αυτού. Πρέπει να αναχωρήσει αμέσως ο Έλλην μόνιμος αντιπρόσωπος από την εν Παρισίοις έδρα του. Πρέπει να ‘μπλοκαριστούν’ όλαι αι προδιαγεγραμμέναι σχετικαί πιστώσεις».

Συσσωρεύονταν (για να επανέλθουμε στην έκφραση του Λαμπρία) και άλλα, από τη δεκαετία του 1950, στη συνείδηση της ελληνικής κοινής γνώμης. Η βρετανική αποικιοκρατική βιαιότητα στην Κύπρο συνέτεινε στον κλονισμό της εμπιστοσύνης προς «τη Δύση» και τους «δυτικούς συμμάχους». Συνεπώς, υπήρχε στην ελληνική κοινωνία ένα ιστορικό υπόστρωμα που κυμαινόταν από την επιφυλακτικότητα ως την αγανάκτηση, η οποία το 1974 έκανε το… ποιοτικό άλμα («εκρηκτική»), που περιέγραψε και ο στενός συνεργάτης του Καραμανλή.

Ο ίδιος ο Καραμανλής,  τρεις μήνες αφ’ ότου η χώρα αποσύρθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, μιλούσε σε προεκλογικές συγκεντρώσεις της νεοσύστατης ΝΔ και συχνά από κάτω ακουγόταν  το σύνθημα «ΝΑΤΟ – CIA– προδοσία». Πρωτοφανές, σε συνάξεις μεγάλου κόμματος της ελληνικής Δεξιάς. Αλλά με το κλίμα που είχε διαμορφωθεί από τον Αύγουστο ως το Νοέμβριο του 1974, κανείς δεν αναφωνούσε πια «τα ύστερα του κόσμου »…

ΥΓ: Σε επόμενο σημείωμα, όσα ακολούθησαν την αποχώρηση. Γεγονότα, αξιολογήσεις, συμπεράσματα, αντιστοιχήσεις με το σήμερα και ένα ερώτημα: Τελικά, για την αμερικανική στάση στα της Κύπρου το  1974 έφταιγε μόνον «ο κακός Κίσινγκερ» που αξιοποίησε το κενό εξουσίας στην Ουάσινγκτον, όπως κατά κόρο γράφεται;

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ