Μια θεωρητική συνάντηση Ν. Πουλαντζά & V. A. Vaziulin
Εις Μνήμην Ευτύχη Μπιτσάκη
«Ο Κομμουνισμός είναι η μετάβαση από το βασίλειο της ανάγκης
στο βασίλειο της ελευθερίας» (Ευτύχης Μπιτσάκης 1927-2025)
Πρόλογος
Το παρών άρθρο επιχειρεί να σταθεί στο σημείο τομής θεωρίας και κοινωνικής πρακτικής, φωτίζοντας την ψυχιατρική όχι ως απομονωμένο επιστημονικό πεδίο, αλλά ως θεσμικό και κοινωνικό φαινόμενο. Η ψυχιατρική δεν υπάρχει έξω από το κοινωνικό γίγνεσθαι· καθορίζεται από τους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και ταυτόχρονα συμβάλλει στη διαμόρφωσή τους μέσα στο πλαίσιο του κράτους. Σε αυτό το σημείο, η θεωρητική συμβολή του Νίκου Πουλαντζά αποκτά ριζοσπαστικό χαρακτήρα: δεν αντιμετωπίζει το κράτος ως ουδέτερο μηχανισμό ούτε ως ενιαίο όργανο καταστολής, αλλά ως πεδίο όπου οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής συμπυκνώνονται. Το κράτος, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, είναι τόπος διαρκούς ταξικής σύγκρουσης, όπου οι κυρίαρχες και οι κυριαρχούμενες τάξεις συγκρούονται, διαπραγματεύονται και διαμορφώνουν μια δυναμική μορφή εξουσίας που λειτουργεί ταυτόχρονα ως κατασταλτικός μηχανισμός και ως εργαλείο νομιμοποίησης (Poulantzas, 1978).
Η ψυχιατρική, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι απλώς ένας ουδέτερος θεραπευτικός μηχανισμός, αλλά λειτουργεί ως ισχυρό μέσο κοινωνικής πειθάρχησης και κανονικοποίησης. Φέρει εντός της την ικανότητα όχι μόνο να επιβάλλει έλεγχο, αλλά και να θέτει υπό αμφισβήτηση τα κυρίαρχα πρότυπα, μετατρέποντάς την σε έναν χώρο όπου η εξουσία και η αντίσταση συνυπάρχουν σε διαρκή ένταση.
Η σύγχρονη ψυχιατρική πρακτική – και ειδικότερα εκείνη που βρίσκεται σε στενή διαπλοκή με τα συμφέροντα της φαρμακευτικής βιομηχανίας και τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της υγείας – δεν περιορίζεται σε μια ουδέτερη θεραπευτική προσέγγιση. Αντίθετα, τείνει να απογυμνώνει το άτομο από την κοινωνική και ιστορική του διάσταση, να το αποσπά από το σύνολο των σχέσεων μέσα στις οποίες ζει, και να το αναγορεύει αποκλειστικά σε “φορέα” βιολογικών συμπτωμάτων. Πρόκειται για μια διαδικασία που, όπως έχει επισημάνει ο Nikolas Rose, μετατρέπει τον άνθρωπο σε βιοϊατρικό αντικείμενο προς διαχείριση και όχι σε κοινωνικό υποκείμενο με δικαιώματα, ανάγκες και φωνή (Rose, 2007).
Οι αναλύσεις του Franco Basaglia και του Peter Sedgwick είναι αποκαλυπτικές ως προς αυτή τη διπλή λειτουργία: αφενός δείχνουν την ψυχιατρική ως θεσμό άρρηκτα δεμένο με την κρατική κυριαρχία και τον κοινωνικό αποκλεισμό, αφετέρου αναδεικνύουν τις χαραμάδες που επιτρέπουν την ανάδυση μεταρρυθμιστικών πρακτικών και κοινωνικών αγώνων (Basaglia, 1987· Sedgwick, 1982). Η ιστορική πορεία από τον αποϊδρυματισμό μέχρι τις σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους δεν αποτυπώνει μόνο την εξέλιξη της επιστήμης, αλλά κυρίως τις αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις, στη διαμόρφωση του κράτους πρόνοιας και στην τεχνοκρατική διαχείριση των θεσμών υγείας.
Στην καρδιά αυτής της ανάλυσης βρίσκεται η έννοια της σχέσης κράτους-ψυχιατρικής ως πεδίου διαρκών διαπραγματεύσεων, όπου η ψυχιατρική δεν αποτελεί απλώς εργαλείο καταστολής αλλά ταυτόχρονα πεδίο αμφισβήτησης, αναστοχασμού και μεταρρυθμιστικής δράσης. Η θεωρητική ανάγνωση αυτή, αντλώντας από τη σκέψη του Πουλαντζά, αλλά και από φιλοσοφικο-ιστορικές προσεγγίσεις όπως η «Λογική της Ιστορίας» του Vaziulin, αναδεικνύει την ψυχιατρική ως καίριο πεδίο όπου οι κοινωνικές αντιφάσεις, οι ταξικοί αγώνες και η υποκειμενικότητα συναντώνται και αλληλεπιδρούν (Vaziulin, 2013).
Πως εξηγεί η θεωρία του Ν. Πουλαντζά την ύπαρξη της ψυχιατρικής;
Η μελέτη του κράτους υπήρξε κεντρικό ζήτημα στη μαρξιστική θεωρία του 20ού αιώνα. Ο Νίκος Πουλαντζάς, με έργα όπως Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις (1968), Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό (1975) και Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός (1978), υποστήριξε ότι το κράτος δεν είναι ουδέτερος θεσμός, αλλά «συμπύκνωση μιας σχέσης δυνάμεων μεταξύ τάξεων» (Poulantzas, 1978: 128). Έτσι, το κράτος δεν λειτουργεί ως απλό όργανο της αστικής τάξης ούτε ως ουδέτερο εποικοδόμημα, αλλά ως στρατηγικό πεδίο συγκρούσεων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ψυχιατρική δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως επιστήμη θεραπείας. Από τον 18ο αιώνα θεσμοθετήθηκε ως μηχανισμός διάκρισης ανάμεσα στο «κανονικό» και το «παθολογικό». Ο Foucault (Ιστορία της τρέλας, 1961/2006· Επιτήρηση και τιμωρία, 1975) έδειξε ότι η ψυχιατρική συνδέεται με τον αποκλεισμό και την πειθάρχηση, μετατρέποντας τον «τρελό» σε αντικείμενο κοινωνικού ελέγχου.
Ακολουθώντας τη διάκριση του Althusser (1970/2014) ανάμεσα σε ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, η ψυχιατρική μπορεί να ιδωθεί ως θεσμός με διπλή λειτουργία: από τη μια πλευρά περιοριστική (εγκλεισμός, καταναγκαστική θεραπεία), από την άλλη ιδεολογική (διάδοση επιστημονικών κατηγοριών για το «κανονικό»). Σε αυτό το σημείο συναντάμε και τον Gramsci (1971), που τόνισε πως η ηγεμονία εδραιώνεται όχι μόνο μέσω βίας, αλλά και συναίνεσης. Η ψυχιατρική αποτελεί τέτοιο παράδειγμα «ήπιας» πειθαρχίας.
Ο Πουλαντζάς δείχνει ότι οι θεσμοί, όπως η ψυχιατρική, δεν είναι ενιαία εργαλεία κυριαρχίας· διαπερνώνται από αντιφάσεις. Γι’ αυτό αναπτύχθηκαν κινήματα αμφισβήτησης, όπως η αντι-ψυχιατρική (Laing, 1960· Basaglia, 1987) και οι διεκδικήσεις δικαιωμάτων ψυχικά πασχόντων. Η ψυχιατρική λειτουργεί λοιπόν ταυτόχρονα ως μηχανισμός πειθάρχησης και ως χώρος κοινωνικών αγώνων.
Συνδέοντας τα άνωθεν με την «πρακτική», η ψυχιατρική εντάσσεται στη λογική του καπιταλιστικού κράτους σε τρία επίπεδα:
- Χωρικό – μέσω του ασύλου ή των ιδρυμάτων αποκλείει όσους δεν «χωρούν» στον κοινωνικό χώρο (Foucault, 1961/2006).
- Χρονικό – ρυθμίζει το χρόνο της εργασιακής δύναμης, «θεραπεύοντας» την αδυναμία συμμόρφωσης στις απαιτήσεις παραγωγικότητας (Rose, 1999).
- Εθνικό – συγκροτεί το «υγιές» κοινωνικό σώμα, απομονώνοντας τους «παθολογικούς άλλους» (Poulantzas, 1979· Foucault, 1976/1990).
Το DSM (το διαγνωστικό εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας), ως «νομική μορφή» της ψυχιατρικής, μετατρέπει το ψυχικό τραύμα σε ατομική παθολογία, αποπολιτικοποιώντας τις κοινωνικές αιτίες και ενισχύοντας την καπιταλιστική ορθολογικότητα (Allen, 2023). Στην Ελλάδα, η αυστηροποίηση της σχετικής νομοθεσίας δείχνει ακριβώς αυτόν τον ρόλο του κράτους: να οργανώνει τη συναίνεση και να ελέγχει τα «αποκλίνοντα» υποκείμενα (Poulantzas, 1978· Foucault, 1974).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η θεωρία του Πουλαντζά μας επιτρέπει να δούμε την ψυχιατρική όχι μόνο ως επιστημονικό θεσμό, αλλά ως στρατηγικό πεδίο όπου εγγράφονται οι ταξικές σχέσεις, οι συγκρούσεις και οι αντιστάσεις.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της «Θεραπευτικής Πρακτικής» εντός του Καπιταλισμού;
Η θεραπευτική πρακτική στον καπιταλισμό δεν είναι μια ουδέτερη ή καθαρά επιστημονική δραστηριότητα, αλλά οργανικό τμήμα του κρατικού και κοινωνικού μηχανισμού. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το σύστημα είναι που την καθιστά εργαλείο πειθάρχησης και κοινωνικού ελέγχου. Καταρχάς, υιοθετεί τον ατομικιστικό προσανατολισμό του καπιταλισμού, όπου η ψυχική ασθένεια παρουσιάζεται ως ατομικό βιολογικό πρόβλημα, αποσπασμένο από τα κοινωνικά και πολιτικά του συμφραζόμενα, γεγονός που οδηγεί σε αποπολιτικοποίηση της ψυχικής υγείας (Τούντας, 2009· Fisher, 2015).
Παράλληλα, η υγεία μετατρέπεται σε εμπόρευμα: η ψυχιατρική υπηρεσία και το φάρμακο καθορίζονται από την αγοραία λογική και την κερδοφορία, δημιουργώντας μια βιομηχανία που συχνά παράγει νέες ανάγκες και ενισχύει την ιατρικοποίηση και την υπερδιάγνωση. Επιπλέον, η ψυχιατρική λειτουργεί ως μηχανισμός κανονικοποίησης και επιβολής κοινωνικής τάξης: κατηγοριοποιεί τις αποκλίσεις, επιβάλλει πρότυπα συμπεριφοράς και συμβάλλει στη διατήρηση της κυρίαρχης ιδεολογίας. (Foucault, 1975· Rose, 1999· Poulantzas, 1978).
Η θεραπευτική πρακτική δεν βρίσκεται έξω από τις κοινωνικές αντιφάσεις και τις ταξικές συγκρούσεις. Αντίθετα, συνδέεται με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής σε συνθήκες εκμετάλλευσης (Τούντας, 2009· Μπλάξμπι, 2005). Οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, ενώ παρουσιάζονται ως ουδέτερα εργαλεία προόδου, συχνά αξιοποιούνται για την ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης, της κερδοφορίας και της βιοεξουσίας, παρά για την ουσιαστική ευημερία του ανθρώπου (Deaton, 2018· Stiegler, 2014· Rose, 2007). Στην ίδια λογική εντάσσεται και η ψυχολογικοποίηση της κοινωνικής δυσφορίας: οι κοινωνικές ανισότητες μεταφράζονται σε ατομικές αδυναμίες, καλλιεργώντας μια ψυχοπολιτική που, αντί να αμφισβητεί το σύστημα, αναπαράγει την καπιταλιστική κανονικότητα. Η έννοια της «επιφανειακής ευτυχίας» και η εμπορευματοποιημένη ενσυνειδητότητα αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα μηχανισμών προσαρμογής και όχι απελευθέρωσης (Han, 2015· Russel, 2022).
Συνεπώς, η ψυχιατρική στον καπιταλισμό αναδεικνύεται σε μια σύνθετη κοινωνική τεχνολογία, όπου συνυπάρχουν η ιδεολογική κανονικοποίηση, η εμπορευματοποίηση της υγείας, η ψυχοπολιτική αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος και η ενσωμάτωση στις τεχνοεπιστημονικές μορφές βιοεξουσίας. Μακριά από μια ουδέτερη θεραπευτική λογική, η ψυχιατρική λειτουργεί ως στρατηγικός μηχανισμός που στηρίζει την καπιταλιστική εξουσία, εξασφαλίζοντας τη διαχείριση και την αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης (Navarro, 2007· Bambra, 2016· Conrad, 2007· Parker, 2007· Horwitz, 2002· Toscano, 2014· Crossley, 1998).
Το κράτος συνδέεται με τις Ψυχιατρικές Θεραπευτικές Πρακτικές;
Η σχέση κράτους και ψυχιατρικής είναι πολυδιάστατη, απαιτώντας θεωρητικές προσεγγίσεις από θεωρία του κράτους, κοινωνική πολιτική και κριτική κοινωνιολογία (Marshall, 1950· Poulantzas, 1978· Althusser, 1970· Gramsci, 1971). Το κράτος εξελίσσεται (ως συνολικός κεφαλαιοκράτης-κατά Πουλαντζά) ως πλέγμα πολιτικών που στοχεύουν στην κοινωνική αναπαραγωγή. Εκεί χρειάζεται την ψυχιατρική ως μέσο εγκαθίδρυσης και διαιώνισης της Ηγεμονίας του Καπιταλισμού. Μέσω της κοινωνικής ενσωμάτωσης και κανονικοποίησης που επιβάλει η ψυχιατρική. Η θεωρία της ηγεμονίας του Πουλαντζά (1978) δείχνει πως το κράτος δεν περιορίζεται σε καταστολή αλλά ανασυνθέτει και νομιμοποιεί την κυριαρχία, ενώ η ψυχιατρική σταθεροποιεί την «κοινωνικά αποδεκτή» κανονικότητα και περιορίζει τις αποκλίσεις.
Η σχετική αυτονομία του κράτους αναδεικνύει την ψυχιατρική ως μέσο διαμεσολάβησης κοινωνικών συγκρούσεων και αναπαραγωγής της ιδεολογίας του καπιταλισμού (Poulantzas, 1978; Althusser, 1970). Οι ψυχιατρικές πρακτικές προσαρμόζουν τα υποκείμενα στα κοινωνικο-πολιτικά πρότυπα, κανονικοποιώντας την ψυχική διαταραχή και ενισχύοντας την κοινωνική τάξη (Gramsci, 1971). Η κρίση του κοινωνικού κράτους και η τεχνοκρατικοποίηση της ψυχιατρικής μετατρέπουν τη θεραπεία σε εργαλείο κοινωνικής διαχείρισης και περιορισμού των κοινωνικών αντιστάσεων (Marshall, 1950; Poulantzas, 1978).
Ο Basaglia (1968) και ο Sedgwick (1982) αναδεικνύουν την ψυχιατρική ως όργανο κοινωνικού αποκλεισμού, ενσωματωμένο στην κρατική στρατηγική, διαχειριζόμενο αποκλίσεις και νομιμοποιώντας την κυρίαρχη ιδεολογία. Η αποϊδρυματική κριτική συνδέεται με τη θεωρία της σχετικής αυτονομίας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη επανεξέτασης των σχέσεων εξουσίας στους θεσμούς ψυχικής υγείας.
Συνολικά, η ψυχιατρική λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου, νομιμοποίησης της ηγεμονίας και αναπαραγωγής κοινωνικής τάξης. Η ψυχική υγεία και η θεραπευτική πρακτική δεν μπορούν να ιδωθούν απομονωμένα από την κοινωνική και πολιτική συγκυρία, απαιτώντας κριτική θεώρηση που αναδεικνύει τις πολλαπλές τους λειτουργίες στο κράτος και την κοινωνία (Marshall, 1950· Poulantzas, 1978· Basaglia, 1968· Sedgwick, 1982· Gramsci, 1971· Althusser, 1970), ενώ ταυτόχρονα προωθεί κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατική συμμετοχή στη διαχείριση της ψυχικής υγείας.
Η σύνδεση της Ηγεμονίας και της Ιδεολογίας με την Ψυχιατρική Πρακτική.
Η σχέση ηγεμονίας, ιδεολογίας και ψυχιατρικής πρακτικής βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής κοινωνιολογίας και της πολιτικής θεωρίας της εξουσίας, ιδίως στη μαρξιστική και νεομαρξιστική παράδοση. Για τον Πουλαντζά (1978), η ηγεμονία δεν είναι απλός καταναγκασμός, αλλά ένας τρόπος μέσω του οποίου η κυρίαρχη τάξη πετυχαίνει την αποδοχή των συμφερόντων της ως «γενικού συμφέροντος». Αυτή η διαδικασία διαμεσολαβείται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και η ψυχιατρική πρακτική.
Στη θεώρηση του Αλτουσέρ (1970), η ιδεολογία αποτελεί το φαντασιακό πλαίσιο όπου τα άτομα ενστερνίζονται τις κοινωνικές σχέσεις που αναπαράγουν την εξουσία. Οι θεσμοί, όπως η οικογένεια, το σχολείο, τα μέσα ενημέρωσης αλλά και η ψυχιατρική, λειτουργούν ως μηχανισμοί που διασφαλίζουν κοινωνική συνοχή και σταθεροποιούν την ταξική κυριαρχία.
Η ψυχιατρική, όπως τόνισαν ο Basaglia (1968) και ο Sedgwick (1982), δεν περιορίζεται στη θεραπεία της ψυχικής υγείας αλλά εμπλέκεται στη διαχείριση της κοινωνικής «απόκλισης». Μέσα από την κανονικοποίηση και την ταξινόμηση των υποκειμένων συμβάλλει στην ενσωμάτωσή τους στο κυρίαρχο κοινωνικό πλαίσιο, αποτρέποντας τη ριζική αμφισβήτηση της κοινωνικής τάξης. Έτσι λειτουργεί ως ιδεολογικός μηχανισμός που νομιμοποιεί τις κυρίαρχες σχέσεις και αναπαράγει την ηγεμονία.
Η διαλεκτική σύνδεση ηγεμονίας, ιδεολογίας και ψυχιατρικής πρακτικής αποκαλύπτει ότι οι ψυχιατρικές δομές δεν είναι πολιτισμικά ουδέτερες. Παράγουν την κοινωνική πραγματικότητα ως «φυσική» και «ομαλή», εμπεδώνοντας τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Συνεπώς, η ψυχιατρική δεν περιορίζεται σε θεραπευτικό ρόλο, αλλά λειτουργεί ως πεδίο όπου η εξουσία διεισδύει στην προσωπική ζωή και στην ψυχική υγεία, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της κυρίαρχης τάξης (Poulantzas, 1978· Althusser, 1970· Basaglia, 1968· Sedgwick, 1982).
Πως συνδέει το Κράτος την ηγεμονία, την ιδεολογία και την “θεραπευτική” πρακτική;
Το κράτος συνδέει την ηγεμονία, την ιδεολογία και την ψυχιατρική πρακτική μέσα από ένα πλέγμα μηχανισμών που συνδυάζουν καταναγκασμό και συναίνεση για την αναπαραγωγή των απαιτούμενων συσχετισμών δυνάμεων, εξασφαλίζοντας την πολιτική και κοινωνική συνοχή προς όφελος του Κεφαλαίου (Poulantzas, 1978). Σε αυτή τη διαδικασία, η ηγεμονία συνίσταται στην ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να παρουσιάζει τα συμφέροντά της ως «γενικό συμφέρον» και να τα επιβάλλει όχι μόνο με βία, αλλά και με ιδεολογική πειθώ (Gramsci, 1971).
Σε αυτό το πλαίσιο, η ψυχιατρική (ως εν τέλει ένας εκ των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους) δεν είναι απλώς θεραπεία, αλλά θεσμός που συμβάλλει στην κανονικοποίηση αποκλίσεων και στην επανένταξη των «αποκλινόντων» στο κυρίαρχο πλαίσιο, λειτουργώντας ως μέσο κοινωνικού ελέγχου και ιδεολογικής νομιμοποίησης (Basaglia, 1968; Sedgwick, 1982).
Η έννοια της «σχετικής αυτονομίας» του κράτους εξηγεί πως η ψυχιατρική δεν αποτελεί άμεση αντανάκλαση των οικονομικών συμφερόντων, αλλά μέρος μιας διαδικασίας διαμεσολάβησης και αναπαραγωγής της εξουσίας (Poulantzas, 1978). Έτσι, η ψυχιατρική πρακτική συνδυάζει θεραπεία και καταστολή, επιδιώκοντας ταυτόχρονα συναίνεση και συμμόρφωση. Η ανάλυση της κοινωνικής ταυτότητας δείχνει πως οι θεσμοί αυτοί διαμορφώνουν την καθημερινή εμπειρία των ατόμων, ενσωματώνοντας ή αμφισβητώντας τις κυρίαρχες ιδεολογίες (Reicher & Haslam, 2006; Jost & Banaji, 1994).
Αν δούμε την ψυχιατρική μέσα από το πρίσμα του Foucault, γίνεται φανερό ότι αποτελεί μια «πολιτική τεχνολογία εξουσίας», που παράγει υποκείμενα προσαρμοσμένα στην υπάρχουσα τάξη (Foucault, 1975; Rose, 1999). Συνεπώς, η θεραπευτική πρακτική δεν είναι ουδέτερη, αλλά εντάσσεται στο έργο του κράτους να διατηρεί την ηγεμονία του, ρυθμίζοντας όχι μόνο την κοινωνική και πολιτική ζωή, αλλά και την ίδια την υποκειμενικότητα.
Η Ψυχιατρική Πρακτική και η Ψυχοπαθολογία ως Κατάσταση Εξαίρεσης
Η έννοια της «κατάστασης εξαίρεσης» του Giorgio Agamben (2005) προσφέρει ένα χρήσιμο πλαίσιο για την κατανόηση της λειτουργίας του καπιταλιστικού κράτους και της διαχείρισης ακραίων μορφών κοινωνικού ελέγχου. Η κατάσταση αυτή περιγράφει το καθεστώς όπου ο νόμος αναστέλλεται προσωρινά ή μόνιμα για ορισμένα άτομα ή ομάδες, δημιουργώντας έναν χώρο όπου το κράτος ασκεί απρόσκοπτη βιοπολιτική εξουσία πάνω στα σώματα και τις ζωές τους. Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού κράτους, όπως παρατηρεί ο Gramsci (1971), η κατάσταση εξαίρεσης συνδέεται με τη διατήρηση της ηγεμονίας μέσω της συστηματικής αναστολής του νόμου και της «κανονικότητας» για κοινωνικές κατηγορίες, όπως οι ψυχικά ασθενείς.
Ο Foucault (1975, 1990) συνέβαλε στην κατανόηση αυτών των μηχανισμών μέσω της ανάλυσής του για την τρέλα, τη βιοπολιτική και τη βιοεξουσία. Η «τρέλα» δεν αποτελεί απλώς και μόνο ιατρικό πρόβλημα αλλά κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, εγκλωβισμένο σε θεσμικά πλαίσια που λειτουργούν ως μέσο κανονικοποίησης και καταστολής. Η ψυχιατρική, σύμφωνα με τον Basaglia (1968), διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα της ψυχικής νόσου, ενσωματώνοντας και νομιμοποιώντας τα αποκλίνoντα υποκείμενα σε συνθήκες απομόνωσης και αποκλεισμού, δηλαδή στην πράξη ως «κατάσταση εξαίρεσης».
Η κοινωνία της διακινδύνευσης, όπως την ανέλυσε ο Beck (1992), επιτείνει αυτήν τη διαδικασία, καθώς η αβεβαιότητα και ο κοινωνικός κίνδυνος διαχέονται σε όλες τις σφαίρες της ζωής, δημιουργώντας θεσμικά και ιδεολογικά πλαίσια όπου οι πρακτικές εξαίρεσης και αποκλεισμού πολλαπλασιάζονται. Η ψυχιατρική θεραπευτική πρακτική, υπό αυτό το πρίσμα, δεν αποτελεί απλώς μόνο μια επιστημονική παρέμβαση αλλά κεντρικό μηχανισμό βιοεξουσίας και ιδεολογικής επιβολής, ενσωματώνοντας τα άτομα σε ένα κανονιστικό πλαίσιο που διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και αναπαράγει την ηγεμονία (Beck, 1992; Agamben, 2005; Foucault, 1975; Basaglia, 1968; Rose, 1999).
Η ψυχοπαθολογία, και ειδικότερα το ψυχωτικό επεισόδιο, μπορεί να φαίνεται ως «εξαίρεση» από την κανονικότητα, ωστόσο η πολιτισμική–ιστορική θεώρηση προτείνει την ερμηνεία της ως κρίση εντός της ιστορικά και κοινωνικά συγκροτημένης δραστηριότητας του υποκειμένου (Δαφέρμος, 2002). Από αυτήν την οπτική, η απορρύθμιση των ψυχικών λειτουργιών είναι αποτέλεσμα ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, κοινωνικών πιέσεων και ιστορικά διαμορφωμένων δομών. Η ψυχιατρική παρέμβαση πρέπει να στοχεύει στην αναδόμηση των συνθηκών δραστηριότητας, στην αποκατάσταση του νοήματος και της συμβολικής λειτουργίας, και όχι στην αποπολιτικοποίηση ή απομόνωση του ατόμου.
Η επιλογή του θεωρητικού πλαισίου — «εξαίρεση» έναντι «κρίσης εντός δραστηριότητας» — έχει ηθικές, πολιτικές και κλινικές συνέπειες. Η ανάγνωση ως «εξαίρεση» μπορεί να νομιμοποιήσει απομόνωση και καταστολή, ενώ η ανάγνωση ως κρίση εντός δραστηριότητας επιτάσσει κοινωνικά εντοπισμένες και παρεμβάσεις αποκατάστασης, ενσωματώνοντας εκπαιδευτικά, κοινοτικά και κοινωνιολογικά εργαλεία (Δαφέρμος, 2002).
Συνολικά, η τρέλα και η ψυχοπαθολογία δεν πρέπει να θεωρούνται απλώς ως καταστάσεις εξαίρεσης αλλά ως κρίσεις που εμφανίζονται μέσα σε ιστορικά και κοινωνικά συγκροτημένες δραστηριότητες, με σαφείς επιπτώσεις στην κλινική, ηθική και πολιτική διαχείριση. Η ψυχιατρική πρακτική, ως πεδίο όπου συγκλίνουν βιοπολιτική, κοινωνική διακινδύνευση και εξαίρεση, επιτελεί ρόλο αναπαραγωγής της ηγεμονίας και της κυρίαρχης ιδεολογίας, καθιστώντας την αναπόσπαστο τμήμα του σύγχρονου συστήματος κοινωνικού ελέγχου (Agamben, 2005; Beck, 1992; Foucault, 1975; Basaglia, 1968; Μπιτσάκης, 2013; Πατέλης και Κακαρίνος, 2019).
Η Ψυχιατρική Πρακτική στον Καπιταλισμό και η Λογική της Ιστορίας
Η συλλογιστική του Βαζιούλιν («μέσω της (πρωτότυπης) εννοιολογικής σύλληψης της δομής της κοινωνίας και της ανάπτυξής της» κατά τους Πατέλη και Κακαρίνο το 2019), που είναι στηριγμένη στην αντίληψη του Μαρξ, για την ιστορική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τη βαθμιαία κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τη συνακόλουθη ρήξη ανθρώπου–φύσης και ανθρώπου–κοινωνίας προσφέρει ένα ισχυρό θεωρητικό πλαίσιο για την κατανόηση της ψυχιατρικής πρακτικής ως βραχίονα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η ανάδειξη των μέσων παραγωγής σε αποφασιστικό παράγοντα και η υπαγωγή της παραγωγής στην ανταλλαγή συνοδεύονται από την αποξένωση του ανθρώπου από τους όρους της κοινωνικής ύπαρξής του· το άτομο εμφανίζεται στην αγορά ως φορέας εμπορεύσιμης εργασιακής δύναμης (Βαζιούλιν, 2012· Marx, 1867, 1973, Πατέλης και Κακαρίνος, 2019).
Η ψυχιατρική, ως θεσμός γνώσης και εξουσίας ιστορικά διαμορφωμένος στον ορίζοντα του αστικού εκσυγχρονισμού, κανονικοποιεί κοινωνικές αντιφάσεις σε ατομικό επίπεδο. Το χάσμα ανθρώπου–φύσης και ανθρώπου–κοινωνίας μεταφράζεται σε ατομικά συμπτώματα, διάγνωση και θεραπεία της ανθρώπινης οδύνης, ενώ παράλληλα συμβάλλει στη βιο-διαχείριση του εργατικού δυναμικού και στη ρύθμιση αποκλινουσών συμπεριφορών (Foucault, 1961/1972; Scull, 1979; Conrad, 2007; Rose, 2007). Η ιστορική πορεία από το άσυλο στις κοινοτικές υπηρεσίες, αν και εμφανίζει τομές, συνοδεύεται συχνά από νέες μορφές εξατομικευμένου ελέγχου, ποσοτικοποίησης του κινδύνου και φαρμακευτικοποίησης (ή φαρμακοποίησης/pharmaceuticalization κατά αντιστοιχία της «Ιατρικοποίησης»/ medicalization στα έργα του Ivan Illich) της καθημερινότητας, ευθυγραμμισμένες με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των μηχανισμών κοινωνικής ασφάλειας.
Η διαλεκτική πρόταση του Βαζιούλιν για την «άρνηση της άρνησης», δηλαδή την υπέρβαση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας προς κοινωνικές μορφές ιδιοκτησίας και οργάνωσης της παραγωγής, επιτρέπει να ιδωθεί η ψυχική υγεία ως δυνατότητα μετάβασης από πρακτικές προσαρμογής στις ανάγκες της αγοράς σε πρακτικές ολόπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου (Βαζιούλιν, 2000). Η ιταλική εμπειρία της αποασυλοποίησης αποτελεί παράδειγμα απόπειρας επαναπροσανατολισμού της ψυχιατρικής προς κοινωνική ένταξη και δικαιώματα (Basaglia, 1987).
Στο πλαίσιο της θεωρίας της σχετικής αυτονομίας του κράτους του Πουλαντζά (1968, 1975, 1978), η ψυχιατρική εγγράφεται ως διττός θεσμός: ιδεολογικός μηχανισμός που διαμορφώνει τις κατηγορίες «φυσιολογικού/παρεκκλίνοντος» και διοικητικός–κατασταλτικός μηχανισμός που μπορεί να στερήσει ελευθερίες και να διαχειριστεί «επικινδυνότητες». Η θέση του για τα νέα μικροαστικά στρώματα επιτρέπει να κατανοηθεί η αμφισημία της ψυχιατρικής: ως φορέας χειραφετητικών και κοινοτικών πρακτικών σε ορισμένες συγκυρίες, αλλά και ως εργαλείο αποκλεισμού και επιτήρησης σε άλλες (Basaglia, 1987; Rose, 2007).
Η ιστορική κίνηση από την ατομική ιδιοκτησία και εργασία προς την κεφαλαιοκρατική κυριαρχία δημιουργεί ρήξη μεταξύ ανθρώπου και φύσης, με συνέπειες για την ψυχική υγεία, όπως περιβαλλοντικές κρίσεις, εργασιακή επισφάλεια και κοινωνικές ανισότητες. Η κυρίαρχη ψυχιατρική πρακτική τείνει να αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα ως ατομικό ρίσκο και φαρμακευτικά πρωτόκολλα, παρά με κοινωνικούς όρους αιτίας και συλλογικής αποκατάστασης (Marx, 1973; Rose, 2007; Conrad, 2007). Η «δεύτερη άρνηση» προτείνει μια ψυχική υγεία που δεν λειτουργεί ως εργαλείο κανονικοποίησης, αλλά ως πρακτική κοινωνικής ελευθερίας, ενταγμένη σε δημοκρατικά θεσμοθετημένη κοινωνική ιδιοκτησία.
Συνολικά, η θεωρία του Βαζιούλιν, σε συνδυασμό με τη σχετική αυτονομία του κράτους του Πουλαντζά, επιτρέπει μια ανάλυση της ψυχιατρικής ως δομικού μηχανισμού του καπιταλισμού αλλά και ως πεδίου όπου αναδεικνύονται οι κοινωνικές αντιφάσεις και οι δυνατότητες υπέρβασής τους. Η ψυχιατρική πρακτική, έτσι, δεν αποτελεί στατική δραστηριότητα, αλλά κρίσιμο πεδίο σύνθετων κοινωνικών, πολιτικών και βιωματικών διεργασιών.
Η Ψυχιατρική ως «δυνάμει» πεδίο συνάντησης Πουλαντζά και Βαζιούλιν
Μέσα από το πρίσμα του Πουλαντζά, γίνεται φανερό ότι η ψυχιατρική ενσωματώνεται στις στρατηγικές πρακτικές του κράτους, ως μέσο διαχείρισης της ατομικότητας και ως μηχανισμός ενίσχυσης της ταξικής κυριαρχίας. Η ταξινόμηση των «παραφρόνων» ή των «αποκλίνοντων» δεν αποτελεί απλώς επιστημονική κατηγοριοποίηση, αλλά μια διαδικασία που αναπαράγει κοινωνικές ιεραρχίες και ορίζει το πλαίσιο της επιτρεπτής κοινωνικής συμπεριφοράς. Η ψυχιατρική, επομένως, δρα ως θεσμός που υλοποιεί την κανονικοποίηση και την πειθάρχηση των σωμάτων, εντασσόμενη στην ευρύτερη κρατική μηχανή, όπως την περιγράφει ο Πουλαντζάς (Πουλαντζάς, 1978).
Παράλληλα, η προσέγγιση του Βαζιούλιν μας επιτρέπει να εντάξουμε την ψυχιατρική σε ένα ευρύτερο ιστορικό και διαλεκτικό πλαίσιο. Ο θεσμός της ψυχιατρικής εμφανίζεται όχι ως τυχαίο φαινόμενο αλλά ως αναγκαία στιγμή στην εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις της εργασίας, της παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η ψυχιατρική, μέσα από αυτήν τη σκοπιά, αναδεικνύεται σε μορφή που ενσωματώνει τις αντιφάσεις της εποχής: εξυπηρετεί τον έλεγχο και την πειθάρχηση, ενώ ταυτόχρονα φέρει τις δυνατότητες της αμφισβήτησης και της κοινωνικής μεταρρύθμισης (Vaziulin, 2012).
Η συναντίληψη των δύο θεωρητικών φωτίζει τη διπλή φύση της ψυχιατρικής: λειτουργεί ταυτόχρονα ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και ως δυναμικό πεδίο, όπου η ίδια η επιστήμη και η πρακτική της μπορεί να ανασχηματιστεί μέσα από κοινωνικούς αγώνες.
Ωστόσο, η θεώρηση του Βαζιούλιν υπενθυμίζει ότι καμία κοινωνική μορφή δεν είναι στατική· η ψυχιατρική εμπεριέχει μέσα της την αντίφαση ανάμεσα στη δυνατότητα κυριαρχικής χρήσης και στην απελευθερωτική αξιοποίησή της. Η υπέρβαση αυτής της αντίφασης δεν είναι αυτονόητη· εξαρτάται από τη δυναμική των κοινωνικών αγώνων και από το κατά πόσο οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε αυτούς μπορούν να διεκδικήσουν μια διαφορετική, πιο ανθρώπινη ψυχιατρική πρακτική.
Έτσι, η ψυχιατρική ως «δυνάμει» πεδίο συνάντησης Πουλαντζά και Βαζιούλιν λειτουργεί ως κρίσιμος δείκτης των σχέσεων εξουσίας και των ιστορικών αναγκών του καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει την προοπτική για μια κοινωνική πρακτική που μπορεί να υπερβεί τις κυρίαρχες λογικές. Η θεωρητική σύνθεση των δύο προσεγγίσεων επιτρέπει να δούμε τη ψυχιατρική όχι μόνο ως μηχανισμό πειθάρχησης, αλλά και ως χώρο όπου συγκρούονται και αλληλοτροφοδοτούνται εξουσία, γνώση και δυνατότητες κοινωνικής μεταμόρφωσης. Στο τέλος, η ψυχιατρική αναδύεται ως πεδίο όπου οι ιστορικές και ταξικές συνθήκες, η κρατική στρατηγική και οι κοινωνικοί αγώνες συναντώνται, αναδεικνύοντας την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα σε θεσμούς και κοινωνική αλλαγή (Poulantzas, 1978; Vaziulin, 2012).
Επίλογος
Η ψυχική διαταραχή δεν νοείται αποκλειστικά ως ατομικό πρόβλημα, αλλά ως κοινωνική και ιστορική πραγμάτωση που αντανακλά την εποχή, τον τρόπο παραγωγής και τις ταξικές σχέσεις. Η ατομικοποίηση που επιβάλλεται μέσω της ιατρικοποίησης και της νομικοποίησης των υποκειμένων, όπως περιγράφει ο Πουλαντζάς, συνδέεται με τη φιλοσοφική ανάγνωση του Vaziulin για την υποκειμενικότητα, αποκαλύπτοντας τη ρωγμή της ψυχικής διαταραχής μέσα στην κανονικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Ταυτόχρονα, η ιστορική μεταβλητότητα του καπιταλισμού και οι κρίσεις του επηρεάζουν τον τρόπο που η ψυχιατρική γνώση παράγεται, εφαρμόζεται και αναπαράγεται, επηρεάζοντας τη βιοψυχική κατάσταση των υποκειμένων και τις δυνατότητες κοινωνικής αντίστασης (Vaziulin, 2012).
Η σύνθεση αυτών των δύο θεωρητικών οπτικών αναδεικνύει την ψυχιατρική όχι μόνο ως μηχανισμό κυριαρχίας και ταξικής πειθάρχησης, αλλά και ως δυναμικό πεδίο που μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο κριτικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης. Η κατανόηση της ψυχιατρικής μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν περιορίζεται σε μια τεχνική ανάγνωση της “θεραπείας”. Αντίθετα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ριζικά μεταρρυθμιστικές πολιτικές που θα υπηρετούν την κοινωνική δικαιοσύνη, θα σέβονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και θα ενισχύουν τη δημοκρατική συμμετοχή.
Μια τέτοια προσέγγιση διασφαλίζει ότι η ψυχική υγεία δεν θα αντιμετωπίζεται απλώς ως διαχείριση ατομικών συμπτωμάτων, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι των κοινωνικών δικαιωμάτων και της συλλογικής ευθύνης. Μέσα από αυτή τη ματιά, όπως δείχνουν οι αναλύσεις του Foucault για τις σχέσεις γνώσης-εξουσίας, του Allen για τη σύνδεση ψυχικής υγείας και κοινωνικής ανισότητας, του Πουλαντζά για το κράτος ως πεδίο ταξικών αντιφάσεων, και του Vaziulin για τη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας, φωτίζεται η δυνατότητα υπέρβασης της κυρίαρχης χρήσης της ψυχιατρικής και η μετατροπή της σε πεδίο κοινωνικής χειραφέτησης (Foucault, 1974· Allen, 2023· Poulantzas, 1978· Vaziulin, 2012).
Η απελευθέρωση και η αντιμετώπιση του Καπιταλισμού προϋποθέτουν την καταπολέμηση των στερεοτύπων και του φόβου απέναντι στην ψυχική ασθένεια μέσω της ενημέρωσης και της εκπαίδευσης του κοινού. Τα προγράμματα πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας εστιάζουν το ενδιαφέρον όχι μόνο στην αντιμετώπιση της ασθένειας, αλλά και στην προώθηση ενός υγιούς κοινωνικού πλαισίου που διασφαλίζει τη συνοχή και αλληλεγγύη (Corrigan et al., 2014; Ζαφειρίδης, 2020).
Συνεπώς, η πρόκληση για τους ειδικούς είναι η ανάπτυξη μιας ευαισθησίας απέναντι στις δυναμικές εξουσίας, η ικανότητα αναστοχασμού και η ενσωμάτωση κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραμέτρων στη θεραπευτική πράξη. Μέσω ενός τέτοιου διεπιστημονικού και κριτικού πλαισίου, οι ειδικοί καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους από τους παραδοσιακούς εξουσιαστές στη θέση συμμάχων και υποστηρικτών των ασθενών (Basaglia, 2008; Ζαφειρίδης, 2020; Thornicroft, 2006).
Βιβλιογραφία
- Agamben, G. (2005) State of Exception, tr. Kevin Attell, The University of Chicago Press, Chicago
- Althusser, L. (1970). Ideology and ideological state apparatuses (Notes towards an investigation). La Pensée, 151, 3–38.
- Basaglia, F. (1968). The man who invented the asylum.
- Basaglia, F. (2008). Εναλλακτική Ψυχιατρική, εκδόσεις Καστανιώτη
- Conrad, P. (2007). The medicalization of society: On the transformation of human conditions into treatable disorders(2nd ed.). Johns Hopkins University Press.
- Δαφέρμος, Ε. (2002). Η πολιτισμική-ιστορική θεωρία του Vygotsky, εκδόσεις Ατραπός
- Gramsci, A. (1971). Selections from the Prison Notebooks(Q. Hoare & G. Nowell-Smith, Eds.). International Publishers.
- Marshall, T. H. (1950). Citizenship and social class. Cambridge University Press.
- Μπιτσάκης, Ε. (2013). Ανθρώπινη Φύση και κομμουνισμός, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2013
- Reicher, S. D., & Haslam, S. A. (2006). Rethinking the psychology of tyranny: The BBC prison study. British Journal of Social Psychology, 45(1), 1–40.
- Rose, N. (2007). The politics of life itself: Biomedicine, power, and subjectivity in the twenty-first century. Princeton University Press.
- Jost, J. T., & Banaji, M. R. (1994). The role of stereotyping in system-justification and the production of false consciousness. British Journal of Social Psychology, 33(1), 1–27.
- Πατέλης, Δ. και Κακαρίνος,Γ. (2019). Από τη Σοβιετική Ψυχολογία στη λογική της Ιστορίας: Ψυχολογία και Μαρξισμός. Εκδόσεις Τόπος
- Poulantzas, N. (1978). State, power, socialism.
- Scull, A. (1979). Museums of madness: The social organization of insanity in nineteenth-century England. Allen Lane.
- Sedgwick, E. K. (1982). The repressive hypothesis.
- Vaziulin, V. A. (2012). Η Λογική της Ιστορίας(Δ. Πατέλης, Μετάφραση, 2η Έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ.