Δεκέμβρης του σαράντα τέσσερα
Με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ
Η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει
Ο θανατάς
Να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι
Έτσι γεννήθηκα στη Σαλονίκη
….
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
Στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ
Με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στη γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία…
«Η Ρεζέρβα» κυκλοφόρησε το 1979 από την ΛΥΡΑ
Δεν εξαντλείται με ένα άρθρο και μάλιστα επικήδειο, μια καλλιτεχνική και πολιτική μορφή σαν του Διονύση Σαββόπουλου που πέθανε σε ηλικία 81 ετών. Ούτε σε όλα του τα τραγούδια, τους στίχους και τις μουσικές του μπορεί κανείς να αναφερθεί, πόσο μάλλον να αναλύσει και να αποτιμήσει.
Μόνο στιγμές μπορούμε να αναπαράγουμε, αλλά κυρίως να μεταφέρουμε το συνολικό αποτύπωμα του καλλιτέχνη στην ατομική μας ζωή και τη μεγάλη Ιστορία της χώρας μας, μιας και ουδείς μπορεί να αρνηθεί πως υπήρξε μία από τις επιδραστικότερες προσωπικότητες της μεταπολεμικής Ελλάδας, μέρος της περίφημης γενιάς του ’60.
Γεννήθηκε, όπως διηγείται και στο εμβληματικό τραγούδι, στην Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944 και κατεβαίνει στην Αθήνα την άνοιξη του 1963 μετά την δολοφονία του Λαμπράκη που τον συγκλονίζει, μ’ ένα φορτηγό, όπως επίσης γράφει αργότερα στο «Φορτηγό» του.
Στην Αθήνα ενώνεται με το φοιτητικό κίνημα της εποχής (παρότι έχει εγκαταλείψει τη Νομική σχολή της Θεσσαλονίκης) και παρασύρεται από το κλίμα και την πρώτη Άνοιξη της δεκαετίας του 60.
Παρακολουθεί το Τέταρτο Πανσπουδαστικό Συνέδριο, στο Θέατρο Χατζηχρήστου (22-28 Απριλίου 1963), ενώ συμμετέχει στην ίδρυση της ΕΦΕΕ και ακόμη στο Σύνδεσμο Νέων δια τον Πυρηνικόν Αφοπλισμόν “Bertrand Russell”. Μάλιστα στα γραφεία του Συνδέσμου θα στεγαστεί περιστασιακά, όπως και σε σπίτια φίλων και γνωστών.
Φυσικά, την ίδια εποχή δραστηριοποιείται στην ΕΔΑ, συλλαμβάνεται στην Πρώτη Μαραθώνια Πορεία, είναι κοντά με τους «Λαμπράκηδες», διαβάζει «Αυγή», «Πανσπουδαστική» και «Επιθεώρηση Τέχνης», συμμετέχει σε εκδηλώσεις για τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωρίζεται με την Μαρία Φαραντούρη, τον Μάνο Λοΐζο κ.ά., επιχειρώντας παράλληλα τις πρώτες δειλές εμφανίσεις του (πρώτη φορά, σ’ ένα σινεμά στο Κερατσίνι), κάνοντας όμως παράλληλα κι άλλες δουλειές για να επιβιώσει (σερβιτόρος, μπογιατζής, αχθοφόρος, γυμνό μοντέλο στη σχολή Καλών Τεχνών, δημοσιογράφος) (από στοιχεία της LIFO).
Είναι ο Σαββόπουλος που αγαπήσαμε όλοι εμείς, παλιότεροι και νεότεροι, όσοι μεγαλώσαμε και πολιτικοποιηθήκαμε με τα τραγούδια του τη δεκαετία του ΄70.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλοι μας έχουμε να διηγηθούμε μια προσωπική μας ιστορία που σχετίζεται με κάποια συνάντηση μαζί του μέσω της μουσικής και των τραγουδιών του.
«Ο πρώτος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου ήταν ένα 45άρι με τέσσερα τραγούδια, ένα EP δηλαδή, που κυκλοφόρησε από την Lyra, στις 15 Φεβρουαρίου 1965. Περιείχε τα κομμάτια «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ (Εγερτήριο)», «Μια θάλασσα μικρή», «Τα πουλιά της δυστυχίας» και «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη».
Τα τραγούδια ακούγονται μέσα στο Νέο Κύμα, που λανσάρει τότε η Lyra, αλλά είναι φανερό πως δεν έχουν ουδεμία σχέση με τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού, που έλεγε τότε η Καίτη Χωματά, ή μ’ εκείνα του Γιώργου Ζωγράφου και του Γιάννη Πουλόπουλου. Ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραφε στο οπισθόφυλλο εκείνου του πρώτου EP του:
«Πάνε δύο χρόνια που τελειώνοντας το Γυμνάσιο στη Σαλονίκη, κατέβηκα στην Αθήνα να βρω δουλειά. Να τώρα σ’ αυτό το δίσκο τέσσερα από τα πρώτα τραγούδια μου. Δεν είναι παρά εικόνες και άνθρωποι από τη Σαλονίκη και την Αθήνα. Το Μπαχτσέ-Τσιφλίκι, η Καλαμαριά και φυσικά όλοι οι φίλοι. Σ’ αυτό το δίσκο πολλά πράγματα θυμίζουν Ζακ Πρεβέρ, Χριστιανόπουλο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μπρασσένς ή Ρωμανό Μελωδό. Σ’ όλα αυτά προστίθεται η προσωπική μου ομιλία, το μεράκι μου να πούμε. Έτσι κάπως, με χίλιους επηρεασμούς, φτιάχνεται το καινούργιο τραγούδι. Είναι ζεστό, οικείο, ολοζώντανο. Έχει ένα κόμπο χαρά κι ένα κόμπο θλίψη. Πολλή πίστη και πολλή ελπίδα. Είναι τόσο μικρό όσο να χωράει ένα φιλί, και τόσο μεγάλο όσο να χωράει μια επανάσταση. Σ’ αυτό το τραγούδι, κτήμα του λαού, πιστεύω κι εγώ». (από παλιότερο αφιέρωμα της LIFO).
Σ’ αυτή τη χρονική στιγμή θα ‘θελα να επικεντρώσουμε. Σ’ αυτήν τη λαμπερή στιγμή της έναρξης ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Γιατί ακόμα και οι μετέπειτα «φτηνές» επιλογές του, δεν τον βούλιαξαν ακριβώς γιατί ο μύθος του είχε δημιουργηθεί σ’ εκείνη τη μαγική εποχή της αθωότητας.
Ο Σαββόπουλος αποτελεί έναν κρίκο στη «Χρυσή αλυσίδα» των καλλιτεχνών, ποιητών της μεταπολεμικής Ελλάδας, αυτών που έγραψαν το σάουντρακ της χώρας μας, με τους αγώνες, τις πληγές, τα πετάγματα, τις νίκες και τις ήττες της.
Δεν θα άντεχε ο λαός μας και μεις οι ίδιοι, μια τόσο βαριά ιστορία έως σήμερα, χωρίς τα τραγούδια, τις μουσικές και τα ποιήματα των τροβαδούρων.
Πώς θ’ αντέχαμε χωρίς το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Χατζηδάκι, το Μάνο Λοΐζο, τον Λεοντή, τον Μικρούτσικο και ευτυχώς όλων των άλλων, των ων ουκ έστιν αριθμός καλλιτεχνών μας;
Επομένως μόνο σεβασμός οφείλεται σ’ αυτούς που μας παρείχαν τα καύσιμα, καύσιμα που τροφοδότησαν την κίνηση μιας ολόκληρης ζωής, μας συντρόφεψαν την εφηβεία μας, τα πρώτα νιάτα μας, τις διαδηλώσεις μας, τους έρωτές μας, τους συμβιβασμούς μας, το χαμηλωμένο κεφάλι αλλά και τα πετάγματα του νου και της καρδιάς, όταν βάζαμε πλώρη «για το φως του μέλλοντός μας».
Ανήκω στην «αλοίθωρη νεολαία» και την «τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική» .
Γι’ αυτό και τώρα μπορώ και γράφω.
Είμαστε τόσο τυχεροί τελικά, εμείς οι άτυχοι αυτής της χώρας.
Μπορούμε ακόμα και να τσακωνόμαστε για τόσο μεγάλα μεγέθη.
Μπορούμε ακόμα να κλαίμε πάνω από το νεκρό σώμα ενός μισητού αγαπημένου φίλου, που άλλοτε μας συντρόφεψε στους έρωτες και τους αγώνες και τους δρόμους και στο όνειρο για μια πιο όμορφη ζωή και άλλοτε έμοιαζε να «αφοδεύει» πάνω σ’ αυτό το ίδιο σώμα.
Κάποια στιγμή αποφάσισε από τροβαδούρος του κινήματος και της αντίστασης, των δρόμων του λαού και της αγωνιζόμενης νεολαίας, της προδικτατορικής, της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων και του αντιδικτατορικού κινήματος, να μετατραπεί σε «τζουτζές» της αστικής τάξης.
Όμως:
«Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους…» γράφει ο Φοίβος Δεληβοριάς.
Είπε ένα τραγούδι για τον καθένα μας. Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ’ την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του ‘70 και φλώροι του ‘90, όλοι λίγο πολύ, αλλά χώρια ο ένας από τον άλλον περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, σιγοτραγουδώντας ή αναλύοντας κάποιο στίχο.
Γιατί, τι πιο άμεσο απ’ το «Φορτηγό», το «Περιβόλι», το «Βρώμικο ψωμί», τους «Αχαρνής», τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια»; Όλα πράγματα σύνθετα και απρόσιτα, δύσκολα σαν τον τραυλό στον «Μπάλλο», σαν το «παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει » στο «Μυστικό τοπίο», σαν τα ανάποδα φλάουτα στη «Μαύρη Θάλασσα», σαν τα ακόρντα και τα στιχουργικά μέτρα στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Κι όμως όλα χτυπάνε κέντρο. Ποιητικό, μουσικό, φιλοσοφικό, πνευματικό. Ανθρώπινο και πέρα από τον άνθρωπο.
Διαπόμπευση, σκληρή απογύμνωση στο «Κούρεμα», στο ΖΟΟΜ της Πλάκας, (προφανώς το 1989) κάποιων ορκισμένων πρώην θαυμαστών του που του πετούσαν δεκάρικα και τον έβριζαν, ενώ εκείνος, κουρεμένος -κόσμος ελάχιστος- με μια εικόνα μέσου ανθρώπου, περιέργως αποκρουστική στο ερωτευμένο με την τέχνη του ασυνείδητό μας, τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60 εκδρομείς» και τους «Κωλοέλληνες» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δυο όργανα να λέει αμέσως μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι».
«Εκεί, συνεχίζει ο Φοίβος, τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ, δεν αισθάνθηκα καμία «προδοσία» στη συμπεριφορά του. Αντίθετα αισθάνθηκα μια αποτρόπαιη τιμιότητα. ΄Εδειχνε στους ανθρώπους του ποιος ήταν και ποιος είχε γίνει, ποιοι ήταν στο όνειρό τους και ποιοι ήταν στον καθρέφτη τους. Και δεν ήταν καθόλου ωραίο αυτό. Κυρίως γιατί μέσα στη βίαιη αυτή πράξη τα τραγούδια του είχαν γίνει λίγο σα δηλώσεις, σαν εκθέσεις ιδεών, μέσα σε όλα όσα είχε «κουρέψει», ήταν και η ποιητική του απόλυτη ελευθερία.
Κι όμως και μέσα στο ύστερο έργο του, αυτό που έπεται του περίεργου αυτού «αποχαιρετισμού» στον νεανικό του εαυτό, υπάρχουν στιγμές που δε γίνεται να συγκριθούν με τίποτε άλλο, κανενός άλλου. Η πρόζα στον «Μονομάχο», το «Φως στις 10 το πρωί», ο «Χρονοποιός»… Καθαρόαιμα, ουρανοπρεπή αριστουργήματα».
Μέσα σ’ αυτόν τον δίσκο -καταστροφή (και του εαυτού του), υπάρχει ένα τραγούδι , «το Καλοκαίρι» που μοιάζει να θέλει να γαληνέψει το μέσα του και μέσα μας εαυτό, κάτι σα να μας ζητάει συγνώμη για την αθλιότητα των υπόλοιπων.
Οι τραγουδοποιοί μετά απ’ αυτόν, μάθανε τον τρόπο μέσα από τα δικά του τραγούδια και μέσα από τις συνεργασίες τους μαζί του. Πραγματικά στο Σαββόπουλο εκτός των άλλων «χρωστάμε» και την άνθιση έως σήμερα των τραγουδοποιών, των χειροποίητων τροβαδούρων.
Και ο απολογισμός στο «εμείς του ‘60 οι εκδρομείς» που αφορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και στον μικροαστισμό και «το βόλεμα» που η γενιά του προσχώρησε, θα ήταν ένας τίμιος απολογισμός, εάν δεν επακολουθούσε η πλήρης του ενσωμάτωση στο «αντίπαλο στρατόπεδο», εάν δεν μεταμορφωνόταν συνολικά σε «τροβαδούρο του δεξιού καθεστωτικού συστήματος» αλλά και της μεγαλοαστικής τάξης. Μια τάξη που δεν τον καταλάβαινε μεν ως ποιητή του ήχου και του λόγου, αλλά τον καλοδεχόταν ξεπουπουλιασμένο και γεροξεμωραμένο να βγάζει ως ταχυδακτυλουργός από την τούρτα των γενεθλίων του πάνω στη σκηνή του Ηρωδείου την Καλομοίρα ως λαγό από το καπέλο. Ή να καλεί στριπτιζέζ στα θεάματά του. Γιατί έτσι έπαιρνε το αίμα της πίσω για την αποχή της (και όχι μόνο) από τους αγώνες αυτού του λαού. Τότε εμείς όντως νιώθαμε ντροπή για τον ποιητή της εφηβείας και της νιότης μας.
Ποιος ήταν πιά ο Καραγκιόζης και ποιος συμμαχούσε με τους κατασκευαστές της «παράγκας»;
Ο Σαββόπουλος συντηρητικοποιήθηκε σταδιακά. Από το τέλος του 1970 (με τη «Ρεζέρβα» στην οποία κυριαρχεί η πολιτική σάτιρα προς την αριστερά της εποχής, αλλά περιλαμβάνεται και το «Τί έπαιξα στο Λαύριο» και το ζεϊμπέκικο στο Νίκο Κοεμτζή), τα «Τραπεζάκια έξω» του 1983 με τη στροφή του στην νεοορθοδοξία και τον ελληνικό κοινοτισμό (με το σουξέ «Ας κρατήσουν οι χοροί»), τα υπερθεάματα στο ΟΑΚΑ και το Ηρώδειο, τις εκπομπές στην ΕΡΤ για το ελληνικό τραγούδι, που δημιουργούσαν την εικόνα ενός «εθνικοποιημένου» Διονύση Σαββόπουλου, έως το 89-90 κατά την κρίση του πολιτικού συστήματος και τη συνέργεια της Αριστεράς με το Μητσοτάκη-πατέρα και τον διασυρμό του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, ξεκαθαρίζει μια και καλή τους λογαριασμούς του με την Αριστερά και συμμαχεί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με την οικογένεια του οποίου διατήρησε φιλίες μέχρι το θάνατό του.
(Το Μητσοτάκ” που είναι ικανό να μας απαλλάξει από “το κνώδαλο τον παπατζή”).
Ο Σαββόπουλος ήταν ο ίδιος, ως προσωπικότητα συνολική, σωματικά και πνευματικά, όχι μόνο αυθεντικό κομμάτι μέσα στην αντιφατικότητα του, της μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά αποτελεί θα έλεγε κανείς ως καλλιτέχνης, τη συμπύκνωση και τον ανακλαστικό καθρέφτη της Ελλάδας του εμφυλίου που τον γέννησε, της δεκαετίας του ’60 που τον ένωσε με τα πλήθη της «Πλατείας» στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, των κελιών της χούντας που τον ένωσαν με τους πιο λαμπρούς μας ποιητές και συνθέτες και της πρώιμης μεταπολίτευσης με την ανάταση και τις ελπίδες που αυτή έφερε σ’ έναν ταλαιπωρημένο λαό αλλά και τις συνακόλουθες διαψεύσεις.
Από κει και πέρα πράγματι εξαρτάται από τον καθέναν μας «το με ποιόν θα πας και ποιον θ’ αφήσεις».
Όπως άλλωστε έγραφε και ο ίδιος:
Μη, μην το πεις
Οι παλιοί μας φίλοι
Μην το πεις
Για πάντα φύγαν
Τόμαθα πια
Τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια
Για πάντα φύγαν
Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν
Γίνανε παιγνίδι στα χέρια των παιδιών
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
Κι έρχεται η στιγμή για ν αποφασίσεις
Με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις
Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται
Όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται
Εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω
Τις μέρες τις παλιές
(Φορτηγό – 1966)
Οι δεκαετίες από το 1990 και μετά είναι καλλιτεχνικά αδιάφορες και ευθέως ανάλογες της ολοένα και συντηρητικότερης πολιτικής του διολίσθησης. Το καλύτερό του, φανταστείτε- ήταν το τραγούδι με τους στίχους «Μέρες καλύτερες θα ‘ρθουν» από το δίσκο «Μην πετάξεις τίποτε» του 1994:
Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;
εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος
Προτίμησε τελικά, το δρόμο όχι μόνο της ενσωμάτωσης αλλά και του προπαγανδιστή ενός σάπιου συστήματος που βρωμοκοπούσε. Δεν μπόρεσε κατά τη γνώμη μου να παράγει τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έργο αντάξιο εκείνου που ο δρόμος, η πλατεία και τα κελιά της χούντας του ενέπνευσαν.
Φυσικά υπάρχουν λέξεις και μελωδίες του, όψιμες, που νοσταλγικά μας τον θυμίζουν εκείνον τον παλιό βαλκάνιο ροκά που έφτιαχνε χειροποίητους ήχους με δεκαπεντασύλλαβο και συνάμα λαϊκό και ρεμπέτικο και ροκ και μελωδίες ευρωπαϊκές, και, και, και, γιατί αυτό το πολιτισμικό μείγμα ήταν που μας γοήτευε μαζί με τη στόφα του παραμυθά και νιώθαμε να μας αφορά, αλλά δεν γέννησαν κάτι αντάξιο συνολικά εκείνων των πρώτων μελωδικών στίχων και τραγουδιών.
Όμως, οι όψιμοι φίλοι του, οι γνωστοί πολιτικοί και μεγαλοαστοί που τον κανάκευαν και του διέθεταν τα ελικόπτερα για να μεταφερθεί στις εξοχικές τους βίλες και στα πάρτι τους, δεν γνωρίζουν απ’ έξω έστω και έναν στίχο του.
Ούτε εντόπισα ποτέ δεξιό να τραγουδάει «Στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι», ούτε καν «Τα κορίτσια δυό – δυό»…
Φανταστείτε το ρεζίλι ενός πρωθυπουργού που τον αποχαιρέτησε χωρίς να γνωρίζει, ούτε αυτός ούτε το περιβάλλον του, τα τραγούδια του με αποτέλεσμα να μπλέξει τη «θάλασσα πλατιά» του Μάνου Χατζηδάκι με το «μια θάλασσα μικρή» του εκλιπόντος που υποτίθεται ότι τιμούσε. Ας είναι. Αυτή η φυλή «η μαυριδερή, η κοντοπόδαρη» που τόσο λοιδόρησε, αυτή η λαϊκή Ελλάδα, οι νέοι της, οι φοιτητές της, οι μετανάστες και τα «Παιδιά από το Λαύριο» τον τιμούν πραγματικά μέσα τους. Γιατί αυτοί νιώθουν ότι το έργο του, στις καλύτερες στιγμές του, στις κορυφές του, αφορούσε αυτόν, τη ζωή και τον αγώνα του.
Είναι αλήθεια πως ήταν ένας χαρισματικός παραμυθάς. Ήθελε να γίνει στα στερνά του και «σοφός παππούς» αλλά ο βαθύς συντηρητισμός του δεν το επέτρεψε. Μετουσιώθηκε σε τόσο κομφορμιστή που μόνο συνταξιούχο τραπεζοϋπάλληλο θύμιζαν τα λόγια του.
Τον ενοχλούσαν οι μετανάστες και οι τοξικοεξαρτημένοι, τους ήθελε σε κάποιο νησί αποκομμένους. Καλό ήταν να μην άνοιγε το στόμα του.
Όμως ο ίδιος ήταν βαθιά πολιτικοποιημένος και εγωιστής, πατριαρχικός και αυταρχικός, ο πιο στρατευμένος της γενιάς του. Δεν υπήρξε ποτέ του ο καλόβολος «θείος» με τις καλοπροαίρετες συμβουλές του που καθόταν στο τραπέζι με τους νέους κάποια κυριακάτικα μεσημέρια, έπαιρνε θέση και μάλιστα οξεία σε όλα τα θέματα της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας. Έτσι όμως ήταν υποχρεωμένος να δέχεται και την κριτική ακόμα και τη δημόσια διαπόμπευση.
Όντως θα τον χαρακτηρίζαμε ως αφηγητή της εποχής και των ιδεών της, αφουγκράστηκε τα συναισθήματά της, συνομίλησε με το δικό του τρόπο με την Ιστορία και την ποίησή της. Μέσα από τη μουσική, τους στίχους, την πολιτισμική του παρουσία και την ιδιόρρυθμη προσωπική του καλλιτεχνική παιδεία, που δεν ήταν ούτε ακαδημαϊκή, ούτε συμβατική (μάλλον αυτοδίδακτο θα τον λέγαμε) διαμόρφωσε το δικό του ηχόχρωμα, ένα καλλιτεχνικό ιδίωμα που πάταγε ταυτόχρονα στο παρελθόν με το παρόν, την τέχνη με την κοινωνία, το λαϊκό με το λόγιο.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να «δει» τον Τσε Γκεβάρα σαν Γεώργιο Καραϊσκάκη;
Η οθόνη βουλιάζει
Σαλεύει το πλήθος
Εικόνες ξεχύνονται με μιας
Πού πας παλληκάρι ωραίο σα μύθος
Κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς
Ρεζέρβα – 1979
Και ενώ ήδη από το 1975 αρχίζει να διαφοροποιείται από την αριστερά, στο σάουντρακ για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Happy Day» (Σεπτέμβριος 1976), o Διονύσης Σαββόπουλος θα φυλάξει ένα προσκύνημα για τους αγωνιστές της Αριστεράς, για τους κομμουνιστές που βασανίστηκαν ή και εκτελέστηκαν στην Μακρόνησο.
Η λέξη φυσικά δεν αναφέρεται αλλά στο δίσκο υπάρχει το «Σχόλιο», με τους εκπληκτικούς στίχους και την ερμηνεία του Σαββόπουλου («Ξέρω ανθρώπους σαν κι εσάς / που μου λεν “μην τα ρωτάς / γύρω στο ’48 πέρασα από ’κει κι εγώ / ήταν μέρες φοβερές η Μακρόνησο που λες”», «Νιώθω άλλος, κι άλλη μια / χαιρετώ με τη γροθιά / δεν έχει τι, δεν έχει πού /
Και επίσης στην «Αμνηστεία ΄64» αναφέρεται και πάλι στους εξόριστους κομμουνιστές:
Κοράκου χρώμα τα μαλλιά κι ασπρίσανε
Απ’ τη μεριά της εξορίας γυρίσανε
Το σπίτι αδειανό σβησμένη η φωτιά
Ο κάμπος πληγή
Ο τάφος μικρός
Η μάνα δε ζει
Κι ένα πουλάκι λαλεί
….
Είμαστ’ οι πρώτοι κι ακολουθάνε
Αναστημένοι χίλιοι νεκροί
Ίδιοι καιροί ξημερώνουνε πάλι
Να η φωτιά να η ζωή
Αυτά του τα πιστώνουμε
Ότι και να δήλωσε ο Διονύσης Σαββόπουλος τα τελευταία χρόνια, ό,τι και να ‘γραψε στην Αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε πέρυσι, στην Ιστορία θα μείνει για πάντα η σπηλαιώδης φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου, να τραγουδάει ραγίζοντας βεβαιότητες και καθεστωτικές ρεβεράντζες:
Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
Βάλε στα ρούχα σου φωτιά
Βάλε στα όργανα φωτιά
Να τιναχτεί σα μαύρο πνεύμα
Η τρομερή μας η λαλιά

