Μια τροπολογία εξαιρετικά σοβαρής σημασίας για την υγειονομική περίθαλψη στη Γαλλία
«Τι πρόοδος! Τον Μεσαίωνα θα με καίγανε στην πυρά. Τώρα καίνε στην πυρά τα βιβλία μου», αναφωνεί ο Φρόυντ, όταν οι Ναζί εισέβαλαν στην Αυστρία και έριχναν στην πυρά πολλά από τα βιβλία του, μαζί με εκείνα άλλων διάσημων στοχαστών. Ωστόσο, η μεσαιωνική αντίληψη, φαίνεται να αναβιώνει αυτές τις μέρες στη Γαλλία, αναφορικά με το μέλλον της ψυχανάλυσης. Ναι, ο πατέρας της ψυχανάλυσης «κινδυνεύει», μαζί με τις πρακτικές και τη θεωρία του, να «απαγορευτεί» από την κρατική και συνεπώς τη δημόσια «αναγνώριση», ως μη μετρήσιμος!
Το παραπάνω δεν αποτελεί αποκύημα φαντασίας, αλλά τροπολογία υπ’ αριθμ. 159. Μια τροπολογία εξαιρετικά σοβαρής σημασίας για την υγειονομική περίθαλψη στη Γαλλία. Η εν λόγω τροπολογία, στο νομοσχέδιο για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης (PLFSS), κατατέθηκε στη Γερουσία από τους γερουσιαστές GUIDEΖ, VERMEILLET, JACQUEMET και τον γερουσιαστή CANÉVET, και αποτελεί μια κραυγαλέα απόδειξη αυτού.
Η τροπολογία προτείνει την απαγόρευση, από την 1η Ιανουαρίου 2026, κάθε δημόσιας χρηματοδότησης περίθαλψης, διαδικασιών και υπηρεσιών που ισχυρίζονται ότι είναι ψυχαναλυτικές ή βασίζονται σε ψυχαναλυτικά θεωρητικά θεμέλια, ανεξαρτήτως του συστήματος: CMP, Mon Soutien Psy, ιατροκοινωνικά ιδρύματα.
Το πρόσχημα με το οποίο εισηγείται η τροπολογία αφορά στο επικαλούμενο μη «αποδεδειγμένο ιατρικό όφελος». Ειδικότερα, σύμφωνα με την εισήγηση των παραπάνω γερουσιαστών: «Οι ψυχαναλυτικά βασισμένες θεραπείες, ιδιαίτερα όταν εφαρμόζονται σε νευροαναπτυξιακές διαταραχές, αγχώδεις ή καταθλιπτικές διαταραχές και χρόνιες ψυχιατρικές παθήσεις, στερούνται προς το παρόν επιστημονικής επικύρωσης και θετικής αξιολόγησης του ιατρικού τους οφέλους από την Εθνική Αρχή Υγείας της Γαλλίας (HAS). Αρκετές δημόσιες εκθέσεις έχουν επισημάνει την απουσία στοιχείων αποτελεσματικότητας και την ακατάλληλη, ακόμη και αντιπαραγωγική, φύση αυτών των προσεγγίσεων, οι οποίες θα πρέπει να διακρίνονται από την ψυχοθεραπεία.»
Ωστόσο, η αιφνίδια αυτή ενέργεια —καθώς δεν έχει προηγηθεί διαβούλευση με τις ειδικούς του κλάδου, σχετικά με το θέμα, ούτε ζητήθηκαν σχετικές έρευνες και μελέτες τις οποίες εφαρμόζουν τις πρακτικές της ψυχαναλυτικής μεθόδου— αποσκοπεί στην «κανονικοποίηση» συγκεκριμένων μεθόδων (συμπεριφορικών, κ.ά.). Καθώς εγκαθίστανται διαμέσου της τροπολογίας 159 οι επίσημες «κρατικές μέθοδοι». Δεν είναι λίγες οι φωνές που πίσω από τη συγκεκριμένη ενέργεια βλέπουν το «λόμπι των φαρμακευτικών», αλλά ούτε και εκείνοι που θεωρούν ότι επιχειρείται «η απομάκρυνση» της σκέψης του Φρόυντ εν συνόλω από την κοινωνική ζωή της πολιτικά ταραγμένης Γαλλίας. Την άποψη των τελευταίων, ισχυροποιεί η χρονική περίοδος (συγκηρία) που διανύει η Ευρώπη, η οποία απαιτεί σημαντικές περικοπές κοινωνικών δαπανών από τα κράτη – μέλη, προς όφελος των πολεμικών εξοπλισμών και της πολεμικής βιομηχανίας.
Την ίδια στιγμή, για ζήτημα Δημοκρατίας και ισότητας κάνει λόγο ο πρόεδρος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου (ECF), Anaëlle Lebovits-Quenehen. Όπως γράφει χαρακτηριστικά στην επιστολή προς τους Γάλλους βουλευτές και γερουσιαστές, που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ECF: «Θεωρώ ότι το θέμα είναι υγείας, αλλά και δημοκρατίας: πρόκειται για ζήτημα ελευθερίας και ισότητας».
Ιδίως, επισημαίνει σημαντικό κίνδυνο και ζητά την απόσυρση της τροπολογίας: «Θεωρώ ότι αυτό το τροποποιητικό αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για τους πολίτες, τους οποίους και οι δύο Βουλές έχουν την ευθύνη να προστατεύουν. Το θεωρώ επίθεση στην ψυχανάλυση, βασισμένη σε μια ιδεολογία η οποία, κατά την άποψή μου, είναι αντιπαρατεταγμένη στην ίδια την ψυχανάλυση.»
Πολλοί επαγγελματίες που εργάζονται σε δημόσια ιδρύματα υγείας επιλέγουν στην πρακτική τους να αξιοποιούν την ψυχαναλυτική προσέγγιση. Δεν είναι όλοι, αλλά η ελευθερία επιλογής των επαγγελματιών και των ασθενών είναι κρίσιμη για την ποιότητα της προσφοράς υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Το τροποποιητικό ισχυρίζεται ότι δεν θα αγγίξει την «ελευθερία επιλογής των ασθενών» ούτε την «ελευθερία πρακτικής των επαγγελματιών». Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, είναι ακριβώς αυτές τις ελευθερίες που στοχεύει να περιορίσει.
Ανησυχώ ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο οι πιο ευάλωτοι πολίτες —όσοι δεν έχουν οικονομικούς πόρους— να στερηθούν αυτή την προσανατολισμένη θεραπευτική επιλογή, λόγω της κατάργησης της αποζημίωσης από την ασφάλιση.
Η École de la Cause freudienne είναι αναγνωρισμένη ως Association reconnue d’utilité publique (σύνδεσμος αναγνωρισμένος ως κοινωφελής) από το 2006, γεγονός που καταδεικνύει τη σημαντικότητά της και το κύρος της.
Με αυτή την επιστολή, ζητώ επίσημα την απόσυρση αυτού του τροποποιητικού, το οποίο χαρακτηρίζω “ιδεολογικό και ψευδές”, και εκφράζω την πεποίθηση ότι πιθανώς έχει συνταχθεί χωρίς πλήρη επίγνωση των συνεπειών που περιγράφουμε.», σημειώνει ο πρόεδρος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου.
Ενώ, μετά το φόρουμ που διοργανώθηκε στις 19 Νοεμβρίου με τίτλο «FORUM CONTRE L’AMENDEMENT LIBERTICIDE 159», από την Σχολή του Φροϋδικού Αιτίου, δημοσιεύτηκε στον λογαριασμό της, στο X (πρώην Twitter), το ακόλουθο σχόλιο: «χωρίς καμία δικαιολογία, αυτή η τροπολογία θα αφαιρούσε την ψυχανάλυση από το πεδίο της δημόσιας ψυχικής υγείας».
Παράλληλα, για τις επιπτώσεις στην περίπτωση που η τροπολογία αυτή εγκριθεί, από 1ης Ιανουαρίου 2026, σε άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες στον τομέα της ψυχικής υγείας, κάνει λόγο σε ανακοίνωση συμπαράστασης η Νέα Λακανική Σχολή (NLS).
Σαφώς το ζήτημα της ψυχανάλυσης υπερβαίνει κατά πολύ το τεχνικό ζήτημα της χρηματοδότησης στη δημοσία υγεία, παρά το γεγονός ότι μια τέτοια απόφαση, αφήνει μετέωρο το ερώτημα, εάν με το ίδιο σκεφτικό, θα περικοπούν δαπάνες και από τη Δημόσια Παιδεία καθώς πολλά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα παραδοσιακά στη Γαλλία έχουν ως αντικείμενο σπουδών την ψυχανάλυση. Γι’ αυτόν τον λόγο, αγγίζει, τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία επιτρέπει —ή απαγορεύει— στους ανθρώπους να μιλούν για τον εσωτερικό τους κόσμο. Διότι η ψυχανάλυση, με όλα τα όριά της, παραμένει ένας χώρος όπου ο λόγος δεν μετριέται με δείκτες, ούτε υποτάσσεται σε πρωτόκολλα. Και ίσως αυτό ακριβώς να ενοχλεί: ότι υπενθυμίζει πως ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σύμπτωμα προς «διόρθωση», αλλά και υποκείμενο που αναζητά νόημα.
Ίσως αυτό να καθιστά, διαχρονικά επίκαιρη την σημείωση των Rene Major και Chantal Talagrand, στη βιογραφία του Φρούντ: «Η ψυχανάλυση είναι πολιτική. Πολιτική της απελευθέρωσης από τα δεινά που υποδηλώνουν τον εαυτό μας, τον άλλο, τον κόσμο. Τα πολιτικά καθεστώτα το γνώριζαν αυτό πάντοτε. Η ζωή και το έργο του Σίγκμουντ Φρόυντ (1856-1939) το μαρτυρούν. Πρέπει τότε να κάψουμε τον Φρόυντ και να τελειώνουμε με την ψυχανάλυση; Από την «Ερμηνεία των ονείρων» μέχρι το έργο «Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία», η φροϋδική σκέψη συνεχίζει να προκαλεί θύελλα αντιδράσεων…».
Για όλα τα παραπάνω, η απόφαση της Γερουσίας (πρόκειται για πολιτική απόφαση), δεν θα καθορίσει μόνο το μέλλον μιας θεραπευτικής πρακτικής, αλλά και το πώς η Δημοκρατία ορίζει τα όρια της σκέψης, της ελευθερίας και της ανθρώπινης εμπειρίας. Όταν μια κοινωνία παύει να αναγνωρίζει τον χώρο του ασυνείδητου, κινδυνεύει να χάσει ένα μέρος της ίδιας της ανθρωπιάς της.
Σε κάθε περίπτωση, η επικείμενη απόφαση σχετικά με την ψήφιση ή την καταψήφιση της τροπολογίας 159, που θα συζητηθεί στη Γερουσία μέχρι τις 26 Νοεμβρίου 2025, θα αποτελέσει ιστορική στιγμή για το μέλλον του ψυχαναλυτικού κινήματος παγκόσμια, καθώς και για το μέλλον της ποιότητας της ίδιας της Δημοκρατίας στη Γαλλία, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη…
* Η Βάσω Μουρελά είναι Πολιτικός Επιστήμονας
Βιβλιογραφία: «Φρόυντ», Rene Major and Chantal Talagrand (Μετάφραση στα ελληνικά: Ελένη Κουκούλη και Άννα Πίγκου).

