«Ήμουνα στην ΕΠΟΝ, όπως κάθε νέος άνθρωπος τότε. Ήταν μια εποχή που ο καθένας έδινε τη συμμετοχή του στον αγώνα εναντίον των Γερμανών. Η Αντίσταση ήταν όμως και μια νομιμοφανής ανταρσία και απέναντι στο σπίτι μας. Το ξενύχτι αποκτούσε νομιμότητα, οι ερωτικές μας ιστορίες αποκτούσαν νομιμότητα, διότι όλα αυτά ήταν συνδεδεμένα με την Αντίσταση. Εγώ πιστεύω πως δεν υπάρχει μόνο ηρωισμός, υπάρχουν πάρα πολλλά κίνητρα για μια ηρωική πράξη. Η Αντίσταση και η επιτυχία της να μαζέψει όλη τη νεότητα στους κόλπους της εκείνη την εποχή, δεν ήταν απλώς συνδεδεμένη με την Αντίσταση απέναντι στους Γερμανούς. Ήταν συνδεδεμένη και με την κλασική ανταρσία του νέου απέναντι στο σπίτι του. Και ένας απ’ αυτούς τους νέους ήμουνα κι εγώ».
Έτσι αναπολούσε εκείνα τα χρόνια της φωτιάς με το γνωστό απέριττο στυλ που τον χαρακτήριζε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Η Κατοχή τον βρίσκει ορφανό από πατέρα. Αυτό τον αναγκάζει νωρίς-νωρίς να βγει στο μεροκάματο γιατί έχει να συντηρήσει μάνα και αδελφή. Και τι δεν κάνει. Φορτοεκφορτωτής στον Πειραιά, χειρώνακτας στο εργοστάσιο του ΦΙΞ, παγοπώλης, υπάλληλος σε φωτογραφείο, νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Παράλληλα φοιτά στο Ωδείο Αθηνών όπου παρακολουθεί μαθήματα ανώτερων θεωρητικών της μουσικής. Δάσκαλός του ο Μενέλαος Παλλάντιος.
Εκείνη η πρώτη περίοδος της Κατοχής, με το ζόφο που δεν έχει ακόμα ξεδιπλωθεί αλλά φαίνεται που έρχεται και με τα μύρια οράματα εφτασφράγιστα στα φυλοκάρδια, είναι η περίοδος που οι προσωπικές του καλλιτεχνικές ανησυχίες αποκτούν σταθερό βηματισμό. Η μουσική φιλοσοφία του από τότε εδράζεται σε δύο επίπεδα που αποτελούν ενιαίο δίπολο και τον ακολουθεί σε ολόκληρη τη διάρκεια της δημιουργίας του. Είναι ο «έρωτας και η ποίηση».
Είναι πολλοί οι νέοι εκείνης της περιόδου και μετέπειτα σπουδαίοι καλλιτέχνες που επηρέασαν τη σκέψη του, όπως και το αντίστροφο. Πολλοί είναι κι εκείνοι που επηρεάστηκαν απ’ τη δική του.
«Οι παρέες μας τον καιρό της Κατοχής, μεταξύ άλλων ήταν ο γλύπτης Ν. Κούνδουρος [ο μετέπειτα σπουδαίος σκηνοθέτης], ο γλύπτης Βάσος Καπάνταης, οι ζωγράφοι Μίνως Αργυράκης και Γιαννιός Μιγάδης, ο Κοσμάς Ξενάκης, ο Νίκος Γεωργιάδης, οι ποιητές Ανδρέας Καμπάς και Νάνος Βαλαωρίτης αλλά και πολλοί άλλοι αναγνωρισμένοι τότε καλλιτέχνες μεγαλύτερης ηλικίας τους οποίους θαυμάζαμε και συζητούσαμε απ’ το βράδυ ως το πρωί. Ήταν ακόμα ο Τσαρούχης, ο Πικιώνης, ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Μαυροϊδης» θα πει ο ίδιος.
Όμως απ’ όλους αυτούς, εκείνος που θα καθορίσει τη μετέπειτα εξέλιξη της μουσικής του προσωπικότητας, είναι αναμφίβολα ο ποιητής Ν. Γκάτσος. Η γνωριμία και η φιλία τους αρχίζει το 1943, χρονιά που ο Γκάτσος θα δημοσιεύσει την ποιητική σύνθεση «Αμοργός».
Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι Παγκρατιώτης και εκεί οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Βλέπει και ζει τα γεγονότα που συνταράζουν την Αθήνα και τη συνοικία του ιδιαίτερα εκείνα της τελευταίας φάσης της Κατοχής. Τα μπλόκα των ταγμάτων ασφαλείας, τις εκτελέσεις, τους διασυρμούς, την ανέχεια και την πείνα, αλλά και τη ραγδαία άνοδο της Εαμίτικης επιρροής στις συνειδήσεις των κατοίκων.
Ο Κώστας Κουρούμπαλος, καθηγητής στο τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τότε επονίτης μαθητής θυμάται και λέει.
«Κατά τη διάρκεια των μαχών του Δεκέμβρη του ’44, η ΕΠΟΝ Παγκρατίου διοργάνωσε μια εκδήλωση στον κινηματογράφο Παλλάς για να δώσει κουράγιο στον κόσμο που δοκιμαζόταν. Ήταν κοντά στις μέρες των Χριστουγέννων. Ο Χατζιδάκις είχε γράψει ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο ειδικά για την περίσταση. Θα το τραγουδούσαμε εμείς, μια χορωδία από αγόρια και κορίτσια της ΕΠΟΝ. Κάναμε λίγες πρόβες μέσα στον κινηματογράφο, στα σβέλτα βέβαια όλα αυτά, γιατί ήταν επικίνδυνο λόγω των Εγγλέζων που χτυπούσαν με όλα τα όπλα το Παγκράτι. Η χορωδία από καμιά εικοσιπενταριά άτομα, επονίτες και επονίτισσες και να μας συνοδεύει στο πιάνο ο Χατζιδάκις. Δεν υπήρχαν άλλα όργανα. Πάντως η σύνθεση αυτή δεν ήταν μια δημιουργία με τη ματιά της ”καθαρής μουσικής”, ήταν η έμπνευση ενός αριστερού μουσικού που έβλεπε τον κόσμο να υποφέρει από αυτά που γίνονταν γύρω του και είναι χαρακτηριστικοί μερικοί στίχοι του ορατορίου που θυμάμαι:
Η γέννησή σου Χριστέ
των λαών την προσπάθεια φωτίζει
να σκορπίσουν τα μαύρα σκοτάδια
και να λάμψει το φως λευτεριάς».
Εικόνα αναμφίβολα συγκλονιστική, μεγαλειώδης και συνάμα τραγική. Ένα ”Παλλάς” να σείεται απ’ τις φωνές της νεανικής επονίτικης χορωδίας και κάθε τόσο έξω τα μυδράλια να δίνουν τον τόνο της μάχης της Αθήνας. Και στο πιάνο ένας νεαρός επονίτης, ο Μάνος, ατάραχος και προσηλωμένος στη μουσική παρά τους πυροβολισμούς και το βόμβο των βρετανικών αεροπλάνων που σφυροκοπούν τις ανατολικές συνοικίες.
Ο Δεκέμβρης του ’44, ο γεμάτος ηρωισμούς, ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, λήγει με την «έξοδο» των μαχητών του ΕΛΑΣ. Ακολουθεί και ο Μάνος με πολλούς συναγωνιστές του και με χιλιάδες άλλους πολίτες που ακολουθούν στην οπισθοχώρηση.
Την περίοδο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, [Φλεβάρης του ’45], ο Μάνος Χατζιδάκις συνεργάζεται με έντυπα που εκδίδει η ΕΠΟΝ. Συγγράφει «Τ’ αετόπουλά μας», μια σειρά από μικρές ιστορίες και ποιήματα που δημοσιεύονται στο πασχαλινό τεύχος του περιοδικού της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης.
Την ίδια περίοδο προσχωρεί στον γνωστό εαμικό θίασο «Ενωμένοι Καλλιτέχνες» που τον αποτελούν δύο σκηνές. Η μία των μεγαλύτερων σε ηλικία με επικεφαλής τον κορυφαίο Αιμίλιο Βεάκη, το Γληνό, τη Μιράντα, το Γιαννίδη και πολλούς ακόμα, και η άλλη με τους νεαρούς επονίτες Α. Παπαθανασίου, Α. Παϊζη, Τ. Βανδή, Α. Δαμιανό, Ν. Βασταρδή και άλλους που έχουν σκηνοθέτη το Γ. Σεβαστίκογλου.
Ο Γ. Σεβαστίκογλου σε μια γλαφυρή μαρτυρία του λέει:
«Ήταν η περίοδος της αχαλίνωτης τρομοκρατικής δράσης των ”αγανακτισμένων πολιτών” που δέρναν, τραυμάτιζαν και σκότωναν μέρα μεσημέρι , στη μέση του δρόμου, κάποιον που θεωρούσαν ”εγκληματία” αριστερό. Τέτοια επίθεση δέχτηκε και ο θίασος των μεγάλων των ”Ενωμένων Καλλιτεχνών”, λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα του έργου ”Ιούλιος Καίσαρας”. Επιτέθηκαν οι μπράβοι, ξυλοκόπησαν τους θεατές, ανέβηκαν στη σκηνή, διέλυσαν τα πάντα, κυνήγησαν και κτύπησαν ηθοποιούς, τραυμάτισαν σοβαρά στο μάτι τον Γιαννίδη. Ο θίασος αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τις παραστάσεις του. Και η δ/νση κάλεσε τους ”νέους” να σώσουμε την κατάσταση, ανεβάζοντας, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, το έργο που ετοιμάζαμε το ” Μακρινό δρόμο” του Α. Αρμπούζωφ. Κι έγινε η πρεμιέρα σε μιαν ατμόσφαιρα, όπου κοινό και θίασος ήμασταν έτοιμοι και αποφασισμένοι να αμυνθούμε. Στο έργο υπάρχει μια σκηνή καρναβαλιού και κάποια στιγμή διασχίζει τη σκηνή ένα μαύρο ντόμινο, παίζοντας ακορντεόν. Ήταν ο Μάνος».
Στη συνέχεια η «μικρή σκηνή» των «Ενωμένων Καλλιτεχνών» ανεβάζει το γνωστό αντιπολεμικό έργο του Ίρβιν Σώου «Θάψτε τους νεκρούς» και αμέσως μετά το έργο του πρωτοεμφανιζόμενου Αλέξη Δαμιανού [του μετέπειτα λαμπρού ποιητή του ελληνικού σινεμά] «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε». Και τα δύο έργα σκηνοθέτησε ο Γ. Σεβαστίκογλου. Στο έργο του Δαμιανού ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει τους στίχους και τη μουσική. Το γνωστό υπέροχο τραγούδι «Τα παιδιά κάτου στον κάμπο».
Τα παιδιά κάτου στον κάμπο
στήσαν όλα το χορό
και λυγάνε τα ποτάμια
και σταυρώνουν τον αητό.
Έλα κόρη μ’ έλα και τ’ αυγερινού
κοίτα στήσανε καρτέρι
χίλι’ αστέρια τ’ ουρανού.
Τα παιδιά κάτου στον κάμπο
φωσφοράν τις λαγκαδιές
κυνηγάνε τα τσακάλια
καβαλάν τις αστραπές.
Έλα κόρη μ’ έλα κι άναψε φωτιά
κοίτα τόσα παλληκάρια
τραγουδούν τη λευτεριά.
Ο εικοσάχρονος επίσης τότε Μ. Θεοδωράκης, διεύθυνε τη χορωδία που εκτελούσε το εν λόγω τραγούδι. Ο Μίκης εξομολογείται:
«Πρώτη μας συνύπαρξη με το Μάνο έγινε στις κουίντες του θεάτρου της ”Βρετάνιας”. Αυτός είχε γράψει τη μουσική και τους στίχους για το ”Καλοκαίρι θα θερίσουμε” του Α. Δαμιανού κι εγώ διηύθυνα τη μικρή χορωδία από Επονίτες. Κάπου-κάπου τον αντικαθιστούσα στο αρμόνιο. Ο θίασος των ”Ενωμένων Καλλιτεχνών”, ήταν ο επίσημος θίασος του ΕΑΜ, κι αυτό από μόνο του έδειχνε το ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαμε και οι δύο».
Στα αμέσως επόμενα χρόνια και κάτω από το βάρος των διώξεων, της τρομοκρατίας και της λογοκρισίας, ο Μάνος ανασκεύασε μερικούς στίχους, τους έκανε πιο ανώδυνους, κάτι που φαίνεται στις ύστερες μουσικές εκτελέσεις. Πάντως εκείνο το πρώτο σχεδίασμα στάθηκε η αφορμή να σμίξουν για πρώτη φορά στη σκηνή οι δύο εικοσάχρονοι, τα δύο μετέπειτα «ιερά τέρατα» του μουσικού πολιτισμού μας.
Είναι γεγονός ότι μετά το ’46 ο Μάνος Χατζιδάκις αποστασιοποιήθηκε από το ΕΑΜ. Ύστερα από χρόνια θα πει:
«Είχα μια μικρή απογοήτευση ως προς την παράταξη που εκπροσωπούσε το ΕΑΜ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άλλαξα παράταξη. Δεν έγινα χίτης. Απλούστατα δεν μετείχα πλέον στην ενεργό πολιτική ζωή του τόπου μέσα από την παράταξη που έκανε την Αντίσταση. Αλλά οι φίλοι μου ήταν πάλι οι ίδιοι. Οι σύντροφοι των νεανικών μου χρόνων».
Είναι ένα ζήτημα που μέχρι και σήμερα συγκεντρώνει πολλές ερμηνείες και εκδοχές. Το θέμα της «απομάκρυνσης» του Μ. Χατζιδάκι από το χώρο της Αριστεράς. Ωστόσο το επονίτικο παρελθόν του παραμένει ακέραιο και ούτε μπορεί να συμψηφιστεί ή να δικαιολογήσει την ένταξή του στη μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Είναι επίσης γεγονός ότι δήλωνε φίλος του Κ. Καραμανλή. Ο ίδιος πάλι θα πει:
«Η γνωριμία μου με τον Κ. Καραμανλή το 1959 μου έδωσε την ευκαιρία να ενταχθώ μαζί του στην παράταξη που εκπροσωπούσε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η παράταξη αυτή εκπροσωπούσε όλες τις απόψεις μου. Σαν ανήσυχος άνθρωπος που ήμουν, λαχτάρες έκανα στην οικογένειά μου, λαχτάρες θά’ κανα και στην πολιτική παράταξη που ανήκα…»
Πράγματι, πολλές εξουσίες έχει κάνει να λαχταρήσουν ο Μάνος Χατζιδάκις. Εξουσίες λογιώ-λογιώ, μικρές και μεγάλες, προσωπικές και θεσμικές, καλλιτεχνικές και κομματικές. Με όπλα την απαράμιλλη μουσική του και με ό,τι του υπαγόρευε η προσωπική του ευθύνη και στάση.
Τούτες τις μέρες [23 του Φλεβάρη] συμπληρώνονται 77 χρόνια από τη γέννηση της ΕΠΟΝ. Εκείνης της θρυλικής κόρης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Που ζωγράφισε με αίμα και νότες το «πολεμάμε και τραγουδάμε», που έθρεψε ταυτόχρονα τον αγώνα και την καλλιτεχνική δημιουργία. Που μια ολόκληρη γενιά ταυτίστηκε μαζί της. Τόσο πολύ, όσο καμιά, ούτε πριν ούτε μετά. Που η δράση της ξεπερνά τον εθνικοαπελευθερωτικό ορίζοντα.
«Αντιφασισμός, μόρφωση, ειρήνη, ευημερία, πολιτισμός» σ’ ένα αξεδιάλυτο σύνολο. Αυτή η κόρη όργωσε την πόλη και την ύπαιθρο, πολέμησε με το όπλο και το μολύβι, με τον καμβά και την παρτιτούρα, με το χορό και το τραγούδι. Το μορφωτικό και εκπολιτιστικό της έργο, είναι ο παράγοντας που σφραγίζει την ακτινοβολία της. Που σημαδεύει τη ζωή των νέων που ενηλικιώνονται μέσα στις γραμμές της. Των μανάδων και των πατεράδων μας, που όσοι ακόμα υπάρχουνε στη ζωή έχουνε να το λένε: «Ήμουνα στην ΕΠΟΝ». Και παρά την άργητα του νόμου, τους κατατρεγμούς της εξουσίας με τον ανθό που χάνεται στα αποσπάσματα, αυτή προσφέρει μια νεολαία χειραφετημένη, μια νεολαία πραγματικό πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο.
Ένας από τους χιλιάδες επονίτες και ο Μάνος Χατζιδάκις. Αν σταθούμε στα στερνά χρόνια αυτουνού του μοναδικού «αστού με αντιεξουσιαστική διάθεση», όπως πολλοί τον χαρακτηρίζουν, θα διαπιστώσουμε ότι συχνά επιστρέφει σ’ εκείνα τα χρόνια της φωτιάς, στο «πολεμάμε και τραγουδάμε» της ΕΠΟΝ, σαν ταυτόσημο της ίδιας της ύπαρξης, της ζωής. Γιατί ο «έρωτας και η ποίηση» που μοναδικά σμίγουνε στο έργο του, ταυτίζονται με την Αντίσταση, την επανάσταση και τη νιότη. Εκείνη τη νιότη για την οποία ο αντάρτης – ποιητής Γ. Κοτζιούλας θα γράψει:
Τα παλικάρια δεν πεθαίνουν στο κρεβάτι
μήτε γερνούνε δεν έχουν τόση υπομονή,
μα απ’ τη ζωή μας άξαφνα, παράκαιρα φευγάτοι
γίνονται θύμηση βαθειά που μας πονεί.
Παραπομπές
Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, εκδ. Αυλός, τ. 2,3.
Ε. Μαχαίρα, Η τέχνη της Αντίστασης, εκδ. Καστανιώτης 1999.
Δ. Παλαιολόγου, Το Παγκράτι στην Εθνική Αντίσταση, εκδ. Μέλισσα.
Μαρία Ρεζάν, Ραδιοφωνική συνέντευξη Μ. Χατζιδάκι, 1984.
Ναταλία Μελά, Το χρονικό μιας φιλίας, στο «Ανοιχτές επιστολές στο Μ. Χατζιδάκι», εκδ. Μπαστιά-Πλέσσα.
Ριζοσπάστης, ένθετο «7 ημέρες», 22/4/1996.
Γ. Σεβαστίκογλου, Η πρώτη επαφή με το κοινό, εκδ. Μπαστιά-Πλέσσα, 1996.
Α. Δαμιανός, Το καλοκαίρι θα θερίσουμε, εκδ. Γκοβόστης, 1945.
Μίκης Θεοδωράκης, Βήμα, 15/6/2003.