«Δεν μπαίνει κανείς στην τάξη αν δεν βάλει τρόφιμα (πατάτες, αλεύρι, σταφίδα, αυγά) στο καλάθι που βρίσκεται στην πόρτα… Τελικά όλοι πλήρωσαν τα αναγκαστικά διόδια… Μοιράσαμε τα τρόφιμα στους σκελετωμένους συμμαθητές μας. Σε λίγο, όλο το γυμνάσιο έκανε το ίδιο. Έτσι, εκείνη τη χρονιά, δεν είχαμε θύματα από την πείνα». Γράφει ο Μίκης στους «Δρόμους του Αρχάγγελου».
Αυτή υπήρξε ανέκαθεν η μοίρα του, να μοιράζει και να μοιράζεται. Να μοιράζει τη μουσική του σαν αντίδωρο, να μοιράζει τις νότες και την αρμονία στους στερημένους, στους αποσυνάγωγους.
Να μοιράζει τη μουσική και τους αγώνες του μέσα από τη μεγάλη ποίηση, μέσα από τη γραφή του Ρίτσου, του Βάρναλη, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Λειβαδίτη, του Αναγνωστάκη, του Κατσαρού, του Χριστοδούλου και τόσων άλλων θαυματοποιών του λόγου.
Κι εμείς οι πεινασμένοι να τη βυζαίνουμε όπως το μητρικό γάλα και να την τραγουδάμε με τα δικά μας υλικά. Έτσι η μεγάλη ποίηση κατοίκησε μέσα στη μεγάλη μάζα.
Τα χρόνια 1960-67 αποτελούν το αποκορύφωμα, εκεί που ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζηδάκης είναι η αιχμή του χρυσού βέλους ενός σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού.
Είναι τα χρόνια που οι στίχοι των μεγάλων ποιητών πάνω σε πρωτόγνωρες νότες, με τη φωνή σπουδαίων ερμηνευτών, κτυπούν την πόρτα και μπαίνουν σε κάθε λαϊκό σπίτι σε κάθε μαχαλά σε κάθε γιαπί και εργοστάσιο.
Είναι η εποχή που η τέχνη ασκεί την κοινωνική της λειτουργία. Μια εποχή που παράγει αισιοδοξία, μέθεξη, λαϊκή ενότητα, εποχή που υπόσχεται να χτίσει το μέλλον.
Και σ’ αυτό το χτίσιμο πρωτομάστορας ο Μ.Θ. αυτός ο «Αρχάγγελος» του πολιτισμού που χωρίς αυτόν θα ήμασταν καταθλιπτικά φτωχότεροι.
Εκείνα τα χρόνια του ’60 σαν περίοδος γόνιμης παραγωγής πολιτισμού ξεχωρίζουν, σαν περίοδος πολιτικής ανάτασης και χειραφέτησης επίσης παρά τις παλινωδίες και τα στρατηγικά κενά.
Κάθε φορά αντλούμε από τα χρόνια του ’60, σ’ αυτά προσφεύγουμε, σ’ αυτά και από αυτά χαράζουμε το νέο το σύγχρονο πολιτιστικό ρεύμα το κόντρα στον κυρίαρχο αστικό πολιτισμό.
Εκείνες οι μαγικές παρτιτούρες του ’60 που αγκάλιασαν ένα ολόκληρο κίνημα αποτελούν για μας, για τις επόμενες γενιές ξεχωριστή παρακαταθήκη όπως για τους Ιταλούς αποτελεί το κίνημα του «νεορεαλισμού», για τους Γάλλους το κίνημα της «νουβέλ βαγκ», για τους Εγγλέζους το κίνημα του «φρι-σίνεμα», για τους Αμερικανούς το κίνημα των «μπιτ» πριν από ελάχιστα χρόνια.
Ο Φώντας Λάδης καθοδηγούμενος από τη ματιά του Μίκη έχοντας την ικανότητα να διαβάζει πίσω από λόγια και στίχους μας προσφέρει με το βιβλίο του «Μίκης Θεοδωράκης το χρονικό μιας επανάστασης 1960 – 1967» σε νέα βελτιωμένη έκδοση των εκδόσεων «Μετρονόμος» -2025- ένα πολιτιστικό και πολιτικό χρονικό, το χρονικό της δεκαετίας του ’60 που καρδιά του είναι ο Μ.Θ.
Ένα βιβλίο- ρεπορτάζ από έναν νεαρό δημοσιογράφο που είναι αυτόπτης μάρτυρας, τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτιστικών συμβάντων που χρωμάτισαν τον τόπο μας εκείνη τη δεκαετία.
Ο Φώντας Λάδης μας μεταφέρει την ανάσα μιας ανήσυχης γενιάς, τη νεολαία του ’60, τους Λαμπράκηδες που αποτελεί μέρος της με επίκεντρο το έργο του Μ.Θ. Μια γραφή που ξεχειλίζει από αυθορμητισμό και πηγαίο συναίσθημα, αν λάβουμε υπ’ όψη μας πως αρχίζει να το γράφει το 1968 σε νεαρή ηλικία.
Η πένα του πότε τρέχει για να προφτάσει και πότε σταματάει και αφουγκράζεται τη μουσική και τα συνθήματα στους δρόμους όπως ακριβώς ήταν η ζωή τότε, η ζωή των μεγάλων οραμάτων, των Λαμπράκηδων που το έργο του Μίκη τα ανύψωσε στους αιθέρες.
Το βιβλίο δεν είναι προϊόν αναμνήσεων όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις αλλά απόσταγμα της στιγμής, των γεγονότων. Είναι θα λέγαμε ένα γραπτό ντοκιμαντέρ στο ύφος του σπουδαίου Τζίγκα Βερτόφ, που συλλαμβάνει τα γεγονότα τη στιγμή της γέννησής τους.
Δεν είναι μια «αγιογραφία» του Μ.Θ. ούτε μυθολογία και δοξαστικό, αλλά ακριβώς το αντίθετο γιατί αφήνει το μύθο να ξαναδημιουργήσει την πραγματικότητα.
Ούτε είναι βιβλίο καθαρά ιστορικό γιατί η ίδια η ζωή είναι εκείνη που στις σελίδες του λειτουργεί σαν ιστορία.
Ούτε είναι βιβλίο καθαρά πολιτικό, παρ’ ότι περιέχει στοιχεία πολιτικής ανάλυσης, γιατί δε χωράει στις λεπτομέρειες των πολιτικών γεγονότων της εποχής εκείνης.
Είναι περισσότερο ένα βιβλίο «ιστορίας των συναισθημάτων» μιας εποχής που εκθέτει τις ώρες της συλλογικότητας στην ιστορία. Και παρά τους απαισιόδοξους τόνους που χρωματίζουν τον επίλογο, τον απολογισμό, διαβάζοντάς το αποκαλύπτεις το τι γίνεται, τι καταφέρνουν οι άνθρωποι που δρουν συλλογικά, ομαδικά, σε μεγάλες αλλά και μικρές οντότητες, ένα διακύβευμα κρίσιμο για τη σημερινή εποχή, εποχή κατακερματισμού και μεταμοντέρνων «προσωπικών αφηγήσεων».
Αλλά ας μην ξεχνάμε, κάθε πνευματικό δημιούργημα, κάθε κίνημα πολιτικό ή πολιτιστικό που έχει σφραγίσει την ιστορία, όπως αυτό της δεκαετίας του ’60 πριν τη δικτατορία, κάθε καλλιτεχνικό έργο, χρειάζεται συνεχή νοηματοδότηση, τη ζωντανή παρουσία και χρήση γιατί διαφορετικά ξωμένει, μετατρέπεται σε μουσειακό ακίνητο σε ευαγή νεκροταφεία.
Είναι γεγονός πως ο καιρός, εδώ και καιρό, έχει αλλάξει. Υπάρχουν πολλοί «επιβήτορες» που το πολιτικό τραγούδι π.χ. όπως αυτό διαμορφώθηκε τη δεκαετία του ΄60, το παραδίνουν σε φιλανθρωπικές αβρότητες και χαμόγελα, που το θέλουν ανούσιο στολίδι και θέαμα.
Και γεγονός επίσης είναι πως η αφομοιωμένη γνώση, η καταβύθιση σ’ ένα έργο τέχνης για να εισπράξουμε την ουσία του ολοένα και σβήνει.
Γινόμαστε όλο και περισσότερο ξεφυλλιστές, διαβάτες και κουτσομπόληδες της οθόνης. Έτσι η σχέση μας με τη γνώση και την τέχνη προοδευτικά ατονεί και χρειάζεται διπλή προσπάθεια για ν’ αντιστραφεί αυτή η κατάσταση.
Ο Μ.Θ. υπήρξε μεγάλος, μοναδικός, παγκόσμιος. Μέσα σε πολιτικές τρικυμίες, μέσα σε φυλακές και εξορίες ζωγράφισε τις ανεπανάληπτες παρτιτούρες του που πεισματικά αντιστρατεύονται τη σημερινή «γκουγκλαρισμένη τέχνη».
Ένας κορυφαίος της δρακογενιάς των πατεράδων μας που η μουσική του μπορεί να αλλάζει τους ανθρώπους. Παρότι η ταυτόχρονη με τη μουσική πολιτική του πορεία χαρακτηριζόταν πολλές φορές από αντιφάσεις.
Ο Μίκης έχει φύγει, φέτος γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Κάτω από τον προβολέα του χρόνου καθώς τον απογράφουμε χωρίς μεμψιμοιρίες, όλο και διαπιστώνουμε ότι του χρωστάμε, όλο και διαπιστώνουμε ότι και αυτός συνεχίζει να μας χρωστά.
Αυτό το χρέος, αυτή την οφειλή από και προς τον Μίκη, σαν ο κορυφαίος του χορού της νεολαίας του ’60, των Λαμπράκηδων πραγματεύεται το βιβλίο – χρονικό του Φώντα Λάδη.
Από αυτή την άποψη αποτελεί χρήσιμο υλικό στοχασμού και αναστοχασμού για τις «χαμένες πατρίδες» μας που τους αξίζουν νέοι αγώνες για τη νέα τους γεωγραφία.

