Μια φορά κι έναν καιρό, το ιστορικό κέντρο της Αθήνας γέμιζε τα πρωινά από ηλικιωμένους. Μυριάδες κατέβαιναν από τις συνοικίες, είτε με τα πόδια είτε με το τρόλεϊ, το λεωφορείο, τον ηλεκτρικό. Έδιναν ραντεβού στην Αιόλου, στην Αθηνάς, στην Ομόνοια, στο Μοναστηράκι. Να ψωνίσουν ή για κάποια δουλειά αορίστου χρόνου και φύσεως. Κι αν δεν ψώνιζαν, κοιτούσαν. Έψαχναν, έβλεπαν, σύγκριναν τιμές και ποιότητες προγραμματίζοντας τις αγορές του μέλλοντος. Η κάθοδός τους είχε κάποιο σκοπό.
Μπορεί να μην ήξεραν την ιστορική, την αρχιτεκτονική, την πολεοδομική εξέλιξη του κέντρου της πόλης, όμως οι ίδιοι ήταν ένα ζωντανό και άλλο τόσο ανανεώσιμο κομμάτι της ιστορίας του, και ήξεραν καλά τα μυστικά του: πού βρίσκεις καλή φέτα και λακέρδα, ποιος πάγκος στην Ιχθυαγορά φέρνει τις πιο φρέσκιες γόπες, ποιος είναι ο πιο έμπιστος κουρέας, πού επισκευάζονται ομπρέλες, γυαλιά πρεσβυωπίας, ρολόγια, πιεσόμετρα, πού μαντάρονται ενδύματα.
Άνεργοι και συνταξιούχοι μαζεύονταν γύρω από τους παπατζήδες που στα χρόνια της κρίσης έζησαν μια δεύτερη άνοιξη, καθώς ξεθάρρεψαν κι εμφανίζονταν σε όλο και πιο κεντρικούς δρόμους, όλο και πιο ανατολικά, απειλώντας να κατακυριεύσουν ακόμα και την πλατεία Συντάγματος, κάτι που δεν συνέβη τελικά. Χάζευαν τους υπαίθριους μικροπωλητές που πουλούσαν θαυματουργά εργαλεία, τρίφτες για λάχανα, το «λουκουμάκ», το «λεμονάκ», τον «ενισχυτή γεύσης», τον πατατοκαθαριστή, τα σκουφάκια για το καρπούζι, τις ρακέτες που τσουρουφλίζουν τα κουνούπια. Μερικές φορές υπέκυπταν στη γοητεία της τεχνολογίας και περήφανοι έφερναν το μεσημέρι στο σπίτι το τρόπαιό τους που σπάνια γινόταν δεκτό με ενθουσιασμό.
Συνταξιούχοι θαλεροί ή και λιγότεροι θαλεροί. Απτόητοι από τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τη νεροποντή, τη ζέστη και το κρύο. Το κέντρο, η παλιά Αθήνα τούς τραβούσε σαν μαγνήτης. Ποτέ τα πρωινά δεν έμεναν στο σπίτι. Φορούσαν το κουστουμάκι τους που γυάλιζε απ’ το πολύ σιδέρωμα, στενή γραβατούλα, μαύρο δερμάτινο παπούτσι δετό (το παντοφλέ ήταν για τους νέους) κι έπαιρναν δρόμο. Δεν ψώνιζαν ρούχα από τα κινέζικα, απλά γιατί δεν υπήρχαν τότε κινέζικα. Το χειμώνα παλτό, ημίπαλτο, καπαρντίνα. Και το καλοκαίρι μονόχρωμο κοντομάνικο πουκάμισο, ποτέ τι-σερτ.
Η σύζυγος, όταν υπήρχε, έμενε στο σπίτι. Οικιακά εφ’ όρου ζωής. Ίσως κι εκείνη να ένιωθε ανακούφιση που είχε για λίγες ώρες την ησυχία της, δίχως έναν τρελαμένο από την πλήξη άνθρωπο μες στα πόδια της. Ούτε γκρίνια, ούτε παρατηρήσεις, ούτε καθοδήγηση. Αυστηρός καταμερισμός των ρόλων. Το μεσημέρι εκείνος γύριζε κουβαλώντας τα ψώνια: ψωμί, ψάρια, φρούτα και διάφορα τρόφιμα απ’ αυτά που δεν έβρισκε (ή νόμιζε ότι δεν έβρισκε στη γειτονιά του). Όλα απαράμιλλης ποιότητας, τα είχε αγγίξει το αθηναϊκό κέντρο με το μαγικό ραβδί του. Όπως o καφές του Λουμίδη, τα κουλουράκια του Ασημακόπουλου στη Χαριλάου Τρικούπη, οι λουκουμάδες από το Αιγαίον ή τον Κρίνο.
Τι έκαναν τόσες ώρες χωρίς να δουλεύουν; Είχαν τα στέκια τους, καφενεία, μαγαζιά, συνεργεία, υπαίθρια πάρκινγκ. Όλο και κάποιο γνωστό θα συναντούσαν, όλο και κάποιο καφέ ή ουζάκι θα έπιναν, όλο και κάποιες κουβέντες θ’ ανταλλάσσανε. Έξω από το σπίτι είχαν μια κατάδική τους ζωή.
Τώρα, λόγω κορονοϊού, τα ποντικάκια του ιστορικού κέντρου λιγόστεψαν. Εξακολουθούν να ξεπορτίζουν, όμως η ακτίνα δράσης τους περιορίζεται σε λίγα τετράγωνα γύρω από το σπίτι τους. Δεν κατεβαίνουν στην αγορά, καθώς η αγορά έχει έρθει κοντά τους. Σε όλες τις συνοικίες βρίσκουν τη Vodafon, τη Wind, τον Γερμανό τους, την τράπεζα, το ΑΤΜ, το Έβερεστ ή τον Βενέτη, το Παραντάιζ Καφέ. Εδώ, με ένστικτο λαγωνικού, αναζήτησαν, βρήκαν ή και δημιούργησαν νέα στέκια. Έμαθαν το τσίζμπουργκερ, τον καπουτσίνο, τον φρέντο. Ο καφές είναι καφές, όπως κι αν τον πεις, όπως και αν τον πιεις – σε χοντρό φλιτζάνι ή σε χάρτινο κύπελλο. Δεν κάθονται στα τραπεζάκια των καφέ, έτσι κι αλλιώς τα έχουν μαζεμένα, αλλά παίρνουν τον καφέ τους και δρόμο.
Φοράνε μάσκες, αν και συχνά με τη μύτη έξω και ψοφάνε για κουβέντα. Χαζεύουν τις απλωμένες εφημερίδες στο περίπτερο, όμως σπάνια ή και ποτέ δεν αγοράζουν. Το σουπερμάρκετ έχει γίνει η πλατεία του χωριού και ας είναι οι συχωριανοί άγνωστοι μεταξύ τους. Τουλάχιστον γνωρίζονται με τους πωλητές. Συχνά ξεχνούν να κρατούν την απόσταση των δύο μέτρων. Η γεωμετρία είναι για τους νέους.
Όταν βραδιάζει χάνονται. Κουρνιασμένοι στο σπίτι, μπροστά στην τηλεόραση. Οι πιο προχωρημένοι μπροστά στο τάμπλετ. Δεν είναι η ώρα η δικιά τους, δεν συμβαίνει ό,τι στο τραγούδι του Καζαντζίδη: «Δεν το αντέχω το πρωί με τους κυρίους στα κασμήρια τους ντυμένους. Εγώ τη νύχτα μόνο ζω μαζί μ’ εκείνους που αγαπώ, με τους παράνομους και τους αδικημένους». Παράνομοι όχι, αδικημένοι ναι. Αδικημένοι και νομοταγείς οι περισσότεροι αν εξαιρέσουμε την πρωινή λαχτάρα τους να μη μείνουν σπίτι.
Φαίνεται ότι η στέρηση εξόδου τούς τρομάζει περισσότερο από τον κορονοϊό. Όπως τον θείο Χρύσανθο που το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973 σηκώθηκε πρωί πρωί, ντύθηκε, ξυρίστηκε και κατέβηκε από την οδό Πιπίνου να πάει με τα πόδια στο κέντρο. Την προηγούμενη νύχτα είχε κοιμηθεί σαν πουλάκι, δεν άκουσε τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου, δεν ήξερε. Στο δρόμο έβλεπε στρατό, αστυνομία, γκρεμισμένα οδοφράγματα, ασθενοφόρα, ανθρώπους που βάδιζαν βιαστικοί και αλαφιασμένοι. Πού και πού, κάποιο σφύριγμα έσχιζε τον αέρα, κάποιος τροχονόμος θα ρυθμίζει την κυκλοφορία σκεφτόταν ο Χρύσανθος. Προχωρούσε με βήμα σταθερό, είχε στόχο: το φημισμένο παντοπωλείο του Ζαφόλια στην οδό Ευριπίδου. Χρόνια τώρα αγόραζε από εδώ τη φέτα της βδομάδας.
Βρήκε το μαγαζί με τα ρολά κατεβασμένα ως τη μέση. Απτόητος εκείνος έσκυψε, έχωσε μέσα το κεφαλάκι του.
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε μια άγνωστη φωνή από τα έγκατα του καταστήματος.
«Ένα κιλό φέτα», είπε θαρρετά.
«Θα προλάβεις να τη φας;» ήταν η απάντηση.
Κι έτσι ο Χρύσανθος γύρισε σπίτι μόνος, χωρίς τη φέτα. Άδικα πήγε η ηρωική έξοδος.
Σήμερα οι κύριοι Χρύσανθοι παίρνουν το νούμερο προτεραιότητας και περιμένουν υπομονετικά και πολιτισμένα μπροστά στα ψυγεία του Άλφα Βήτα, του Μασούτη, του Σκλαβενίτη να πάρουν φέτα Π.Ο.Π. προσφορά, με έκπτωση. Δεν χρειάζεται να κατεβούν κάτω στην αγορά. Η αγορά έρχεται κοντά τους. Παιδιά, νέοι και γέροι, φτωχοί και μέλλοντες φτωχοί προσαρμόζονται, διπλώνουν τα φτερά τους, οικειοποιούνται όσον χώρο τούς προσφέρεται.