9.9 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σχόλια του Δυτικού Μετώπου στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων

 

«Ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη διαχείριση των αποβλήτων – Ενσωμάτωση των Οδηγιών 2018/851 και 2018/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 30ης Μαΐου 2018 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2008/98/ΕΚ περί αποβλήτων και της Οδηγίας 94/62/ΕΚ περί συσκευασιών και απορριμμάτων συσκευασιών, πλαίσιο οργάνωσης του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης και διατάξεις για τα πλαστικά προϊόντα»

 

Οι οδηγίες 2018/851 και 2018/852 του ΕΚ, των οποίων εξαγγέλλεται η ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία, έχουν εγκριθεί στις 30/5/2018, με τη σχετική προθεσμία να έχει λήξει στις 5/7/2020. Σε εκκρεμότητα παραμένει η ενσωμάτωση των οδηγιών 2018/850 (για την υγειονομική ταφή) και 2018/849 (οχήματα, συσσωρευτές κ.λπ.). Η διαδικασία της ενσωμάτωσης γίνεται με σημαντική καθυστέρηση και ενώ, στο μεταξύ, η κυβέρνηση της ΝΔ έσπευσε να καταρτίσει και να επικυρώσει, στις 31/8/2020, ένα νέο εθνικό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων (ΕΣΔΑ), καταργώντας το προηγούμενο, που είχε εγκριθεί το Δεκέμβρη του 2015. Ως εκ τούτου, η διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης έχει προκαταβολικά χάσει την αξία της, αφού:

Γίνεται μέσα σε ένα ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο.

Περιορίζεται από τη δεσμευτικότητα και την υποχρεωτικότητα της ενσωμάτωσης συγκεκριμένων ευρωπαϊκών πολιτικών.

Έχει προηγηθεί, ανορθόδοξα, η έγκριση των πολιτικών διαχείρισης αποβλήτων -μέσω του ΕΣΔΑ και του ΕΣΕΚ-, που υποτίθεται ότι στηρίζονται (και) στις υπό ενσωμάτωση οδηγίες.

 

Το γεγονός αυτό (σημ. η έγκριση του νέου ΕΣΔΑ) σηματοδότησε την επιστροφή στο συγκεντρωτισμό, στις ιδιωτικοποιήσεις, στις σχέσεις «συμπάθειας» για τα σύμμεικτα, στη συγκρατημένη στάση απέναντι στην ανακύκλωση και, κυρίως, στην επαναφορά του μοντέλου της καύσης, που εντάχθηκε -με έμφαση- και στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που κυρώθηκε στις 31/12/2019.

 

Σε ό,τι αφορά στα θέματα της ανακύκλωσης, για πολλά χρόνια, ρυθμίζονταν από το ν. 2939/2001, με τίτλο «Συσκευασίες και εναλλακτική διαχείριση συσκευασιών και άλλων προϊόντων – ίδρυση ΕΟΕΔΣΑΠ και άλλες διατάξεις». Προϊόν αυτού του νομοθετικού πλαισίου, σε συνδυασμό με τις κάθε φορά κυβερνητικές επιλογές, ήταν η παράδοση του τομέα της ανακύκλωσης στους ιδιώτες – μεγάλους παραγωγούς, η εγκαθίδρυση καθεστώτος πλήρους αδιαφάνειας και ανυποληψίας και τα πενιχρά αποτελέσματα, με ποσοστά που ελάχιστα ξεπέρασαν το 5%, στον τομέα των αστικών αποβλήτων. Το πλαίσιο αυτό αναθεωρήθηκε με το ν. 4496/2017, με τίτλο «Τροποποίηση του ν. 2939/2001 για την εναλλακτική διαχείριση των συσκευασιών και άλλων προϊόντων, προσαρμογή στην Οδηγία 2015/720/ΕΕ, ρύθμιση θεμάτων του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης και άλλες διατάξεις».

 

Είχε προηγηθεί, όπως προαναφέρθηκε, η έγκριση του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ), το Δεκέμβρη του 2015, που ενσωμάτωνε σε μεγάλο βαθμό την κινηματική αντίληψη της αποκεντρωμένης διαχείρισης με έμφαση στην πρόληψη και στη προδιαλογή των υλικών, την οποία είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας ένα πειστικό αντίλογο απέναντι στις, μέχρι τότε, κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Ο ν. 4496/2017 αποδείχθηκε ένα μεγάλο «φιάσκο», αφού δεν υπήρχε καμία πολιτική βούληση να υποστηριχθεί και να υλοποιηθεί το ΕΣΔΑ του 2015, ούτε και να αλλάξει το καθεστώς της ανακύκλωσης, το οποίο παραμένει -μέχρι σήμερα- αναλλοίωτο στα βασικά του σημεία.

 

Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζουμε το, υπό διαβούλευση, σχέδιο νόμου, που επιχειρεί μια νέα «τακτοποίηση» στον τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσης, παρότι -όπως προαναφέρθηκε- το έδαφος είναι, ήδη, «στρωμένο». Η επίκληση της ενσωμάτωσης των οδηγιών 851 και 852 του 2018 αποδεικνύεται ένα καλό πρόσχημα για την παγίωση της κυριαρχίας των ιδιωτικών συστημάτων «εναλλακτικής» διαχείρισης συσκευασιών και για την επέκταση της λογικής της καύσης, εκτός από τα προϊόντα της επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων σε μονάδες μηχανικής επεξεργασίας και στα υπολείμματα των Κέντρων Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ). Το ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, από το 2016, έχει επισημάνει αυτήν την επιδίωξη, αποκαλύπτοντας δημόσια την προσπάθεια της εταιρείας WATT ΑΕ να επανασυστήσει το καμένο ΚΔΑΥ στη Φυλή, σαν μονάδα «διαλογής», που θα παράγει και καύσιμη πρώτη ύλη.

 

Αν το περιεχόμενο του σχεδίου νόμου ανταποκρίνονταν, στοιχειωδώς, στο «περιτύλιγμά» του, θα έπρεπε να υπάρχουν:

πολύ πιο συγκεκριμένες και αποτελεσματικές προβλέψεις σχετικά με την προώθηση της πρόληψης, της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης των στερεών αποβλήτων,

άρθρα για τη στήριξη των δήμων (με χρηματοδότηση, εκπαιδευμένο προσωπικό, δημόσιες – δημοτικές υποδομές ανακύκλωσης και κομποστοποίησης, δυνατότητα διάθεσης και αξιοποίησης των ανακτώμενων υλικών, ευχέρεια χωροθέτησης απλών υποδομών ανακύκλωσης κ.ά.),

άρθρα για την ανάκτηση του δημόσιου χαρακτήρα της ανακύκλωσης και την αναγνώριση του τέλους ανακύκλωσης ως δημόσιου πόρου και

μέτρα για τη διασφάλιση της επίτευξης των στόχων που υιοθετούνται υποχρεωτικά από την κοινοτική οδηγία 2018/851, όπως οι στόχοι για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση με προδιαλογή  των υλικών στο 55% το 2025, στο 60% το 2030 και στο 65% το 2035.

 

Αντίθετα, το σχέδιο νόμου, μόνο επιφανειακά δείχνει ότι υιοθετεί μέτρα για την προώθηση της επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης  σε  άρθρα, όπως το 18, όπου οι δήμοι με μεγάλο πληθυσμό υποχρεούνται να δημιουργήσουν Κέντρα δημιουργικής επαναχρησιμοποίησης υλικών (ΚΔΕΥ), το 27 («Χωριστή συλλογή και ανακύκλωση στις σχολικές μονάδες»), το 29 («Πράσινα σημεία»), το 30  («Απόβλητα Εκσκαφών, Κατασκευών και Κατεδαφίσεων – ΑΕΚΚ»), αφού με άλλες διατάξεις του «ναρκοθετεί» την υπόθεση της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης των υλικών, εξειδικεύοντας τις βασικές κατευθύνσεις του νέου Εθνικού σχεδίου Διαχείρισης  Αποβλήτων (ΕΣΔΑ).

 

Μιλώντας συνολικά και για την ουσία του σχεδίου νόμου, θεωρούμε ότι τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι:

η προώθηση, με κάθε κόστος, της ΚΑΥΣΗΣ, ακόμη κι αν αυτή μεταφράζεται σε κατασπατάληση τεράστιων ποσοτήτων ανακτήσιμων υλικών,

η εμμονή στην ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ,

ο ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ στη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης και

η εκτόξευση του ΚΟΣΤΟΥΣ, που θα κληθούν να καταβάλλουν οι πολίτες

 

Ακολουθούν πιο συγκεκριμένα σχόλια και προτάσεις στα επιμέρους άρθρα του σχεδίου νόμου:

 

Άρθρο  4

 

Το σχέδιο νόμου επαναλαμβάνει τη γνωστή ιεράρχηση των δράσεων και των εργασιών διαχείρισης των αποβλήτων (πρόληψη, προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, άλλου είδους ανάκτηση,  διάθεση), συνοδευόμενη από την πονηρή έκφραση «κατά προτεραιότητα», ανοίγοντας το δρόμο σε αυτό που εκφράζεται πιο καθαρά παρακάτω, όπου γίνεται λόγος για τη δυνατότητα «παρέκκλισης από την ιεράρχηση για ορισμένα ειδικά ρεύματα αποβλήτων, εφόσον …». Είναι προφανές ότι η πριμοδότηση της καύσης χρειάζεται να υποσκελίσει ορισμένα από τα πρότερα στάδια.

 

Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι αναφέρει στο αντίστοιχο σημείο η ευρωπαϊκή οδηγία που επικαλείται το σχέδιο νόμου, σε αντίθεση με την παραπάνω κατάταξη: «Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα και άλλα μέτρα, με σκοπό την παροχή κινήτρων για την εφαρμογή της ιεράρχησης των αποβλήτων, όπως εκείνα που αναφέρονται στο παράρτημα IVα ή άλλα κατάλληλα μέσα και μέτρα». Το πρώτο από τα μέτρα που παρατίθενται στο συγκεκριμένο παράρτημα είναι το εξής: «τέλη και περιορισμοί για την υγειονομική ταφή και αποτέφρωση των αποβλήτων, που παρέχουν κίνητρα για την πρόληψη και την ανακύκλωση και διατηρούν την υγειονομική ταφή ως τη λιγότερο προτιμώμενη επιλογή για τη διαχείριση των αποβλήτων».

 

Πάγιες προτάσεις μας, στο θέμα της ιεράρχησης, είναι οι εξής:

Η ενεργειακή «αξιοποίηση» των αποβλήτων να μην περιλαμβάνεται στις εργασίες ανάκτησης και να αποτελεί ξεχωριστό στάδιο, πριν από τη διάθεση.

Να υπάρξει ρητή αναφορά ότι, προκειμένου να γίνει χρήση των εργασιών οποιουδήποτε σταδίου διαχείρισης, θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες των προηγούμενων σταδίων.

 

Άρθρα 5, 6, 7

 

Παρουσιάζεται ασάφεια στον καθορισμό ως υποπροϊόντων, μεγάλης κατηγορίας προϊόντων επεξεργασίας αποβλήτων, στο βαθμό που δεν έχουν προσδιοριστεί κριτήρια καθολικής ισχύος και η όποια κατηγοριοποίησή τους παραπέμπεται σε επιμέρους και κατά περίπτωση διοικητικές πράξεις. Η ίδια ασάφεια υπάρχει σχετικά με τα κριτήρια και τις διαδικασίες αποχαρακτηρισμού αποβλήτων, ιδιαίτερα των επικίνδυνων.

 

Άρθρο 8

 

Οι προβλέψεις για τη διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού, αποτελούν ένα επαναλαμβανόμενο ευχολόγιο και δεν αντιμετωπίζουν μια βασική «πληγή» της διαχείρισης των αποβλήτων, που είναι η προώθηση προϊόντων μέσα σε συσκευασίες, που σχεδιάζονται αποκλειστικά με στόχο την εμπορική προώθησή τους και γι’ αυτό γίνεται χρήση υλικών που δε διευκολύνουν την ανάκτηση και, μάλιστα, σε τεράστιες ποσότητες. Απαιτούνται δεσμευτικές ρυθμίσεις, μέρος των οποίων μπορεί να είναι και η καθιέρωση συγκεκριμένων προτύπων και η διασφάλιση της δυνατότητας επιστροφής στον παραγωγό των συσκευασιών που χρησιμοποιεί για τα προϊόντα του.

 

 

 

Άρθρο 9

 

Το άρθρο για τις γενικές ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τα Προγράμματα Διευρυμένης Ευθύνης Παραγωγού (ΠΔΕΠ), όφειλε να αντιμετωπίσει -και δεν το κάνει- τα εξής βασικά προβλήματα:

Τη λειτουργία του ΕΟΑΝ, ως ενός απλού εποπτικού οργανισμού, αντί του βασικού εργαλείου για τη ραγδαία ανάπτυξη της ανακύκλωσης.

Την καταβολή του τέλους, από μέρους των παραγωγών, στα διάφορα –κατά κανόνα, ιδιωτικά- ΣΕΔ, αντί στον ΕΟΑΝ, που θα το διαχειρίζεται σαν δημόσιο πόρο για την επίτευξη των στόχων της ανακύκλωσης.

Την τεράστια φοροαποφυγή από μέρους παραγωγών, που είτε δε συμβάλλονται με ΣΕΔ και δεν καταβάλουν εισφορές, είτε δεν καταβάλουν τις αναλογούσες στην παραγωγή τους εισφορές.

Την αδιαφάνεια όλων των στοιχείων, από το στάδιο της παραγωγής, μέχρι το στάδιο της καταβολής, είσπραξης και διάθεσης των εισφορών, από τα ΣΕΔ και τον ΕΟΑΝ.

Την απόκρυψη του περιεχομένου των σχεδίων διαχείρισης των ΣΕΔ. Η επίκληση του βιομηχανικού απορρήτου δεν μπορεί να έχει ισχύ σε μια τέτοια περίπτωση, που αφορά σε θέματα γενικότερου περιβαλλοντικού και οικονομικού ενδιαφέροντος.

 

Άρθρα 12, 13

 

Συντηρείται το ισχύον μοντέλο συγκρότησης και λειτουργίας των ΣΕΔ, στο οποίο κυρίαρχος είναι ο ρόλος των ίδιων των παραγωγών. Τις συνέπειες αυτού του μοντέλου τις έχουμε γνωρίσει, με πιο χαρακτηριστικό στοιχείο τις χαμηλές επιδόσεις του.

 

Επαναλαμβάνουμε την πρότασή μας η εναλλακτική διαχείριση των αποβλήτων να στηριχτεί σε ένα ισχυρό δίκτυο δημόσιων (κεντρικών, περιφερειακών και δημοτικών) υποδομών προδιαλογής και ανάκτησης υλικών, στη βάση της αντίληψης για αποκεντρωμένη διαχείριση των αποβλήτων, με έμφαση στην πρόληψη, την επαναχρησιμοποίηση και ανάκτηση υλικών. Η προδιαλογή και ανάκτηση υλικών υλοποιείται αποτελεσματικά, μόνο σε τοπική, μικρή κλίμακα και όχι σε υποδομές συγκεντρωτικού χαρακτήρα και μη ελεγχόμενες. Η τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση πρέπει να υποστηριχθεί οικονομικά και νομικά, για να αναλάβει το (μεγάλο) φορτίο που της αναλογεί.

 

Σε ότι αφορά στο πρόβλημα της αδυναμίας διάθεσης προϊόντων ανακύκλωσης (π.χ. πλαστικού) επαναφέρουμε την πρόταση για τη δημιουργία μονάδων ανακύκλωσης υλικών, στο πλαίσιο του γενικότερου συστήματος εναλλακτικής διαχείρισης.

 

Άρθρα 23, 25, 26

 

Συνεχίζεται η υπονόμευση της χωριστής συλλογής και μη ανάμειξης των αποβλήτων, καθώς παραμένει η δυνατότητα μιας σειράς παρεκκλίσεων, αποτέλεσμα της οποίας είναι η εξαίρεση να γίνεται ο κανόνας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ΣΕΔ του μπλε κάδου, όπου διαιωνίζεται η ανάμειξη των βασικών υλικών συσκευασίας.

 

Άρθρο 29

 

Το πρόβλημα στην προδιαλογή των υλικών σε δημοτικό επίπεδο δεν αντιμετωπίζεται με την πολλαπλή κατηγοριοποίηση των υποδομών (πράσινα σημεία, γωνιές ανακύκλωσης, κέντρα ανακύκλωσης – εκπαίδευσης – διαλογής στην πηγή, κινητά πράσινα σημεία, όσο στη νομοθετική τακτοποίηση της δυνατότητας να χωροθετούνται μέσα στον αστικό ιστό και της δυνατότητας των δήμων να διαθέτουν τα προϊόντα, επωφελούμενοι οικονομικά και περιβαλλοντικά.

 

Άρθρο  31

 

Χρησιμοποιείται παραπλανητικά ο τίτλος «Αναβάθμιση της χωριστής διαλογής – ανακύκλωσης», αφού με βάση το περιεχόμενο αυτού του άρθρου, ανοίγει ο δρόμος για τη μετατροπή των ΚΔΑΥ (κέντρων διαλογής ανακυκλώσιμων υλικών) σε παραγωγούς δευτερογενών καύσιμων υλικών (δηλαδή, των υπολειμμάτων τους), με σκοπό την καύση στη βιομηχανία ή στις ενεργειακές μονάδες που προγραμματίζονται.

 

Στην αρχική εκδοχή του σχεδίου νόμου αναφέρονταν χαρακτηριστικά: «Από την 1η.1.2022, η συνολική ποσότητα των προσμίξεων (υπόλειμμα) από τα ΚΔΑΥ με δυνατότητα διαλογής άνω των τριάντα (30) τόνων ανά ημέρα, που με επεξεργασία δύναται να κατηγοριοποιηθεί ως προς τις βασικές παραμέτρους στις κλάσεις 1, 2 ή 3, όπως αυτές ορίζονται από το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 15359:2011 ή χωρίς περαιτέρω επεξεργασία, πρέπει να χρησιμοποιείται ως απορριμματογενές καύσιμο, το οποίο αξιοποιείται ενεργειακά στην ενεργοβόρα βιομηχανία ή σε Μονάδες Ενεργειακής Αξιοποίησης».

 

Η πρόβλεψη αυτή δεν έχει αναιρεθεί στο παρόν σχέδιο νόμου, απλά η λήψη της απόφασης έχει παραπεμφθεί στους ΟΤΑ β΄ βαθμού. Για να μην υπάρχει κάποια ψευδαίσθηση, επισημαίνουμε ότι το σχέδιο του νέου ΠΕΣΔΑ Αττικής περιλαμβάνει πολύ καθαρά την καύση των υπολειμμάτων των ΚΔΑΥ.

 

Η μέγιστη πρόκληση, που δεν έχει προηγούμενο, είναι ότι  την επεξεργασία και  την παραγωγή των  απορριμματογενών  καυσίμων θα την πληρώνουν οι δημότες  με χρέωση  μέσω των δήμων τους με  35 ευρώ/τόνο. Αν αναλογιστούμε ότι οι μονάδες καύσης θα κατασκευαστούν με τη μέθοδο ΣΔΙΤ, συμπεραίνουμε ότι κάποιοι «γνωστοί και μη εξαιρετέοι»  θα κερδοσκοπούν τόσο από τη διαχείριση του υπολείμματος, όσο και από την πώληση του ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ οι δημότες θα πληρώνουν νέα χαράτσια στα δημοτικά τέλη. Αλλά και ό,τι δεν οδηγείται σε επεξεργασία για παραγωγή καυσίμου και θα οδηγείται για ταφή, θα επιβαρύνεται με κλιμακωτή χρέωση που θα ξεκινά από τα 5 ευρώ/τόνο  και θα φτάσει στα 35 ευρώ/τόνο (άρθρο 32, παρ. 3).

 

Άρθρο 38

 

Επανέρχεται το τέλος ταφής, μετά την αναστολή που είχε δοθεί,  συνέπεια των κινητοποιήσεων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης  ενάντια στο χαράτσι αυτό. Από 1/1/2022 όσα απορρίμματα δεν υφίστανται επεξεργασία και οδηγούνται απευθείας στην ταφή  θα επιβαρύνονται, αρχικά με 20 ευρώ/τόνο, με αύξηση 5 ευρώ/τόνο ανά έτος, έως τα 35 ευρώ/τόνο. Η τιμή αυτή θα γίνει 45 ευρώ/τόνο (1/1/2026) και 55 ευρώ/τόνο από 1/1/2027 και θα παραμένει σταθερή τα επόμενα χρόνια. Είναι άξιο απορίας πως επανέρχεται μια τόσο μεγάλη επιβάρυνση, που θα κληθούν να καταβάλουν οι δημότες, όταν οι κυρίως υπεύθυνοι (κυβέρνηση και περιφέρειες) δεν έχουν κάνει τίποτα για την κατασκευή των αναγκαίων υποδομών ανάκτησης και επεξεργασίας των απορριμμάτων. Είναι εξωφρενικό να επιβάλλονται πρόστιμα  από αυτούς που έχουν την κύρια ευθύνη.

 

Άρθρο 43

 

Στην παράγραφο 1 αναφέρεται ότι «Κατά παρέκκλιση …………………, για να προστατευθεί το δίκτυο διαχείρισης αποβλήτων μπορεί να περιορίζονται οι εισαγωγές αποβλήτων που προορίζονται για αποτεφρωτήρες ταξινομημένους ως ανάκτηση». Κατά τη γνώμη μας η απαγόρευση θα έπρεπε να είναι δεσμευτική και καθολική, ώστε να μη βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πρακτική της εισαγωγής απορριμματογενών καυσίμων στην τσιμεντοβιομηχανία ή σε άλλες μονάδες.

 

Άρθρο 50

 

Δεν αναφέρεται η υποχρέωση των δήμων να οργανώνουν συστήματα συλλογής βιοαποβλήτων και επεξεργασίας τους (αυτόνομα ή σε συνεργασία με όμορους δήμους). Η εμπειρία των πρακτικών που ακολουθούνται στην περιφέρεια Αττικής, δημιουργεί την πεποίθηση ότι επιχειρείται η αποξένωση των δήμων από τη συγκεκριμένη διαδικασία, αφού η διάθεση των (καφέ) κάδων και των οχημάτων περισυλλογής γίνεται από τον αρμόδιο ΦοΔΣΑ (ΕΔΣΝΑ), με τη διαδιασία της συλλογής και της επεξεργασίας να οδεύει σε ιδιώτες εργολάβους.

 

Άρθρο 52

 

Στην παρ. 5 του τροποποιούμενου άρθρου αναφέρεται: «Προϋπόθεση για την έκδοση κάθε άδειας που καλύπτει την αποτέφρωση ή τη συναποτέφρωση με ανάκτηση ενέργειας είναι να πραγματοποιείται η ανάκτηση ενέργειας με υψηλό επίπεδο ενεργειακής απόδοσης, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ». Οι όροι της ευρωπαϊκής οδηγίας, στο παράρτημα ΙΙ, απαιτούν από τις μονάδες καύσης που δημιουργούνται πολύ υψηλά ποσοστά απόδοσης, που αν δεν καλύπτονται η διαδικασία της καύσης θεωρείται ισοδύναμη της ταφής.

 

Εκμεταλλευόμαστε την ευκαιρία να επισημάνουμε, για μια ακόμη φορά, ότι για να γίνει εφικτό αυτό, χρειάζεται συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας και σταθερή απορρόφηση της παραγόμενης θερμικής ενέργειας σε όλη τη διάρκεια του έτους, κάτι που σε μεσογειακές χώρες όπως η Ελλάδα δεν είναι δεδομένο. Ο κίνδυνος αποχαρακτηρισμού της διαδικασίας ως ανάκτησης είναι υπαρκτός, όσο υπαρκτό είναι και το ενδεχόμενο μιας σκανδαλώδους διασπάθισης δημόσιου χρήματος.   

 

Άρθρα 54, 55, 56

 

Παρότι υπάρχει το άρθρο 56, που αναφέρεται στα τοπικά σχέδια διαχείρισης (ΤΣΔ), αυτά δεν περιλαμβάνονται στα διαχειριστικά σχέδια για την επίτευξη των βασικών στόχων του σχεδίου νόμου, παρότι τα ΤΣΔ μπορούν και οφείλουν να σηκώσουν το βάρος του πιο ουσιαστικού μέρους της διαχείρισης των αποβλήτων, αυτού της πρόληψης, επαναχρησιμοποίησης και προδιαλογής υλικών. Ο αντίκτυπος αυτής της επιλογής είναι βέβαιο ότι θα φανεί στη (μη) χρηματοδότηση και λοιπή υποστήριξή τους.

 

Καθώς δε γίνεται σαφής αναφορά στο περιεχόμενο των σχεδίων, αναμένεται μια σειρά από αποκεντρωμένες υποδομές και δράσεις να αποσπαστούν από τα ΤΣΔ και να μεταφερθούν στα περιφερειακά σχέδια (ΠΕΣΔΑ), κάτι που υλοποιείται στην περιφέρεια Αττικής. Η πρακτική αυτή δε δικαιολογείται μόνο από την επιθυμία συγκέντρωσης εξουσιών στα δευτεροβάθμια όργανα της αυτοδιοίκησης, αλλά και από την πρόθεση ευκολότερης εκχώρησης στους ιδιώτες του συνόλου, σχεδόν, των λειτουργιών της διαχείρισης των αποβλήτων.  

 

Άρθρο 63

 

Καθώς η γενικευμένη εφαρμογή της καύσης αποτελεί, πρωτίστως, πολιτική και οικονομική επιδίωξη και προκειμένου να διασφαλιστεί η υλοποίησή της, δημιουργείται Δίκτυο μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης, όπως έχει προβλεφθεί στο νέο ΕΣΔΑ, που βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο του ΥΠΕΝ.

Το  ΥΠΕΝ με αποφάσεις του υπουργού αναλαμβάνει  την υπόθεση της γενικευμένης καύσης, με ότι συνεπάγεται αυτό για την υγεία ,το περιβάλλον και την οικονομική επιβάρυνση των πολιτών. Στους ΦοΔΣΑ ανατίθεται το καθήκον της λειτουργίας και συντήρησης των μονάδων. Το πλήρες κείμενο του άρθρου 31 είναι το παρακάτω:

 

«1. Οι διαδικασίες εκπόνησης ή ανάθεσης μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών υπηρεσιών, όπως και χωροθέτησης, δημοπράτησης, κατασκευής και λειτουργίας των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων, καθώς και ο συντονισμός και η εποπτεία υλοποίησης αυτών υπάγονται στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η λειτουργία και συντήρηση των μονάδων υπόκειται στην αρμοδιότητα των ΦοΔΣΑ. Δύναται να συστήνονται διαπεριφερειακοί ΦοΔΣΑ για την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων. Η χωροθέτηση των εν λόγω μονάδων γίνεται σύμφωνα με τις προβλέψεις και τα σχετικά κριτήρια χωροθέτησης του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (Ε.Σ.Δ.Α.) που εγκρίθηκε με την με αρ. 39/31.08.2020 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Α’ 185) και σύμφωνα με τον ν. 4014/2011 (Α’ 209).

Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται η δυναμικότητα των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων της παρ. 1, οι εξυπηρετούμενες από τις μονάδες περιοχές, καθώς και κάθε ειδικός όρος και προϋπόθεση για την εφαρμογή της παρ. 1».

 

Το πρόβλημα δε βρίσκεται, φυσικά, στο ποιος διαχειρίζεται τις μονάδες καύσης (όπως διατείνεται η ΚΕΔΕ), αλλά το πως θα εξαιρεθεί η καύση από τις αποδεκτές μεθόδους διαχείρισης των αποβλήτων. Οι λόγοι για τους οποίους λέμε όχι στην καύση απορριμμάτων, είτε στην τσιμεντοβιομηχανία, είτε σε μονάδες καύσης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είναι οι εξής:

Είναι καταστροφική για το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και τη ζωή των κατοίκων, όπως φανερώνουν επιστημονικές μελέτες (π.χ. του Ιατρικού Συλλόγου Μαγνησίας και επιστημόνων από όλο τον κόσμο που μελέτησαν τις επιπτώσεις σε περιοχές που εφαρμόστηκε η καύση απορριμμάτων). Απελευθερώνονται διοξίνες, φουράνια, βαρέα μέταλλα και επικίνδυνοι αέριοι ρύποι. Παράγεται επίσης τοξική τέφρα που θα καταλήγει στο νερό και το έδαφος και από εκεί στην τροφική αλυσίδα.

Η κατασκευή των ΜΕΑ. με βασικό προσανατολισμό την παραγωγή SRF-RDF αντιστρατεύεται και καθηλώνει σε χαμηλά επίπεδα την προδιαλογή των υλικών και την ανακύκλωση.

Η εξασφάλιση της βιωσιμότητας των κατασκευασμένων με ΣΔΙΤ μονάδων καύσης, απαιτεί μακροχρόνια και εγγυημένη τροφοδοσία με απορριμματογενή καύσιμα. (σημείωση: εισαγωγή απορριμμάτων σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης για την κάλυψη των μονάδων καύσης υποδηλώνει την πλήρη αποτυχία και όχι την επιτυχία της, όπως προσπαθούν να μας πείσουν)

Δεσμεύει τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος σε αντιπεριβαλλοντικές μεθόδους έντασης κεφαλαίου και χαμηλής απασχολησιμότητας, ενώ, ταυτόχρονα, εκτοξεύει το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων το οποίο θα πέσει ξανά στις πλάτες των πιο αδύναμων στρωμάτων.

Παραβιάζει την κλασική ιεράρχηση της διαχείρισης των αποβλήτων, αφού δίνει προτεραιότητα σε κάποιο στάδιο («ανάκτηση» με ενεργειακή αξιοποίηση), χωρίς να έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες προηγούμενων σταδίων.

Δημιουργεί προβλήματα συμβατότητας με την ισχύουσα γενική νομοθεσία περί αποβλήτων, καθώς ενδέχεται να χαρακτηριστεί ισοδύναμη της ταφής, στο βαθμό που οι συγκεκριμένες μονάδες δεν καταφέρνουν να πετύχουν ποσοστό ενεργειακής απόδοσης μεγαλύτερο του 67%, επίδοση που προϋποθέτει παραγωγή και κατανάλωση ΚΑΙ θερμικής ενέργειας σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, γεγονός που διαφοροποιεί τις μεσογειακές χώρες από αυτές του ευρωπαϊκού βορρά.

Η συνθετότητα και οι τεχνολογικές απαιτήσεις των μονάδων καύσης οδηγούν σε, σχεδόν, αναγκαστική επιβολή της ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των αποβλήτων, σε βάρος του δημόσιου και κοινωνικού ελέγχου σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα για την καθημερινότητά μας.

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ