Το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, που συγκλόνισε τη χώρα αλλά και όλο τον κόσμο, επαναφέρει στο επίκεντρο της συζήτησης τις προτάσεις των πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζουμε την πρότασή μας.
Αν τώρα, που το κρατικό έγκλημα, στο βωμό των ιδιωτικοποιήσεων και του καπιταλιστικού κέρδους θυσίασε 57 ανθρώπινες ζωές, δεν τεθεί ως άμεσος στόχος πάλης, με μπροστάρηδες τους εργαζομένους στο σιδηρόδρομο, το αίτημα της κρατικοποίησης των σιδηροδρόμων (και γενικότερα των μεταφορών) με εργατικό λαϊκό και κοινωνικό έλεγχο χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών, στην προοπτική της κοινωνικοποίησής τους, πότε θα τεθεί;
Τι είναι η κρατικοποίηση
Κρατικοποίηση σημαίνει το πέρασμα των σιδηροδρόμων και γενικότερα των μεταφορών στα χέρια του κράτους και εθνικοποίηση, το πέρασμα επιχειρήσεων που ελέγχονται από ξένα κεφάλαια στο ελληνικό κράτος. Και επειδή σήμερα το ελληνικό κράτος είναι αστικό σημαίνει αντικειμενικά (και ανεξάρτητα από προθέσεις) δυνάμωμα του συλλογικού καπιταλιστή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε αυταπάτες ή ότι επιλέγουμε την ενίσχυση του απρόσωπου συλλογικού καπιταλιστή, δηλ. του αστικού κράτους σε σχέση με τους ιδιώτες καπιταλιστές. Αλλά, γιατί πρώτο, η κρατικοποίηση έρχεται σε αντίθεση με την κύρια γραμμή του σύγχρονου καπιταλισμού, τις ιδιωτικοποιήσεις.
Δεύτερο, γιατί η κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο πρέπει να ‘ναι η άμεση απαίτηση του εργατικού κινήματος για την διασφάλιση των θέσεων εργασίας και του κοινωνικού πλούτου που κινδυνεύει με απαξίωση.
Τρίτο, γιατί η κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο μπορεί να κινηθεί «ταχύτερα» και «αμεσότερα» προς το στρατηγικό στόχο της κοινωνικοποίησης.
Σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζουμε την κρατικοποίηση (ακόμη και την κρατικοποίηση σε συνθήκες εργατικής εξουσίας) με την κοινωνικοποίηση που είναι δυο διαφορετικά πράγματα.
Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής σε συνθήκες εργατικής εξουσίας διαταράσσει και κλονίζει τα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά των σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά δεν καταργεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή από μόνη της, συνθήκη για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Τι εργατικό έλεγχο προτείνουμε
Σ’ ότι αφορά τον εργατικό έλεγχο στις ιδιωτικές ή στις κρατικοποιημένες αστικές επιχειρήσεις, πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι δεν μιλάμε για τα διάφορα φληναφήματα περί «συμμετοχής των εργαζομένων» και «εποπτικών συμβουλίων» που καθιέρωσε η σοσιαλδημοκρατία παλιότερα και το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80.
Η βαθύτερη ουσία της «συμμετοχής» των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων και των περίφημων «εποπτικών συμβουλίων» δεν ήταν και δεν είναι άλλη από τη διαιώνιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Η δημιουργία μιας «διοικούσας εργατικής αριστοκρατίας των εκπροσώπων» αλλά και ψευδαισθήσεων γενικά στους εργαζόμενους ότι δουλεύουν για τη «δική τους επιχείρηση» ουσιαστικά βοήθησε και βοηθά στην παραπέρα ενσωμάτωση και στον εκφυλισμό του εργατικού κινήματος μέσω της ταξικής συνεργασίας.
Ο εργατικός έλεγχος που προτείνουμε δεν έχει τίποτα κοινό με τη λογική της «συμμετοχής». Αντίθετα, ακόμα και στην πιο μερική και ασταθή μορφή εκδήλωσής του, ο εργατικός έλεγχος αμφισβητεί ακριβώς αυτό που δέχεται η «συμμετοχή», δηλ. την εξουσία των ιδιοκτητών στο πλαίσιο της επιχείρησης.
Αμφισβητεί το γνωστό διευθυντικό δικαίωμα.
Δεν αμφισβητεί το διευθυντικό ρόλο της κεφαλαιοκρατίας στο επίπεδο της οικονομίας και φυσικά δεν αμφισβητεί τη μισθωτή εργασία συνολικά.
Οι εργαζόμενοι μέσω του εργατικού ελέγχου θέτουν «βέτο». Δηλαδή αντιτάσσονται και επιδιώκουν να ματαιώσουν έμπρακτα τις αποφάσεις της διοίκησης, πρωτίστως, στα ζητήματα των απολύσεων και ευρύτερα των εργασιακών σχέσεων. Θέτουν ζήτημα κατάργησης του «απόρρητου» και απαιτούν την πρόσβαση στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης κ.α.
Για να αποφεύγονται οι περιπτώσεις διαφθοράς και εξαγοράς των εργαζομένων από την εργοδοσία, ο εργατικός έλεγχος είναι αναγκαίο να ασκείται από εναλλασσόμενους εκπροσώπους των εργαζομένων οι οποίοι θα είναι εκλεγμένοι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και κυρίως θα είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή από τη γενική συνέλευση των εργαζομένων.
Επίσης θα είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν τις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων και να λογοδοτούν σ΄ αυτές. Δεν θα έχουν καμία επιπλέον απολαβή (μπόνους, ταξίδια κ.α.) πέραν του μισθού τους. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να ανήκουν στην εργατική τάξη και όχι στα μισθωτά μικροαστικά, ημιδιευθυντικά και αστικά διευθυντικά στρώματα.
Ο εργατικός έλεγχος μπαίνει από τη σκοπιά μας με τη λογική ενός εν δυνάμει εργατικού θεσμού που δεν «χωράει» μέσα στον καπιταλισμό, όσο κι αν εμφανίζεται στο εσωτερικό του.
Προϋπόθεση για την επιτυχία του αποτελεί η ύπαρξη ενός ταξικού μαζικού εργατικού κινήματος με αντικαπιταλιστικό πολιτικό προσανατολισμό.
Αυτό δε σημαίνει ότι το αίτημα του εργατικού ελέγχου πρέπει να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες της επαναστατικής κατάστασης ή της επαναστατικής εξουσίας,
Η εργατική τάξη για να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και για γίνει ικανή να κατακτήσει την εργατική εξουσία και να προχωρήσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, είναι ανάγκη να δοκιμάσει στην πράξη τα όρια και τις δυσκολίες κατάκτησης και λειτουργίας έστω και ατελών μορφών εργατικού ελέγχου.
Τι είναι η κοινωνικοποίηση
Κοινωνικοποίηση σημαίνει κατοχή και χρήση των μέσων παράγωγης όχι από το εργατικό κράτος, ούτε από ξεχωριστά φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αλλά από το σύνολο της κοινωνίας. Σημαίνει κοινή ιδιοκτησία και νομή των μέσων παραγωγής.
Η ταύτιση της κοινωνικοποίησης με την κρατικοποίηση και η θεώρηση της αλλαγής της νομικής μορφής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (από ατομική σε κρατική) ως μοναδική και ουσιαστική πλευρά της κοινωνικοποίησης, προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στη συλλογική γραφειοκρατική κρατική αστική τάξη, που στο όνομα της εργατικής τάξης και του επιστημονικού σοσιαλισμού -όπως έδειξε η πείρα των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού –συσκοτίζει την ταξική πάλη των μετεπαναστατικών κοινωνιών, συκοφαντεί και εν τέλει ακυρώνει τις απελευθερωτικές ιδέες και τα ιδανικά του κομμουνισμού
Επομένως δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικοποίηση μέσα στα πλαίσια καμιάς ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Ο Φρ. Ένγκελς μιλάει για «διαδικασία κοινωνικοποίησης» δηλαδή για μια πορεία η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη της εργατικής εξουσίας και ιστορικά ολοκληρώνεται στον κομμουνισμό.
Η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την εργατική αυτοδιεύθνση στην παραγωγή, η οποία αποτελεί ανώτερο άλμα σε σχέση με την εργατική κρατική ιδιοκτησία και τον εργατικό έλεγχο. Η εργατική αυτοδιεύθυνση δεν καταργεί τον εμπορευματικό χαρακτήρα της παραγωγής.
Όμως καταργεί το διευθυντικό δικαίωμα, πλήττει καίρια την αστική κοινωνική ιεραρχία, τον αντιδραστικό κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, το νόμο της αξίας, πλήττει την εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και προωθεί την εργασία με εσωτερικό κίνητρο (εθελοντική) που αποτελούν θεμελιώδη και ουσιώδη στοιχεία των παραγωγικών σχέσεων.
Η εργατική αυτοδιεύθυνση και η προώθηση της κοινωνικοποίησης συνδέονται άμεσα με τον πανκοινωνικό σχεδιασμό της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης και τους αντίστοιχους θεσμούς του εργατικού κράτους.
Ο πανκοινωνικός σχεδιασμός αποτρέπει τον κατακερματισμό και επιβάλλει τη συνεργασία της κάθε ξεχωριστής επιχείρησης, της καθεμιάς εργατικής αυτοδιεύθυνσης σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, σε όφελος του γενικού κοινωνικού συμφέροντος.
Χωρίς τον κεντρικό, αρχικά κρατικό και μετέπειτα πανκοινωνικό σχεδιασμό, η εργατική αυτοδιεύθυνση εκφυλίζεται σε συλλογική μεν, αλλά τελικά ιδιωτική «εργατική ιδιοκτησία», ανταγωνιζόμενων επιχειρήσεων, διατηρώντας τον καπιταλιστικά κλονισμένο, αλλά τελικά εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής.
Ενστάσεις και αντιρρήσεις
Μήπως όμως η πάλη για την επιβολή κρατικοποιήσεων των σιδηροδρόμων με εργατικό λαϊκό έλεγχο στην προοπτική της κοινωνικοποίησή τους οδηγεί το κίνημα στο «να διαπαιδαγωγηθεί σε αυταπάτες αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων από αστικές κυβερνήσεις»;
Η θέση αυτή κατανοεί με γραμμικό-εξελικτικό τρόπο την ταξική πάλη. Αποδέχεται τη μη διαλεκτική και γι’ αυτό αντεπαναστατική άποψη για το «σιδερένιο» χαρακτήρα των νόμων της ταξικής πάλης.
Δεν κατανοεί με μαχόμενο υλιστικό τρόπο τη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ αντικειμενικού-υποκειμενικού, τη μετατροπή του ενός στο άλλο. Δεν αντιλαμβάνεται ότι «οι συνθήκες φτιάχνουν τους ανθρώπους» όχι λιγότερο απ’ ότι «οι άνθρωποι της συνθήκες».
Σύμφωνα και ανομολόγητα με αυτή την άποψη δεν πρέπει κανένας στόχος πάλης του οποίου η υλοποίηση ανάγεται στο ζήτημα της εξουσίας να τίθεται ως στόχος υλικής διεκδίκησης πριν την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης και επαναστατικής εξουσίας, γιατί δημιουργεί αυταπάτες στους εργαζομένους ότι μπορεί να υλοποιηθεί εντός του καπιταλισμού.
Επιπρόσθετα και εξίσου σημαντικό, διαχωρίζει με αντιδιαλεκτικό τρόπο τα οικονομικά από τα πολιτικά αιτήματα. Για τα οικονομικά παλεύει το εργατικό λαϊκό κίνημα για τα πολιτικά και κυρίως γι’ αυτά που ανάγονται στο ζήτημα της εξουσίας παλεύει αποκλειστικά το κόμμα μέσω της ζύμωσης και της προπαγάνδας.
Αποκόβει δηλαδή στην πράξη, την πάλη του εργατικού κινήματος από τους στόχους που αφορούν το ζήτημα της εξουσίας.
Γι’ αυτό όχι μόνο αρνείται, αλλά δεν μπορεί ούτε καν να διανοηθεί, τη δυνατότητα επιβολής έστω προσωρινών και ανολοκλήρωτων πολιτικών κατακτήσεων πανεθνικού χαρακτήρα από τη μεριά του εργατικού κινήματος, εντός του καπιταλισμού και εναντίον του.
Έτσι «υποβιβάζει» τους αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης και τους αντιμετωπίζει σαν στόχους που μπορούν να υλοποιηθούν από αστικές κυβερνήσεις, και όχι σαν στόχους πάλης που ωριμάζουν τις υλικές-πολιτικές προϋποθέσεις (υποκείμενο, μέσα, συνθήκες) για τη δράση και την επιβολή υλικών κατακτήσεων. Στόχους, εν τέλει, για την υλική προσέγγιση της επανάστασης από τους ίδιους τους αγωνιζόμενους εργαζομένους, όπως επιδιώκουμε εμείς.
Γι’ αυτό, για να μη δημιουργεί «αυταπάτες στους εργαζομένους», περιορίζεται αποκλειστικά σε συνθήματα ζύμωσης και προπαγάνδας( πχ. Διαγραφή του χρέους και έξοδος από την ΕΕ με εργατική-λαϊκή εξουσία) νομίζοντας ότι αυτό αρκεί για να έρθει πιο κοντά η επανάσταση.
Όμως με αυτή τη λογική, όσες φορές κι αν κολλήσει κάποιος τη φράση «εργατική-λαϊκή εξουσία» μετά από κάθε στόχο οδηγεί, στην πράξη, στη διάψευση των στόχων, δεν φέρνει πιο κοντά την επανάσταση, αλλά την απομακρύνει αφού οι εργαζόμενοι δεν(πρέπει να) παλεύουν για τέτοιους στόχους επειδή δημιουργούν αυταπάτες.
Αλλά πως θα συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι τι μπορούν να κατακτήσουν εντός του καπιταλισμού και τι όχι, αν δεν παλέψουν, αν δεν δοκιμάσουν, αν δεν αγωνιστούν γι’ αυτό;
Αλλά κυρίως αν δεν νικήσουν οι αγώνες τους.
Νίκες που θα τονώσουν το ηθικό, την χαμένη αυτοπεποίθησή τους και την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορεί να «πάνε αλλιώς».
Γιατί οι συνεχόμενες ήττες οδηγούν στην απογοήτευση και στην παραίτηση από την πάλη.
Κανείς εκ των προτέρων δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος στόχος πάλης θα αποτελέσει τον κρίκο που θα σπάσει την αλυσίδα και θα δημιουργήσει -υλικά και όχι φαντασιακά -το πρώτο τακτικό ρήγμα στους νόμους της αστικής κυριαρχίας.
Γι’ αυτό οι στόχοι του άμεσου προγράμματος πάλης αφορούν όλες τις πλευρές της αστικής κυριαρχίας, αφού κάθε πρακτικό ρήγμα σε αυτή επιδρά καταλυτικά στο σύνολο της αστικής πολιτικής και συνιστά μια σχετική αντικαπιταλιστική ανατροπή της συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου.
Αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να επιβληθεί στην πράξη,- ακόμα και σε συνθήκες κλονισμού της αστικής κυριαρχίας-, το σύνολο των στόχων πάλης, χωρίς την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας.
Δε σημαίνει ότι ένα ρήγμα θα δημιουργηθεί σήμερα, ένα αύριο, ένα μεθαύριο και έτσι σταδιακά και βαθμιαία μέσα από αλλεπάλληλα ρήγματα θα φτάσουμε στην κατάκτηση της εξουσίας, χωρίς επανάσταση και μέσα από περισσότερο ή λιγότερο ήρεμες κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Επομένως μ’ αυτή τη λογική και με την ουσιαστική και επίμονη πάλη του λαϊκού κινήματος για την επιβολή αυτού του αιτήματος όχι μόνο δεν δημιουργούνται «αυταπάτες αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων από αστικές κυβερνήσεις», αλλά ακριβώς το αντίθετο. Μπορεί η πάλη αυτή, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει σε ένα επιμέρους πρακτικό ρήγμα της επίθεσης του κεφαλαίου, σε μια σχετική έστω προσωρινή και ανολοκλήρωτη νίκη- κατάκτηση από τη μεριά του κινήματος.
Μπορεί να χαρίσει πολύτιμες εμπειρίες για την κατανόηση της αναγκαιότητας και της δυνατότητας για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.