16.2 C
Athens
Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εξωτερική ανάθεση, χρηματιστικοποίηση και κρίση, του John Smith

Περίληψη: Το άρθρο αυτό υποστηρίζει ότι η χρηματιστικοποίηση και η εξωτερική ανάθεση, οι δύο καθοριστικοί μετασχηματισμοί της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλληλοεπιδρούν τόσο ισχυρά ώστε κανένας εκ των δύο να μην μπορεί να καταστεί κατανοητός ανεξάρτητα από τον άλλον. Υποστηρίζει επίσης ότι οι μετασχηματισμοί στη σφαίρα της παραγωγής είναι πρωταρχικής σημασίας και ότι η παγκόσμια μετατόπιση των παραγωγικών διαδικασιών σε χώρες με χαμηλούς μισθούς απέρρευσε από την επιθυμία των πολυεθνικών του Βορρά να μειώσουν το κόστος παραγωγής προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πτώση του ποσοστού κέρδους, με αποτέλεσμα την εμβάθυνση του ιμπεριαλιστικού και παρασιτικού χαρακτήρα του καπιταλισμού. Η κατανόηση της σχέσης μεταξύ χρηματιστικοποίησης και εξωτερικής ανάθεσης είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε γιατί η παγκόσμια κρίση που προαναγγέλθηκε από το κραχ του χρηματιστηρίου το 1987 δεν ξέσπασε για άλλες δύο δεκαετίες, γιατί αυτή η κρίση δεν έχει τις ρίζες της στη χρηματοδότηση αλλά στην καπιταλιστική παραγωγή, για να κατανοήσουμε τη μορφή και τη δυναμική αυτής της κρίσης και γιατί σηματοδοτεί την αρχή μιας παρατεταμένης παγκόσμιας ύφεσης που δεν μπορεί να επιλυθεί εντός του καπιταλισμού.

Η αναφορά στο παρόν έγγραφο πρέπει να γίνεται ως εξής: Smith, J. (2012) ‘Outsourcing, financialisation and the crisis’, Int. J. Management Concepts and Philosophy, Vol. 6, Nos. 1/2, pp. 19-44.

Βιογραφικές σημειώσεις: Ο John Smith είναι ερευνητής στο επιστημονικό πεδίο της πολιτικής οικονομίας και συγκεκριμένα διερευνά τον ιμπεριαλισμό, τη θεωρία της αξίας και την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής. Εργάζεται πάνω στο θέμα της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής. Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το παρόν κείμενο αποτελεί αναθεωρημένη και συμπυκνωμένη εκδοχή της ανακοίνωσης με τίτλο ‘Εξωτερική ανάθεση, χρηματιστικοποίηση και κρίση’ που παρουσιάστηκε στο πρώτο διεθνές συνέδριο του IIPPE, ‘Beyond the Crisis’, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη το 2010.

 

1 Εισαγωγή

Η εξωτερική ανάθεση (Σ.τ.Μ., outsourcing), όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, αναφέρεται στην ‘παγκόσμια μετατόπιση’ των παραγωγικών διαδικασιών σε χώρες με χαμηλούς μισθούς και περιλαμβάνει τόσο τις εσωτερικές (ΑΞΕ· Σ.τ.Μ., Άμεσες Ξένες Επενδύσεις) όσο και τις εξωτερικές μορφές της όλο και περισσότερο υπερεθνικής σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Από τη σκοπιά του παγκόσμιου Νότου, η εξωτερική ανάθεση είναι συνώνυμη με την ‘εξαγωγικού προσανατολισμού εκβιομηχάνιση’. Ως χρηματιστικοποίηση ορίζεται ποικιλοτρόπως η αυξημένη βαρύτητα της χρηματοδότησης, των ασφαλίσεων και των ακινήτων στο ΑΕΠ των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Ιαπωνίας, των χρηματοπιστωτικών αγορών τους ως πηγή κερδών, και της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης της κατανάλωσης των εργαζομένων μέσω της επέκτασης του χρέους των νοικοκυριών, η υποταγή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στις διακυμάνσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και η μετατροπή των αποθεμάτων του πλούτου των κατοικιών σε ροές εισοδήματος[1]. Ο πιο θεμελιώδης ορισμός που χρησιμοποιείται εδώ τονίζει τον διαχωρισμό της δημιουργίας κέρδους από την παραγωγή που συνεπάγονται αυτά τα φαινόμενα[2].

Η τεράστια κλίμακα της εξωτερικής ανάθεσης κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είχε δύο συνέπειες ύψιστης σημασίας. Πρώτον, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στις ιμπεριαλιστικές χώρες (και οι προμηθευτές τους σε υπηρεσίες, καθώς και οι κυβερνήσεις που βασίζονται στη φορολόγηση των πωλήσεών τους, των κερδών τους και των μισθών των εργαζομένων τους) έχουν γίνει, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της παγκοσμιοποίησης, όλο και πιο εξαρτημένες από τα έσοδα των πολύ υψηλότερων ποσοστών εκμετάλλευσης που είναι διαθέσιμα στις χώρες του Νότου, από τα οποία μόνο ένα μικρό μέρος εμφανίζεται στα στοιχεία των χρηματοοικονομικών ροών. Δεύτερον, η εξωτερική ανάθεση έχει μεταμορφώσει την παγκόσμια εργατική τάξη: μέσα σε μόλις τρεις δεκαετίες, το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό του Νότου ξεπέρασε εκείνο των ‘βιομηχανικών χωρών’ και αποτελεί πλέον το 80% του παγκόσμιου συνόλου.

Η εξωτερική ανάθεση οφείλεται στις έντονες προσπάθειες των πολυεθνικών επιχειρήσεων με έδρα τον Βορρά να μειώσουν το κόστος και να αυξήσουν τα κέρδη τους αντικαθιστώντας την υψηλότερα αμειβόμενη εγχώρια εργασία με χαμηλά αμειβόμενη εργασία του Νότου. Ο Stephen Roach (2003, σ. 5-6), ανώτερος οικονομολόγος της Morgan Stanley, αποκάλεσε αυτό το φαινόμενο ‘παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ’, υποστηρίζοντας ότι η «αδιάκοπη… αναζήτηση νέας αποδοτικότητας… μέσω της απόσπασης προϊόντος από σχετικά χαμηλόμισθους εργαζόμενους στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει γίνει μια όλο και πιο επείγουσα τακτική επιβίωσης για τις εταιρείες στις ανεπτυγμένες οικονομίες».

Ο όρος ‘παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ’ είναι μια κατ’ ευφημισμόν ορολογία[3], και έχει βγει από το στόμα ενός κορυφαίου Αμερικανού τραπεζίτη, ωστόσο είναι πιο συγκεκριμένος και χρήσιμος από οτιδήποτε άλλο έχει βγει από τη ριζοσπαστική βιβλιογραφία για την παγκοσμιοποίηση και την παγκόσμια κρίση. Έχει τρία μεγάλα πλεονεκτήματα: στο επίκεντρό της βρίσκεται η παγκοσμιοποιημένη σχέση κεφαλαίου-εργασίας˙ αναδεικνύει τις τεράστιες διαφορές στην τιμή της εργασίας που προκύπτουν από τον περιορισμό της ελεύθερης μετακίνησης της εργασίας πέρα από τα σύνορα˙ και συνδέει εννοιολογικώς τους δύο τρόπους με τους οποίους η υψηλότερα αμειβόμενη εργασία μπορεί να αντικατασταθεί με χαμηλόμισθη εργασία: αφενός με τη μετεγκατάσταση των παραγωγικών διαδικασιών σε οικονομίες με χαμηλούς μισθούς και αφετέρου με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών εντός των συνόρων των ιμπεριαλιστικών εθνών[4], ή όπως το θέτει το ΔΝΤ (2007, σ. 180): «[η] παγκόσμια δεξαμενή εργατικού δυναμικού μπορεί να είναι προσβάσιμη από τις προηγμένες οικονομίες μέσω των εισαγωγών και της μετανάστευσης», εμφατικά παρατηρώντας ότι «το εμπόριο είναι το σημαντικότερο και ταχύτερα επεκτεινόμενο κανάλι, σε μεγάλο βαθμό επειδή η μετανάστευση παραμένει πολύ περιορισμένη σε πολλές χώρες»[5].

Ο William Milberg είναι ένας από τους ελάχιστους που έχουν επιστήσει την προσοχή σε δύο συμμετρικά κενά στη βιβλιογραφία για τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και τη χρηματιστικοποίηση. Όπως αναφέρει, «μέχρι σήμερα η βιβλιογραφία για τις αλυσίδες αξίας δεν έχει εξετάσει λεπτομερώς τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής στη ροή κεφαλαίων ή αυτό που έχει γίνει ευρέως γνωστό ως ‘χρηματιστικοποίηση’» [Milberg, (2008), σ. 421], ενώ

«οι μελέτες για τη χρηματιστικοποίηση τείνουν να μην εξετάζουν τη σύνδεση με την παραγωγή και τις επενδύσεις θεωρώντας την αυτονόητη … πολλοί αναλυτές… αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τους τις αλλαγές στη δομή της παραγωγής, και συγκεκριμένα την άνοδο των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας που έχουν εξασφαλίσει τη συνεχή ικανότητα των μεγάλων βιομηχανικών χωρών να διατηρήσουν την αύξηση των κερδών.» (ό.π., σ. 445)

Οι επικρατούσες και οι πιο ριζοσπαστικές θεωρήσεις στην παγκόσμια οικονομική κρίση αναλώνονται με το να προσπαθούν να εντοπίσουν τις ρίζες της στις διαδικασίες που συνδέονται με τη χρηματιστικοποίηση. Σε πλήρη αντίθεση, οι περισσότεροι σχολιαστές εξακολουθούν να αγνοούν τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο και της εξωτερικής ανάθεσης. Ωστόσο, το τεράστιο, επί τρεις δεκαετίες παλιρροϊκό κύμα εξωτερικής ανάθεσης της μεταποιητικής παραγωγής σε χώρες με χαμηλούς μισθούς δεν ήταν μόνο απαραίτητο για τη χρηματιστικοποίηση των ιμπεριαλιστικών οικονομιών, εμπλέκεται βαθιά στην εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης – σε τέτοιο βαθμό που είναι τουλάχιστον επιφανειακό να περιγράψουμε την εξελισσόμενη κρίση ως ‘χρηματοπιστωτική’, είτε ως προς την προέλευσή της είτε ως προς τη φύση της. Το γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί αυτό το θεμελιώδες γεγονός έχει διαφύγει από τόσους πολλούς σχολιαστές, είναι το αντικείμενο του παρόντος άρθρου, αλλά το ότι η αλήθεια βρίσκεται προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη σημείωση ότι οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της μεγάλης κλίμακας εξωτερικής ανάθεσης παραγωγικών διαδικασιών σε χώρες με χαμηλούς μισθούς ήταν καθοριστικής σημασίας για τα χαμηλά επιτόκια, τον χαμηλό πληθωρισμό και τη χαμηλή μεταβλητότητα που χαρακτήριζαν τη λεγόμενη ‘Goldilocks’ (Σ.τ.Μ., ‘χρυσές κλειδαριές’) οικονομία. Οι πληθωριστικές πιέσεις που προέκυπταν από την επέκταση της ζήτησης δια της πίστωσης, μετριάστηκαν σημαντικά από την πτώση των τιμών των εξωτερικών ενδιάμεσων εισροών και των καταναλωτικών αγαθών, ενώ τα επιτόκια και η μεταβλητότητα διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα από την Κίνα και άλλες εξαγωγικές χώρες, οι οποίες, εξαναγκασμένες από αυτό που ο Lawrence Summers ονόμασε ‘οικονομική ισορροπία του τρόμου’ (Summers, 2006), επέστρεφαν τα κέρδη από τις εξαγωγές τους στην κυβέρνηση των ΗΠΑ ως δάνεια με μηδενικό ή αρνητικό πραγματικό επιτόκιο. Όπως έχει επισημάνει ο Andrew Gamble (2009, σ. 131), «η φτήνια των κινεζικών αγαθών και η προθυμία τους να χρηματοδοτήσουν το έλλειμμα των ΗΠΑ ήταν αυτά που φούσκωναν τη φούσκα για όσο διάστημα διήρκεσε». Έτσι, οι ‘παγκόσμιες ανισορροπίες’ που τροφοδότησαν τη χρηματιστικοποίηση, η οποία αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο από τους οικονομολόγους του κυρίαρχου ρεύματος (Σ.τ.Μ., mainstream) ότι έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, είναι βασικά το αποτέλεσμα της εξωτερικής ανάθεσης της παραγωγής˙ ομοίως, ήταν τα χαμηλά επιτόκια που ώθησαν τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να αυξήσουν το χρέος τους και που επίσης ανάγκασαν τις τράπεζες, σε ένα ολοένα και πιο απελπισμένο κυνήγι ‘απόδοσης’, να επενδύσουν τα κεφάλαια των καταθετών τους σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου. Εν ολίγοις, η βασική αιτία της παγκόσμιας κρίσης δεν εντοπίζεται στη χρηματοδότηση, αλλά στην ίδια την καπιταλιστική παραγωγή.

Η άρρηκτη διασύνδεση μεταξύ της χρηματιστικοποίησης και της εξωτερικής ανάθεσης μπορεί επίσης να φανεί στα προηγούμενα στάδια και στην πρώιμη ανάπτυξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις πρωτοστάτησαν στη χρήση υπεράκτιων χρηματοοικονομικών κέντρων και διεθνών χρηματαγορών για τη διαχείριση των όλο και πιο παγκόσμιων δραστηριοτήτων τους, ανοίγοντας έτσι τις πόρτες για τη διεθνή χρηματοοικονομική ολοκλήρωση, ή όπως εξήγησαν οι Gérard Duménil και Dominique Lévy (2005, σ. 24),

«Κατά την δεκαετία του 1960, αναπτύχθηκε μια νέα διεθνής χρηματοδότηση… Η κυκλοφορία των δολαρίων στον κόσμο έπαιξε κεντρικό ρόλο, αλλά το πιο κρίσιμο στοιχείο ήταν ίσως η σύγκλιση μεταξύ της ανόδου της νέας διεθνούς χρηματοδότησης και της διεθνοποίησης της παραγωγής (η ανάπτυξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων). Οι διεθνείς επιχειρήσεις χρειάζονταν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που επέτρεπαν την κυκλοφορία κεφαλαίων διεθνώς.»

Αντίθετα και στη συνέχεια, η χρηματοοικονομική μηχανική που αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ‘αξίας των μετόχων’ σε συνδυασμό με τις πιέσεις του σκληρού ανταγωνισμού ανάγκασαν τις επιχειρήσεις του Βορρά να μειώσουν το κόστος παραγωγής με την ανάθεση της παραγωγής σε χώρες με χαμηλούς μισθούς. Η εξωτερική ανάθεση όχι μόνο παρείχε σημαντική στήριξη στο ποσοστό κέρδους στις ιμπεριαλιστικές χώρες, αλλά έγινε επίσης μια ολοένα και πιο αγαπητή εναλλακτική λύση έναντι των επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα και την παραγωγική ικανότητα, καθώς διαθέτει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι τα λειτουργικά κέρδη μπορούν να διοχετευθούν σε χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και να χρηματοδοτήσουν συγχωνεύσεις και εξαγορές. Όπως υποστηρίζει ο Milberg (2008, σ. 421), η αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση των ιμπεριαλιστικών οικονομιών είναι η άλλη όψη της «ταχείας επέκτασης της παραγωγικής ικανότητας του τομέα της μεταποίησης στις χώρες με χαμηλούς μισθούς», δημιουργώντας «ροές κεφαλαίων από τις χώρες με χαμηλούς μισθούς προς τις βιομηχανικές χώρες … υποστηρίζοντας τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων στις βιομηχανικές χώρες και ιδίως στις ΗΠΑ». Το κυριότερο συμπέρασμα είναι ότι οι αυξανόμενες αξίες των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη χρηματιστικοποίηση δεν είναι μόνο αέρας, ατμός και πλασματικό κεφάλαιο, αλλά σε σημαντικό βαθμό αντανακλούν τη σημαντικά διευρυμένη υπερεκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας στον παγκόσμιο Νότο – ένα συμπέρασμα που επιβεβαιώνεται από αναλυτές που εργάζονται για την Roubini Global Economics, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι «σε επίπεδο πολυεθνικών εταιρειών, η εξοικονόμηση κόστους από την μεταφορά σε υπεράκτιους τόπους είναι σημαντική και συμπίπτει με ιστορικά υψηλά επίπεδα στα κέρδη» (Parisi-Capone, 2006). Με λίγα λόγια, η εξωτερική ανάθεση έχει τροφοδοτήσει τη χρηματιστικοποίηση.

 

2 Η κριτική της ‘χρηματιστικοποίησης’

«Μεταξύ του χαμηλού του επιπέδου το πρώτο τρίμηνο του 1982 και του υψηλού του επιπέδου το δεύτερο τρίμηνο του 2007, το μερίδιο των κερδών του χρηματοπιστωτικού τομέα στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των ΗΠΑ αυξήθηκε περισσότερο από έξι φορές. Πίσω από αυτή την έκρηξη βρισκόταν μια αύξηση της μόχλευσης σε ολόκληρη την οικονομία. Η μόχλευση ήταν η φιλοσοφική λίθος που μετέτρεψε τον οικονομικό μόλυβδο σε χρηματοπιστωτικό χρυσό. Οι προσπάθειες για τη μείωσή της τώρα κινδυνεύουν να μετατρέψουν τον χρυσό και πάλι σε μόλυβδο.» (Wolf, 2007)

Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχει πράγματι επιδοθεί σε αλχημείες, χρησιμοποιώντας το χρέος για να διογκώσει τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων, με τη διαστροφή ότι όσο πιο εύκολα ένα περιουσιακό στοιχείο μπορεί να ‘απογυμνωθεί’ και να μετατραπεί σε ροή εισοδήματος, τόσο πιο πολύτιμο γίνεται αυτό το περιουσιακό στοιχείο· όσο περισσότερο κανιβαλίζεται, τόσο περισσότερη σάρκα φαίνεται να έχει πάνω του. Ωστόσο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, εκτός από το να φαίνεται ότι δημιουργεί αξία από το πουθενά, συλλαμβάνει επίσης την αξία που δημιουργείται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βοήθησε να μεταφερθούν σε χώρες με χαμηλούς μισθούς.

Ο Milberg (2004a, σ. 3) είναι πρωτοπόρος σε όλα τα πεδία στο να κάνει αυτή την κρίσιμη σύνδεση μεταξύ χρηματιστικοποίησης και εξωτερικής ανάθεσης, την οποία εξηγεί ως εξής:

«η τεράστια επέκταση των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας … συνέπεσε με μια συρρίκνωση του τομέα της μεταποίησης στις περισσότερες χώρες [εννοεί τις περισσότερες πλούσιες χώρες] και έτσι επέτρεψε στις εταιρείες να επιστρέψουν μεγαλύτερο μερίδιο των καθαρών εσόδων στους μετόχους αντί να επανεπενδύσουν τα έσοδα αυτά σε νέες παραγωγικές δυνατότητες.»

Οι φευγαλέες αναφορές στην εξωτερική ανάθεση στη βιβλιογραφία της χρηματιστικοποίησης αντιμετωπίζουν αυτές τις δύο διαδικασίες σαν να ήταν εντελώς άσχετες. Οι Beverly Silver και Giovanni Arrighi (2000, σ. 10), για παράδειγμα, υποστήριξαν ότι

«η μεγάλη μετεγκατάσταση του κεφαλαίου των δεκαετιών του 1980 και 1990 από το εμπόριο και την παραγωγή στη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και την κερδοσκοπία … και όχι η ασύγκριτα μικρότερη μετεγκατάσταση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων από το Βορρά στο Νότο, ήταν η κύρια αιτία της όποιας επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης που βιώνουν οι εργαζόμενοι του Βορρά και του Νότου τα τελευταία είκοσι χρόνια

Αφήνοντας κατά μέρος την υποτίμηση της παγκόσμιας μετατόπισης της παραγωγής, αυτό που είναι προβληματικό σε αυτή την άποψη είναι η υπεροχή που δίνει στις εξελίξεις στη σφαίρα της χρηματοδότησης, μια προϋπόθεση που προκύπτει αναπόφευκτα από την περιθωριοποίηση των μετασχηματισμών στη σφαίρα της παραγωγής. Αυτή η (λανθασμένη) κατανόηση συναντάται σε ολόκληρη τη βιβλιογραφία της χρηματιστικοποίησης, παρά τις πολλές πολύτιμες γνώσεις που προσφέρει και τις σημαντικές έννοιες που έχει αναπτύξει. Έτσι, ο Engelbert Stockhammer ισχυρίζεται ότι «η χρηματιστικοποίηση συνέβαλε στην επιβράδυνση της συσσώρευσης από τη Χρυσή Εποχή» [Stockhammer, (2004), σ. 728], μια άποψη που υιοθετείται από τον Ben Fine (2009, σ. 7), ο οποίος υποστήριξε ότι «[η] χρηματιστικοποίηση είναι… συνυπεύθυνη για την επιμονή της επιβράδυνσης της συσσώρευσης από το τέλος της μεταπολεμικής άνθησης. Έχει δημιουργήσει μια δυναμική στην οποία η πραγματική συσσώρευση τόσο μετριάζεται όσο και, τελικά, καταπνίγεται από την πλασματική συσσώρευση», και από τον Κώστα Λαπαβίτσα (2009, σ.5), ο οποίος υποστηρίζει ότι «η χρηματιστικοποίηση έχει προκαλέσει κακές επιδόσεις στις επενδύσεις, την παραγωγή και την ανάπτυξη σε αναπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια». Το πρόβλημα με αυτή την κυρίαρχη, σχεδόν συναινετική άποψη εντοπίστηκε στο ‘What the 1987 Stock Market Crash Foretold’, ένα ψήφισμα που υιοθετήθηκε από τους κομμουνιστές των ΗΠΑ το 1988:

«οι καπιταλιστές δεν απέχουν από μεγάλες νέες επενδύσεις που επεκτείνουν την παραγωγική ικανότητα επειδή επιλέγουν να εκτρέψουν υπερβολικά πολλά κεφάλαια στις αγορές τίτλων, στην κτηματομεσιτική κερδοσκοπία, στην τοκογλυφία και στην επιτάχυνση της παραγωγής σε απαρχαιωμένα εργοστάσια. Η αιτία και το αποτέλεσμα είναι αντίστροφα. Οι εκμεταλλευτές βυθίζουν τα κεφάλαιά τους στην ‘εξοικονόμηση εργασίας’, στην επανεκπαίδευση και στις κερδοσκοπικές αξιώσεις επί των αξιών σε χαρτιά, επειδή εκεί μπορούν να έχουν καλύτερη απόδοση από ό,τι από τις επενδύσεις στην κατασκευή νέων εργοστασίων, στην εγκατάσταση σημαντικών νέων τεχνολογιών και στην πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων πρόσθετης εργασιακής δύναμης.» [Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, (1988, 1994), σελ. 101-204].

Αναζητώντας τη ρίζα αυτής της αντιστροφής αιτίου και αποτελέσματος, στρεφόμαστε στο The Financialization of the American Economy, ένα θεμελιώδες κείμενο της βιβλιογραφίας της χρηματιστικοποίησης. Εκεί, η Greta Krippner (2005, σ. 174-175) ορίζει τη χρηματιστικοποίηση ως «ένα πρότυπο συσσώρευσης στο οποίο τα κέρδη προκύπτουν κυρίως μέσω χρηματοπιστωτικών καναλιών και όχι μέσω του εμπορίου και της παραγωγής εμπορευμάτων». Το ‘συσσωρεύονται’ θα μπορούσε να σημαίνει την απόκτηση κερδών των οποίων η πηγή βρίσκεται αλλού, αλλά η Krippner διολισθαίνει σε ένα εντελώς διαφορετικό νόημα, αναφερόμενη στην «αυξανόμενη σημασία του χρηματοπιστωτικού τομέα ως πηγή κερδών για την οικονομία» (ό.π., σ. 182), και πάλι, όπου υποστηρίζει ότι «σε αντίθεση με την κυρίαρχη προοπτική των μακροπρόθεσμων οικονομικών αλλαγών, η οποία ασχολείται με τα καθήκοντα που εκτελούνται ή με το τι παράγεται σε μια οικονομία, το παρόν άρθρο… εξετάζει πού παράγονται τα κέρδη στην οικονομία των ΗΠΑ» (ό.π., σ. 175-176, η έμφαση στο πρωτότυπο). Ασκώντας κριτική σε αυτή την αντίληψη, ο Till Van Treeck (2008, σ. 4-5) διατυπώνει το ουσιώδες:

«[ε]ίναι αναμφίβολα αλήθεια ότι πολλά κέρδη συνδέονται σήμερα με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Ωστόσο… τα συνολικά κέρδη βασίζονται τελικά στην παραγωγή και το εμπόριο πραγματικών αγαθών και υπηρεσιών… είναι κατά την άποψή μας τουλάχιστον σημασιολογικά, αν όχι εννοιολογικά, προβληματικό να θεωρηθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας ως πηγή κερδών για την οικονομία

Το γεγονός αυτό έχει ευρείες επιπτώσεις. Η ‘προστιθέμενη αξία’ που συλλαμβάνεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα αντιπροσωπεύει την υπεραξία που αποσπάται (ή την υπόσχεση υπεραξίας που δεν έχει ακόμη αποσπαστεί) από τη ζωντανή εργασία που απασχολείται στη μεταποίηση, τη γεωργία και άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Αυτές οι μεταβιβάσεις αξίας είναι εντελώς αόρατες στα οικονομικά δεδομένα, τα οποία καταγράφουν αποκλειστικά τις τιμές που καταγράφονται στην αγορά. Για τα θετικιστικά οικονομικά του κυρίαρχου ρεύματος, ό, τι δεν φαίνεται δεν υπάρχει· η ταύτιση της τιμής με την αξία αποκλείει τη δυνατότητα τέτοιων μεταβιβάσεων αξίας, εκτός από τις περιπτώσεις όπου το ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς στρεβλώνεται από μονοπωλιακούς παράγοντες του ενός ή του άλλου είδους (όπως όταν οι εργαζόμενοι ‘εκμεταλλεύονται’ τους εργοδότες τους πιέζοντας τους μισθούς πάνω από την οριακή τους παραγωγικότητα) [βλ. Rama, (2003), σ. 13]. Από την άλλη πλευρά, η διάχυτη και συστηματική ύπαρξη τέτοιων μεταβιβάσεων αξίας αποτελεί στοιχειώδες αξίωμα της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας[6]. Δύο συνέπειες που απορρέουν από τη μαρξιστική προσέγγιση είναι κρίσιμες για την επιχειρηματολογία του παρόντος άρθρου. Πρώτον, η ‘προστιθέμενη αξία της μεταποίησης’ (ΠΑΜ) είναι εντελώς διαφορετική από – και αναγκαστικά μικρότερη από – την πραγματική συμβολή της μεταποίησης στη συνολική αξία που παράγεται στην οικονομία ως σύνολο. Η ΠΑΜ δεν αντιπροσωπεύει την αξία που πραγματικά προστίθεται στη μεταποίηση˙ αντίθετα μετράει το μέρος της αξίας που παράγεται από το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο το οποίο οι μεταποιητικές επιχειρήσεις καταφέρνουν να κατακτήσουν στην αγορά˙ ομοίως, τα κέρδη που πραγματοποιούνται από τους μη παραγωγικούς τομείς προέρχονται από την υπεραξία που εξάγεται από την ζωντανή εργασία που παράγει αξία. Δεύτερον, δεδομένου ότι το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο και η αγορά στην οποία κυκλοφορεί, είναι παγκόσμιες, προκύπτει ότι η αξία που καταλαμβάνουν οι επιχειρήσεις τόσο στους παραγωγικούς όσο και στους μη παραγωγικούς τομείς των ιμπεριαλιστικών οικονομιών αντιπροσωπεύει το μερίδιό τους στη συνολική αξία που παράγεται από τη ζωντανή εργασία σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, και όχι μόνο αυτή που δημιουργείται από τους ίδιους τους υπαλλήλους τους, είτε αυτοί εργάζονται στις εγχώριες παραγωγικές εγκαταστάσεις των πολυεθνικών είτε σε υπεράκτιες θυγατρικές. Προκύπτει επίσης ότι, όπως ακριβώς η προστιθέμενη αξία δεν μετρά την αξία που δημιουργείται, έτσι και το ΑΕΠ (το οποίο συγκεντρώνει την προστιθέμενη αξία που υποτίθεται ότι παράγεται από όλες τις επιχειρήσεις μιας εθνικής οικονομίας) δεν μετρά την πραγματική συμβολή της ζωντανής εργασίας μιας συγκεκριμένης χώρας στον παγκόσμιο πλούτο, δημιουργώντας αυτό που ονομάζω ψευδαίσθηση του ΑΕΠ.

 

3 Η ψευδαίσθηση του ΑΕΠ

Είναι γνωστό ότι η τυπική προβολή Mercator της τρισδιάστατης επιφάνειας του πλανήτη Γη στο δισδιάστατο πλαίσιο ενός χάρτη υπερβάλλει στο μέγεθος του βόρειου ημισφαιρίου, μειώνει το σχετικό μέγεθος των τροπικών περιοχών και μεγεθύνει τις εύκρατες ζώνες. Τα τυποποιημένα δεδομένα για το ΑΕΠ και τις εμπορικές ροές παράγουν ένα παρόμοιο αποτέλεσμα, μειώνοντας τη συμβολή του παγκόσμιου Νότου στον παγκόσμιο πλούτο και υπερτονίζοντας τη συμβολή των ιμπεριαλιστικών χωρών. Το ότι αυτό συμβαίνει μπορεί να γίνει αντιληπτό με μια (παραπλανητικά) απλή ερώτηση: ποια είναι η συμβολή των 270.000 εργαζομένων που απασχολούνται στην Foxconn International στο Shenzhen της Κίνας στα κέρδη της Dell, της Apple κ.λπ. (και των βιομηχανιών παροχής υπηρεσιών που παρέχουν τις εγκαταστάσεις τους, λιανικής πώλησης των προϊόντων τους κ.λπ.) Σε ποιο βαθμό τα κέρδη της WalMart προέρχονται από τα εκατομμύρια των χαμηλόμισθων, δηλαδή των νέων και των γυναικών εργαζομένων που δουλεύουν στα ‘εργοστάσια’ και τις φυτείες, τα προϊόντα των οποίων γεμίζουν τα ράφια της; Σύμφωνα με την επικρατούσα οικονομική θεωρία και τα συνήθη στοιχεία για το ΑΕΠ, το εμπόριο και τις ροές κεφαλαίων, καθόλου. Σύμφωνα με τους περισσότερους μαρξιστές και ετερόδοξους επικριτές της επικρατούσας θεωρίας, καμία άξια λόγου. Ωστόσο, το ανεξήγητο (για όσους είναι ηθελημένα ή αθέλητα παγιδευμένοι στον νεοκλασικό ζουρλομανδύα) γεγονός παραμένει: Τα κέρδη της Dell κ.λπ. προέρχονται όλο και περισσότερο από τις σχέσεις της με αυτούς τους εξωτερικούς προμηθευτές. Η επίλυση αυτού του αινίγματος απαιτεί μια βαθιά κριτική των θεμελιωδών νεοκλασικών εννοιών της ‘προστιθέμενης αξίας’ και της παραγωγικότητας, καθώς και των υποτιθέμενων αντικειμενικών στοιχείων για το ΑΕΠ και το εμπόριο που, όπως υποστηρίζεται εδώ, αποτελούν προβολές αυτών των εσφαλμένων εννοιών.

Μόνο με την εφαρμογή της θεωρίας της αξίας του Μαρξ, κριτικά αναπτυγμένης για να εξηγήσει την ιμπεριαλιστική εξέλιξη της κεφαλαιακής σχέσης, μπορεί να λυθεί αυτό το αίνιγμα. Οι συνέπειες της αποτυχίας να το πράξει κανείς μπορούν να γίνουν αντιληπτές στην εργασία της Greta Krippner που αναφέρθηκε παραπάνω. Ισχυρίζεται ότι ελέγχει «[τ]ην υπόθεση ότι αυτό που οδηγεί τη χρηματιστικοποίηση δεν είναι μια ουσιαστική αλλαγή στη φύση της οικονομίας, αλλά μάλλον η χωρική αναδιοργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας που συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση» [Krippner, (2005), σ. 195] – λες και αυτή η ‘χωρική αναδιοργάνωση’ δεν είναι από μόνη της μια ουσιαστική αλλαγή! Πραγματοποιεί τον έλεγχό της συγκρίνοντας τα κέρδη των ΗΠΑ που προέρχονται από ΑΞΕ και επενδύσεις χαρτοφυλακίου στο εξωτερικό με τα κέρδη που προέρχονται από το εσωτερικό, διαπιστώνοντας ότι τα εγχώρια κέρδη ‘κυριαρχούν’ στα κέρδη που προέρχονται από το εξωτερικό, και επιπλέον ότι τα κέρδη από τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στο εξωτερικό αυξήθηκαν ακόμη ταχύτερα από τις μη χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στο εξωτερικό, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «τα αποτελέσματα αυτά δεν συνάδουν με τον ισχυρισμό ότι η χρηματιστικοποίηση στην εγχώρια οικονομία είναι απλώς ένα τεχνούργημα της μεταφοράς της παραγωγής στο εξωτερικό» (ό.π., σ. 195). Στην προσέγγιση αυτή υπονοείται η υπόθεση ότι τα κέρδη που αποκτώνται στην εγχώρια αγορά μπορούν να αντανακλούν μόνο την αξία που παράγεται στην εγχώρια αγορά, ότι η ‘προστιθέμενη αξία’ είναι συνώνυμη με την αξία που δημιουργείται, και ότι οι στατιστικές μετρήσεις της επιφάνειας αποκαλύπτουν όλα όσα χρειάζονται για να κατανοήσουμε τις σχέσεις μεταξύ των κεφαλαίων και μεταξύ του κεφαλαίου και της ζωντανής εργασίας.

Παρά τον ισχυρισμό του ότι αποτελεί μέτρο του ‘προϊόντος’, το ΑΕΠ μετρά τα αποτελέσματα των συναλλαγών στην αγορά. Ωστόσο, τίποτα δεν παράγεται στις αγορές, στον κόσμο της ανταλλαγής χρημάτων και τίτλων ιδιοκτησίας· η παραγωγή λαμβάνει χώρα αλλού, πίσω από ψηλά τείχη, στην ιδιωτική ιδιοκτησία, στις παραγωγικές διαδικασίες. Για να αναλύσουμε την παγκόσμια οικονομία δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία για το ΑΕΠ και το εμπόριο, όμως κάθε φορά που παραθέτουμε άκριτα αυτά τα στοιχεία ανοίγουμε την πόρτα στις βασικές πλάνες των νεοκλασικών οικονομικών, των οποίων τα στοιχεία αυτά αποτελούν προβολές. Αυτό που απαιτείται, με άλλα λόγια, είναι μια θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε τα υποτιθέμενα αντικειμενικά οικονομικά δεδομένα. Πριν εκθέσουμε τη θεωρητική βάση για την απόρριψη αυτής της τυπικής ερμηνείας των δεδομένων του ΑΕΠ και του εμπορίου, θα εξετάσουμε πρώτα ορισμένα από τα παράδοξα και τις ανωμαλίες που καθιστούν αναγκαία αυτή τη ριζική ρήξη.

Όταν ένας καταναλωτής πληρώνει 20 λίρες Αγγλίας για ένα ζευγάρι παπούτσια που κατασκευάζονται στο Μεξικό ή στην Κίνα, μόνο ένα μικρό μέρος της τελικής τιμής πώλησής τους θα εμφανιστεί στο ΑΕΠ της χώρας όπου παράγονται, ενώ το μεγαλύτερο μέρος τους θα προσμετρηθεί στο ΑΕΠ της χώρας όπου καταναλώνονται. Μόνο ένας οικονομολόγος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι δεν υπάρχει τίποτα λάθος εδώ! Ένα άλλο, ακόμη πιο εντυπωσιακό, παράδειγμα των παράδοξων που παράγονται από τις στατιστικές του ΑΕΠ είναι ότι το 2007 το έθνος με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ – δηλαδή του οποίου οι πολίτες είναι υποτίθεται οι πιο παραγωγικοί στη γη – ήταν οι Βερμούδες. Αυτός ο φορολογικός παράδεισος απέκτησε τη θέση του ως άμεσο αποτέλεσμα της καταστροφής του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου τον Σεπτέμβριο του 2001, όταν τα hedge funds που είχαν την έδρα τους εκεί χρειάστηκαν μια νέα στέγη, και έλαβε περαιτέρω ώθηση από τον τυφώνα Κατρίνα, ο οποίος προκάλεσε παγκόσμια αύξηση των ασφαλίστρων και ροές ζεστού χρήματος προς την παγκόσμια ασφαλιστική βιομηχανία – οι Βερμούδες είναι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα. Ωστόσο, παρά την πρώτη θέση στην κατάταξη των πιο παραγωγικών εθνών του κόσμου, η μόνη σχεδόν παραγωγική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στις Βερμούδες είναι η παραγωγή κοκτέιλ σε beach bars και άλλες τουριστικές υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. 1.600 χλμ. νοτιοδυτικά των Βερμούδων βρίσκεται ένα άλλο νησιωτικό έθνος, η Δομινικανή Δημοκρατία, όπου 154.000 εργαζόμενοι μοχθούν για ένα πενιχρό μεροκάματο σε 57 ζώνες εξαγωγικής μεταποίησης (ΖΕΜ) (Singa Boyenge, 2007), παράγοντας φορτία παπουτσιών και ενδυμάτων, το 95% των οποίων προορίζεται για την αγορά της Βόρειας Αμερικής [Shelburne, (2004), σ. 23]. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της είναι μόλις το 8% του ΑΕΠ των Βερμούδων, όταν μετριέται σε δολάρια PPP, ή 3% σε συναλλαγματικές ισοτιμίες της αγοράς˙ το 2007 έπεσε στην 98η θέση στον παγκόσμιο πίνακα κατάταξης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο Factbook της CIA. Ωστόσο, ποια χώρα, οι Βερμούδες ή η Δομινικανή Δημοκρατία, συμβάλλει περισσότερο στον παγκόσμιο πλούτο;

Η σύγκριση μεταξύ των Βερμούδων και της Δομινικανής Δημοκρατίας μάς προκαλεί να αναγνωρίσουμε ότι οι ‘χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες’ που ‘εξάγουν’ οι Βερμούδες είναι μη παραγωγικές δραστηριότητες που συνίστανται σε λογιστική κατακράτηση (Σ.τ.Μ.teeming and lading) πλούτου που παράγεται σε χώρες όπως η Δομινικανή Δημοκρατία, και επομένως (Σ.τ.Μ., η σύγκριση) είναι άμεσα συναφής με την κατανόηση της σχέσης μεταξύ χρηματιστικοποίησης και εξωτερικής ανάθεσης. Ωστόσο, δεν είναι τόσο σημαντική για την κατανόηση της ευρύτερης σχέσης μεταξύ των ‘βιομηχανικών’ εθνών και των εκβιομηχανισμένων χωρών του Νότου. Πλησιάζουμε ακόμη περισσότερο στο να διακρίνουμε την ψευδαίσθηση του ΑΕΠ όταν εξετάζουμε τι συμβαίνει όταν ο ακραίος και εντεινόμενος ανταγωνισμός με την Κίνα και άλλους παραγωγούς υποδημάτων και καλσόν για πρόσβαση στα ράφια των WalMart, Top Shop κ.λπ. αναγκάζει τους εργοδότες της Δομινικανής Δημοκρατίας να μειώσουν τους μισθούς. Υποθέτοντας ότι αυτός ο αυξημένος ανταγωνισμός προκύπτει από τους χαμηλότερους μισθούς της Κίνας και όχι από πιο προηγμένες τεχνικές παραγωγής (με άλλα λόγια, ότι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που απορροφάται για την παραγωγή αυτών των εμπορευμάτων παραμένει αμετάβλητος), οι χαμηλότεροι πραγματικοί μισθοί σημαίνουν υψηλότερο ποσοστό υπεραξίας. Έτσι, μια μείωση του πραγματικού μισθού στη Δομινικανή Δημοκρατία σημαίνει ότι η ζωντανή εργασία της γίνεται πιο σημαντική ως πηγή υπεραξίας και κερδών. Όμως, τα στοιχεία για το ΑΕΠ και το εμπόριο μας οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα: η μείωση των πραγματικών μισθών στη Δομινικανή Δημοκρατία επιτρέπει στους εργοδότες της να μειώσουν τις τιμές παραγωγής, με αποτέλεσμα τόσο τη μείωση της προστιθέμενης αξίας του κλάδου, όσο και τη μείωση της προφανούς συμβολής της Δομινικανής Δημοκρατίας στον παγκόσμιο πλούτο και τα κέρδη. Το ίδιο ισχύει επίσης και για τις μετρήσεις της παραγωγικότητας των Δομινικανών αδελφών μας˙ προκύπτει ότι οι στατιστικές για την ‘παραγωγικότητα της εργασίας’, που συμβατικά ορίζεται ως ‘προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο’, δεν θα πρέπει να θεωρούνται περισσότερο ως αντικειμενικά ακατέργαστα δεδομένα από ό, τι οι στατιστικές για το ΑΕΠ και το εμπόριο.

Αυτά τα παράδοξα υποδηλώνουν ότι η άκριτη αποδοχή των στοιχείων για το εμπόριο και το ΑΕΠ οδηγεί σε μια μαζικώς στρεβλή εικόνα της σχετικής συνεισφοράς των ιμπεριαλιστικών χωρών και του παγκόσμιου Νότου στον παγκόσμιο πλούτο. Για να δούμε γιατί συμβαίνει αυτό πρέπει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά το ΑΕΠ, το λεγόμενο ‘Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν’. Το ΑΕΠ είναι, με απλά λόγια, το άθροισμα της προστιθέμενης αξίας που παράγεται από κάθε επιχείρηση σε ένα έθνος. Η βασική έννοια του ΑΕΠ είναι επομένως η ‘προστιθέμενη αξία’: η διαφορά μεταξύ των τιμών που καταβάλλονται για όλες τις εισροές και των τιμών που λαμβάνονται για όλες τις εκροές. Σύμφωνα με αυτή τη βασική νεοκλασική έννοια, το ποσό κατά το οποίο η τιμή των εκροών υπερβαίνει την τιμή των εισροών είναι αυτόματα και ακριβώς ίσο με την αξία που έχει παραχθεί κατά τη δική της παραγωγική διαδικασία, και δεν μπορεί να διαρρεύσει σε άλλες επιχειρήσεις ή να συλληφθεί από αυτές. Θεωρούμενη μέσα από το νεοκλασικό πρίσμα, η παραγωγή δεν είναι μόνο ένα ‘μαύρο κουτί’, για το οποίο γνωρίζουμε μόνο την τιμή που πληρώθηκε για τις εισροές και την τιμή που εισπράχθηκε για τις εκροές˙ είναι επίσης ερμητικά σφραγισμένη από όλα τα άλλα ‘μαύρα κουτιά’, δεδομένου ότι καμία αξία δεν μπορεί να μεταφερθεί ή να αναδιανεμηθεί μεταξύ τους ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού για κέρδη. Η μαρξιστική πολιτική οικονομία απορρίπτει αυτόν τον παραλογισμό και προωθεί μια ριζικά διαφορετική αντίληψη: ότι η ‘προστιθέμενη αξία’ είναι στην πραγματικότητα η ‘συλληφθείσα αξία’˙ μετράει το μερίδιο της συνολικής προστιθέμενης αξίας σε ολόκληρη την οικονομία που συλλαμβάνεται από μια επιχείρηση και δεν αντιστοιχεί σε καμία περίπτωση στην αξία που δημιουργείται από τη ζωντανή εργασία που απασχολείται σε αυτή τη μεμονωμένη επιχείρηση. Πράγματι, η μαρξιστική θεωρία της αξίας υποστηρίζει ότι πολλές επιχειρήσεις που υποτίθεται ότι παράγουν ‘προστιθέμενη αξία’ ασχολούνται με μη παραγωγικές δραστηριότητες όπως η χρηματοδότηση και η διοίκηση που δεν παράγουν καθόλου αξία.

Το ΑΕΠ δέχεται συχνά κριτική για το τι αφήνει έξω από τον υπολογισμό του ‘εγχωρίου προϊόντος’˙ τις λεγόμενες ‘εξωτερικότητες’, π.χ. τη ρύπανση, την εξάντληση των μη ανανεώσιμων πόρων, την καταστροφή των παραδοσιακών κοινωνιών˙ και για το σημείο στο οποίο θέτει το ‘όριο παραγωγής’, εξαιρώντας όλες εκείνες τις παραγωγικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα εκτός της εμπορευματικής οικονομίας, ιδίως την εργασία των νοικοκυριών. Ωστόσο, το ΑΕΠ δεν έχει ποτέ επικριθεί συστηματικά γι’ αυτό που ισχυρίζεται ότι μετράει, ούτε καν από τους μαρξιστές και άλλους ετερόδοξους επικριτές του κυρίαρχου ρεύματος. Μέρος της απάντησης έγκειται στο γεγονός ότι η οριακή (Σ.τ.Μ., marginalistic) και η μαρξιστική θεωρία της αξίας συμπίπτουν σε ένα σημείο: ενώ η μαρξιστική θεωρία της αξίας αποκαλύπτει ότι οι ατομικές τιμές που λαμβάνονται για την πώληση των εμπορευμάτων αποκλίνουν συστηματικά από τις αξίες που δημιουργούνται κατά την παραγωγή τους, σε συνολικό επίπεδο όλες αυτές οι ατομικές αποκλίσεις ακυρώνονται. Στο σύνολο, η συνολική αξία ισούται με τη συνολική τιμή[7].

Εάν η αξία που παράγεται από μια επιχείρηση (δηλαδή μια παραγωγική διαδικασία) μπορεί να συμπυκνώνεται στις τιμές που πληρώνονται για τα εμπορεύματα που παράγονται σε άλλες επιχειρήσεις εντός μιας εθνικής οικονομίας, τότε είναι αναντίρρητο ότι, ιδίως στην εποχή των παγκοσμιοποιημένων παραγωγικών διαδικασιών, αυτό συμβαίνει επίσης μεταξύ επιχειρήσεων σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους στην παγκόσμια οικονομία. Με άλλα λόγια, όπως υπέθεσε κάποτε ο David Harvey (2006, [1982], σ. 441-442), «η γεωγραφική παραγωγή της υπεραξίας [μπορεί] να αποκλίνει από τη γεωγραφική της διανομή». Στο βαθμό που αυτό συμβαίνει, το ΑΕΠ απέχει ολοένα και περισσότερο από το να είναι μια αντικειμενική, λίγο πολύ ακριβής προσέγγιση του προϊόντος ενός έθνους (πράγματι, ποτέ δεν ήταν) και, αντίθετα, είναι ένα πέπλο που κρύβει την όλο και πιο παρασιτική και εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ των βόρειων κεφαλαίων και της ζωντανής εργασίας του Νότου, με άλλα λόγια τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Το αόρατο και στην πραγματικότητα αδιανόητο της εκμετάλλευσης Βορρά-Νότου αποτυπώθηκε σε ένα editorial των Financial Times (1994) που ανέφερε ότι «το πλουσιότερο πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού δημιουργεί – και απολαμβάνει – το 85% της παγκόσμιας παραγωγής. Το φτωχότερο πέμπτο παράγει – και αγωνίζεται να επιβιώσει με – μόλις το 1,4%»[8]. Οι συντάκτες των FT απλά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα ότι μέρος του 85% της παγκόσμιας παραγωγής που απολαμβάνει το ‘πλουσιότερο πέμπτο’ παράγεται στην πραγματικότητα από τα άλλα τέσσερα πέμπτα.

Υπάρχουν τεράστιες συνέπειες αυτού του γεγονότος, πάρα πολλές για να εξεταστούν εδώ, αλλά δύο που είναι ιδιαίτερα σχετικές με το επιχείρημά μας μπορούν να αναφερθούν εν συντομία. Πρώτον, η ψευδαίσθηση του ΑΕΠ εξηγεί τουλάχιστον εν μέρει γιατί τα κυρίαρχα παραδείγματα βλέπουν τον παγκόσμιο Νότο ως περιφερειακό, δευτερεύουσας σημασίας, παρά την πανταχού παρούσα παρουσία των προϊόντων που προέρχονται από τα ορυχεία, τις φυτείες και τoυς χώρους εργασίας, η ζωντανή εργασία των οποίων είναι ο δημιουργός πολλών ή των περισσότερων από τα ρούχα και τις ηλεκτρονικές συσκευές μας, των λουλουδιών στο τραπέζι μας, των τροφίμων στο ψυγείο μας και του ίδιου του ψυγείου. Δεύτερον, οι απόμακρες σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων επιχειρήσεων των πολυεθνικών του Βορρά στον παγκόσμιο Νότο δημιουργούν γιγαντιαίες ροές υπεραξίας που στηρίζουν τα κέρδη αυτών των πολυεθνικών του Βορρά, και μάλιστα προτιμώνται όλο και περισσότερο έναντι των ΑΞΕ, τόσο λόγω της κερδοφορίας τους όσο και επειδή τροφοδοτούν τη χρηματιστικοποίηση – ωστόσο αυτές οι ροές είναι εντελώς αόρατες στα δεδομένα των χρηματοοικονομικών ροών. Όπως επισημαίνει ο William Milberg,

«παρά την εκπληκτική αύξηση της διεθνικής δραστηριότητας των μεγάλων επιχειρήσεων… οι επιχειρήσεις αυτές επιθυμούν όλο και περισσότερο να αναθέτουν υπεργολαβίες διεθνώς στο πλαίσιο πιο απόμακρων (Σ.τ.Μ., arms length) παρά στενών (εντός της επιχείρησης) σχέσεων… όλο και περισσότερο, οι άμεσες ξένες επενδύσεις που επιδιώκουν την αποδοτικότητα αντικαθίστανται από απόμακρες υπεργολαβίες». [Milberg, (2004b), σ. 15. Βλέπε επίσης Gereffi, (2005), σ.4, Dicken, (2007), σ.164 και Sturgeon, (2008), σ.8].

 

4 Παγκόσμια εξωτερική ανάθεση και η άνοδος της εργασίας του Νότου

Παρά την εντατικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, τη συμπίεση των πραγματικών μισθών και τη διευρυμένη υπερεκμετάλλευση των μεταναστών εργατών, οι καπιταλιστές στις ιμπεριαλιστικές χώρες δεν μπόρεσαν να μειώσουν αγρίως το εγχώριο κόστος παραγωγής στο βαθμό που χρειαζόταν˙ παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, δεν κατάφεραν ακόμη να αντιστρέψουν τις δαπανηρές μεταρρυθμίσεις πρόνοιας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που παραχωρήθηκαν στην εργατική τάξη στις ιμπεριαλιστικές χώρες, όπως είπε ο Φιντέλ Κάστρο, «από φόβο για την επανάσταση, από φόβο για τον σοσιαλισμό»[9].

Τα στοιχεία που παρουσιάζονται εδώ υπογραμμίζουν την υπερβατική εμβέλεια της παγκόσμιας εξωτερικής ανάθεσης και γιατί είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη φύση και τη δυναμική της εξελισσόμενης κρίσης χωρίς να τη θέσουμε στο επίκεντρο της προσοχής μας. Η απόλυτη αύξηση του εργατικού δυναμικού του Νότου γενικά και του βιομηχανικού προλεταριάτου ειδικότερα καθώς και η αυξανόμενη αριθμητική κυριαρχία του έναντι του εργατικού δυναμικού των ιμπεριαλιστικών χωρών, που απεικονίζεται στο Διάγραμμα 1, όσο εντυπωσιακή και αν είναι, υποτιμά την αστρική αύξηση της σημασίας τους ως πηγή παγκόσμιας αξίας και υπεραξίας. Ένας λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι ότι, κατά την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τα κράτη του Νότου και οι εργάτες και οι αγρότες που ζουν σε αυτά έχουν ενσωματωθεί πολύ περισσότερο στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, επιταχύνοντας έτσι την αριθμητική τους αύξηση. Το ΔΝΤ (2007, σ. 162) προσπάθησε να το αποτυπώσει αυτό με το κατασκεύασμα περί του ‘εξαγωγικού παγκόσμιου εργατικού δυναμικού’, σύμφωνα με το οποίο το ποσοστό του Νότου στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό έχει τετραπλασιαστεί από το 1980.

 

Διάγραμμα 1 Παγκόσμιο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό

 

Ο ολοένα και πιο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζει ο υποτιθέμενος ‘περιφερειακός’ Νότος στην παγκόσμια παραγωγή αξίας και στην εξαγωγή υπεραξίας υπογραμμίζεται περαιτέρω από τα Διαγράμματα 2 και 3. Το Διάγραμμα 2 δείχνει το ποσοστό των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων των ‘αναπτυγμένων χωρών’ που προέρχονται από ‘αναπτυσσόμενες χώρες’. Δείχνει ότι το ποσοστό αυτό τετραπλασιάστηκε στις τρεις δεκαετίες από το 1970 έως το 2000 για καθένα από τα τρία σκέλη της ‘τριάδας’[10]. Το Διάγραμμα 3 παρέχει ακόμη περισσότερες αποδείξεις αυτής της παγκόσμιας μετατόπισης της παραγωγής. Κάθε ένα από τα τρία ίχνη του απαιτεί κάποια ερμηνεία. Το μερίδιο των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων του Νότου προς τις ‘αναπτυγμένες χώρες’ φαίνεται να μην παρουσιάζει καμιά τάση από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, αλλά αυτό αποκρύπτει τη δραματική αύξηση του ‘τριγωνικού εμπορίου’, όπου οι ενδιάμεσες εισροές ανταλλάσσονται μεταξύ των ‘αναπτυσσόμενων οικονομιών’ πριν τα τελικά προϊόντα εξαχθούν τελικά στις ‘αναπτυγμένες οικονομίες’. Το ίχνος που δείχνει το βάρος των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων στο σύνολο των εξαγωγών του Νότου δείχνει μια πραγματικά εκπληκτική αύξηση – από 20% σε πάνω από 65% σε μόλις μια δεκαετία – εύγλωττη μαρτυρία του δραματικού μετασχηματισμού που προκάλεσε η παγκόσμια εξωτερική ανάθεση. Τέλος, το τρίτο ίχνος στο Διάγραμμα 3 δείχνει ότι το μερίδιο του Νότου στις παγκόσμιες βιομηχανικές εξαγωγές σχεδόν τριπλασιάστηκε στις δύο δεκαετίες μεταξύ 1980 και 2000, φθάνοντας σχεδόν το 30%.

Πιστεύεται ευρέως ότι η εκβιομηχάνιση στον παγκόσμιο Νότο συγκεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό σε έναν μικρό αριθμό χωρών του Νότου, συγκεκριμένα στην Κίνα και σε μερικές άλλες χώρες. Πράγματι, υπάρχει μια έντονη τάση στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας που εξετάζεται εδώ να συγχέεται η παγκόσμια μετατόπιση της παραγωγής με την ανάδυση της Κίνας. Το συμπέρασμα είναι ότι, εκτός από την Κίνα και την Α. Ασία, η εξαγωγική εκβιομηχάνιση δεν ήταν αξιοσημείωτη, ότι τα περισσότερα έθνη του Νότου δεν συμμετείχαν σε αυτήν. Ο Ajit Ghose (2005, σ. 12), ανώτερος οικονομολόγος του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ), έχει αυτή τη μονόπλευρη άποψη, υποστηρίζοντας ότι

αυτό που φαίνεται να είναι μια αλλαγή στο μοτίβο του εμπορίου Βορρά-Νότου είναι στην ουσία μια αλλαγή στο μοτίβο του εμπορίου μεταξύ των βιομηχανικών χωρών και μιας ομάδας από 24 αναπτυσσόμενες χώρες… ο υπόλοιπος αναπτυσσόμενος κόσμος, αντίθετα, παρέμεινε σε συντριπτικό βαθμό εξαρτημένος από τις εξαγωγές πρωτογενών προϊόντων».

Σύμφωνα με τον Ghose, το 1998 οι βιομηχανικές εξαγωγές αποτελούσαν το 50% ή και περισσότερο των εξαγωγών εμπορευμάτων για 24 αναπτυσσόμενες χώρες και αυτές αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 95% των βιομηχανικών εξαγωγών από τον αναπτυσσόμενο κόσμο». Για τους λόγους αυτούς υποστηρίζει ότι τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρήθηκε μια αυξανόμενη πόλωση» μεταξύ μιας μειοψηφίας χωρών που κατάφεραν να μετατοπίσουν την εξαγωγική τους βάση από τα πρωτογενή προϊόντα στα μεταποιημένα προϊόντα», ενώ για τις υπόλοιπες, το παλιό πρότυπο του εμπορίου με τις βιομηχανικές χώρες παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο» [ό.π., (2005), σ. 12]. Οι ‘υπόλοιπες’, περισσότερες από 100 ‘αναπτυσσόμενες χώρες’, αντιμετωπίζουν τον παγκόσμιο αποκλεισμό με την έννοια ότι έγιναν όλο και πιο ασήμαντοι παίκτες στην παγκόσμια αγορά» [ό.π., (2005), σ.14]. Ο Ghose παραλείπει να αναφέρει ότι αυτές οι 24 αναπτυσσόμενες χώρες» περιλαμβάνουν εννέα από τα δέκα πολυπληθέστερα κράτη του Νότου, στα οποία κατοικεί το 76% του συνολικού πληθυσμού του παγκόσμιου Νότου.

 

Διάγραμμα 2 Μερίδιο των αναπτυσσόμενων χωρών’ στις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων των ‘αναπτυγμένων χωρών»

 

Διάγραμμα 3 «Εμπόριο μεταποιημένων προϊόντων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες».

 

Η εκπληκτική άνοδος της Κίνας, «του προμηθευτή επιλογής σε όλες σχεδόν τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας εντάσεως εργασίας» [Gereffi, (2005), σ. 18], ως σημαντικού εξαγωγέα μεταποιητικών προϊόντων είναι γνωστή, αλλά οι εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων παρείχαν το 50% ή περισσότερο της αύξησης των εξαγωγών μεταξύ 1990 και 2004 για 38 άλλα ‘αναδυόμενα έθνη’, των οποίων ο συνολικός πληθυσμός είναι διπλάσιος από αυτόν της Κίνας.

Επιπλέον, πολλά άλλα μικρότερα έθνη έχουν κάνει μια γενναία προσπάθεια να αναπροσανατολίσουν τις οικονομίες τους στην εξαγωγή μεταποιητικών προϊόντων, φιλοξενώντας μεταποιητικούς θύλακες, τις λεγόμενες ΖΠΕ (Σ.τ.Μ., Ζώνες Παραγωγής Εξαγωγών, Export Production Zones, EPZ), που ασκούν ισχυρή και στρεβλωτική επιρροή στις εθνικές τους οικονομίες. Οι ΖΠΕ γνώρισαν επιταχυνόμενη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια˙ το εργατικό δυναμικό τους σχεδόν τριπλασιάστηκε τη δεκαετία που ακολούθησε το 1997, όταν 22,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι απασχολούνταν σε ΖΠΕ σε 93 διαφορετικές χώρες. Μέχρι το 2002, ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε 43 εκατομμύρια εργαζόμενους σε 116 διαφορετικές χώρες, και το 2005-6, το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, 63 εκατομμύρια εργαζόμενοι απασχολούνταν σε ΖΠΕ που βρίσκονται σε 132 χώρες. Η ΔΟΕ (2003, σ. 6) αναφέρει ότι «[οι] γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία των εργαζομένων στη συντριπτική πλειοψηφία των ζωνών, φθάνοντας σε ορισμένες από αυτές το 90%». Αν και η Κίνα παραμένει ο σημαντικότερος ξενιστής, οι ΖΠΕ αναπτύσσονται ακόμη ταχύτερα σε άλλες χώρες με χαμηλούς μισθούς: το 1997, η Κίνα αντιπροσώπευε το 80% της απασχόλησης στις ΖΠΕ, ενώ το 2002 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 70% και το 2005-2006 στο 63% [ό.π., (2003), σ.2]. Μετά την Κίνα, ο μεγαλύτερος εργοδότης ΖΠΕ είναι το Μπαγκλαντές, με 3,25 εκατομμύρια εργαζόμενους το 2005-2006. Ο πολλαπλασιασμός των ΖΠΕ παρέχει περαιτέρω στοιχεία σχετικά με το γεγονός ότι, ενώ η βιομηχανική ανάπτυξη με εξαγωγικό προσανατολισμό στον παγκόσμιο Νότο μπορεί να είναι πολύ άνισα κατανεμημένη, είναι ωστόσο πολύ διαδεδομένη.

Είναι απαραίτητο να τεθούν δύο εξαιρετικά σημαντικά προβληματικά σημεία ως προς αυτή τη σύντομη επισκόπηση της εκβιομηχάνισης με εξαγωγικό προσανατολισμό στον παγκόσμιο Νότο. Καθένα από αυτά μιλάει για εγγενείς και πολύ μεγάλες στρεβλώσεις στα υποτιθέμενα αντικειμενικά εμπορικά δεδομένα˙ επιπλέον, οι στρεβλώσεις αυτές δρουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, και το δεύτερο από αυτά δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά και ποιοτικό. Ενώ το πρώτο είναι ένα διαπιστωμένο γεγονός, το δεύτερο είναι ένα γεγονός που πρέπει να διαπιστωθεί.

Τα εμπορικά στοιχεία είναι εγγενώς παραπλανητικά, δεδομένου ότι αθροίζουν τις ακαθάριστες αξίες των εξαγόμενων αγαθών, συμπεριλαμβάνοντας έτσι την αξία των εισαγόμενων εισροών. Στον βαθμό που αυτές οι εισροές προέρχονται από τις ιμπεριαλιστικές χώρες (για παράδειγμα, όταν οι ενδιάμεσες βιομηχανικές εισροές αποστέλλονται σε χώρες με χαμηλούς μισθούς για τελική συναρμολόγηση και στη συνέχεια επανεξάγονται), τα ίχνη αυτά θα υπερβάλλουν αναφορικά με την αυξανόμενη σημασία της μεταποίησης του Νότου. Όπως επισημαίνουν οι Gene Grossman και Esteban Rossi-Hansberg (2006, σ. 6-7),

«για να μετρήσουμε το εμπόριο εργασιών που δημιουργεί αποστολές αγαθών, θα θέλαμε να γνωρίζουμε τις πηγές της προστιθέμενης αξίας που ενσωματώνεται στα αγαθά και τις χρήσεις για τις οποίες τελικά διατίθενται τα αγαθά αυτά. Όμως, οι στατιστικές υπηρεσίες δεν έχουν τρόπο να γνωρίζουν το εθνικό περιεχόμενο (Σ.τ.Μ., εργασίας) των αγαθών που διακινούνται, ούτε παρακολουθούν τις χρήσεις αυτών των αγαθών, δηλαδή αν προορίζονται για περαιτέρω μεταποίηση ή για πώληση στους τελικούς καταναλωτές».

Μια πολύ πιο ουσιαστική εικόνα του διεθνούς εμπορίου μεταποιημένων προϊόντων θα μπορούσε να προκύψει αν το ΔΝΤ, η Unctad κ.λπ. ανέφεραν όχι την ακαθάριστη αξία των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων, όπως κάνουν τώρα, αλλά την προστιθέμενη αξία της μεταποίησης (ΠΑΜ), δηλαδή την πραγματική συμβολή του Νότου στην ακαθάριστη αξία των εξαγωγών του. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί, δεδομένου ότι, όπως εξήγησαν παραπάνω οι Grossman και Rossi-Hansberg, τα εμπορικά δεδομένα δεν επιτρέπουν τη διάκριση των ακαθάριστων αξιών των εξαγωγών. Εάν το ΔΝΤ κ.λπ. ανέφερε, ωστόσο, τη συνιστώσα της ΠΑΜ των εξαγωγών μεταποιημένων προϊόντων, θα είχε το ενοχλητικό έργο να εξηγήσει όχι γιατί οι εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων του Νότου αυξήθηκαν τόσο γρήγορα, αλλά γιατί η αύξηση αυτή ήταν τόσο ισχνή. Οι διεθνείς οργανισμοί παρέχουν στοιχεία σχετικά με τη συμβολή της ΠΑΜ στο ΑΕΠ, αν και δεν διαχωρίζουν το τμήμα της που οφείλεται στις εξαγωγές. Το Διάγραμμα 4 αναφέρει αυτή την αύξηση της ΠΑΜ και τη συγκρίνει με τα τυποποιημένα στοιχεία για το εμπόριο της μεταποίησης, αποκαλύπτοντας ότι η απότομη απόκλιση μεταξύ των ρυθμών αύξησης της ΠΑΜ και των εξαγωγών της μεταποίησης άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και επιταχύνθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αυτό που ο Gary Gereffi (2005, σ. 46-47) αποκαλεί «θεμελιώδη ασυμμετρία στην οργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας μεταξύ των περισσότερο και των λιγότερο ανεπτυγμένων εθνών» -δηλαδή το αναπτυσσόμενο ολιγοπώλιο στον Βορρά, ο εξοντωτικός ανταγωνισμός και η ‘ο ανταγωνισμός προς τα κάτω’ (Σ.τ.Μ., race to the bottom) στον Νότο- έχει οδηγήσει, σύμφωνα με τα λόγια του Milberg (2004a, σ. 10), σε μια «κατάσταση κατά την οποία οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν επεκτείνει σημαντικά το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων, ενώ βλέπουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια προστιθέμενη αξία στη μεταποίηση να αυξάνεται αναλογικά πολύ λιγότερο».

 

Διάγραμμα 4 Ανάπτυξη της ΠΑΜ των αναδυόμενων χωρών και αύξηση των εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων, 1995-2007

 

 

5 Η εξωτερική ανάθεση, η χρηματιστικοποίηση… και η κρίση

Ο David McNally (2009, σ. 41-42) σε ένα οξυδερκές άρθρο του προσφέρει μια από τις λίγες ολιστικές αναφορές της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, επιχειρώντας να ενσωματώσει στην ανάλυσή του τους μετασχηματισμούς στις σφαίρες της παραγωγής και της χρηματοδότησης. Η κριτική αποτίμηση της σημαντικής συμβολής του μας επιτρέπει να εξετάσουμε τις συνέπειες της μέχρι τώρα συζήτησης. Ο McNally παρατηρεί ότι

«στην Αριστερά, οι περισσότερες αναλύσεις της κρίσης τείνουν να ανήκουν σε ένα από τα δύο στρατόπεδα. Από τη μία πλευρά, συναντάμε μια σειρά σχολιαστών που θεωρούν τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση απλώς ως την τελευταία εκδήλωση μιας κρίσης κερδοφορίας που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μια κρίση που ουσιαστικά συνεχίζεται από τότε. Σε ένα άλλο στρατόπεδο βρίσκεται ένας μεγάλος αριθμός σχολιαστών που θεωρούν ότι η κρίση προκλήθηκε ουσιαστικά από την έκρηξη των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και της κερδοσκοπίας που ακολούθησε την απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα».

Επιτίθεται με πειστικό τρόπο στο δεύτερο στρατόπεδο για την

«αποτυχία να κατανοήσει τις βαθιές τάσεις στο επίπεδο της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της κερδοφορίας που οδήγησαν στην απορρύθμιση και που στηρίζουν αυτή την κρίση… Ως αποτέλεσμα, είναι επιρρεπές στο να περιγράφει το πρόβλημα με όρους νεοφιλελεύθερων αλλαγών πολιτικής, αντί για του καπιταλισμού, υποστηρίζει την επιστροφή σε κάποιου είδους κεϋνσιανς επαναρρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών». (ό.π., σ. 42)

Το βιβλίο του Robin Blackburn (2008) ‘The Subprime Crisis’, που αποτελεί την επιτομή των ελαττωμάτων του δεύτερου στρατοπέδου, παρέχει μια διεισδυτική ανάλυση της κρίσης των στεγαστικών δανείων, η οποία όμως είναι εντελώς αποκομμένη από τις εξελίξεις στη σφαίρα της παραγωγής και καταλήγει σε ένα απελπιστικά ρεφορμιστικό και φανταστικό συμπέρασμα: «[η] λύση [στην κρίση]… δεν είναι να εγκαταλείψουμε το χρήμα ή τη χρηματοδότηση, αλλά να τα ενσωματώσουμε σε ένα σωστά ρυθμιζόμενο σύστημα… ένα παγκόσμιο σύστημα χρηματοπιστωτικής ρύθμισης». Οι Leo Panitch και Sam Gindin, στο The Current CrisisA Socialist Perspective, παρέχουν μια άλλη πολύ διεισδυτική περιγραφή της εξέλιξης του ‘χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού’, καταδεικνύοντας ιδίως την κραυγαλέα ασυμφωνία μεταξύ της υποτιθέμενης χαλάρωσης της κρατικής παρέμβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές και της πραγματικότητας του εξαιρετικά ακτιβιστικού ρόλου του αμερικανικού κράτους στην προώθηση και καθοδήγηση της χρηματιστικοποίησης προκειμένου να ενισχύσει την παγκόσμια πολιτική και οικονομική ηγεμονία του. Δεν έχουν όμως τίποτα να πουν για τη σχέση μεταξύ της εξέλιξης της χρηματοοικονομικής και των μετασχηματισμών στο πεδίο της παραγωγής, εκτός από ένα παρεμπίπτον σχόλιο: «Η πρόσβαση της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου στις παγκόσμιες αποταμιεύσεις άρχισε ταυτόχρονα να εξαρτάται από το πλεόνασμα που εξάγεται μέσω των υψηλών ποσοστών εκμετάλλευσης των νέων εργατικών τάξεων στις ‘αναδυόμενες αγορές’» (Panitch και Gindin, 2008). Δύο πράγματα είναι αξιοσημείωτα σε αυτό το σχόλιο. Παρά την πραγματικά μη τετριμμένη φύση του, οι Panitch και Gindin δεν έχουν να πουν τίποτε άλλο γι’ αυτό. Και ενώ αναγνωρίζουν φευγαλέα την εξάρτηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου από την υπερεκμεταλλευόμενη εργασία του Νότου, αγνοούν εντελώς την αυξανόμενη εξάρτηση των μη χρηματοπιστωτικών πολυεθνικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στις ίδιες πόλεις.

Ο Robert Brenner είναι ένας από τους πιο εξέχοντες υποστηρικτές του άλλου στρατοπέδου των ετερόδοξων και μαρξιστών θεωρητικών της κρίσης, εκείνων που αναζητούν τα βαθύτερα αίτια της στη σφαίρα της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο Brenner (2009, σ. 14) υποστηρίζει ότι η κρίση οφείλεται σε μια «βαθιά πτώση και αποτυχία ανάκαμψης του ποσοστού απόδοσης του κεφαλαίου η οποία αφορά συνολικά το σύστημα», της οποίας «η θεμελιώδης πηγή… προκύπτει σε μεγάλο βαθμό – αν και όχι μόνο – από μια επίμονη τάση για πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, δηλαδή υπερπροσφορά, στις παγκόσμιες μεταποιητικές βιομηχανίες». Εξηγεί ότι αυτό

«[η] παραγωγική υπερ-ικανότητα εμφανίστηκε, αναπαράχθηκε και έχει βαθύνει περαιτέρω από… μια σειρά από νεοεμφανιζόμενες βιομηχανικές δυνάμεις… που συνδυάζουν συνεχώς αυξανόμενη τεχνολογική πολυπλοκότητα με σχετικά φθηνό εργατικό δυναμικό και προσανατολίζουν την παραγωγή στις εξαγωγές για την παγκόσμια αγορά… έτσι δημιουργούν τεράστιες, αλλά συχνά περιττές, προσθήκες παραγωγικής ικανότητας στην παγκόσμια αγορά, τείνοντας να συμπιέσουν τις παγκόσμιες τιμές και τα κέρδη». [ό.π., (2009), σ. 9].

Από αυτό απουσιάζει επιδεικτικά η αναγνώριση ότι η μαζική επέκταση αυτού που αποκαλεί «εξαιρετικά ανταγωνιστικούς παραγωγούς χαμηλότερου κόστους» καθοδηγήθηκε από καπιταλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στις ιμπεριαλιστικές οικονομίες, ωθούμενες από την ακόρεστη επιθυμία τους να μειώσουν το κόστος αντικαθιστώντας το σχετικά ακριβό εγχώριο εργατικό δυναμικό με φτηνό εργατικό δυναμικό του Νότου. Επομένως, ο Brenner (2009, σ. 13) κάνει λάθος όταν ισχυρίζεται ότι «οι οικονομικές επιταχύνσεις σε μεγάλες περιοχές έπρεπε όλο και περισσότερο να λαμβάνουν χώρα ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος», δηλαδή ότι η άνοδος της κινεζικής βιομηχανίας σηματοδοτεί ευθέως την παρακμή της αμερικανικής βιομηχανίας. Αντιθέτως, η επιτυχία και ακόμη και η επιβίωση των αμερικανικών βιομηχανικών επιχειρήσεων εξαρτήθηκε και συνεχίζει να εξαρτάται από την ικανότητά τους να αποσπούν υπεραξία από τους χαμηλόμισθους εργάτες στην Κίνα, το Μεξικό και αλλού. Το παράδοξο είναι ότι η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στις παραγωγικές διαδικασίες έντασης εργασίας του Νότου, μέσω της επίδρασής της στην καταπίεση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών, των ενδιάμεσων εισροών κ.λπ., έπαιξε βασικό ρόλο στο να βοηθήσει τις ιμπεριαλιστικές οικονομίες να ανακουφίσουν την εγχώρια πλεονάζουσα παραγωγική τους ικανότητα. Έτσι, η παγκόσμια διαδικασία εξωτερικών αναθέσεων (outsourcing) όχι μόνο προσέθεσε στην παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και υπερπαραγωγή, αλλά τη μετατόπισε στον παγκόσμιο Νότο και επέτρεψε στα ιμπεριαλιστικά έθνη να αναβάλουν την εμφάνισή της μέχρι σήμερα. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης σηματοδοτεί ότι δεν έχουν πλέον άλλο δρόμο· ότι η υποκείμενη κρίση υπερπαραγωγής που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1970 πρόκειται τώρα να επιστρέψει με σφοδρότητα.

Η θέση του Brenner για την αδιάκοπη μείωση του ποσοστού κέρδους και την αυξανόμενη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα εγείρει ένα προφανές ερώτημα. Γιατί αυτό δεν οδήγησε σε συστημική κρίση πολύ νωρίτερα; Η απάντηση του Brenner (2009, σ. 12) τον φέρνει ξανά σε ευθυγράμμιση με τους θεωρητικούς της χρηματιστικοποίησης:

«δεδομένων όλων των άλλων παραμέτρων σταθερών, η οικοδόμηση πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας… θα ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει, μάλλον νωρίτερα παρά αργότερα, σε σοβαρή κρίση. Αλλά οι κυβερνήσεις των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών ήταν για πολύ καιρό σε θέση να προλάβουν αυτό το αποτέλεσμα, φροντίζοντας να διατίθενται τιτάνιες ποσότητες πιστώσεων στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά- μέσω όλο και πιο ποικίλων, μπαρόκ και επικίνδυνων καναλιών».

Ο McNally (2009, σ. 54) ανταπαντά (αν και δεν κατονομάζει τον Brenner, τον έχει σαφώς στο μυαλό του) ότι

«Δεν αρκεί να πούμε ότι για 25 χρόνια η κρίση ‘αναβλήθηκε’ επειδή διοχετεύθηκαν πιστώσεις στο σύστημα….. Αν αυτή ήταν η συνολική απάντηση, αν τα πάντα είχαν απλώς πιστωτικό κίνητρο, τότε όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι μια τεράστια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του είδους που βιώνουμε σήμερα θα έπρεπε να είχε συμβεί πολύ νωρίτερα».

Σύμφωνα με τον McNally, η αναβολή της κρίσης μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την ενσωμάτωση άλλων παραγόντων:

«οι μερικές αλλά πραγματικές επιτυχίες του κεφαλαίου στην αποκατάσταση των ποσοστών κέρδους καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η δημιουργία νέων κέντρων παγκόσμιας συσσώρευσης, όπως η Κίνα, η δημιουργία τεράστιων νέων αποθεμάτων εργασίας (μέσω της συνεχιζόμενης ‘πρωταρχικής συσσώρευσης’), η εκ νέου υποταγή του Νότου στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού και οι σχετικές μεταμορφώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα οποία επέτρεψαν στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό να αποφύγει μια γενικευμένη οικονομική και χρηματοπιστωτική ύφεση για ένα τέταρτο του αιώνα, μόνο και μόνο για να θέσει τις βάσεις για νέες κρίσεις υπερσυσσώρευσης και χρηματοπιστωτικής εξάρθρωσης». (ό.π., σ. 53-55)

 

6 Το ζήτημα της Κίνας

Το επιχείρημα του McNally έχει μεγάλη ισχύ, αλλά περιέχει ωστόσο ένα μεγάλο πρόβλημα. Τι ακριβώς σημαίνει το να αναφερόμαστε στην Κίνα και σε άλλα κράτη του Νότου με χαμηλούς μισθούς ως «νέα κέντρα παγκόσμιας συσσώρευσης»; Όταν (Σ.τ.Μ.,  ο όρος αυτός) εφαρμόζεται στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Δυτική Ευρώπη, τα «κέντρα παγκόσμιας συσσώρευσης» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ευφημισμός για τα ιμπεριαλιστικά έθνη, με άλλα λόγια για τα έθνη των οποίων οι καπιταλιστικές άρχουσες τάξεις είναι σε θέση (χάρη στον συσσωρευμένο πλούτο τους, που ενισχύεται από την κυριαρχία πάνω στην προηγμένη τεχνολογία, τη στρατιωτική ισχύ κ.λπ.) να καταλάβουν τη μερίδα του λέοντος από την υπεραξία που παράγεται από τους προλετάριους του κόσμου, τον πλούτο που παράγουν οι μικροί αγρότες του, τα έσοδα από τη βίαιη ‘πρωταρχική συσσώρευση’ κ.λπ. Είναι, το λιγότερο, εξαιρετικά αμφισβητήσιμο ότι οποιαδήποτε από τις σημερινές λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες πρόκειται να εισέλθει στην ελίτ του κλαμπ των ιμπεριαλιστικών ‘αναπτυγμένων χωρών’, το οποίο παραμένει αμετάβλητο από την ένταξη της Ιαπωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα – ούτε καν η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν, οι μόνες καταπιεσμένες καπιταλιστικές νεοαποικίες που θα μπορούσαν σήμερα να θεωρηθούν υποψήφια μέλη. Δεν είναι σαφές αν ο McNally πιστεύει πραγματικά ότι η Κίνα, το Μπαγκλαντές κ.λπ. έχουν βγει από την κατάστασή τους ως εκμεταλλευόμενες, εξαρτημένες χώρες, αφού τονίζει επίσης την «εκ νέου υποταγή του Νότου στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού». Αλλά η διατύπωσή του είναι ωστόσο ανοιχτή σε μια τέτοια ερμηνεία, και υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι είναι αληθινή.

Στην περίπτωση της Κίνας, κατά τη γνώμη μου, απαιτούνται πρόσθετες επιφυλάξεις. Με λίγα λόγια, δεν πιστεύω ότι το σύνολο των μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα στην Κίνα κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες είναι ακόμη ισάξιο σε σημασία με εκείνους που προέκυψαν από τη σοσιαλιστική επανάσταση της Κίνας, δηλαδή την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων και την εγκαθίδρυση ενός εργατικού κράτους (αν και τρομερά παραμορφωμένου από την αρχή από τη σταλινική ηγεσία του). Υπάρχουν πολλοί καπιταλιστές στην Κίνα, και ο αριθμός και ο πλούτος τους αυξάνεται ραγδαία, και πράγματι λαμβάνει χώρα μεγάλη καπιταλιστική συσσώρευση στην Κίνα σήμερα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κεφαλαίου συσσωρεύεται από ιαπωνικές, αμερικανικές κ.λπ. πολυεθνικές – τόσο από εκείνες των οποίων οι ξένες θυγατρικές παράγουν σήμερα περίπου το 55% των κινεζικών εξαγωγών, όσο και από ‘κορυφαίες επιχειρήσεις’ όπως η Wal-Mart και η Dell που επιδίδονται σε εκμετάλλευση των εργαζομένων από ανεξάρτητους προμηθευτές όπως η Foxconn, η Huawei κ.λπ. Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Κίνα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από την εξάρτηση από τις εξαγωγές αγαθών χαμηλής προστιθέμενης αξίας προς τις ιμπεριαλιστικές οικονομίες (ή, στην περίπτωση των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας της Κίνας, από τη συναρμολόγηση εισαγόμενων εισροών χαμηλής προστιθέμενης αξίας) και από την εξάρτηση από τις ΑΞΕ των πολυεθνικών εταιρειών που εδρεύουν σε αυτές τις οικονομίες. Επομένως, είναι πολύ πιο ακριβές και χρήσιμο να προσδιορίσουμε αυτά τα νότια έθνη ως νέες πηγές ιμπεριαλιστικών υπερκερδών, ως κέντρα υπερεκμετάλλευσης από πολυεθνικές που εδρεύουν στην τριάδα.

Προς το παρόν, τουλάχιστον, η απειλή για την κυριαρχία των αμερικανικών, ευρωπαϊκών και ιαπωνικών πολυεθνικών εταιρειών στις παγκόσμιες αγορές από την άνοδο της κινεζικής βιομηχανίας είναι ένας σύγχρονος μύθος. Η μεταποιητική βιομηχανία της Κίνας δεν αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για την κυριαρχία των αμερικανικών, ευρωπαϊκών και ιαπωνικών πολυεθνικών εταιρειών από ό,τι τα εργοστάσια maquiladora στη μεξικανική πλευρά των νότιων συνόρων των ΗΠΑ. Αυτό κατέστη σαφές σε πρόσφατη έρευνα των Financial Times για τις σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας. Οι Ιάπωνες βιομήχανοι δεν θεωρούν τη μεταποιητική βιομηχανία της Κίνας ως απειλή,

«όχι μόνο επειδή τόσες πολλές ιαπωνικές εταιρείες απολαμβάνουν τα οφέλη [των κινεζικών χαμηλών μισθών], αλλά και λόγω της συμπληρωματικής φύσης των βιομηχανιών των δύο χωρών. ‘‘Προς το παρόν, η Κίνα δεν αποτελεί απειλή για τις κεντρικής σημασίας βιομηχανίες  της Ιαπωνίας’’, λέει ο Richard Herd, επικεφαλής του τμήματος Κίνας στον ΟΟΣΑ. Η δυνατότητα να συναρμολογούν φθηνά τα προϊόντα τους στην Κίνα έχει δώσει σε πολλές Ιαπωνικές εταιρείες ‘‘μια νέα πνοή’’, λέει – και ‘‘αν κοιτάξετε τις κινεζικές και τις ιαπωνικές εξαγωγές, δεν ανταγωνίζονται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται’’. Η ραχοκοκαλιά των κινεζικών εξαγωγών εξακολουθούν να είναι τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, τα παιχνίδια και τα πλαστικά είδη, προϊόντα με μικρή προστιθέμενη αξία που η Ιαπωνία δεν εξάγει πλέον σε όγκο. Ακόμη και στα ηλεκτρονικά, ‘‘η Κίνα εξάγει προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που προσελκύουν εισαγωγές εξαρτημάτων από την Ιαπωνία… Όταν οι κινεζικές εξαγωγές αυτών των προϊόντων, όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, αυξάνονται, οι ιαπωνικές εξαγωγές εξαρτημάτων στην Κίνα αυξάνονται’’. Επιπλέον, υπάρχει η πεποίθηση ότι η Ιαπωνία θα μπορέσει να διατηρήσει το τεχνολογικό της προβάδισμα στο άμεσο μέλλον, εν μέρει λόγω του χαμηλού επιπέδου των επενδύσεων των κινεζικών εταιρειών σε Ε&Α.»(Nakamoto, 2010).

Παρόμοιες παρατηρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν και για τις σχέσεις της Κίνας με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Όπως εξηγούν οι Ari Van Assche, Chang Hong και Veerle Slootmaekers (2008, σ. 15-16) σε μια μελέτη του εμπορίου ΕΕ-Κίνας, «οι εισαγωγείς και οι λιανοπωλητές της Ευρώπης… βασίζονται όλο και περισσότερο σε φθηνές εισροές και αγαθά από την Ασία… Οι εταιρείες της ΕΕ παράγουν πλέον και σε χώρες χαμηλού κόστους και δεν εισάγουν απλώς». Επισημαίνοντας το κεντρικό τους σημείο, προσθέτουν ότι «η δυνατότητα μεταφοράς των δραστηριοτήτων παραγωγής και συναρμολόγησης με μεγαλύτερη ένταση εργασίας στην Κίνα παρέχει μια ευκαιρία στις δικές μας εταιρείες να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν σε ένα ολοένα και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον» (ό.π., σ. 16). Όσον αφορά τις ΗΠΑ, μεταξύ 1992 και 2005 οι αμερικανικές πολυεθνικές επιχειρήσεις δημιούργησαν μια γιγαντιαία εξαγωγική πλατφόρμα στην Κίνα σχεδόν από το μηδέν, με αποτέλεσμα οι ετήσιες εισαγωγές στις ΗΠΑ από αμερικανικές θυγατρικές πολυεθνικών επιχειρήσεων να εκτοξευθούν από 3 δισ. δολάρια σε 63 δισ. δολάρια, δηλαδή 30πλασιάστηκαν, ενώ οι εισαγωγές των ΗΠΑ από ανεξάρτητους προμηθευτές στην Κίνα κατέγραψαν εννεαπλασιασμό, από 22 δισ. δολάρια σε 180 δισ. δολάρια[11]. Οι Van Assche et al, προσθέτουν ότι

«Η Κίνα έχει μετατραπεί σε μια παγκόσμια πλατφόρμα συναρμολόγησης που προμηθεύεται τις εισροές επεξεργασίας από τους γείτονές της στην Ανατολική Ασία, ενώ στέλνει τα τελικά της προϊόντα σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Δεδομένου ότι η Κίνα είναι συχνά υπεύθυνη μόνο για την τελική συναρμολόγηση των εξαγωγικών προϊόντων της, αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την ευθύνη της Κίνας για το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ».

Το σημαντικό ερώτημα παραμένει, αποτελεί η άνοδος της Κίνας απειλή για την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στην Ασία και τον κόσμο; Ναι, πιστεύω ότι είναι. Τι είδους απειλή; Ότι οι ηγέτες της Κίνας – είτε τους θεωρούμε καπιταλιστική τάξη είτε σταλινική γραφειοκρατία – θα αρνηθούν να αποδεχτούν το καθεστώς του κατώτερου, καταπιεσμένου και υποταγμένου που επιφυλάσσεται στα λεγόμενα αναδυόμενα έθνη, ότι θα αμφισβητήσουν την ηγεμονία των ΗΠΑ στην Ασία και θα αναπτύξουν ένα αντίβαρο στη στρατιωτική συμμαχία ΗΠΑ-Ιαπωνίας που κυριαρχεί στα παράκτια ύδατα της, ότι θα ασκήσουν τη δυνητική οικονομική δύναμη που αντανακλάται στην κατοχή τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, ότι οι αναδυόμενες πολυεθνικές τους θα εισβάλουν με ορμή σε αγορές ορυκτών πόρων αλλά και σε άλλες που μέχρι τώρα ήταν αποκλειστικό προνόμιο των ιμπεριαλιστικών εθνών. Ήδη βαδίζουν σε αυτόν τον δρόμο, έναν δρόμο που οδηγεί στον πόλεμο, και οι ΗΠΑ αντιδρούν με τον τρόπο που θα περιμέναμε να αντιδράσει ο αυτοκρατορικός ηγεμόνας: η εισβολή στο Ιράκ είχε ως στόχο τουλάχιστον τόσο τον εκφοβισμό της Κίνας όσο και την εξασφάλιση του ελέγχου από τις ΗΠΑ/ΗΒ επί των πετρελαϊκών προμηθειών της Μέσης Ανατολής.

 

7 Η προ-κρισιακή επιτάχυνση της εξωτερικής ανάθεσης

Το επιχείρημα του McNally (2009, σ. 46) εναντίον εκείνων που βλέπουν τις ρίζες της κρίσης στη σφαίρα της χρηματοδότησης υπονομεύεται από μια σημαντική και αδικαιολόγητη υπαναχώρηση: «ενώ ολόκληρη η περίοδος μετά το 1982 δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους δημιουργίας πιστώσεων, η αναβολή μιας γενικής κρίσης μετά το 1997 μπορεί να εξηγηθεί». Με αυτή την υπαναχώρηση η παγκόσμια μετατόπιση της παραγωγής προς χώρες με χαμηλούς μισθούς βγαίνει από την εικόνα ακριβώς τη στιγμή που επρόκειτο να καταδειχθεί η μέγιστη σημασία της: «[η] ανάκαμψη μετά το 1997… στηρίχθηκε στους πυλώνες των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων των ΗΠΑ, ιδίως από το 2001, της σταθερής αύξησης του καταναλωτικού χρέους και του διογκούμενου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ» [ό.π., (2009), σ. 63]. Ωστόσο, η ‘πιστωτική δημιουργία’ μετά το 1997 συνοδεύτηκε από μια σημαντική επιτάχυνση της εξωτερικής ανάθεσης. Ο Robert Brenner (2006, σ. 326) αναφέρει ότι, «[από το 2000 και μετά, η κινεζική οικονομία απογειώθηκε όσο ποτέ άλλοτε, οι εξαγωγές της αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό άνω του 25% τα επόμενα τέσσερα χρόνια (παρά την αύξηση μόνο κατά 6% το 2001) και αναδιαμόρφωσαν στην πορεία το εμπόριο της Ασίας, των ΗΠΑ και, πράγματι, του κόσμου». Επιπλέον, η περίοδος αυτή συνέπεσε με αυξανόμενες ενδείξεις μετατόπισης της παραγωγής χαμηλής προστιθέμενης αξίας από την Κίνα στο Βιετνάμ, το Μπαγκλαντές και άλλα ‘αναπτυσσόμενα έθνη’, των οποίων η ζωντανή εργασία είναι ακόμη φθηνότερη. Εντυπωσιακές αποδείξεις ότι η έκρηξη των χρηματοοικονομικών παραγώγων κατά τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας συνέπεσε, ή μάλλον προχώρησε παράλληλα με μια σημαντική επιτάχυνση της εξωτερικής ανάθεσης της παραγωγής σε χώρες με χαμηλούς μισθούς παρείχαν επίσης οι Kate Bronfenbrenner, Stephanie Luce και James Burke, οι οποίοι σημείωσαν ότι «οι αμερικανικές εταιρείες που κλείνουν και μετακινούνται στην Κίνα και σε άλλες χώρες τείνουν να είναι μεγάλες, κερδοφόρες, καθιερωμένες εταιρείες, κυρίως θυγατρικές δημόσια διαπραγματευόμενων (Σ.τ.Μ., publiclyheld) πολυεθνικών εταιρειών με έδρα τις ΗΠΑ» [Bronfenbrenner and Burke, (2002), σσ.ii], ενώ οι Bronfenbrenner και Luce (2004, σ. 80) συμπυκνώνουν την όλη εικόνα ως εξής:

«η εξωτερική ανάθεση της παραγωγής, τόσο η κοντινή (Σ.τ.Μ., near shore) όσο και η απομακρυσμένη (Σ.τ.Μ., offshore), από τις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο, διατρέχει σχεδόν κάθε σημαντικό βιομηχανικό τομέα, από τις επικοινωνίες και την πληροφορική, μέχρι την υψηλής ποιότητας κατασκευή βιομηχανικών μηχανημάτων και ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, μέχρι τη χαμηλόμισθη μεταποίηση στην επεξεργασία τροφίμων και την κλωστοϋφαντουργία».

Οι εν λόγω συγγραφείς εκτιμούν ότι κάθε χρόνο από το 1992 έως το 2001 μεταξύ 70.000 και 100.000 θέσεις εργασίας στην παραγωγή μετατοπίστηκαν από τις ΗΠΑ στο Μεξικό και την Κίνα, οι οποίες στην αλλαγή της χιλιετίας ήταν ο πρώτος και ο δεύτερος σημαντικότερος προορισμός για τους εξωτερικούς συνεργάτες των ΗΠΑ. Η έρευνά τους δείχνει ότι αυτό επιταχύνθηκε απότομα στις αρχές της νέας χιλιετίας: «ο συνολικός αριθμός των θέσεων εργασίας που εγκατέλειψαν τις ΗΠΑ για χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής αυξήθηκε από 204.000 το 2001 σε 406.000 το 2004» [ό.π., (2004), σ. 56].

Ένας άλλος λόγος για να πιστεύουμε ότι η εξωτερική ανάθεση έχει επιταχυνθεί σημαντικά από το γύρισμα της χιλιετίας και ύστερα είναι η μεγάλης κλίμακας εισβολή της στον τομέα των υπηρεσιών, ιδίως όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχονται μέσω οθονών υπολογιστών, κάτι που, για πολλές επιχειρήσεις του Βορρά, έγινε πρακτική δυνατότητα μόλις την τελευταία δεκαετία. Η Susan Houseman (2006, σ. 4) διαπίστωσε ότι «η υπεράκτια μεταφορά των υπηρεσιών, η οποία είναι πιθανό να υποτιμάται ιδιαιτέρως και να συνδέεται με σημαντική εξοικονόμηση εργατικού κόστους, αντιπροσωπεύει ένα εκπληκτικά μεγάλο ποσοστό της πρόσφατης αύξησης της παραγωγικότητας πολλαπλών συντελεστών (Σ.τ.Μ., multifactor productivity growth) της μεταποίησης». Σύμφωνα με τον Richard Freeman (2005), «εάν η εργασία είναι ψηφιακή – η οποία καλύπτει ίσως το 10% της απασχόλησης στις Ηνωμένες Πολιτείες [περίπου 14 εκατομμύρια εργαζόμενοι – JS] – μπορεί και τελικά θα μεταφερθεί σε χαμηλόμισθους εργαζόμενους υψηλής εκπαίδευσης σε αναπτυσσόμενες χώρες». Οι προβλέψεις αυτές αναφέρθηκαν ευρέως στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Το ίδιο και το Offshoring:The Next Industrial Revolution του Blinder (2006, σ. 114), ο οποίος απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα με την προειδοποίησή του ότι «μέχρι στιγμής μόλις που έχουμε δει την κορυφή του παγόβουνου της υπεράκτιας μεταφοράς σε άλλες χώρες, οι ενδεχόμενες διαστάσεις του οποίου μπορεί να είναι συγκλονιστικές».

Το τελευταίο στοιχείο που αποδεικνύει ότι η αλλαγή της χιλιετίας συνέπεσε με μια σημαντική αύξηση της εξωτερικής ανάθεσης παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 5. Αποκαλύπτει ότι, το 2007, οι επιχειρήσεις του Βορρά έβγαλαν 316 δισ. δολάρια από τις άμεσες επενδύσεις τους στον παγκόσμιο Νότο. Ο υπολογισμός αυτός βασίζεται στην παραδοχή ότι οι θυγατρικές των πολυεθνικών εταιρειών σε χώρες με χαμηλούς μισθούς παράγουν κέρδη για τις μητρικές τους εταιρείες μόνο στον ίδιο ρυθμό με τις θυγατρικές τους στις ‘ανεπτυγμένες οικονομίες’. Αφ’ ης στιγμής οι ‘αναπτυσσόμενες χώρες’ το 2007 αποτέλεσαν τον τόπο όπου έλαβε χώρα το 28% του παγκόσμιου αποθέματος ΑΞΕ, τους απέδωσα το 28% των παγκόσμιων κερδών των ΑΞΕ εκείνου του έτους. Το πραγματικό ποσοστό θα είναι σίγουρα πολύ υψηλότερο, ιδιαίτερα στον βαθμό που το ποσοστό κέρδους από τις θυγατρικές εταιρίες που βρίσκονται σε χώρες με χαμηλούς μισθούς, υπερβαίνει τις αποδόσεις από τις επενδύσεις σε άλλα ιμπεριαλιστικά έθνη. Έρευνα του ΔΝΤ σχετικά με τα κέρδη από τις θυγατρικές των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών στη Λατινική Αμερική και την Ασία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι

«οι εκτιμήσεις για την απόδοση των άμεσων ξένων επενδύσεων δείχνουν ότι η κερδοφορία υποτιμάται ευρέως. Τα αμερικανικά στοιχεία δείχνουν αποδόσεις επί του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων στις αναδυόμενες αγορές της τάξης του 15 έως 20%. Ένα επιπλέον 3% επί του επενδυμένου κεφαλαίου [καταβάλλεται] στις μητρικές εταιρείες για δικαιώματα, αμοιβές αδειών και άλλες υπηρεσίες». [Lehmann, (2002), σ. 24][12].

Παρόλο που τα τελευταία χρόνια οι ΑΞΕ αντικατέστησαν το χρέος και τη ‘βοήθεια’ και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των ροών κεφαλαίου μεταξύ Βορρά και Νότου, το γεγονός ότι ο επαναπατρισμός των κερδών Νότου-Βορρά υπερβαίνει πλέον τακτικά τις νέες επενδυτικές ροές Βορρά – Νότου σημαίνει ότι το καθαρό αποτέλεσμα των ΑΞΕ είναι όλο και περισσότερο η αποκεφαλαιοποίηση των χωρών του Νότου, δικαιώνοντας την εκτίμηση του Φιντέλ Κάστρο (1983, σ. 141) ότι οι ΑΞΕ έχουν ως αποτέλεσμα «μια καθαρή μεταφορά πόρων … μια συνεχή αποκεφαλαιοποίηση των υπανάπτυκτων χωρών, οι οποίες χρηματοδοτούν σε μεγάλο βαθμό την ‘ανάπτυξη’ των ίδιων αυτών αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών». Τέλος, πρέπει να έχουμε κατά νου αυτό που μάθαμε στο (Σ.τ.Μ., υποκεφάλαιο για την) αυταπάτη του ΑΕΠ: Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι μόνο ένας από τους δύο τρόπους με τους οποίους οι βόρειοι καπιταλιστές επωφελούνται από την υπερεκμεταλλευόμενη εργασία του Νότου. Ο άλλος, η εξωτερική ανάθεση, είναι ακόμη πιο επικερδής για τις επιχειρήσεις του Βορρά, αλλά οι ροές αξίας Νότου-Βορρά που δημιουργεί είναι εντελώς αόρατες.

 

Διάγραμμα 5 Ροές ΑΞΕ και κερδών Βορρά-Νότου

 

 

8 «Νεοφιλελεύθερη μισθολογική συμπίεση»

Στρέφοντας την προσοχή του σε εκείνους που βλέπουν τις ρίζες της χρηματοπιστωτικής κρίσης στη βαθιά και εδραιωμένη κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου που παράγει αξία, ο McNally (2009, σ.42) υποστηρίζει ότι «[οι] αναλύσεις που ουσιαστικά θεωρούν την τρέχουσα κρίση με όρους μείωσης του ποσοστού κερδοφορίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έχουν το πλεονέκτημα ότι εστιάζουν σε βαθύτερα προβλήματα στο επίπεδο της καπιταλιστικής συσσώρευσης», αλλά «οι προσεγγίσεις αυτές τείνουν να είναι εκπληκτικά στατικές, αγνοώντας τη συγκεκριμένη δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και συσσώρευσης κατά τη νεοφιλελεύθερη περίοδο» (ό.π., σ. 42-43). Η κυριότερη από αυτές ήταν η «δυναμική περίοδος ανάπτυξης, με επίκεντρο τη βιομηχανική επέκταση στην Ανατολική Ασία [που] επέτρεψε στον καπιταλισμό να αποφύγει μια παγκόσμια κρίση για είκοσι πέντε χρόνια» (ό.π., σ. 53). Αυτές είναι πολύ σημαντικές επισημάνσεις, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα στον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ερώτημα. Πώς η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής στον παγκόσμιο Νότο επέτρεψε όχι στον καπιταλισμό γενικά, αλλά στον καπιταλισμό των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας συγκεκριμένα, να αποφύγει τη συστημική κρίση; Πώς επωφελήθηκαν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις σε αυτά τα κράτη της τριάδας από την τεράστια επέκταση της μεταποιητικής βιομηχανίας στις ‘αναδυόμενες οικονομίες’ με χαμηλούς μισθούς; Γιατί η ανάδυση νέων και άκρως ανταγωνιστικών εξαγωγέων βιομηχανικών προϊόντων, αντί να επιδεινώσει την κρίση των χωρών της τριάδας, τους προσέφερε αντιθέτως μια σανίδα σωτηρίας;

Για τον McNally, η αποκατάσταση των κερδών στα ιμπεριαλιστικά έθνη δεν εξηγείται έστω και εν μέρει από τα έσοδα της πολύ διευρυμένης υπερεκμετάλλευσης στον παγκόσμιο Νότο, αλλά από τη «νεοφιλελεύθερη συμπίεση των μισθών», δηλαδή την αύξηση της εντατικής εκμετάλλευσης στο εσωτερικό, υποβοηθούμενη από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό των εργαζομένων στην άλλη πλευρά του χάσματος Βορρά-Νότου. Αυτός, ο συνήθης τρόπος με τον οποίο η Αριστερά στις ιμπεριαλιστικές χώρες βλέπει αυτά τα ζητήματα, στηρίζεται στην αγνόηση ή την άρνηση της ύπαρξης διεθνών διαφορών στο ποσοστό εκμετάλλευσης. Ο Joseph Choonara (2009a, σελ. 34) παρέχει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού:

«Το επίπεδο εκμετάλλευσης μπορεί να διαφέρει σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ωστόσο, είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι σε χώρες όπως η Ινδία ή η Κίνα υφίστανται μεγαλύτερη εκμετάλλευση από εκείνους σε χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Βρετανία. Αυτό δεν ισχύει απαραίτητα. Πιθανόν [!] να έχουν χειρότερες αμοιβές και συνθήκες και να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη καταπίεση και υποβάθμιση από τους εργαζόμενους στις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Αλλά είναι επίσης πιθανό ότι οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ ή τη Βρετανία παράγουν περισσότερη υπεραξία για κάθε λίρα που τους καταβάλλεται σε μισθούς».

Οι διεθνείς μισθολογικές διαφορές, από αυτή την άποψη, απλώς παρακολουθούν τις διαφορές παραγωγικότητας – μια σημαντική υπαναχώρηση στην αστική οικονομική θεωρία, η οποία υποστηρίζει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Το παράπονο του Choonara (2009b) ότι «ο McNally δεν διερευνά επαρκώς τη σχέση μεταξύ της συσσώρευσης στην Ανατολική Ασία και των μεγαλύτερων δυτικών οικονομιών» ισχύει με ακόμη μεγαλύτερη ισχύ για το δικό του επιχείρημα[13].

Οι στατιστικές σχετικά με την παραγωγικότητα της εργασίας, οι οποίες προκύπτουν από τη διαίρεση της ‘προστιθέμενης αξίας’ μιας επιχείρησης, ενός βιομηχανικού τομέα ή ενός έθνους με το συνολικό εργατικό δυναμικό, είναι άκρως παραπλανητικές. Μεγάλο μέρος της υποτιθέμενης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στα ιμπεριαλιστικά έθνη είναι ένα τεχνούργημα που προκύπτει από την ανάθεση των διαδικασιών παραγωγής έντασης εργασίας σε χώρες με χαμηλούς μισθούς. Όπως υποστήριξε η Susan Houseman (2006, σ. 2),

«όταν οι βιομήχανοι αναθέτουν σε εξωτερικούς συνεργάτες ή μεταφέρουν υπεράκτια την εργασία, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται άμεσα, επειδή η εξωτερική ή υπεράκτια εργασία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του προϊόντος δεν απασχολείται πλέον στον τομέα της μεταποίησης και, ως εκ τούτου, δεν υπολογίζεται στον παρονομαστή της εξίσωσης της παραγωγικότητας της εργασίας».

Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, δεδομένου ότι «ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας στη μεταποίηση των ΗΠΑ αυξήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, [δηλαδή, συμπίπτει με το μεγάλο κύμα εξωτερικής ανάθεσης που αναφέρθηκε παραπάνω – JS] ξεπερνώντας κατά πολύ εκείνον στον τομέα των υπηρεσιών και αντιπροσωπεύοντας το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αύξησης της παραγωγικότητας στην αμερικανική οικονομία» (ό.π., σ. 1). Έτσι, υποστηρίζει, «στον βαθμό που η υπεράκτια μεταφορά αποτελεί σημαντική πηγή της μετρούμενης αύξησης της παραγωγικότητας στην οικονομία, οι στατιστικές παραγωγικότητας θα καταγράφουν, εν μέρει, την εξοικονόμηση κόστους ή τα κέρδη από το εμπόριο, αλλά όχι τις βελτιώσεις στην παραγωγή της αμερικανικής εργασίας» (ό.π., σ.27). Αυτό συμφωνεί με τον ισχυρισμό των Grossman και Rossi-Hansberg (2006, σ. 15) ότι «οι βελτιώσεις στην υλοποίηση της υπεράκτιας μεταφοράς είναι οικονομικά ισοδύναμες με την τεχνολογική πρόοδο που ενισχύει την εργασία». Η Houseman (2006, σ. 27) πιστεύει ότι αυτό επιλύει

«ένα από τα μεγάλα αινίγματα της αμερικανικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια… το γεγονός ότι τα μεγάλα κέρδη παραγωγικότητας δεν έχουν ωφελήσει ευρέως τους εργαζομένους με τη μορφή υψηλότερων μισθών… οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας που προκύπτουν από την υπεράκτια μεταφορά μπορεί να μετράνε σε μεγάλο βαθμό την εξοικονόμηση κόστους και όχι τη βελτίωση της παραγωγής ανά ώρα εργασίας από την αμερικανική εργασία. Οι τάσεις της παραγωγικότητας μπορεί να είναι ένας δείκτης όχι του πόσο παραγωγικοί είναι οι Αμερικανοί εργαζόμενοι σε σύγκριση με τους ξένους εργαζόμενους, αλλά μάλλον του πόσο μη ανταγωνιστικοί ως προς το κόστος είναι πολλοί έναντι της ξένης εργασίας».

Ο McNally (2009, σ. 60) επισημαίνει ότι «η νεοφιλελεύθερη συμπίεση των μισθών … υποστήριξε τη σημαντική μερική ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους μεταξύ 1982 και 1997 … ένα βασικό στοιχείο της αύξησης του ποσοστού της υπεραξίας κατά τη νεοφιλελεύθερη περίοδο». Αυτό ταιριάζει πολύ και με την ετυμηγορία του Brenner (2009, σ. 9) ότι «οι προηγμένες οικονομίες μπόρεσαν να διατηρήσουν την κερδοφορία τους μόνο με κόστος την απότομη μείωση της αύξησης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και χάρη στην αδιάκοπη πίεση προς τα κάτω του βιοτικού επιπέδου». Όπως και ο Brenner, ο McNally δίνει έμφαση στη «νεοφιλελεύθερη συμπίεση των μισθών», αλλά κάνει μόνο μια φευγαλέα αναφορά στα κέρδη που αποσπούν οι ιμπεριαλιστικές πολυεθνικές από τους υπερεκμεταλλευόμενους εργαζόμενους στον παγκόσμιο Νότο. Κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν αναγνωρίζει ότι η μετεγκατάσταση των βιομηχανιών που παράγουν καταναλωτικά αγαθά για τους εργαζόμενους, συμβάλλει στην μείωση της τιμής τους σε μαζική κλίμακα και συνεπώς συμβάλλει και στη διεύρυνση της αγοραστικής δύναμης των ‘συμπιεσμένων’ μισθών που πληρώνονται στους εργαζόμενους των ιμπεριαλιστικών χωρών, επιτρέποντας στους τελευταίους να αυξήσουν την κατανάλωσή τους χωρίς να αποσπούν υψηλότερους μισθούς από τους εργοδότες τους, και ως εκ τούτου υπήρξε σημαντικός παράγοντας άμβλυνσης των ταξικών ανταγωνισμών εντός των ιμπεριαλιστικών εθνών, ενώ ενίσχυσε τη διεθνή διχόνοια που παραλύει την εργατική ταξική δράση τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κατανόηση αυτής της σύνθετης και αντιφατικής πραγματικότητας απαιτεί να ληφθεί πλήρως υπόψη το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής έχει μετασχηματίσει όχι μόνο την παραγωγή εμπορευμάτων γενικά, αλλά και την αναπαραγωγή αυτού του πολύ ιδιαίτερου εμπορεύματος, της ζωντανής εργασίας. Οι Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές 2007 του ΔΝΤ (2007, σ. 179) επιχείρησαν να σταθμίσουν αυτό το αποτέλεσμα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «αν και το μερίδιο της εργασίας [στο ΑΕΠ] μειώθηκε, η παγκοσμιοποίηση της εργασίας, όπως εκδηλώνεται με φθηνότερες εισαγωγές στις προηγμένες οικονομίες, αύξησε το ‘μέγεθος της πίτας’ που πρέπει να μοιραστεί σε όλους τους πολίτες, με αποτέλεσμα ένα καθαρό κέρδος στις συνολικές αποδοχές των εργαζομένων σε πραγματικούς όρους». Αυτό συμπίπτει με την προηγούμενη ετυμηγορία της Unctad (1999, σ. II) ότι «οι βιομηχανικές χώρες… [έχουν] κερδίσει από… φθηνότερες εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων… βοηθώντας σημαντικά στη διατήρηση των επιπέδων του εισοδήματος και στη μείωση του πληθωρισμού», συμπέρασμα που διατυπώθηκε πιο ωμά από τους οικονομολόγους του Princeton Gene Grossman και Esteban Rossi-Hansberg (2006, σ.28): «[η] αύξηση των εξωτερικών πωλήσεων αποτέλεσε μια αντισταθμιστική δύναμη που στήριξε τους αμερικανικούς μισθούς».

 

9 Συμπεράσματα

Το τεράστιο κύμα εξωτερικής ανάθεσης των παραγωγικών διαδικασιών σε χώρες με χαμηλούς μισθούς, το οποίο κατέστη δυνατό χάρη στην ευτυχή άφιξη της πληροφορικής και την ταχεία πρόοδο της τεχνολογίας των μεταφορών, ήταν μια στρατηγική απάντηση στη διπλή κρίση της μειωμένης κερδοφορίας και της υπερπαραγωγής που επανεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970 με τη μορφή του στασιμοπληθωρισμού και της συγχρονισμένης παγκόσμιας ύφεσης, μια πορεία που εξαρτήθηκε από την απροθυμία των ιμπεριαλιστών να αντιστρέψουν τις δαπανηρές παραχωρήσεις που βοήθησαν να μετατραπούν οι εργαζόμενοι του ‘παγκόσμιου Βορρά’ σε παθητικούς θεατές, ή ακόμη και συνεργούς, στην υποδούλωση εκ μέρους τους του υπόλοιπου κόσμου. Μαζί με την τεράστια επέκταση του εγχώριου, εταιρικού και κρατικού χρέους, η παγκόσμια μετατόπιση της παραγωγής έδωσε στο ξεπερασμένο και καταστροφικό καπιταλιστικό σύστημα μια ανάπαυλα που διήρκεσε μόλις 25 χρόνια.

Η ‘οικονομική κρίση’, ιδωμένη από αυτή την άποψη, είναι μια δευτερογενής μόλυνση, μια ασθένεια που προκαλείται από το φάρμακο που λαμβάνεται για να ανακουφίσει μια βαθύτερη ασθένεια. Η ασθένεια είναι αρκετά κακή, αλλά το χειρότερο είναι ότι η κρίση στερεί από τον καπιταλισμό τα μέσα για να καταστείλει την υποκείμενη ασθένεια. Η εκθετικά αυξανόμενη υπερχρέωση, ενισχύοντας τεχνητά τη ζήτηση, κατάφερε να περιορίσει την κρίση υπερπαραγωγής – αλλά έφερε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε σημείο κατάρρευσης. Η εξωτερική ανάθεση έχει αυξήσει τα κέρδη των επιχειρήσεων σε όλο τον ιμπεριαλιστικό κόσμο και έχει διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του – αλλά έχει οδηγήσει στην αποβιομηχάνιση, έχει εντείνει τις ιμπεριαλιστικές και παρασιτικές τάσεις του καπιταλισμού και έχει συσσωρεύσει παγκόσμιες ανισορροπίες που απειλούν να βυθίσουν τον κόσμο σε καταστροφικούς εμπορικούς πολέμους. Όλοι οι παράγοντες που δημιούργησαν αυτή την κρίση – αύξηση του χρέους, φούσκες περιουσιακών στοιχείων, παγκόσμιες ανισορροπίες – ενισχύονται από τις επιπτώσεις των έκτακτων μέτρων που λαμβάνονται για τον περιορισμό της. Το συμπέρασμα είναι ότι, με την κρίση να γενικεύεται πλέον σε όλο τον κόσμο, το ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει περάσει έναν ‘ορίζοντα γεγονότων’ και δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει από το να απορροφηθεί από μια αποπληθωριστική μαύρη τρύπα.

Από εδώ, λοιπόν, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην κρίση. Αυτή, σύμφωνα με τα λόγια του Κουβανού επαναστάτη ηγέτη Raúl Valdés Vivó, είναι η «ολική και τελική κρίση του καπιταλισμού», «un crisis sin salida del capitalismo», μια κρίση χωρίς καπιταλιστική διέξοδο. Το συμπέρασμά του είναι ότι η μόνη διέξοδος για την ανθρωπότητα είναι να «ξεκινήσει η μετάβαση σε έναν κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής» (το όνομα αυτής της μετάβασης είναι σοσιαλισμός) και ότι «είτε οι λαοί θα καταστρέψουν την ιμπεριαλιστική εξουσία και θα εγκαθιδρύσουν τη δική τους, είτε τέλος της ιστορίας. Δεν είναι ‘σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα’, όπως είπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1918, αλλά σοσιαλισμός ή τίποτα» (Valdés Vivó, 2009, δική μου μετάφραση).

Σημειώσεις

[1] «Η χρηματιστικοποίηση είναι ένας πρόσφατος όρος που αποτυπώνει τους μετασχηματισμούς εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα καθώς και στη σχέση μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλων οικονομικών τομέων. Δεν υπάρχει ένας συμπεφωνημένος ορισμός, καθώς περιλαμβάνει ένα φάσμα φαινομένων όπως η παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η επανάσταση των μετόχων και η αύξηση των εισοδημάτων από χρηματοπιστωτικές επενδύσεις» [Stockhammer, (2004), σσ. 720-721].

[2] Στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ σχολιάζει: «Η παραγωγική διαδικασία εμφανίζεται απλώς ως ένας αναπόφευκτος ενδιάμεσος όρος, ένα αναγκαίο κακό για τον σκοπό της δημιουργίας χρήματος» [Marx, ([1883] 1978), σ. 137]. Στη δεύτερη έκδοση, ο Φρίντριχ Ένγκελς πρόσθεσε το εξής: «όλα τα έθνη που χαρακτηρίζονται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής καταλαμβάνονται περιοδικώς από κρίσεις παραζάλης κατά τις οποίες προσπαθούν να επιτύχουν τη δημιουργία χρήματος χωρίς τη μεσολάβηση της παραγωγικής διαδικασίας». Αυτό, ουσιαστικά, είναι το νόημα της λεγόμενης χρηματιστικοποίησης.

[3] Οι arbitrageurs κοινοποιούν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές σε ατελείς αγορές, προκαλώντας μείωση των διαφορών των τιμών (αντίθετα, οι κερδοσκόποι συνήθως ενισχύουν τις διακυμάνσεις των τιμών) – εκτός εάν παρέμβει κάποιος τεχνητός παράγοντας (π.χ. διεθνείς περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία του εργατικού δυναμικού) για να αποτρέψει την εξουδετέρωση των διαφορών των τιμών, οπότε το arbitrage μετατρέπεται σε ευκαιρία για κερδοσκοπία χωρίς τέλος. Γενικά, όσο μεγαλύτερες είναι οι ατέλειες, τόσο μεγαλύτερες είναι οι διαφορές τιμών και τόσο μεγαλύτερα τα πιθανά κέρδη – και καμία αγορά δεν παρουσιάζει μεγαλύτερες ατέλειες από την παγκόσμια αγορά εργασίας.

[4] Η μαρξιστική θεωρία δεν έχει ακόμη αναπτύξει έναν αυστηρό ορισμό της υπερεκμετάλλευσης. Εδώ, ο όρος δηλώνει ένα ποσοστό εκμετάλλευσης που είναι υψηλότερο από το μέσο ποσοστό εκμετάλλευσης των εργαζομένων που ζουν σε ιμπεριαλιστικά έθνη.

[5] Όπως υποστηρίζει η Aviva Chomsky (2008, σ. 294), «οι περισσότερες πραγματεύσεις αντιμετωπίζουν τη μετανάστευση και τη φυγή κεφαλαίων χωριστά. Η δική μου προσέγγιση επιμένει ότι είναι πιο γόνιμο να μελετηθούν μαζί, ως πτυχές του ίδιου φαινομένου της οικονομικής αναδιάρθρωσης».

[6] Οι μεταφορές αξίας από τους παραγωγικούς στους μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας προστίθενται στις μεταφορές αξίας που εξισώνουν τα κέρδη και λαμβάνουν χώρα εντός του παραγωγικού τομέα, από κεφάλαια εντάσεως εργασίας (δηλαδή χαμηλής οργανικής σύνθεσης) σε κεφάλαια εντάσεως κεφαλαίου (δηλαδή εκείνα με υψηλή οργανική σύνθεση). Η εξέταση αυτής της εξαιρετικά σημαντικής διάστασης της καπιταλιστικής μορφής της αξιακής σχέσης δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η καπιταλιστικά απασχολούμενη μισθωτή εργασία είναι η κύρια, αλλά όχι η μόνη πηγή των καπιταλιστικών κερδών. Τα κέρδη αυξάνονται επίσης από την άνιση ανταλλαγή μεταξύ του κυκλώματος του κεφαλαίου και των μικροκαλλιεργητών και των αυτοαπασχολούμενων ή αυτοτελώς απασχολούμενων εργατών, που μερικές φορές αναφέρεται ως «κέρδος από την αλλοτρίωση».

[7] «[Η] διάκριση μεταξύ αξίας και τιμής της παραγωγής… εξαφανίζεται κάθε φορά που ασχολούμαστε με την αξία του συνολικού ετήσιου προϊόντος της εργασίας, δηλαδή την αξία του προϊόντος του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου» [Marx, ([1894] 1991), σ. 971].

[8] Η έκφραση τέτοιων συγκρίσεων σε δολάρια PPP έγινε ο κανόνας μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

[9] «Ο καπιταλισμός… έχει πολύ πιο τρομερές συνδηλώσεις σε μια χώρα του Τρίτου Κόσμου απ’ ό,τι σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, γιατί ακριβώς από τον φόβο της επανάστασης, από τον φόβο του σοσιαλισμού, ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός επινόησε κάποια συστήματα διανομής που, ως ένα βαθμό, εξαλείφουν τη μεγάλη πείνα που γνώριζαν οι ευρωπαϊκές χώρες την εποχή του Ένγκελς, την εποχή του Μαρξ» (Castro, 1994).

[10] Το πολύ χαμηλότερο μερίδιο του Νότου στις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων της Ευρώπης σε σύγκριση με τις εισαγωγές της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ είναι σε μεγάλο βαθμό ένα στατιστικό τεχνούργημα που οφείλεται στο γεγονός ότι το εμπόριο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών υπολογίζεται ως ‘εξωτερικό εμπόριο’, ενώ το εμπόριο μεταξύ των πολιτειών στις ΗΠΑ και των επαρχιών στην Ιαπωνία υπολογίζεται ως εσωτερικό εμπόριο.

[11] Στατιστικά στοιχεία εξωτερικού εμπορίου από το https://www.census.gov/foreign-trade/balance/c5700.html#2005.

[12] Τα δηλωθέντα κέρδη αγνοούν επίσης την υποδήλωση, τις τιμές μεταβίβασης κ.λπ., γεγονός που είναι πιθανό να υποεκτιμά σημαντικά την πραγματική κλίμακα των ροών κερδών Νότου- Βορρά. Σε ένα άρθρο που συνέγραψε μαζί με την Jennifer Nordin, ο Raymond Baker (2005, σ. 162), κορυφαία αυθεντία στις «αμέτρητες μορφές χρηματοοικονομικής κομπίνας … που επικρατούν στις διεθνείς επιχειρήσεις», ενημέρωσε τους αναγνώστες των Financial Times ότι «[τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες περίπου, έχει τελειοποιηθεί μια δομή που διευκολύνει τις παράνομες διασυνοριακές χρηματοοικονομικές συναλλαγές … Πολλές πολυεθνικές εταιρείες και διεθνείς τράπεζες χρησιμοποιούν τακτικά αυτή τη δομή, η οποία λειτουργεί αγνοώντας ή παρακάμπτοντας τους τελωνειακούς, φορολογικούς, οικονομικούς νόμους και τους νόμους για το ξέπλυμα χρήματος. Το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτα λιγότερο από τη νομιμοποίηση της παρανομίας … Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, διακινεί παράνομα περίπου 500 δισ. δολάρια ετησίως από τις αναπτυσσόμενες και μεταβατικές οικονομίες στα δυτικά ταμεία» (Baker and Nordin, 2005).

[13] Συνεχίζοντας, ρωτά ρητορικά «[σ]α υπάρχουν αποδείξεις ότι η κάπως αυξημένη κερδοφορία στη Δύση οδήγησε σε ένα κύμα επενδύσεων στην Ανατολική Ασία που επικεντρώθηκε στην περίοδο πριν από το 1997;». Όμως το ερώτημα αυτό είναι εντελώς λάθος! Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς το «κύμα επενδύσεων στην Ανατολική Ασία» οδήγησε σε αυξημένη κερδοφορία στη «Δύση»;

Βιβλιογραφία

Baker, R. (2005) Capitalisms Achilles Heel, John Wiley & Sons, New Jersey.

Baker, R. and Nordin, J. (2005) ‘How dirty money thwarts capitalism’s true course’, Financial Times, 10 October, available at http://www.ft.com/cms/s/1/ff93ba0e-39b6-11da-806e-00000e2511c8.html#axzz1s9H18WBO (accessed on 16 April 2012).

Blackburn, R. (2008) ‘The subprime crisis’, New Left Review, No. 50, pp.63–106.

Blinder, A.S. (2006) ‘Offshoring: the next industrial revolution?’, Foreign Affairs, Vol. 85, No. 2, pp.113–128.

Brenner, R. (2006) The Economics of Global Turbulence, Verso, London.

Brenner, R. (2009) ‘What is good for Goldman Sachs is good for America: the origins of the current crisis’, Prologue to the Spanish translation of Economics of Global Turbulence, available at http://www.sscnet.ucla.edu/issr/cstch/papers/BrennerCrisisTodayOctober2009.pdf (accessed on 18 November 2009).

Bronfenbrenner, K. and Burke, J. (2002) Impact of US-China Trade Relations on Workers, Wages, and Employment: Pilot Study Report, Supplement to Report to Congress of the US-China Security Review Commission, US-China Security Review Commission, Washington D.C.

Bronfenbrenner, K. and Luce, S. (2004) The Changing Nature of Corporate Global Restructuring: The Impact of Production Shifts on Jobs in the U.S., China and Around the Globe, US-China Economic and Security Review Commission, Washington D.C., available at http://www.news.cornell.edu/releases/Oct04/jobs.outsourcing.rpt.04.pdf  (accessed on 29 March 2008).

Castro, F. (1983) The World Economic and Social Crisis – its Impact on the Underdeveloped Countries, its Somber Prospects, and the Need to Struggle if We Are to Survive, Publishing Office of the Council of State, Havana.

Castro, F. (1994) ‘Speech to an international solidarity conference in Havana’, 28 January, reprinted in The Militant, 7 March, New York.

Chomsky, A. (2008) Linked Labor Histories, Duke University Press, Durham.

Choonara, J. (2009a) Unravelling Capitalism, Bookmarks, London.

Choonara, J. (2009b) ‘Marxist accounts of the current crisis’, in International Socialism, No. 123, available at http://www.isj.org.uk/?id=557 (accessed on 16 April 2012).

Dicken, P. (2007) Global Shift – Mapping the Changing Contours of the World Economy, 5th ed., Sage Publications Ltd., London.

Duménil, G. and Lévy, D. (2005) ‘Costs and benefits of neoliberalism: a class analysis’, in Epstein, G.A. (Ed.): Financialization and the World Economy, pp.17–45, Edward Elgar, Cheltenham.

Financial Times (1994) unsigned editorial in Financial Times, 2 June.

Fine, B. (2009) From Financialisation to Neo-liberalism – Engaging Neo-liberalism, available at http://eprints.soas.ac.uk/5443/1/coimbra.pdf (accessed on 12 August 2011).

Freeman, R.B. (2005) ‘What really ails Europe (and America): the doubling of the global workforce’, The Globalist, 03 June, available at http://www.theglobalist.com/StoryId.aspx?StoryId=4542 (accessed on 9 June 2008).

Gamble, A. (2009) The Spectre at the Feast – Capitalist Crisis and the Politics of Recession, Palgrave Macmillan, Basingstoke.

Gereffi, G. (2005) The New Offshoring of Jobs and Global Development, ILO Social Policy Lectures, ILO Publications, Geneva.

Ghose, A.K. (2005) Jobs and Incomes in a Globalizing World, Bookwell, New Delhi.

Grossman, G.M. and Rossi-Hansberg, E. (2006) The Rise of Offshoring: It’s Not Wine for Cloth Anymore, Princeton University, available at http://www.kc.frb.org/publicat/sympos/2006/pdf/grossman-rossi-hansberg.paper.0728.pdf (accessed on 16 April 2012).

Harvey, D. (2006 [1982]) The Limits to Capital, Verso, London.

Houseman, S. (2006) ‘Outsourcing, offshoring, and productivity measurement in U.S. manufacturing’, Upjohn Institute Staff Working Paper No. 06-130, W.E. Upjohn Institute for Employment Research, Kalamazoo, MI, available at http://research.upjohn.org/up_workingpapers/130/ (accessed on 16 April 2012).

ILO (2003) Employment and Social Policy in Respect of Export Processing Zones (EPZs), ILO, Geneva.

International Monetary Fund (IMF) (2007) World Economic Outlook 2007 – Spillovers and Cycles in the Global Economy, International Monetary Fund, Washington, D.C.

Krippner, G.R. (2005) ‘The financialization of the American economy’, Socio-Economic Review, Vol. 3, No. 2, pp.173–208.

Lapavitsas, C. (2009) ‘Financialisation, or the search for profits in the sphere of circulation’, Research on Money and Finance Discussion Paper No. 10, available at http://www.researchonmoneyandfinance.org/discussion-papers/ (accessed on 16 April 2012).

Lehmann, A. (2002) ‘Foreign direct investment in emerging markets: income, repatriations and financial vulnerabilities’, IMF Working Paper WP/02/47, available at http://www.imf.org/external/pubs/ft/wp/2002/wp0247.pdf (accessed on 16 April 2012).

Marx, K. (1883, 1978) Capital, Volume II, Penguin, London.

Marx, K. (1894, 1991) Capital, Volume III, Penguin, London.

McNally, D. (2009) ‘From financial crisis to world slump: accumulation, financialisation, and the global slowdown’, in Historical Materialism, Vol. 17, No. 2, pp.35–83.

Milberg, W. (2004a) ‘Globalised production: structural challenges for developing country workers’, Labour and the Globalisation of Production – Causes and Consequences of Industrial Upgrading, pp.1–19, Palgrave Macmillan, New York.

Milberg, W. (2004b) ‘The changing structure of international trade linked to global production systems: what are the policy implications?’, Working Paper No. 33, Policy Integration Department, World Commission on the Social Dimension of Globalization, International Labour Office, Geneva.

Milberg, W. (2008) ‘Shifting sources and uses of profits: sustaining U.S. financialization with global value chains’, Economy and Society, Vol. 37, No. 3, pp.420–451.

Nakamoto, M. (2010) ‘Asia: displacement activity’, Financial Times, 22 August.

Panitch, L. and Gindin, S. (2008) The Current Crisis: A Socialist Perspective, available at http://www.socialistproject.ca/bullet/bullet142.html (accessed on 15 March 2009).

Parisi-Capone, E. (2006) Offshore Outsourcing: What is the Impact on Domestic Productivity?, RGE analysis, available at http://www.roubini.com/analysis/38534.php (accessed on 11 September 2008).

Rama, M. (2003) ‘Globalisation and workers in developing countries’, World Bank Policy Research Working Paper 2958, World Bank, Washington.

Roach, S. (2003) Outsourcing, Protectionism, and the Global Labor Arbitrage, Morgan Stanley Equity Research, Special Economic Study, Morgan Stanley, New York.

Shelburne, R.C. (2004) ‘Trade and inequality: the role of vertical specialization and outsourcing’, Global Economy Journal, Vol. 4, No. 2, pp.1–31.

Silver, B.J. and Arrighi, G. (2000) ‘Workers North and South’, in Panitch, L. and Leys, C. (Eds.): The Socialist Register 2001, Merlin Press, London, available at http://www.wildcatwww.de/dossiers/forcesoflabor/workers_north_and_south.pdf (accessed on 13 March 2007).

Singa Boyenge, J-P. (2007) ‘ILO database on export processing zones (revised)’, Sectoral Activities Programme Working Paper WP251, available at http://www.ilo.org/public/english/dialogue/sector/themes/epz/epz-db.pdf (accessed on 3

October 2009).

Smith, J. (2010) ‘Imperialism and the globalisation of production’, University of Sheffield thesis, available at http://www.mediafire.com/?5r339mnn4zmubq7 (accessed on 16 April 2012).

Socialist Workers Party (1988, 1994) ‘What the 1987 stock market crash foretold – resolution adopted by 1988 socialist workers party convention’, New International #10, pp101–204, 408 Printing and Publishing Corporation, New York.

Stockhammer, E. (2004) ‘Financialisation and the slowdown of accumulation’, Cambridge Journal of Economics, Vol. 28, No. 5, pp.719–741.

Sturgeon, T.J. (2008) From Commodity Chains to Value Chains: Interdisciplinary Theory Building in an Age of Globalization, available at http://web.mit.edu.eresources.shef.ac.uk/ipc/publications/pdf/08-001.pdf (accessed on 25 March 2009).

Summers, L. (2006) Reflections on Global Account Imbalances and Emerging Markets Reserve Accumulation, L.K. Jha Memorial Lecture, Reserve Bank of India, 24 March, available at http://ksghome.harvard.edu/~lsummer/speeches/2006/0324_rbi.html (accessed on 15 May 2008).

Unctad (1999) Trade & Development Report, 1999, p.II, Geneva, Unctad.

Valdés Vivó, R. (2009) ‘Crisis sin salida del capitalismo’, Granma, 30 January, available at http://www.granma.cubaweb.cu/2009/01/30/interna/artic01.html (accessed on 24 March 2010).

Van Assche, A., Hong, C. and Slootmaekers, V. (2008) China’s International Competitiveness: Reassessing the Evidence, available at http://www.econ.kuleuven.ac.be/licos/DP/DP2008/DP205.pdf (accessed on 3 June 2009).

Van Treeck, T. (2008) ‘The political economy debate on ‘financialisation’ – a macroeconomic perspective’, IMK Working Paper, 01/2008.

Wolf, M. (2007) ‘Fear makes a welcome return’, Financial Times, 14 August.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ