Πηγή: Antapocrisis
Στη συζήτηση που τελευταία γίνεται με ένταση στους ηγετικούς κύκλους της Δύσης—ιδιαίτερα καθώς τα νέα από το Κίεβο είναι «απογοητευτικά», όπως το έθεσε ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών Μπλίνκεν—δεν παύει να προκαλεί τεράστια εντύπωση η παράβλεψη στοιχειωδών κατακτήσεων (‘θεωρήματα’ τα λένε οι μαθηματικοί) της Στρατηγικής Ανάλυσης.
Είναι αλήθεια ότι οι θεματοφύλακες αυτών των κατακτήσεων στο βαθύ κράτος των ΗΠΑ—μιλάω για την Rand Corporation—δεν ακούγονται καθόλου τελευταία, κι αυτό μάλλον είναι ανησυχητικό. Εννοώ ότι όταν ο αντίπαλός σου χρησιμοποιεί τη λογική για να αναλύει την κατάσταση, οι κινήσεις του—όπως και οι δικές σου—είναι λίγο πολύ προβλέψιμες και αυτό προσδίδει ευστάθεια στο σύστημα περιορίζοντας σημαντικά τον κίνδυνο απρόοπτων κινήσεων, συνήθως αυτοκτονικών. Άρα, η έλλειψη νέων από τον κατεξοχήν στρατηγικό αναλυτή των ΗΠΑ, την Rand Corporation, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο.
Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι οι ΗΠΑ, μπροστά στη δεινή θέση στην οποία έχουν περιέλθει, παριστάνουν τώρα τον ‘παράλογο’ παίκτη, που οι κινήσεις του μπορεί να είναι παράδοξες και αυτοκτονικές, αλλά στον οποίο, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ο αντίπαλος οφείλει να ‘δώσει χώρο’. Ίσως μάλιστα η συνεχής αποδοχή από την Ρωσία της παραβίασης των κόκκινων γραμμών της να ενθαρρύνει μια τέτοια μπλόφα από τις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα όμως είναι, μας λέει η Στρατηγική Θεωρία, ότι όταν κάποιος διατυπώνει μια απειλή—στην προκειμένη περίπτωση ότι οι ΗΠΑ θα επιτρέψουν την χρήση ATACMS για πλήγματα βαθιά στο εσωτερικό της Ρωσίας—πρέπει να διαθέτει την λεγόμενη ‘κυριαρχία στην κλιμάκωση’, δηλαδή θα πρέπει, αν ο αντίπαλός του αποφασίσει να ‘δει’ την απειλή, αυτός να είναι σε θέση να την πραγματοποιήσει χωρίς να βλάψει τα συμφέροντά του περισσότερο από όσο αν δεν την πραγματοποιήσει.
Για να δούμε λοιπόν, στην παρούσα περίπτωση, ποιος διαθέτει την ‘κυριαρχία στην κλιμάκωση’;
Το Ρωσικό υπουργείο εξωτερικών μας έχει δώσει σημαντική πληροφόρηση για τις περαιτέρω εξελίξεις στην περίπτωση που πυροδοτηθεί η διαδικασία κλιμάκωσης. Σε προειδοποίηση που έγινε («τελεσίγραφο» την αποκάλεσε το Russia Today) στον Βρετανό πρέσβη όταν κλήθηκε στις 6 Μαΐου στο υπουργείο εξωτερικών στην Μόσχα, του λέχθηκε καθαρά ότι εάν πύραυλοι που προμηθεύσει η Βρετανία πλήξουν τα ρωσικά μετόπισθεν, τότε κάθε Βρετανικός στόχος είτε εντός είτε εκτός της Ουκρανίας είναι νόμιμος. Και επίσης, ο πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλ. Πούτιν έχει προειδοποιήσει ότι εάν F-16 που θα παραδοθούν στο Κίεβο (και τα οποία καταφανώς θα χειρίζονται πιλότοι ΑμερικανοΝΑΤΟικών χωρών) χρησιμοποιούν αεροδρόμια γειτονικών χωρών (Πολωνία, Ρουμανία, Βαλτικές χώρες), τότε αυτά τα αεροδρόμια θα πληγούν.
Αυτές οι προειδοποιήσεις ρίχνουν φως στις ενδεχόμενες διαδικασίες κλιμάκωσης που μπορεί να παρακολουθήσουμε στο άμεσο μέλλον. Σε μια τέτοια διαδικασία, οι ρωσικές δυνάμεις, εφόσον χτυπηθούν στρατιωτικοί στόχοι εντός της Ρωσίας από ATACMS, Storm Shadows, Scalp, κ.λπ., θα μπορούσαν να πλήξουν στρατιωτικούς στόχους των ΝΑΤΟικών δυνάμεων—των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, αλλά πιθανότατα όχι πρώτων στην ακολουθία των χτυπημάτων—στις διπλανές χώρες. Το ερώτημα λοιπόν είναι τι θα πράξουν τότε ως απάντηση οι ΗΠΑ; Από την πλευρά της στρατηγικής θεωρίας, θα πρέπει να μην χάνουν περισσότερα από την απάντησή τους από όσα χάνουν αν δεν απαντήσουν. Θα είναι, για παράδειγμα, διατεθειμένες οι ΗΠΑ να διακινδυνεύσουν πλήγματα κατά των δικών τους δυνάμεων (π.χ. στην Ρουμανία) χάριν της ανταπόδοσης πληγμάτων που δέχθηκαν οι Πολωνοί ή οι Βαλτικές χώρες;
Ο πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στη Ρωσία Nigel Casey, μετά την παράδοση «τελεσιγράφου»
αποχωρεί από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, στη Μόσχα, Ρωσία © Sputnik / Ilya Pitalev
Βεβαίως, η ίδια ανάλυση ισχύει και για την Ρωσία: Πότε αυτή χάνει περισσότερα—αν επιτρέψει πλήγματα κατά σοβαρών στρατιωτικών στόχων από Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκά όπλα στα μετόπισθέν της χωρίς ανταπόδοση ή αν ανταποδώσει πλήττοντας π.χ. το αεροδρόμιο στην Πολωνία από όπου φορτώνονται αυτά τα όπλα—που σημειωτέον πλέον είναι παγκοίνως γνωστό ότι τα διαχειρίζονται Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκά πληρώματα; Ποιος διατηρεί το πλεονέκτημα στην στρατηγική κλιμάκωση, δηλαδή ποιος πλεονεκτεί κατά το ότι στα επόμενα βήματα κερδίζει περισσότερα παρά αν δεν είχε κινηθεί προηγουμένως;
Από την άποψη της λογικής που σκιαγραφήσαμε παραπάνω, εντύπωση προκαλεί η πλήρης αγνόηση της έννοιας της ‘κυριαρχίας στην κλιμάκωση’ κυρίως από τους Πολωνούς πολιτικούς, αλλά φυσικά και από τους ερασιτέχνες που διοικούν τις Βαλτικές χώρες. Και, κατά τη γνώμη μου, επίσης ο πρώην Ρώσος πρόεδρος και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας της χώρας του—θέση βασικά διακοσμητική—Νμίτρι Μεντβέντεφ, και αυτός συμβάλλει όσο μπορεί στο θόλωμα των νερών πάνω σε αυτό το ζήτημα, καθώς κάθε τόσο επισείει τον κίνδυνο πυρηνικής σύγκρουσης στην σκάλα της κλιμάκωσης των δύο αντιπάλων, παρόλο που κάτι τέτοιο θα μπει στην ημερήσια διάταξη σε μεταγενέστερο στάδιο. Βέβαια, προς υπεράσπιση του Μεντβέντεφ, αν οι Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκοί δεν κάνουν τώρα πίσω, οι εξελίξεις όντως θα μπορούσαν να επιταχυνθούν προς το χείλος της αβύσσου σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά όμως, αν θέλουμε να διακρίνουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε τώρα στην σκάλα της κλιμάκωσης, οι απειλές Μεντβέντεφ περί πυρηνικών μπορεί ακόμη και να θολώνουν την πραγματική εικόνα και να οδηγούν τη συζήτηση σε λάθος δρόμο.
Οι Πολωνοί πολιτικοί και οι ερασιτέχνες ομόλογοί τους των Βαλτικών χωρών πρέπει να απαντήσουν όχι στις απειλές του Μεντβέντεφ περί πυρηνικών πληγμάτων, αλλά στο βασικό ερώτημα: Θα διακινδυνεύσουν οι ΗΠΑ τις πόλεις τους προκειμένου να απαντήσουν π.χ. στην καταστροφή του αεροδρομίου Rzeszow-Jasionka στα σύνορα Ουκρανίας-Πολωνίας; Ενδεχόμενη καταστροφή των ΝΑΤΟικών στρατευμάτων στα σύνορα των Βαλτικών χωρών με τη Ρωσία, θα προκαλούσε πλήγματα των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας;
Έτσι, στις 25 Μαΐου, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Guardian, ο Πολωνός υπουργός Εξωτερικών Radoslaw Sikorski, μετά από συνάντησή του με τους ομολόγους του της Γαλλίας και της Γερμανίας (το λεγόμενο τρίγωνο της Βαϊμάρης που επιδιώκει να ελέγξει τις κινήσεις εντός της ΕΕ), μέσα στην καλή χαρά υποστήριξε ότι η ΕΕ (και ευρύτερα η Δύση) δεν θα πρέπει να φοβάται την κλιμάκωση της κατάστασης και ότι δεν πρέπει να θέτει όρια στον εαυτό της όσον αφορά τη σύγκρουση στην Ουκρανία, έτσι ώστε η Μόσχα να αναγκάζεται να μαντέψει ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της Δύσης κάθε φορά. Ταυτόχρονα, απαντώντας στις προειδοποιήσεις του Μεντβέντεφ για κίνδυνο πυρηνικής κλιμάκωσης, ο Sikorski με περισσή αυταρέσκεια επισήμανε ότι οι Αμερικανοί θα καταστρέψουν οτιδήποτε ρωσικό στο έδαφος της Ουκρανίας σε περίπτωση χρήσης τακτικών πυρηνικών εκεί.
Βλέπουμε δηλαδή εδώ την πλήρη αντιστροφή (και διαστροφή) της ανάλυσης των πραγμάτων κάτω από την οπτική του Πολωνού υπουργού εξωτερικών, όπου καν δεν τον ενδιαφέρει η εξέταση της ‘κυριαρχίας κατά την κλιμάκωση’ ούτε το γεγονός ότι η χώρα που έτσι βάζει το κεφάλι της ‘στον ντορβά’ είναι η δική του. Ο Νμίτρι Μεντβέντεφ επισήμανε ειρωνικά ότι «Το να χτυπήσουν οι Αμερικανοί τους στόχους μας σημαίνει ότι θα ξεκινήσουν έναν παγκόσμιο πόλεμο και ένας υπουργός Εξωτερικών, ακόμη και μιας χώρας όπως η Πολωνία, θα έπρεπε να το αντιλαμβάνεται».
Όμως, να επισημάνουμε και πάλι ότι στην σκάλα της κλιμάκωσης αυτή τη στιγμή ΔΕΝ μπαίνει κανένα ζήτημα χρήσης τακτικών ή άλλων πυρηνικών, καθώς πριν από κάτι τέτοιο θα πληγούν στρατιωτικοί στόχοι του ΝΑΤΟ που σχετίζονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία—οι περισσότερο αν όχι όλοι από αυτούς στην Πολωνία. Και πάντα το βασικό ερώτημα που παραμένει είναι αν οι ΗΠΑ θα διακινδυνεύσουν πλήγματα στο δικό τους έδαφος—που δεν είναι ανάγκη να πραγματοποιηθούν με πυρηνικά όπλα—σε απάντηση των πληγμάτων με αμερικανικά όπλα στο Ρωσικό έδαφος (σημειωτέον ότι από την άποψη του διεθνούς δικαίου μια τέτοια ρωσική απάντηση καλύπτεται πλήρως).
ΝΥΤ: Ο υπουργός εξωτερικών Μπλίνκεν ξεκίνησε εκστρατεία για να πείσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ
να επιτρέψει βαθιά πλήγματα με αμερικανικά όπλα στη Ρωσία μετά την «αποκαρδιωτική» επίσκεψή του στο Κίεβο.
Αξίζει τον κόπο να μελετηθεί κάποτε από πού μας έχει προκύψει αυτή η στρατιά ευρωπαίων αξιωματούχων που κάνουν τόσο βαθιές υποκλίσεις στις ΗΠΑ, μετατρεπόμενοι σε ‘βασιλικότερους του βασιλέως’ και αγνοώντας τα εντελώς στοιχειώδη της στρατηγικής ανάλυσης. Υποψιαζόμαστε ότι μια τέτοια μελέτη θα αποκαλύψει ένα κοινό για όλους αυτούς υπόβαθρο κατάρτισής σε προς τούτο ιδρυθείσες σχολές στις ΗΠΑ και την Βρετανία, οι οποίες αναλαμβάνουν εδώ και κάμποσα χρόνια την κατάρτιση των μελλοντικών ηγετών των ευρω-ατλαντικών χωρών. Και όπως φαίνεται, στις σχολές αυτές οι ευρωατλαντικές ελίτ δεν διδάσκονται Στρατηγική Ανάλυση, παρόλο που οι αμερικανοί είναι (ή έστω ήταν) πρωτοπόροι επιστημονικά σε αυτόν τον τομέα—άλλο ένα σημείο όπου η κυριαρχία των νέο-συντηρητικών στο σύμπλεγμα των ‘δεξαμενών σκέψης’ των ΗΠΑ καταρρακώνει τις ηγετικές δυνατότητες αυτής της χώρας.
Στόλτενμπεργκ στον Economist: Πρέπει να επιτραπεί η χρήση συμμαχικών όπλων σε πλήγματα στα ρωσικά μετόπισθεν
Το ιδιαίτερα ανησυχητικό για τις εξελίξεις ζήτημα είναι ότι επιφανείς Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκοί αξιωματούχοι έχουν πάρει φόρα τελευταία και ρίχνουν το βάρος τους στην επιλογή των πληγμάτων με Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκά όπλα στα βαθιά μετόπισθεν της Ρωσίας αγνοώντας τα ερωτήματα που θα έπρεπε να απαντούν σύμφωνα με την θεωρία της στρατηγικής. Έτσι, ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Μπλίνκεν, σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times στις 22 Μαΐου, μετά από το τελευταίο ταξίδι του στο Κίεβο που η εφημερίδα χαρακτηρίζει «αποκαρδιωτικό» όσο αφορά την εκτίμηση της στρατιωτικής κατάστασης για το εκεί καθεστώς, έχει αποχαλινωθεί στην εκστρατεία του να πείσει τον στενό κύκλο του Μπάιντεν να επιτρέψει την χρήση αμερικανικών όπλων για πλήγματα βαθιά στα ρωσικά μετόπισθεν. Και ομοίως, ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Στόλτενμπεργκ, σε συνέντευξή του στον Economist στις 25 Μαΐου, υποστηρίζει ότι τα ρωσικά μετόπισθεν μπορούν να αρχίσουν να πλήττονται με αμερικανικά όπλα, χωρίς φυσικά να ασχοληθεί με το τι θα πράξει η συμμαχία σε περίπτωση κλιμάκωσης.
Στο παρόν σημείωμα προσπαθήσαμε να υπογραμμίσουμε ένα στοιχειώδες σημείο της στρατηγικής ανάλυσης που όλο και συχνότερα αγνοείται από τους Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκούς υπεύθυνους στην λήψη αποφάσεων: Ότι, στην διαδικασία κλιμάκωσης μιας σύγκρουσης έχει απόλυτη σημασία ο εντοπισμός της πλευράς που κυριαρχεί στο ενδεχόμενο επόμενο βήμα, δηλαδή στο ποιος έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει κινήσεις που θα φέρουν την αντίπαλη πλευρά στο δίλημμα ή να κλιμακώσει παραπέρα προκαλώντας βλάβη στη θέση της ή να υποχωρήσει για να αποφύγει αυτήν την χειροτέρευση. Δυστυχώς για όλο τον κόσμο, μοιάζει ως εάν η Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκή πλευρά να παραμελεί πλήρως αυτή την θεώρηση στον πόλεμο που διεξάγει στην Ουκρανία. Ενδεχομένως αυτό να γίνεται επίτηδες ώστε να δοθεί η εντύπωση ότι η Δύση δεν είναι ‘λογικός παίκτης’ στη σύγκρουση και επομένως να προκαλέσει μεγαλύτερα όρια ανοχής από τον αντίπαλο. Το πρόβλημα—αν όντως αυτός είναι ο υπολογισμός που κάνει η Δύση—είναι ότι οι ‘παράλογοι παίκτες’ στις συγκρούσεις συνήθως οδηγούνται στην αυτοκτονία.
Το θέμα είναι όμως πώς δεν θα συμπαρασύρουν μαζί τους και την υπόλοιπη ανθρωπότητα.