Στις 6 Δεκεμβρίου 2017 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ σε διάγγελμά του ανακοίνωσε την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Το γεγονός αυτό συνιστά ευθεία βολή εναντίον των Παλαιστινίων και των σιιτών μουσουλμάνων, που θεωρούν την Ιερουσαλήμ ιερή πόλη και το ανατολικό της τμήμα πρωτεύουσα του υπό σύσταση Παλαιστινιακού κράτους.
Η ενέργεια αυτή δεν πρέπει να εκληφθεί ως άλλο ένα προεδρικό ατόπημα. Αντίθετα, συνιστά την επίσημη απάντηση των ΗΠΑ σε όσα συμβαίνουν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Ο ISIS (Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε) είναι μία τζιχαντιστική τρομοκρατική οργάνωση που δρούσε στο Ιράκ και τη Συρία. Μετά από μια περίοδο νικών, κατακτήσεων, χάους και καταστροφής που προκάλεσε σε Ιράκ και Συρία ο ISIS εν τέλει ηττήθηκε. Ο εξοπλισμός και η στήριξη που είχε από τη Σαουδική Αραβία και άλλους συμμάχους των ΗΠΑ για μια μακρά περίοδο, τον καθιστούσαν ενεργό παράγοντα στην περιοχή.
Οι στόχοι του εγχειρήματος ήσαν πολλαπλοί. Η δημιουργία κοινωνικού χάους, η απομάκρυνση του προέδρου Άσαντ και η αντικατάσταση της πολιτικής εξουσίας σε Ιράκ και Συρία με φίλα προσκείμενους σε ΗΠΑ πολιτικούς, η αποικιακού τύπου εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, η προώθηση των σχεδίων για επίθεση και υποταγή του Ιράν και βεβαίως η μεταβολή των διεθνών συσχετισμών υπέρ των ΗΠΑ και σε βάρος της Ρωσίας και της Κίνας.
Η εξέλιξη των γεγονότων δεν δικαίωσε τις προσδοκίες των αμερικανικών επιτελείων. Ο σκληρός και πάντα παρόν ανταγωνισμός μεταξύ των υπερδυνάμεων Ρωσίας και ΗΠΑ έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία να εγγράψει μια ανέλπιστη πολιτικοστρατιωτική νίκη. Κατέβαλε στρατιωτικά τον ISIS μετέχοντας σε συμμαχία με αντιτρομοκρατικές δυνάμεις και δυνάμεις της Συρίας, του καθεστώτος Άσαντ, δίνοντας πολιτικό χώρο στον ηγέτη της Συρίας, τον οποίο οι ΗΠΑ επιθυμούν διακαώς να απομακρύνουν από τη Συρία.
Παρά τις προκλήσεις που δέχτηκαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, κράτησαν σταθερή και ψύχραιμη στάση, παρέμειναν προσηλωμένοι στους προσυμφωνημένους και με τις ΗΠΑ στόχους, βελτίωσαν και προώθησαν τη συνεργασία τους με χώρες της περιοχής, όπως η Τουρκία και το Ιράν, σταθεροποίησαν τις στρατιωτικές τους προσβάσεις στην περιοχή και πρωταγωνιστούν στις μετά-ISIS πολιτικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή.
Την ίδια περίπου περίοδο η Σαουδική Αραβία επιτίθεται στην Υεμένη με πρόσχημα την αποκατάσταση της νομιμότητας στην πάμπτωχη αυτή χώρα. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα από την επιχείρηση εκτός από τις εκατόμβες θυμάτων στην Υεμένη και το λιμό που έχει πλήξει τους ανήμπορους και τα γυναικόπαιδα. Η ίδια χώρα ξεσήκωσε τους Άραβες ενάντια στο Κατάρ, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις μαζί του και επέβαλε εμπάργκο στη μικρή αυτή χώρα, που είναι και στενή σύμμαχος των ΗΠΑ, με την ψευδή, όπως αποδείχτηκε, κατηγορία ότι συνεργάζεται με το Ιράν.
Συνέλαβε στο έδαφός της και υποχρέωσε σε παραίτηση τον πρωθυπουργό του Λιβάνου Χαρίρι, ο οποίος στη συνέχεια, ελεύθερος πλέον, επέστρεψε στον Λίβανο και ανακάλεσε την παραίτησή του. Πρόσφατα δε ο επίδοξος εμίρης Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν (MBS) υπουργός Εθνικής Άμυνας και διάδοχος του θρόνου του βασιλείου, στενός φίλος του γαμπρού του Τράμπ Τζάρεντ Κούσνερ, σε μια προσχηματική επιχείρηση πάταξης της διαφθοράς στη Σαουδική Αραβία, συνέλαβε, βασάνισε και κατάσχεσε τα περιουσιακά στοιχεία επιφανών και προβεβλημένων υπουργών και μελών της βασιλικής οικογένειας.
Από αυτά και μόνο τα γεγονότα που δείχνουν απειρία, ενδεχόμενη επιπολαιότητα και άγνοια της πολιτικής κουλτούρας του αναπτυγμένου αστικοδημοκρατικού κόσμου, είναι φανερό πως η Σαουδική Αραβία δεν αποτελεί σταθερό παράγοντα, που να μπορεί να ηγηθεί του Αραβικού κόσμου, παρά την γενναία στήριξη από τις ΗΠΑ. Αντιθέτως διαθέτει ισχυρούς θρησκευτικούς δεσμούς με το σουνιτικό Ισλάμ. Και στον τομέα αυτό διαδραματίζει πολύτιμο ρόλο στην προωθούμενη αντίθεση μεταξύ σιιτών και σουνιτών.
Το Κουρδικό ζήτημα, ενώ στην αρχή φάνηκε πως θα έχει ευτυχή κατάληξη με τη δημιουργία Κουρδικού κράτους, που αποτελεί αλυτρωτικό στόχο των απανταχού Κούρδων και για το οποίο συναινούσαν οι ΗΠΑ, είχε ατυχή κατάληξη. Απ’ τη μια η Τουρκική εμπλοκή που εκ των πραγμάτων απέτρεψε τη δημιουργία ενιαίου Κουρδικού κράτους, απ’ την άλλη κάποια αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ οδήγησαν τον Μπαρτζανί, ιστορικό ηγέτη των Κούρδων, στην αποχώρησή του από τα πολιτικά δρώμενα, όντας πλήρως απογοητευμένος από τις προσδοκίες του και τις υποσχέσεις των συμμάχων του.
Οι συσχετισμοί στην Εγγύς και Μέση Ανατολή εμφανίζουν αστάθεια και ρευστότητα. Σε αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο σκηνικό, που μυρίζει μπαρούτι, η Ρωσία αποκόμισε κάποια σημαντικά κέρδη σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που αποκόμισαν πολύ λιγότερα. Το Ιράν προώθησε με επιτυχία τον ηγετικό του ρόλο στο σιίτικο Ισλάμ. Η Χεζμπολάχ αναγνωρίστηκε ως ισχυρή πολεμική μηχανή, ικανή να υπερασπιστεί ένοπλα τους αδελφούς σιίτες και τα φίλα προσκείμενα καθεστώτα. Μέσα σε αυτό το κλίμα και με σαφή πρόθεση γενικευμένης αντεπίθεσης οι ΗΠΑ ανακήρυξαν την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του Ισραήλ.
Η ενέργεια αυτή ανοίγει νέο γύρο αντιπαραθέσεων, αλλά το πιο σημαντικό είναι πως η νέα αντιπαράθεση λαμβάνει περισσότερα θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Συνιστά οπισθοδρόμηση, αλλά είναι ωμή πραγματικότητα η αντίθεση σιιτών σουνιτών και η μεταξύ τους συνεχιζόμενη αναμέτρηση. Τη στιγμή μάλιστα που από τη μεταξύ τους σφαγή θα ωφεληθούν τρίτοι.
Ακόμα δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας η θετική απήχηση που έχει στο εσωτερικό των ΗΠΑ η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Κι αυτό γιατί τα 50 εκατομμύρια περίπου Αμερικανών πιστών Ευαγγελιστών έχουν ως προαπαιτούμενο της Δευτέρας Παρουσίας μια τέτοια πράξη. Με δεδομένο πλέον ότι με αυτήν την απόφαση επισπεύδεται η Δευτέρα Παρουσία αισθάνονται βαθιά ικανοποιημένοι…
Οι ισορροπίες στην Εγγύς και Μέση Ανατολή είναι εξαιρετικά εύθραυστες. Ο Λίβανος, αυτό το κράτος μη-κράτος, παραμένει μια επικίνδυνη θρυαλλίδα.
Ίσως βρισκόμαστε στις παραμονές ενός νέου πολύ πιο σκληρού αιματηρού γύρου. Μακάρι οι λαοί με την πάλη τους για ειρήνη να τον αποτρέψουν.