Η συνεχιζόμενη γενοκτονία στη Γάζα συνιστά μια από τις πλέον δραματικές εκφάνσεις του σύγχρονου διεθνούς συστήματος, όπου οι θεσμοί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποδεικνύονται ανεπαρκείς απέναντι σε μια πολιτική συστηματικής εξόντωσης. Η καταστροφή ολόκληρων αστικών κέντρων, η μαζική απώλεια αμάχων και η εκτεταμένη ανθρωπιστική κρίση δεν αποτελούν μόνο αποτέλεσμα της ισραηλινής στρατιωτικής μηχανής, αλλά και της σταθερής στήριξης που παρέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ρόλος της Ουάσινγκτον είναι πολυδιάστατος και περιλαμβάνει τη διαρκή στρατιωτική βοήθεια, την τεχνολογική και επιχειρησιακή υποστήριξη, καθώς και την πολιτική προστασία μέσω του δικαιώματος βέτο στα όργανα του ΟΗΕ. Η σύνδεση αυτή δεν μπορεί να αναλυθεί ως απλή διμερής σχέση καθώς εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο όπου η Μέση Ανατολή λειτουργεί ως κεντρικό πεδίο για την αναπαραγωγή της αμερικανικής ηγεμονίας. Χωρίς αυτή την υποστήριξη, η ισραηλινή κατοχή και η πολιτική απαρτχάιντ θα ήταν αδύνατο να διατηρηθούν.
Η συνεχής εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή, κυρίως μέσω της στρατιωτικής και οικονομικής υποστήριξης του Ισραήλ, αποτελεί τον πυρήνα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και αφορά μια ευρύτερη στρατηγικής που στοχεύει στη διατήρηση της δυτικής κυριαρχίας.
Οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι ένοπλες συγκρούσεις και οι καταστροφές που παρατηρούνται στη Γάζα, τον Λίβανο και το Ιράν δεν είναι απλώς προϊόντα τοπικών αντιθέσεων. Είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη βαθιά εμπλοκή των ΗΠΑ, η οποία έχει μετατρέψει τη Μέση Ανατολή σε ένα αιματοβαμμένο πεδίο μάχης για την εξασφάλιση οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.
Η οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ ξεπερνά κάθε άλλο παράδειγμα διεθνούς βοήθειας. Από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948, η Ουάσιγκτον έχει επενδύσει πάνω από 310 δισεκατομμύρια δολάρια1 (προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό) για τη διατήρηση της στρατιωτικής και πολιτικής κυριαρχίας του Ισραήλ στην περιοχή. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Το Ισραήλ λειτουργεί ως πυλώνας για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Η υποστήριξη αυτή περιλαμβάνει ετήσιες επιχορηγήσεις ύψους 3,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που αποτελούν μέρος ενός δεκαετούς Μνημονίου Κατανόησης (2019-2028)2. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των κονδυλίων διατίθεται για την ανάπτυξη προηγμένων στρατιωτικών συστημάτων, όπως το Iron Dome, αλλά και για την ενίσχυση της εγχώριας ισραηλινής πολεμικής βιομηχανίας. Αυτή η οικονομική ροή ενισχύει όχι μόνο την ισραηλινή στρατιωτική ισχύ αλλά και το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, το οποίο κερδοσκοπεί μέσω της συνεχούς παραγωγής και πώλησης οπλικών συστημάτων.
Οι ΗΠΑ δεν περιορίζονται στην οικονομική ενίσχυση του Ισραήλ. Η στρατιωτική συνεργασία περιλαμβάνει την αμερικανική στρατιωτική βάση «Site 512», η οποία βρίσκεται στην έρημο Νεγκέβ λίγα χιλιόμετρα από την Γάζα. Πρόκειται για μια μυστική στρατιωτική βάση για πολλά χρόνια και λειτουργεί και χρηματοδοτείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η παρουσία Αμερικανών στρατιωτών στη βάση επιβεβαιώνει την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ στην συνεχιζόμενη επιθετικότητα του Ισραήλ στην Γάζα, υπογραμμίζοντας τη στρατηγική σημασία της περιοχής για τις ΗΠΑ.
Το γεγονός της συγκεκριμένης βάσης ήρθε στο φως της δημοσιότητας το 2017, όταν ο αρχηγός της Διοίκησης Εναέριας Άμυνας του IDF, στα εγκαίνια τη βάσης είχε πει: Η «βάση μέσα σε μια βάση θα διευθύνεται από την Ευρωπαϊκή Διοίκηση του στρατού των ΗΠΑ (EUCOM). Περιλαμβάνει στρατώνες, γραφεία και υπηρεσίες υποστήριξης». Παράλληλα ο υποστράτηγος Τζον Γκρόνσκι, αναπληρωτής διοικητής της Εθνικής Φρουράς του Στρατού των ΗΠΑ στην Ευρώπη, είχε πει ότι η βάση «συμβολίζει τον ισχυρό δεσμό που υπάρχει μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ»3.
H υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ, έχει τεράστιο βάθος, καθώς για τις ΗΠΑ το Ισραήλ δεν είναι τίποτα άλλο παρά το κεντρικό τους «φυλάκιο» στη Μέση Ανατολή. Η αρχή του Ποιοτικού Στρατιωτικού Πλεονεκτήματος (QME) που έχει κατοχυρωθεί στη νομοθεσία των ΗΠΑ από το 2008 διασφαλίζει, αυτόν τον ρόλο του Ισραήλ, ώστε να παραμένει στρατιωτικά υπεράνω όλων των άλλων χωρών της περιοχής.
Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την επιθετικότητα τους στη Μέση Ανατολή για την προβολή και τη δοκιμή νέων όπλων, τα οποία στη συνέχεια εμπορεύονται σε διεθνές επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο, ο πόλεμος γίνεται ένα εργαλείο κέρδους και ενίσχυσης της στρατιωτικής βιομηχανίας, ενώ οι συνέπειες για τους λαούς της περιοχής είναι καταστροφικές.
Παρά τις δηλώσεις της αμερικανικής ηγεσίας για αυτοσυγκράτηση και ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων, που ακούγονται κατά καιρούς η πραγματικότητα δείχνει το αντίθετο. Οι «προτροπές» αυτές λειτουργούν περισσότερο ως προπαγανδιστικά εργαλεία που αποσκοπούν στον εξωραϊσμό της διεθνούς εικόνας των ΗΠΑ.
Ενώ η Ουάσιγκτον δηλώνει την υποτιθέμενη επιθυμία της για ειρήνη, ταυτόχρονα εξοπλίζει το Ισραήλ και άλλους συμμάχους στη Μέση Ανατολή, πυροδοτώντας νέες συγκρούσεις και ενισχύοντας τις ήδη υπάρχουσες στην λογική του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Ενός «δικαιώματος» που προνομιακά δίνουν οι ΗΠΑ στο Ισραήλ, ενώ την ίδια ώρα η Ουάσιγκτον αρνείται το δικαίωμα της αυτοάμυνας να το έχουν άλλες χώρες που δέχονται την επιθετικότητα των σιωνιστών και την κατοχική πολιτική του Ισραήλ.
Η αμερικανική υποστήριξη στις επιθετικές ενέργειες του Ισραήλ δεν περιορίζεται μόνο στην Παλαιστίνη. Η επέκταση της επιθετικότητας του Ισραήλ προς τον Λίβανο, τη Συρία και το Ιράν αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης της περιοχής. Η αμερικανική και ισραηλινή πολεμική βιομηχανία κερδίζουν τεράστια ποσά από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή μιας και η περιοχή αποτελεί ένα «πεδίο πειραματισμού» για την ανάπτυξη και τη δοκιμή νέων οπλικών συστημάτων. Ταυτόχρονα, μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας των ΗΠΑ εξασφαλίζουν σταθερά κέρδη παρέχοντας σύγχρονες τεχνολογίες στον Ισραηλινό στρατό.
Μετά την 7η Οκτωβρίου 2023, ο ισραηλινός στρατός αύξησε σημαντικά τη χρήση των υπηρεσιών cloud και τεχνητής νοημοσύνης της αμερικανικής Microsoft, ιδιαίτερα μέσω της πλατφόρμας Azure. Δεκάδες στρατιωτικές μονάδες, συμπεριλαμβανομένων των αεροπορικών, χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων, καθώς και της ελίτ μονάδας πληροφοριών Unit 8200, απέκτησαν πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες. Επιπλέον, η Microsoft παρείχε στον στρατό εκτεταμένη πρόσβαση στο γλωσσικό μοντέλο GPT-4, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανάλυση μεγάλων όγκων δεδομένων4.
Η συνολική στρατηγική αυτή σχέση των ΗΠΑ με το Ισραήλ δεν αφορά μόνο τον πόλεμο. Τα κράτη της Μέσης Ανατολής που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ εξαρτώνται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τις αμερικανικές και ισραηλινές πολεμικές βιομηχανίες για την άμυνα και την ασφάλειά τους. Αυτή η εξάρτηση καθιστά δυσκολότερη την ανεξαρτησία των χωρών αυτών, διαιωνίζοντας τον κύκλο βίας και καταπίεσης.
Η διαπλοκή του ισραηλινού λόμπι στις ΗΠΑ
Η έννοια της διαπλοκής περιγράφει την αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών φορέων που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα μέσω της επιρροής στις πολιτικές αποφάσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα τέτοιο δίκτυο είναι το Ισραηλινό λόμπι, που εργάζεται για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Ισραήλ.
Η βασική αρχή του δικτύου αυτού είναι η εδραίωση της αμερικανικής υποστήριξης προς το Ισραήλ, ανεξαρτήτως κόστους ή συνεπειών για άλλες γεωπολιτικές ισορροπίες. Οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ αμερικανικών και ισραηλινών φορέων αποδεικνύονται ιδιαίτερα ισχυροί, καθώς πολλές αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ουάσιγκτον αντανακλούν την άμεση επιρροή ισραηλινών παραγόντων.
Στελέχη οργανώσεων όπως η Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων (AIPAC) συχνά διαβουλεύονται με Ισραηλινούς αξιωματούχους πριν διαμορφώσουν τις θέσεις τους για ζητήματα που αφορούν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν το 2015, η AIPAC έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκστρατεία ενάντια στην επικύρωσή της από το Κογκρέσο. Σε άμεση ευθυγράμμιση με την ισραηλινή κυβέρνηση, η οποία εξέφραζε έντονες ανησυχίες για την ασφάλεια της χώρας, η AIPAC φέρεται να δαπάνησε εκατομμύρια δολάρια για να επηρεάσει τη νομοθετική διαδικασία. Η προσπάθεια αυτή περιλάμβανε τηλεοπτικές διαφημίσεις, εκστρατείες ευαισθητοποίησης και πιέσεις σε γερουσιαστές και βουλευτές. Η στενή συνεργασία με την ισραηλινή κυβέρνηση επιβεβαιώθηκε από τη συμμετοχή υψηλόβαθμων Ισραηλινών αξιωματούχων στις συζητήσεις που διεξήχθησαν στο περιθώριο της εκστρατείας.
Μετά από την αύξηση των εντάσεων μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, η AIPAC ανέλαβε την πρωτοβουλία να πιέσει για την έγκριση οικονομικής βοήθειας ύψους 14,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς το Ισραήλ. Η βοήθεια αυτή επικεντρώθηκε κυρίως στις στρατιωτικές δαπάνες, αντανακλώντας την ανησυχία του Ισραήλ για τις περιφερειακές απειλές. Η οργάνωση, μέσω στενής συνεργασίας με Ισραηλινούς αξιωματούχους, φρόντισε να παρουσιάσει το αίτημα αυτό ως επείγον για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, εξασφαλίζοντας ευρεία υποστήριξη από το Κογκρέσο. Η άμεση επικοινωνία της AIPAC με Ισραηλινούς ηγέτες υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου.
Βέβαια η πιο χαρακτηριστική εικόνα για τον κοινό βηματισμό ΗΠΑ- Ισραήλ αποτυπώθηκε από την κυνική ομιλία του Μπενιαμίν Νετανιάχου στο Αμερικανικό Κογκρέσο, την ώρα που η γενοκτονία στη Γάζα ήταν σε εξέλιξη στις 24 Ιουλίου 2024. Τότε ο Νετανιάχου είχε πει στην αρχή της ομιλίας του ενώ ακολούθησαν παρατεταμένα χειροκροτήματα από το αμερικανικό Κογκρέσο : «Η νίκη του Ισραήλ θα είναι επίσης νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών. Για να θριαμβεύσουν οι δυνάμεις του πολιτισμού, η Αμερική και το Ισραήλ πρέπει να παραμείνουν ενωμένοι. Στη Μέση Ανατολή, ο άξονας τρομοκρατίας του Ιράν αψηφά τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και τους Άραβες φίλους μας. Δεν πρόκειται για μια σύγκρουση πολιτισμών, αλλά για μια σύγκρουση μεταξύ της βαρβαρότητας και του πολιτισμού»5.
Πρέπει να σημειωθεί πως η χρηματοδότηση αποτελεί έναν από τους πυλώνες της επιρροής αυτού του δικτύου. Μεγάλες δωρεές διοχετεύονται σε πολιτικούς που ευθυγραμμίζονται με φιλοϊσραηλινές θέσεις, ενισχύοντας την εξάρτησή τους από τους δωρητές αυτούς. Πολλοί νομοθέτες και κυβερνητικοί αξιωματούχοι προτιμούν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του δικτύου, φοβούμενοι πολιτικές ή οικονομικές κυρώσεις. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας σχεδόν αδιαμφισβήτητης πολιτικής γραμμής, όπου οι διαφορετικές φωνές είτε αποσιωπώνται είτε περιθωριοποιούνται.
Αρκετοί Αμερικανοί πολιτικοί έχουν λάβει χρηματοδοτήσεις που φτάνουν σε υπέρογκα ποσά, σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατίθενται επίσημα από τις ομάδες πίεσης που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ6.
Αναμφίβολα, οι αριθμοί προκαλούν εντύπωση. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, για παράδειγμα, έχει λάβει πάνω από 4,2 εκατομμύρια δολάρια, ενώ ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ και η πρώην υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον βρίσκονται ακριβώς πίσω του, με ποσά που ξεπερνούν τα 2 εκατομμύρια δολάρια. Η AIPAC και άλλες οργανώσεις επενδύουν εκατομμύρια όχι μόνο σε συνεισφορές σε εκστρατείες αλλά και σε δαπάνες για λόμπινγκ, φροντίζοντας να διατηρήσουν την επιρροή τους σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Πέρα από τη χρηματοδότηση, το δίκτυο διαπλέκεται και με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Εφημερίδες, τηλεοπτικά δίκτυα και ηλεκτρονικά μέσα, τα οποία συχνά χρηματοδοτούνται από άτομα ή οργανισμούς που σχετίζονται με το δίκτυο, προωθούν συνεχώς μια φιλοϊσραηλινή ατζέντα. Κάθε κριτική προς το Ισραήλ παρουσιάζεται ως επίθεση κατά των δημοκρατικών αξιών ή ακόμα και ως έκφραση αντισημιτισμού, γεγονός που περιορίζει τον δημόσιο διάλογο και αποθαρρύνει την ελεύθερη έκφραση.
Η επίδραση των φιλοϊσραηλινών δικτύων επιρροής στα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχει προκαλέσει συχνά κριτική για την ανισορροπία στην παρουσίαση γεγονότων και απόψεων που αφορούν τη Μέση Ανατολή. Αυτά τα δίκτυα συχνά παρουσιάζουν την ισραηλινή στρατιωτική δράση ως «αμυντική» ενώ περιγράφουν τις παλαιστινιακές αντιδράσεις ως «επιθετικές» ή «τρομοκρατικές». Αυτή η ρητορική συμβάλλει στη διατήρηση μιας αφήγησης που ευνοεί το Ισραήλ, αποκλείοντας συχνά κρίσιμα στοιχεία για το πλαίσιο της σύγκρουσης.
Η αποκάλυψη ότι οι New York Times φέρονται να έχουν δώσει εσωτερικές οδηγίες στους δημοσιογράφους τους σχετικά με τον τρόπο κάλυψης του πολέμου Ισραήλ-Γάζας αναδεικνύει ένα κρίσιμο ζήτημα: τη δύναμη της γλώσσας στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης7. Οι φερόμενες οδηγίες, που περιλαμβάνουν περιορισμούς στη χρήση λέξεων όπως «γενοκτονία» και «εθνοκάθαρση», καθώς και την αποφυγή της φράσης «κατεχόμενα» για παλαιστινιακά εδάφη, έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις.
Η γλώσσα που επιλέγουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να περιγράψουν γεγονότα δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται ή αποφεύγονται έχουν τη δύναμη να διαμορφώσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι αναγνώστες κατανοούν τις ειδήσεις. Στην περίπτωση του πολέμου στη Γάζα, οι γλωσσικές επιλογές καθορίζουν το πώς θα παρουσιαστούν οι ενέργειες των εμπλεκομένων πλευρών, αλλά και πώς θα αξιολογηθούν από το κοινό.
Οι όροι «γενοκτονία» και «εθνοκάθαρση» φέρουν ιδιαίτερο βάρος και χρησιμοποιούνται συνήθως για να περιγράψουν σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αποφυγή αυτών των όρων στις ανταποκρίσεις για τη Γάζα στόχο έχει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι ενέργειες του Ισραήλ είναι λιγότερο σοβαρές από ό,τι υποστηρίζουν οι επικριτές του. Παρομοίως, η αποφυγή του όρου «κατεχόμενα» για τα παλαιστινιακά εδάφη αποδυναμώνει την αφήγηση που βασίζεται στο διεθνές δίκαιο, το οποίο αναγνωρίζει τα εδάφη αυτά ως κατεχόμενα από το Ισραήλ.
O Ράφι Μπεργκ, ο οποίος είναι επικεφαλής του τμήματος Μέσης Ανατολής του BBC, είχε προηγουμένως εργαστεί για την Υπηρεσία Ξένων Ραδιοτηλεοπτικών Μεταδόσεων (FBIS) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, η οποία θεωρείται μέτωπο της CIA.
Ο ίδιος ο Μπεργκ έχει παραδεχτεί αυτή τη σύνδεση, δηλώνοντας ότι ήταν «απολύτως ενθουσιασμένος» που εργαζόταν κρυφά για τη CIA. Έρευνα του MintPressNews8 έχει φέρει στην δημοσιότητα τον ρόλο του Μπεργκ και την συνεργασία του με τη Μοσάντ, την ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών, κατά τη συγγραφή του βιβλίου του «Red Sea Spies: The True Story of Mossad’s Fake Diving Resort», το οποίο έγινε και ταινία του Netflix. Ο Μπεργκ συνεργάστηκε με τον διοικητή της Μοσάντ, Ντάνι Λιμόρ, και εξασφάλισε συνεντεύξεις με ανώτερους αξιωματούχους της ισραηλινής στρατιωτικής και μυστικής υπηρεσίας, ενώ έχει κατηγορηθεί από 13 υπαλλήλους του BBC για μεροληπτική κάλυψη υπέρ του Ισραήλ. Σύμφωνα με αυτούς, ο Μπεργκ «αποδυναμώνει» οποιαδήποτε κριτική προς το Ισραήλ και έχει «τεράστια» επιρροή στο βρετανικό κρατικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Οι υπάλληλοι αναφέρουν ότι υπάρχει «κουλτούρα ακραίου φόβου» στο BBC σχετικά με τη δημοσίευση οτιδήποτε κριτικού προς το Ισραήλ, με τον Μπεργκ να παίζει κεντρικό ρόλο στη μετατροπή της κάλυψης σε «συστηματική ισραηλινή προπαγάνδα».
Επιπλέον φαίνεται πως ο Μπεργκ έχει προωθήσει το βιβλίο του σε ισραηλινούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, εκφράζοντας τη χαρά του που το βιβλίο του βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πρωθυπουργού. Αυτές οι ενέργειες επιβεβαιώνουν την εμπλοκή των Μυστικών Υπηρεσιών και ιδιαίτερα της Μοσάντ στον τρόπο μετάδοσης των αφηγημάτων μεγάλων δημοσιογραφικών ΜΜΕ αναφορικά με τον πόλεμο στην Μέση Ανατολή.
Παράλληλα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα όπως το CNN και το Fox News έχουν κατηγορηθεί ότι προβάλλουν δυσανάλογα τις θέσεις που υποστηρίζουν το Ισραήλ, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας την πλευρά των Παλαιστινίων και των επικριτών του Ισραήλ.
Η επίδραση του δικτύου είναι εμφανής στις πολιτικές αποφάσεις των ΗΠΑ. Είτε πρόκειται για οικονομική βοήθεια στο Ισραήλ είτε για τη στήριξη στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι αμερικανικές αρχές δρουν σαν να υπηρετούν πρωτίστως τα συμφέροντα του Ισραήλ. Η συνεχής ροή δισεκατομμυρίων δολαρίων σε στρατιωτική βοήθεια δεν αποτελεί απλώς ένδειξη ισχυρής συμμαχίας, αλλά αποδεικνύει την ικανότητα του δικτύου να διασφαλίζει προτεραιότητες που εξυπηρετούν τις δικές του ανάγκες.
Παράλληλα, πολλές από τις πολιτικές αποφάσεις υπαγορεύονται από προσωπικές και θεσμικές σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί μέσα από χρόνια στενής συνεργασίας. Οι στενές σχέσεις που διατηρούν Ισραηλινοί αξιωματούχοι με μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου, αλλά και με ανώτερους κυβερνητικούς υπαλλήλους, συχνά καθιστούν δύσκολη την άσκηση αντικειμενικής κριτικής ή την υιοθέτηση μιας πιο ισορροπημένης προσέγγισης.
Ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα στοιχεία της διαπλοκής είναι η στρατηγική φίμωσης των επικριτών. Κάθε φωνή που αμφισβητεί την πολιτική των ΗΠΑ προς το Ισραήλ χαρακτηρίζεται ως ριζοσπαστική ή κακόβουλη, ενώ ακόμη και στο χώρο των ΜΜΕ η λειτουργία της φιλοϊσραηλινής οργάνωσης CAMERA που παρεμβαίνει στον διεθνή Τύπο στοχεύει οι ειδήσεις να παρουσιάζουν μια θετική εικόνα για το Ισραήλ, καταγγέλλοντας ακόμη και όσους κάνουν κριτική στη στάση του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Αυτός ο τρόπος περιλαμβάνει την υποβολή παραπόνων για ρεπορτάζ που κατηγορούνται από τους Ισραηλινούς ότι δεν είναι ευθυγραμμισμένα με τα δικά τους αφηγήματα, ενώ παρουσιάζει ακόμη και δικά της αφηγήματα που τα διοχετεύει στο διεθνή Τύπο.
Οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στη Μέση Ανατολή – Ένα παράδειγμα εκτεταμένου δικτύου
Η στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή έχει διαμορφωθεί από τη στρατηγική τους να προστατεύουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή και είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός εκτεταμένου δικτύου βάσεων. Οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ, από τις μεγαλύτερες βάσεις τους έως και τις μικρότερες εγκαταστάσεις υποστήριξης, αντικατοπτρίζουν έναν πολύπλοκο ιστό συμφωνιών με πολλές χώρες της περιοχής. Αυτή η δομή υποστηρίζεται από μια σειρά από συμφωνίες με χώρες-κλειδιά, όπως το Μπαχρέιν, το Κατάρ και το Κουβέιτ, και αναδεικνύει τη γεωπολιτική σημασία της Μέσης Ανατολής για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Η μελέτη του μη κερδοσκοπικού οργανισμού American Security Project (ASP)9, καταγράφει με λεπτομέρεια τις αμερικανικές εγκαταστάσεις και τη στρατηγική σημασία τους. Αυτή η ανασκόπηση της αμερικανικής παρουσίας δείχνει πώς η εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή έχει επεκταθεί από τη δεκαετία του 1940, με αποκορύφωμα τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991. Σήμερα, οι ΗΠΑ διατηρούν επίσημες συμφωνίες με πολλά κράτη της περιοχής, ενώ οι βάσεις και οι εγκαταστάσεις τους έχουν αναπτυχθεί ώστε να φιλοξενούν σημαντικές δυνάμεις για αποστολές μάχης, επιτήρησης και υποστήριξης.
Στο Μπαχρέιν, η βάση Naval Support Activity Bahrain φιλοξενεί τον 5ο Στόλο και υποστηρίζει επιχειρήσεις σε στρατηγικές θαλάσσιες διαδρομές, όπως τον Αραβικό Κόλπο και τα στενά του Ορμούζ. Με επενδύσεις άνω των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αυτή η βάση είναι ζωτικής σημασίας για τη ναυτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή.
Η Shaikh Isa Air Base υποστηρίζει μαχητικά αεροσκάφη, ενώ η Muharraq Air Base εξυπηρετεί την αεροπορική μονάδα Combined Task Force 53. Στο Τζιμπουτί, η Camp Lemonnier φιλοξενεί 4.000 στρατιώτες και είναι κεντρικό σημείο για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και επιχειρήσεις στην Αφρική.
Η βάση Al Asad στο Ιράκ λειτουργεί ως σημείο υποστήριξης για την Task Force Lion.
Στο Ισραήλ, εγκαταστάσεις όπως η Dimona Radar Facility και η Αεροπορική Βάση Mashabim ενισχύουν και υποστηρίζουν το κράτος του Ισραήλ, προσφέροντας υποστήριξη για συστήματα όπως το Iron Dome. Στην Ιορδανία, η Βάση Muwaffaq Salti παρέχει υποστήριξη για αποστολές κατά του ISIS, φιλοξενώντας στρατιωτικό προσωπικό από πολλές χώρες του συνασπισμού. Το Κουβέιτ φιλοξενεί βάσεις όπως η Ali Al Salem και το Camp Arifjan, που αποτελούν σημεία υποστήριξης και ανεφοδιασμού για τις αμερικανικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
Αντίστοιχα, το Ομάν επιτρέπει πρόσβαση σε βάσεις μέσω της Συμφωνίας Πρόσβασης Εγκαταστάσεων, όπως το RAFO Masirah και το Λιμάνι Duqm, το οποίο φιλοξενεί αεροπλανοφόρα και πλοία υποστήριξης. Η Al Udeid Air Base στο Κατάρ είναι η μεγαλύτερη αμερικανική βάση στη Μέση Ανατολή με περίπου 10.000 στρατιώτες και αποτελεί κέντρο για επιχειρήσεις στον Αραβικό Κόλπο.
Στη Σαουδική Αραβία, η παρουσία των ΗΠΑ είναι περιορισμένη, με την Eskan Village να φιλοξενεί το προσωπικό της αμερικανικής εκπαιδευτικής αποστολής, ενώ στην Τουρκία, η Incirlik Air Base διαδραματίζει στρατηγικό ρόλο στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ.
1 Επίσημα στοιχεία του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ :U.S. Aid to Israel in Four Charts
2 Επίσημη ιστοσελίδα State Of Department: Δεκαετές Μνημόνιο Κατανόησης μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ισραήλ
3 βλ. The Times of Israel: 18 Σεπτεμβρίου 2017
4 Μια κοινή έρευνα των περιοδικών +972, Local Call και του The Guardian, που στηρίζεται εν μέρει σε έγγραφα που δημοσίευσε το Drop Site News, φέρνει στο φως πώς ο ισραηλινός στρατός αύξησε την εξάρτησή του από μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες εκτός του στρατιωτικού τομέα.
5 βλ. τηλεοπτική ζωντανή μετάδοση: Associated Press: Netanyahu delivers speech before Congress
6 βλ. στοιχεία OpenSecrets. Το OpenSecrets είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έδρα την Ουάσιγκτον, DC που παρακολουθεί και δημοσιεύει δεδομένα για τη χρηματοδότηση εκστρατειών και την άσκηση πίεσης
7 βλ.The Intercept :Leaked NYT Gaza Memo Tells Journalists to Avoid Words «Genocide», «Ethnic Cleansing», and «Occupied Territory»
8 Το MintPress News είναι ένας ανεξάρτητος ειδησεογραφικός ιστότοπος που εστιάζει σε θέματα πολιτικής, διεθνών σχέσεων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ιδρύθηκε το 2012 από τη δημοσιογράφο Mnar Adley, και είναι γνωστός για τη δημοσίευση αναλύσεων, ειδήσεων και σχολίων που αμφισβητούν την κυρίαρχη αφήγηση που προβάλλουν τα μεγάλα mainstream μέσα ενημέρωσης.
9 Το American Security Project (ASP) είναι ένας Think Tank που δημιουργήθηκε «για να εκπαιδεύσει το αμερικανικό κοινό και τον κόσμο σχετικά με τη μεταβαλλόμενη φύση της εθνικής ασφάλειας στον 21ο αιώνα».