«…Διαμαρτύρομαι ενάντια στον πόλεμο και εκείνους που τον κήρυξαν και τον καθοδηγούν ενάντια στις καπιταλιστικές πολιτικές που τον γέννησαν, ενάντια στους καπιταλιστικούς στόχους που επιδιώκει, ενάντια στις σχεδιασμένες προσαρτήσεις, ενάντια στην παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία και ενάντια στη συνεχή περιφρόνηση των κοινωνικών και πολιτικών ευθυνών από μέρους της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης.
Για τους λόγους αυτούς καταψηφίζω τις αιτηθείσες πολεμικές πιστώσεις…»
Karl Liebknecht, Ράιχσταγκ 2 Δεκεμβρίου, 1914.
Έχουν περάσει δυο μόλις εβδομάδες από τότε.
Από την Κυριακή, 27 Φεβρουαρίου, την ημέρα που ο σημερινός καγκελάριος της Γερμανίας με το ημίωρο διάγγελμα του εξήγγειλε στην ουσία την αλλαγή στη φορά εξέλιξης της νεότερης ευρωπαϊκής – και όχι μόνον – Ιστορίας.
«Η 24η Φεβρουαρίου 2022 (σ.σ. η μέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία), υπογράμμιζε ο μέχρι πρότινος «κύριος βαρεμάρα», κατά το Spiegel, είναι σημείο καμπής στην ιστορία της ηπείρου μας… Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή… Και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα δεν είναι ίδιος με τον κόσμο που γνωρίζαμε».
Στη συνέχεια εξήγγειλε κατακλυσμιαίες αλλαγές στην «αμυντική» και εξωτερική πολιτικής της ενιαίας από καιρό Γερμανίας.
Αλλαγές βάθους, αλλαγές προοπτικής που ξεπερνούν το σήμερα, παρόλο που το συνταρακτικό παρόν είναι ο πυροκροτητής τους.
Ο καγκελάριος μιλώντας στη γερμανική Βουλή, στην πρώτη συνεδρίαση της στη «νέα εποχή» στην οποία η ειρήνη δεν φαίνεται πλέον αυτονόητη στην Ευρώπη, εξήγγειλε:
1. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να αντανακλούν «το μέγεθος και τη σημασία» της χώρας!
2. Η Γερμανία θα αυξήσει σε περισσότερο από 2% του ΑΕΠ τις αμυντικές της δαπάνες, θα επενδύσει επιπλέον 100 δισ. ευρώ στις ένοπλες δυνάμεις της και θα στείλει εκατοντάδες αντιαρματικά όπλα και πυραύλους Stinger στην Ουκρανία.
3. ¨Όπως η Γαλλία ματαίωσε το θάψιμο των γερασμένων πυρηνικών εργοστασίων της και εξήγγειλε τη δημιουργία άλλων οχτώ, έτσι και η Γερμανία εξήγγειλε την «αναγκαστική» παράταση της ζωής των πυρηνικών της εργοστασίων.
4. Η χώρα θα τερματίσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο (πάνω από το 50% των εισαγωγών της). Γι αυτό επισπεύδει την κατασκευή δύο τερματικών σταθμών για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου προκειμένου να αναπληρώσει το ενεργειακό κενό που θα δημιουργηθεί από το πάγωμα των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου.
Για να μη μείνει μάλιστα καμιά αμφιβολία περί των (δίχως περιορισμούς) ορίων δράσης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων ο Σολτς επανέλαβε πως η Γερμανία χρειάζεται «αεροπλάνα που πετούν, πλοία που πλέουν και στρατιώτες ιδανικά εξοπλισμένους για της αποστολές τους», εν ολίγοις στρατό παγκόσμιων διαδρομών, επιδρομών και επεμβάσεων.
Οι στόχοι αυτοί αποκαλύπτουν και το βάθος των πολιτικών αναπροσαρμογών.
Γι αυτό και οι διεθνείς συμφωνίες του Πότσδαμ σπρώχτηκαν βαθύτερα, εκεί που από καιρό είχαν πεταχτεί, στα σκουπίδια της ιστορίας (Η Γερμανία. παρά τις συμφωνίες, είχε μορφές στρατιωτικής εμπλοκής εκτός των συνόρων της στις πρόσφατες πολεμικές συρράξεις σε Αφγανιστάν, Συρία κ.α.). Να θυμηθούμε πως σε αυτήν την τελευταία διάσκεψη των επικεφαλής των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων – ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μεγάλης Βρετανίας- αποφασίστηκε ότι η Γερμανία εφεξής θα ήταν αποστρατικοποιημένη.
Ποιος θυμάται τώρα πλέον τέτοιες «λεπτομέρειες»…
Η γερμανική εγκράτεια στον στρατιωτικό τομέα λαμβάνει τέλος.
Το «δόγμα» ότι η γερμανική εξωτερική πολιτική εστιάζει αποκλειστικά στη διπλωματία και αφήνει τη στρατιωτική δράση σε χώρες με λιγότερο βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν, δεν ισχύει πλέον.
Οι νέοι οικονομικοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί συσχετισμοί είναι αυτοί που καθορίζουν στάσεις και συμπεριφορές.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, η αλλαγή του αμυντικού δόγματος της Γερμανίας και οι επιχειρούμενες αλλαγές, στο βαθμό που θα πραγματοποιηθούν, θα είναι καθοριστικές για το μέλλον της Ευρώπης και του κόσμου.
Δεν πέρασαν λοιπόν πάνω από δυο εβδομάδες από την ομιλία του Σολτς και η Γερμανίδα υπουργός του πολέμου, η υπουργός Άμυνας Κριστίν Λάμπρεχτ, ανήγγειλε, στις 14 του Φλεβάρη, την αγορά δεκάδων πολεμικών αεροπλάνων.
Όχι από οπουδήποτε, από τις ΗΠΑ, όχι οτιδήποτε, αεροπλάνα F-35, αεροπλάνα αόρατα στο πέταγμα τους, τελευταίας τεχνολογίας και δυσφάνταστων πολεμικών δυνατοτήτων. .
Αεροπλάνα όχι στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πλαίσια της αυτοτελούς εξοπλιστικής πολιτικής και παρουσίας της Γερμανίας εντός του αμερικάνικου ΝΑΤΟ..
«Τα F-35 προσφέρουν μοναδικά πλεονεκτήματα διασύνδεσης με τους συμμάχους μας στο NATO» ανέφερε στη ψύχρα η Λάμπρεχτ.
Αν ο στόχος της Γερμανίας ήταν να ενισχύσει την ΕΕ, η συνεργασία με τη Γαλλία είναι καθοριστικής σημασίας, ο Σολτς όμως σχεδόν παρέλειψε να τον αναφέρει.
Η Γερμανία μετατοπίζεται έτι περαιτέρω, η Γερμανία μετατοπίζεται προς τις ΗΠΑ.
Για να φωτιστεί το μέγεθος της αλλαγής, αυτή η Zeitenwende (Καμπή του χρόνου) που λένε η Γερμανοί, αρκεί να θυμηθούμε πως ακόμη και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την εποχή της επανένωσης των δύο Γερμανιών, το Βερολίνο είχε μειώσει τον αριθμό των στρατιωτών της από 500.000, σε 200.000 και είχε καθηλώσει τις αμυντικές δαπάνες (2,4% στη Δ. Γερμανία μέχρι το 1989).
Η Γερμανία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε αποκτήσει ισχυρή πολεμική βιομηχανία αλλά δεν απέκτησε ποτέ ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.
Με την τωρινή εξέλιξη η Γερμανία, προς ιδιαίτερη ικανοποίηση των ΗΠΑ, αποκτά και ισχυρό στρατό και ισχυρή πολεμική βιομηχανία.
Η δυσφορία που εξέφραζαν οι ΗΠΑ λόγω των χαμηλών γερμανικών «αμυντικών» (διάβαζε νατοϊκών) δαπανών δεν έχει πλέον βάση.
Ανάλογη ικανοποίηση νοιώθει και το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα.
Είναι χαρακτηριστικός ο σχολιασμός που εξέφρασε ο Tyson Barker, ο επικεφαλής τεχνολογίας και διεθνών σχέσεων στο Γερμανικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων: «Το να απορροφήσεις 100 δισ. ευρώ στην άμυνα σε ένα χρόνο είναι σαν να πίνεις νερό από αντλία της πυροσβεστικής».
Ειδικά στο θέμα της Ουκρανίας θάταν ίσως περιττό να υπενθυμίσουμε πως το 2014, και σε αντίθεση με ό,τι τώρα συμβαίνει, η Γερμανία προσπαθούσε να κρατήσει ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία. Γι αυτό και ενήργησε ως μεσάζοντας μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, με τη συνδρομή της Γαλλίας για να επιτευχθούν οι «παραβιασμένες» πλέον συμφωνίες του Μινσκ.
Τώρα οι ίδιες οι εξαγγελίες του καγκελάριου επιδρούν καθοριστικά στις ρωσογερμανικές σχέσεις όπως αυτές εγκαινιάστηκαν από την Ostpolitik, την πολιτική δηλαδή επαναπροσέγγισης με τις χώρες στα ανατολικά της. Σχέσεις που φέρουν ισχυρό ιστορικό φορτίο, 2 και πάνω εκατομμύρια Ρώσοι έχασαν τη ζωή τους στον Α΄ Παγκόσμιο και πάνω από 20 εκατομμύρια πολίτες της ΕΣΣΔ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σε όλους συμπεριλαμβάνονται και Ουκρανοί).
Καταθλιπτική ομοφωνία
Τη σύγχρονη αυτή νεοϊμπεριαλιστική πολιτική υποστηρίζουν το SPD, που έχει κατηγορηθεί ως ιδιαίτερα φιλορωσικό, το FDP που είναι λάτρης της δημοσιονομικής τακτοποίησης και οι Πράσινοι που παραδοσιακά παρουσιάζονται ως πασιφιστές και εναντιώνονται στις εξαγωγές όπλων. «Ίσως τούτη τη μέρα, η Γερμανία να αφήνει πίσω της μια μορφή ξεχωριστών και μοναδικών περιορισμών στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας» αποσαφηνίζει η Annalena Baerbock, η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών και μέλος των Πρασίνων.
«Πολύ σπάνια ακούγονται τέτοιες φιλοφρονήσεις από τα έδρανα της αντιπολίτευσης», σημειώνει η Deutche Welle για τις υπογραμμίσεις του επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς που συνεχάρη τον καγκελάριο για τις «εξαιρετικές προγραμματικές δηλώσεις»..
Άκρα του τάφου κραυγή λοιπόν, καταθλιπτική ομοφωνία!
Κάτι ανάλογο είχε να συμβεί από το 1914, τότε που ο Καρλ Λίμπκνεχτ, μόνος του στο Ράιχσταγκ, καταψήφιζε τις πολεμικές δαπάνες του πολέμου των 20 εκατομμυρίων νεκρών, .
Ιδιαίτερες ανησυχίες προκαλεί το γεγονός πως η όλη εξέλιξη συμβαίνει σε ένα γενικότερο πολιτικό περιβάλλον εντός της Γερμανίας του οποίου η δυναμική δεν προμηνύει τίποτα καλό.
Να θυμηθούμε πως σε αυτή τη χώρα το 1968, μόλις δυο δεκάδες χρόνια από τη λήξη του ΒΙ παγκοσμίου πολέμου, του πολέμου – θάνατος και φρίκη, το ναζιστικό NPD έφτασε στο ποσοστό του 9,8% στις εκλογές του κρατιδίου Βάδης – Βυτεμβέργης, και οι Δυτικογερμανοί νεοναζί είχαν ήδη εισέλθει στα κοινοβούλια επτά ομοσπονδιακών κρατιδίων!
Αλλά τότε προκάλεσαν Ιδιαίτερη αίσθηση οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές με συνθήματα “Για την ελευθερία και τη Δημοκρατία“, “Ποτέ πια Χίτλερ“, «εναντίον του πολέμου, υπέρ της ειρήνης» και η συνταρακτική εμφάνιση πρώην κρατουμένων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης με τις στολές φυλακισμένων και τα πλακάτ που ανέγραφαν τους παλιούς αριθμούς που είχαν ως κρατούμενοι με ανάλογα συνθήματα.
Τώρα όμως το εθνικοσοσιαλιστικό AfD, που ιδρύθηκε μόλις το 2013, συγκεντρώνει διψήφια ποσοστά και στην πρώτη, ενδεικτική δημοσκόπηση, ένα εκπληκτικό 78% των Γερμανών στηρίζουν τις εξαγωγές όπλων και την επένδυση στις ένοπλες δυνάμεις!
Κάτι θα ήξερε αυτός ο Τόμας Μαν που αυτοεξορίστηκε στις ΗΠΑ μόλις ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, και υπήρξε από τους λίγους αυτοεξόριστους που επέκριναν ανοιχτά τον ναζισμό.
Η ιστορία εμφανίζεται λοιπόν ξανά αλλά με αποκρουστικά ρούχα και πολεμικές πανοπλίες! Όσο κι αν κρατάμε την αναπνοή μας ελπίζοντας να τελειώσει σύντομα ο εφιάλτης στην Ουκρανία, οι καιροί γίνονται ολοένα δυσκολότεροι από «τότε» καθώς δρουν οι κληρονομημένες αντιθέσεις και οι νέες που παροξύνονται.
Επομένως οι προσπάθειες στην άσκηση εργατικής πολιτικής οφείλουν να είναι ανάλογες!
Το απόγευμα της περασμένης Κυριακής δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους στην γερμανική πρωτεύουσα, για να διαδηλώσουν την αλληλεγγύη τους προς τους Ουκρανούς. Ήταν η μεγαλύτερη μαζική κινητοποίηση που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στη γερμανική πρωτεύουσα.
Δεν μπορεί, ανάμεσα τους θάταν και αυτοί που γνωρίζουν την ανάγκη ενός σύγχρονου εργατικού κινήματος με τα ανάλογα κόμματα και πολιτικά μέτωπα.
Η Γερμανία δεν είναι μόνο η Γερμανία των μονοπωλίων και των Ναζί, είναι και η Γερμανία των χιλιάδων φυλακισμένων γερμανών κομμουνιστών, των χιλιάδων αγωνιζόμενων μεταρρυθμιστών, της Ρόζας και του Μπρεχτ, των σύγχρονων μειοψηφικών προσπαθειών που τραβούν το νήμα της Ιστορίας.