Από τις πρώτες μέρες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία πολλοί σχολιαστές έχουν προσπαθήσει να βρουν παραλληλισμούς με την επέκταση της κινεζικής επιρροής στην Ασία. Παρά τις επιφανειακές ομοιότητες νομίζω ότι οι διαφορές ανάμεσα στις περιπτώσεις της Ρωσίας και της Κίνας είναι τέτοιες ώστε οι όποιοι παραλληλισμοί να είναι από επικίνδυνα απλουστευτικοί έως εσφαλμένοι.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ προτίμησαν τη δημιουργία μιας μεγάλης συμμαχίας πολλών χωρών (ΝΑΤΟ) ως βάση της αρχιτεκτονικής της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ενώ προχώρησαν σε ένα σύστημα διμερών συμμαχιών/ συμφωνιών με κάποιες ασιατικές χώρες. Η στρατηγική στην Ευρώπη είχε μεγαλύτερο κόστος γιατί το διακύβευμα ήταν πολύ μεγαλύτερο (η βιομηχανία της δυτικής Ευρώπης), όπως και η απειλή της Σοβιετικής Ένωσης, που ήταν κατά κύριο λόγο προσανατολισμένη στην Ευρώπη. Η Ασία χαρακτηρίζεται από ετερογένεια, ενώ η Κίνα, μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα ήταν μια «μεσαίου βαθμού» δύναμη.
Η απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και πλέον της Ρωσίας αυξάνεται λόγω της γεωγραφίας της Ευρώπης.
Το ευρωπαϊκό τοπίο κυριαρχείται από την ξηρά που ευνοεί τη χρήση μεγάλων χερσαίων δυνάμεων όπως αυτές που διαθέτει η Ρωσία.
Το ασιατικό τοπίο κυριαρχείται από θάλασσα, ενώ τα χερσαία σύνορα της Κίνας χαρακτηρίζονται από φυσικά εμπόδια όπως μεγάλους όγκους βουνών, υποτροπικά δάση και ερήμους.
Μπορεί η Κίνα τα τελευταία χρόνια να έχει δώσει έμφαση στην ανάπτυξη του ναυτικού της, ωστόσο ο κύριος στόχος της παραμένει η αποτροπή της αμερικανικής παρέμβασης στην Ταϊβάν, ενώ οι δυνατότητες της Κίνας για επιχειρήσεις μακριά από τις κινεζικές ακτές ναι μεν αυξάνονται, αλλά παραμένουν πολύ πίσω από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ.
Άλλωστε η Κίνα έχει μία μόνο στρατιωτική βάση σε άλλη χώρα (το Τζιμπουτί) και παρουσία στρατιωτική σε περιοχές της Μιανμάρ και του Πακιστάν που κυρίως αποβλέπει στην υπεράσπιση των κινεζικών συμφερόντων και την προστασία Κινέζων πολιτών.
Με εξαίρεση την ειδική περίπτωση της Ταϊβάν, η Κίνα δεν απειλεί καμιά γειτονική χώρα με εισβολή και κατάληψη εδαφών, όπως η Ρωσία του Πούτιν.
Πέρα από τη γεωγραφία, οι οικονομικοί θεσμοί σε κάθε περιοχή διαφοροποιούν την Ευρώπη από την Ασία και επηρεάζουν τις επιλογές των χωρών.
Για τους Ουκρανούς η προοπτική ένταξης στην ΕΕ αποτελούσε ισχυρό κίνητρο για διάρρηξη σχέσεων με τη Ρωσία.
Η ρωσική οικονομία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αυτές τις Δύσης.
Στην Ευρώπη τόσο οι δομές ασφάλειας όσο και οι οικονομικές δομές κυριαρχούνται από δυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ και ΕΕ).
Στην Ασία, αντιθέτως, παρατηρείται το φαινόμενο της διττής δομή: στην ασφάλεια κυριαρχεί το σύστημα των διμερών σχέσεων των ΗΠΑ, ενώ στην οικονομία πλέον η Κίνα έχει αναδειχθεί σε κύριο εμπορικό εταίρο των περισσότερων ασιατικών χωρών.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στην πραγματικότητα τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν είναι με την Κίνα, αλλά με το δίκτυο των εξαγωγικών οικονομιών της Ανατολικής Ασίας.
Η Κίνα άλλωστε έχει εμπορικά ελλείμματα με τις περισσότερες χώρες της Ανατολικής Ασίας γιατί λειτουργεί ως ο κόμβος εξαγωγής ασιατικών προϊόντων.
Η ειρωνεία είναι ότι αυτός ο ρόλος της Κίνας σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην πολιτική των… ΗΠΑ απέναντι στην Ιαπωνία τη δεκαετία του ’80 όταν η Ιαπωνία αναγκάστηκε να ανατιμήσει το Γεν. Η παραγωγή μεταφέρθηκε τελικά στην Κίνα με το τεράστιο πλεόνασμα εργατικού δυναμικού και τα ανύπαρκτα εργατικά δικαιώματα (για τα οποία βέβαια κανείς από τους δυτικούς θαυμαστές του Ντενγκ δεν διαμαρτυρήθηκε).
Η Κίνα πλέον μπορεί να κάνει μεγάλες επενδύσεις σε άλλες χώρες αυξάνοντας έτσι το κόστος έντασης και αντίθεσης στις κινεζικές πολιτικές.
Οι χώρες της Ασίας έχουν ως προτεραιότητα την οικονομική ανάπτυξη. Π.χ. η Ινδονησία έχει χαμηλό αμυντικό προϋπολογισμό και προτιμά τη σταθερότητα στην περιοχή.
Όταν ανακοινώθηκε η αμυντική συνεργασία Αυστραλία, Βρετανίας και ΗΠΑ (AUKUS), χώρες όπως η Ινδονησία, η Μαλαισία και η Καμπότζη εξέφρασαν την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις της AUKUS στη σταθερότητα της περιοχής.
Στην Ευρώπη, πολλές χώρες βρέθηκαν πρόθυμες να θυσιάσουν μέρος της οικονομικής τους ευμάρειας προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με την πολιτική των ΗΠΑ για σύγκρουση με τη Ρωσία («να πολεμήσουν μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό» όπως είπε με πικρή ειρωνεία ο καθηγητής Mearsheimer).
Στην Ασία πολλές χώρες δεν βλέπουν την Κίνα ως μια απειλή αντίστοιχη με αυτή της Ρωσίας για χώρες όπως η Ουκρανία, αλλά βλέπουν τον κίνδυνο να κληθούν να πληρώσουν το δυσβάσταχτο κόστος της αμερικανικής στρατηγικής ανάσχεσης της Κίνας.
Αυτό που συχνά παραλείπεται σε αναλύσεις βασισμένες σε συστημικούς παράγοντες (π.χ. το συσχετισμό ισχύος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων) είναι ότι οι χώρες, όλες οι χώρες κάνουν επιλογές.
Οι επιλογές βασίζονται σε εκτίμηση συστημικών παραγόντων αλλά δεν ορίζονται ντετερμινιστικά από αυτές.
Χώρες όπως η Ελλάδα επέλεξε να συνταχθεί ολοσχερώς με το δυτικό στρατόπεδο και να σηκώσει τη σημαία του αντι-ρωσισμού παρά τις οικονομικές συνέπειες αυτής της στάσης της.
Χώρες της Ασίας αλλά και μικρές χώρες του Ειρηνικού, παρότι δεν έχουν ιδιαίτερη συμπάθεια για την Κίνα, επιθυμούν να συμβάλουν στη διατήρηση της σταθερότητας στην περιοχή και στη δημιουργία συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης.
Ούτε η Κίνα μπορεί να απειλήσει χώρες όπως η Ρωσία του Πούτιν, αλλά ούτε και οι ΗΠΑ μπορούν εύκολα να βρουν χώρες να αναλάβουν το κόστος ανάσχεσης της Κίνας.
Η μόνη εξαίρεση σε αυτό το τοπίο ισορροπίας είναι η περίπτωση της Ταϊβάν για την οποία χρειάζεται ειδική ανάλυση.
*Ο Αντώνης Πολέντας είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Έχει σπουδάσει φιλολογία, γλωσσολογία και διεθνείς σχέσεις στην Ελλάδα, τη Βρετανία και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, όπου έζησε και εργάστηκε οκτώ χρόνια. Ερευνά τις σχέσεις της Κίνας με τις μεσαίες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής αρθρογραφεί και εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα εκπαίδευσης στην Κέρκυρα, όπου ζει.