ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» ΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΤΣΩΝΗ, ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΔΙΚΟΥ κ.α. (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΠΟΣ) ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΠΑΝΤΕΙΟ ΣΤΙΣ 12/5/2022
Ευχαριστώ για την παρουσία σας και ευχαριστώ τις Εκδόσεις «Τόπος» που μου επιφύλαξαν την εξαιρετική τιμή να βρίσκομαι στην ομάδα παρουσίασης του βιβλίου αυτού παρά το γεγονός ότι δεν έχω ιδιαίτερα ακαδημαϊκά προσόντα για να το επιχειρήσω και οπωσδήποτε είναι συγκινητικό να κάθομαι δίπλα στον κ. Κασιμάτη, σε έναν καθηγητή, ο οποίος πραγματικά ήταν άνθρωπος όχι μόνο της θεωρίας αλλά και της πράξης και το απέδειξε με τη στάση του την περίοδο των αντιμνημονιακών αγώνων.
Η τοποθέτησή μου θα σας απασχολήσει στο πρώτο μέρος της με ορισμένες γενικές σκέψεις για το Δίκαιο και τη σχέση του λαού με αυτό. Στο δεύτερο μέρος για το συγγραφέα, τον Δημήτρη Καλτσώνη, το συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε εμένα και τη συντακτική ομάδα του βιβλίου και για το ίδιο το βιβλίο. Και στο τρίτο θα επιχειρήσω μερικές επιμέρους κριτικές σκέψεις όσον αφορά το περιεχόμενό του.
Όσον αφορά το Δίκαιο, θα ήθελα να υποστηρίξω ότι ως Δίκαιο ορίζεται το σύνολο των κανόνων, με τους οποίους ασκείται η εξουσία και ρυθμίζονται οι σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και οι σχέσεις τους απέναντι στο κράτος. Είναι προφανές ότι το Δίκαιο είναι ανθρώπινο δημιούργημα, εντελώς ιστορικού και κοινωνικού χαρακτήρα και δεν αποτελεί ούτε την απεικόνιση ούτε την αποτύπωση οποιουδήποτε προπλάσματος ηθικών κανόνων, επιταγών και αιώνιων ή φυσικών νόμων, όπως οι διάφορες σχολές του Αστικού Δικαίου επιχειρούν να πείσουν. Πρόκειται για ένα θεσμικό δημιούργημα, το οποίο εμφανίζεται ταυτόχρονα με τη συγκρότηση των πρώτων κοινωνιών και της οργάνωσης της παραγωγής και φυσικά, οι κανόνες του δεν ακολουθούν πάντοτε τις ίδιες ηθικές επιταγές, οι οποίες ανάλογα με την ιστορική και κοινωνική περίοδο αλλάζουν.
Το Δίκαιο δεν είναι έτσι επειδή πρέπει να είναι έτσι, αλλά πρέπει να είναι έτσι γιατί είναι έτσι. Γιατί το Δίκαιο δεν διαμορφώνει την οργάνωση της παραγωγής και της εκμετάλλευσης, αλλά την ακολουθεί και την αναπαράγει και γιατί, ανεξάρτητα από τις αποκλίσεις, τις παραλλαγές, τις ερμηνευτικές του ασάφειες, τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται και ερμηνεύεται, δεν μπορεί σε τελική ανάλυση παρά να υπηρετεί το εκάστοτε κυρίαρχο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα και την αντίστοιχη εξουσία. Αποτελεί το θεσμικό εποικοδόμημα της οικονομικής, παραγωγικής βάσης και της κοινωνικής οργάνωσης έχοντας και μία σημαντική ιδεολογική λειτουργία, η οποία συνίσταται στη συγκρότηση και τη διαμόρφωση συνείδησης, πειθαρχίας και υποταγής όσων υπόκεινται στους κανόνες του και συμμορφωτικής επενέργειάς τους σε αυτούς.
Όπως ανέφερα ήδη, αυτό δεν αποκλείει τις διάφορες αποκλίσεις, παραλλαγές, δυνατότητες και αδυναμίες εφαρμογής ανάλογα με τον τρόπο ερμηνείας και την έκταση της εξουσίας εφαρμογής του, πράγμα που άλλωστε είναι σύμφυτο με την διαλεκτική σχέση του με την κοινωνία, την ιστορική εξέλιξη και το ότι δεν νοείται οποιαδήποτε μηχανιστική έκφραση του ταξικού χαρακτήρα των νομικών κανόνων, γιατί οι νόμοι είναι και προϊόν τακτικών ή συγκυριακών επιλογών που μπορεί και να μην ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στον ταξικό του χαρακτήρα.
Το ζήτημα του Δικαίου είχε απασχολήσει ήδη τους πρώτους μαρξιστές – διανοητές, τον Μαρξ και τον Έγκελς, οι οποίοι αντιπαρατέθηκαν με τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις του Έγελου και άλλων για το Δίκαιο, αλλά ταυτόχρονα χρειάστηκε και να ωριμάσουν τις σκέψεις τους γύρω από αυτό, ευρισκόμενοι στην περίοδο της Α’ Διεθνούς και μετά κάτω από το βάρος της διπλής ιδεολογικής αντιπαράθεσης, αφενός μεν το αναρχικό ρεύμα που αμφισβητούσε στο αστικό κράτος, αλλά διακήρυσσε την καταστροφή του χωρίς να μεριμνά για τον τρόπο οργάνωσης των παραγωγικών σχέσεων μετά από αυτήν και τη δυνατότητα εξάλειψης της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, και αφετέρου το ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας που για πολλές δεκαετίες, σχεδόν μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση και όχι μόνο μέχρι τότε, ταλάνισε το Μαρξιστικό Κίνημα υιοθετώντας ουσιαστικά την ουδέτερη εργαλειακή χρήση του Αστικού Κράτους που είναι δυνατόν να μεταρρυθμιστεί κάτω από μια διαφορετική διακυβέρνηση και να υπηρετήσει διαφορετικά ταξικά συμφέροντα από εκείνα που ήδη υπηρετεί. Δεν θέλω να κουράσω πολύ περισσότερο με θεωρητικά.
Να θυμίσω το πρώτο ερώτημα του Μπακούνιν προς τον Μαρξ από το 1871 και μετά, που οδήγησε στη διάσπαση της Α’ Διεθνούς, ότι «αφού το προλεταριάτο θα καταλάβει την εξουσία και θα εγκαταστήσει τη δικτατορία του, ποιόν θα εξουσιάζει;». Να θυμίσω ακόμα, την ρήση του Μαρξ στην κριτική στο πρόγραμμα Γκότα, σύμφωνα με την οποία διατυπώνει την άποψη ότι στην καπιταλιστική παραγωγή το ίσο δίκαιο είναι άνισο δίκαιο για άνιση εργασία γιατί δεν αναγνωρίζει ταξικές διαφορές, καθώς και ο καθένας δεν είναι παρά εργάτης, όπως και ο άλλος, αναγνωρίζει όμως σαν φυσικά πρόσωπα τις άνισες ατομικές ικανότητες και επομένως την άνιση παραγωγική ικανότητα. Τα άνισα άτομα μπορούν να μετρηθούν μόνο με ίσο μέτρο, εφόσον τα βλέπει κανείς από την ίδια πλευρά, άρα λοιπόν το ίσο δίκαιο είναι άνισο δίκαιο για άνιση εργασία. Ακόμα, στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ο Μαρξ διατυπώνει τη φράση -και αυτή θα παρακαλέσω να την κρατήσετε πολύ όταν σκέφτεστε οτιδήποτε για το Σύνταγμα- ότι «κάθε αστική ελευθερία έχει μία άνω και μία κάτω στιγμή. Με την άνω στιγμή καθιερώνεται και με την κάτω στιγμή αναιρείται». Θα προσέθετα ότι η διατύπωση της άνω στιγμής είναι εκείνη, η οποία απεικονίζει διακηρυκτικά τις κατακτήσεις της κοινωνίας και του κινήματος απέναντι στην εξουσία. Η κάτω στιγμή είναι εκείνη, η οποία καιροφυλακτεί, υπολανθάνει, ψάχνει να βρει την ευκαιρία να αναιρέσει την άνω και αυτά τα βλέπουμε.
Άκουσα τον καθηγητή (κ. Κασιμάτη) προηγουμένως να μιλάει για την εθνική κυριαρχία. Σημασία δεν έχει μόνο αν το Σύνταγμα καθιερώνει την εθνική κυριαρχία, σημασία έχει ποιός έχει την εξουσία να κρίνει αν ο νόμος που κυρώνει τη σύμβαση, η οποία για παράδειγμα ρητά παραβιάζει την εθνική κυριαρχία, είναι αντισυνταγματικός, ποιό δικαστήριο, και σημασία έχει εν τέλει να δούμε ότι υπάρχει ένα πλέγμα εξουσίας που δεν εξαρτάται μόνο από τη διακήρυξη, αλλά από την εφαρμογή, την ερμηνεία και την εκτέλεσή της. Και βέβαια, εν τέλει το Σύνταγμα καταλήγει στο ιστορικό άρθρο 1-1-4, που μας λέει τι ; Αυτό που λέμε στους δρόμους τόσα χρόνια, ότι οι νόμοι δεν καταργούνται ούτε στο Συμβούλιο Επικρατείας ούτε στα δικαστήρια. Οι νόμοι καταργούνται στο πεζοδρόμιο και αυτό να μην το ξεχνάμε ποτέ!
Ο Λένιν στην «Προλεταριακή Επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι» έγραφε ότι δεν υπάρχει κανένα κράτος, έστω και πιο δημοκρατικό, που να μην έχει στο Σύνταγμά του παραθυράκια και επιφυλάξεις που εξασφαλίζουν στην αστική τάξη να κινητοποιεί στρατεύματα ενάντια στους εργάτες, να κηρύσσει το Στρατιωτικό Νόμο κ.λπ. σε περίπτωση διατάραξης της τάξης (στην πραγματικότητα, σε περίπτωση που η εκμεταλλευόμενη τάξη παραβιάζει το καθεστώς της σκλαβιάς της και κάνει προσπάθειες να φέρεται όχι δουλικά. Θα προσέθετα ότι καμία εξουσία που πηγάζει από ένα άδικο και εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα δεν είναι σε θέση να αποδώσει δικαιοσύνη και καμία ισότητα στην ανισότητα δε συνιστά δικαιοσύνη, γι’ αυτό άλλωστε και προσωπικά αρνούμαι να ονομάζω έτσι την αστική δικαστική εξουσία, επιδαψιλεύοντάς της έναν αυτάρεσκο ηθικό τίτλο, με τον οποίο δυστυχώς, με τη συνενοχή μεγάλου μέρους της Αριστεράς και των πολιτικών γενικότερα, αυτοαποκαλείται εδώ και δεκαετίες.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι οι σκέψεις για μία άλλη κοινωνία, για ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο βρίσκονται σε υποχώρηση. Ο καθηγητής είπε προηγουμένως ότι ο Μεσαίωνας διήρκεσε 15 αιώνες και αυτό νομίζω ότι είναι αρκετά παρήγορο σε όσους προβλέπουν ότι ο σημερινός Μεσαίωνας που διαρκεί μερικές δεκαετίες θα υπάρξει για πάντα. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, είναι πολύ πρόωρο και πολύ πεσιμιστικό να μιλάμε για το τέλος των Επαναστάσεων. Η ιστορία είναι πάρα πολύ μεγάλο μέγεθος και έχει να αναμετρηθεί με πολλά. Ένα από αυτά είναι η ανάγκη να μπορέσει το κίνημα το οποίο ζητάει την αλλαγή του κόσμου και την κατάργηση της κοινωνίας της εκμετάλλευσης, πρώτα απ’ όλα να πείσει όχι για αυτό που θέλει να γκρεμίσει μόνο, αλλά κυρίως για αυτό που θέλει να χτίσει στη θέση αυτού που νιώθουμε την ανάγκη να γκρεμίσουμε και να αποτιμήσει την πρώτη ιστορική του εμπειρία από τις πτήσεις αυτές για μία κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση. Να αποτιμήσει τη νομική στήριξη, που επιχειρήθηκε να γίνει, που ήταν δυστυχώς αποτυχημένη και στη Σοβιετική Ένωση και στην Κίνα και αλλού, και να μπορέσει να συνθέσει την εμπειρία που έχει προκύψει από αυτά τα κοινωνικά μοντέλα για να την κάνει δίδαγμα και οδηγό στη συγκρότηση του για τη νέα πορεία.
Αυτή ακριβώς την ανάγκη εκτιμώ ότι υπηρετεί ο Δημήτρης Καλτσώνης που είναι και ο συνδετικός μου κρίκος με την ομάδα των συντακτών του βιβλίου. Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος αποτελεί μία έξοχη προσωπικότητα στο χώρο της προοδευτικής αριστερής διανόησης του τόπου μας εδώ και μερικές δεκαετίες. Όποιος ερευνητής και να μπει στο διαδίκτυο, να προσπαθήσει να βρει υλικό για όλα αυτά τα οποία ακροθιγώς εξέθεσα ως προβληματισμούς, θα τον βρει μπροστά του και θα δει ότι υπάρχουν εκατοντάδες πονήματά του, άρθρα, μελέτες, εισηγήσεις, δημοσιεύματα, βιβλία ατομικά, βιβλία συλλογικά, στα οποία πραγματικά ερευνά και δίνει λύσεις. Δεν υπάρχει Σύνταγμα μαρξιστικής χώρας, το οποίο να μην έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής επεξεργασίας του Δημήτρη.
Έχει γράψει βιβλία για τη νομοθεσία της Σοβιετικής Ένωσης, της Κίνας, της Βενεζουέλας, της Κούβας, του Τσε Γκεβάρα, ετοιμάζει και για την Αλβανία απ΄ ό,τι γνωρίζω. Είναι μια πραγματικά ανεκτίμητη βοήθεια στο νομικό και στον πολιτικό αγώνα που κάνουμε. Και επίσης, έχει πετύχει αυτή τη διαλεκτική ιστορική και νομική σκέψη να την καταστήσει αντικείμενο διδασκαλίας του στο πανεπιστήμιο, συνδυάζοντας πραγματικά τις αρχές του με το λειτούργημά του. Η εκτίμηση μου αυτή θεωρώ ότι τον κατατάσσει αναμφισβήτητα στα ουσιώδη εν ανεπαρκεία είδη και ως εκ τούτου, θα παρακαλέσω να εκλάβετε την προσωπική μου συμμετοχή στη σημερινή συνάντηση και ως μία έμπρακτη τιμή στην προσφορά του Δημήτρη όλα αυτά τα χρόνια στην κοινωνία που εύχομαι να εξακολουθήσει.
Ερχόμενος τώρα στην παρουσίαση του βιβλίου αυτού καθ’ εαυτού, να επισημάνω ότι, αντίστοιχα με το ήθος του συγγραφέα του, η λιτή εισηγητική έκθεση, η οποία προηγείται των προτεινομένων αναδιατυπώσεων του Συντάγματος, διακρίνεται από μία σεμνότητα αντί για έπαρση και αλαζονεία, περιέχει την παραδοχή της προτεραιότητας της κοινωνικής και οικονομικής βάσης απέναντι στο εποικοδόμημα, απευθύνει άνοιγμα στην κοινωνία και δεν κλείνει τον διάλογο γύρω από αυτά όλα σε μία κάστα επαϊόντων -τάχα μου- νομικών κ.λπ., συνομολογεί ότι όταν μία πρόταση νομικής αναθεώρησης, ριζοσπαστικής έστω, δεν απεικονίζει αντίστοιχες κοινωνικές διεργασίες συνιστά άσκηση επί χάρτου, αφήνεται στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και αφήνει ανοιχτή την προσδοκία της τροποποίησης, ενώ αντλεί ιδέες και σκέψεις από άλλα προοδευτικά Συντάγματα, τα οποία έχει μελετήσει, όπως ανέφερα πριν.
Και η «εισηγητική του έκθεση» κατατέμνει σε τέσσερις θεματικές ενότητες στους τομείς παρέμβασης των συντακτών στο υπάρχον Σύνταγμα : ο ένας είναι η εθνική ανεξαρτησία, ο άλλος είναι η δημοκρατία, ο άλλος είναι η οικονομία και ο τέταρτος είναι τα δικαιώματα. Αντιστοίχως, επιχειρεί, με αξιώσεις ορισμένες τροποποιήσεις, πολλές από τις οποίες είναι πάρα πολύ σημαντικές και με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο, όπως ο χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, η συνταγματική εγγύηση της δημόσιας υγείας, η συνταγματική εγγύηση βασικού εισοδήματος και εκπλήρωσης βασικών οικονομικών αναγκών με κρατική εγγύηση, η απαγόρευση της ανταπεργίας, η διακήρυξη του κράτους δικαίου των εργαζομένων και άλλα πολλά. Υπάρχουν και μερικά, τα οποία εν πάση περιπτώσει θα έρθω σε επιμέρους κριτικές, σε κάποια διαφωνώ -Δημήτρη, οφείλω να το πω κάθετα- και το άρθρο 53 (το έθεσε και ο Δημήτρης Σαραφιανός πριν) είναι επικίνδυνο υπό τις παρούσες συνθήκες.
Ανάκληση βουλευτή σημαίνει ότι -έτσι όπως είναι διατυπωμένο- οι βουλευτές ενός πλειοψηφούντος κόμματος ανακαλούν, καταργούν τους βουλευτές κόμματος μειοψηφίας, δεν είναι ώριμες συνθήκες για αυτό, όπως επίσης και δε θεωρώ ότι η ποινική ευθύνη υπουργών για διάπραξη διαφόρων αδικημάτων πρέπει να έχει οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα (είτε η επιμήκυνση της παραγραφής που προτείνεται σε 20ετία ανεξαρτήτως του χαρακτήρα του αδικήματος, είτε οποιαδήποτε ιδιαίτερη διαδικασία με άδεια της Βουλής κτλ.). Είναι ένας μύθος αυτό το πράγμα, μία ταλαιπωρία, από την οποία πρέπει να τελειώνουμε, διότι έχει κακοχαρακτηρισθεί και δεν νομίζω ότι σώζει την πολιτική ζωή από αυτό. Και πολλά άλλα βέβαια θα μπορούσε να πει κανένας ανάλογα με το πώς βλέπει το θεσμό του βουλευτή, πώς βλέπει το θεσμό του υπουργού. Πιστεύω και το έχουμε κάνει πράξη όλα αυτά τα χρόνια -όχι βέβαια γιατί γίναμε βουλευτές, αλλά από το δικηγορικό σύλλογο που συνδικαλιζόμαστε- ότι η εναλλαγή είναι το παν, να μη δημιουργούνται δηλαδή παράγοντες, να μη δημιουργούνται προσωποπαγείς μόνιμες συνδικαλιστικές πολιτικές θητείες, οι οποίες επαγγελματοποιούν την ενασχόληση με τα δημόσια αξιώματα.
Η κριτική τώρα στην όλη επί της αρχής σύλληψη περί εθνικής ανεξαρτησίας κτλ. είναι ότι το ζητούμενο, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν είναι η ελεύθερη Ελλάδα, αλλά η σοσιαλιστική Ελλάδα : Το πρόβλημα μας δεν είναι ότι έχουμε μία εθνικά σκλαβωμένη χώρα, η οποία εξαρτάται από άλλες χώρες και δε μπορεί να κάνει αυτό που θέλει. Έχουμε μία χώρα συγκροτημένη καπιταλιστική με μία ισχυρότατη άρχουσα τάξη, αστική τάξη, η οποία δεν είναι εξαρτημένη, συναρτά τα συμφέροντά της στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης από αστικές τάξεις άλλων χωρών. Δεν είναι εθνικός ενδοτισμός το ότι δεν διακηρύσσει ΑΟΖ, είναι ψύχραιμη εκτίμηση του οικονομικού και γεωπολιτικού συμφέροντος, είναι επισκόπηση της νομολογίας ανά τον κόσμο που δεν ευνοεί περιπτώσεις σαν τις ελληνικές και στάθμιση ταξικών, οικονομικών, κοινωνικών συμφερόντων, τα οποία δεν επιτρέπουν αυτό το βήμα. Δεν έχουμε, συνεπώς, κάποια ασυγκρότητη οικονομικοκοινωνικά αστική τάξη. Έχουμε μία ταξικά σκλαβωμένη εργατική τάξη, που ο εχθρός της είναι στην ίδια της τη χώρα και άρα, το ζητούμενο δεν είναι το Σύνταγμα μίας ελεύθερης Ελλάδας, είναι το Σύνταγμα μίας σοσιαλιστικής Ελλάδας στο μέτρο που μου επιτρέπεται να διατυπώνω κι εγώ ασκήσεις επί χάρτου, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι οι κοινωνικές διεργασίες δεν είναι στο επίπεδο, εν πάση περιπτώσει, αυτού του προχωρήματος.
Ως εκ τούτου μπαίνω στο τελευταίο μέρος της τοποθέτησής μου για να πω ότι χρειάζονται περισσότερες αλλαγές και πιο ριζοσπαστικές αλλαγές στις προτάσεις, οι οποίες γίνονται και θα κλείσω διατυπώνοντας ορισμένους προβληματισμούς περί αυτές. Πρώτα απ’ όλα να θυμίσω (δεν ακούστηκε αλλά είμαι βέβαιος ότι απασχολεί όλους) ότι μέχρι πρότινος –και δεν ξέρω αν θα ξανασυμβεί αυτό- έπρεπε να στέλνουμε sms, για να μπορούμε να διαβαίνουμε το κατώφλι του σπιτιού μας να περπατήσουμε λίγο πιο έξω. Είναι ανεκτό συνταγματικά αυτό, η απαγόρευση κυκλοφορίας σε ανοιχτούς χώρους ; Αφήνω όλα τα άλλα. Και δεν έχει κριτικαριστεί τόσο πολύ. Ελάχιστοι συνταγματολόγοι αρθρογράφησαν εναντίον, την κρίσιμη περίοδο εκείνη.
Στο χώρο των δικαιωμάτων μερικοί ιδιαίτεροι προβληματισμοί τώρα :
Είναι συνταγματικά ανεκτή, υπό το πρίσμα της διάκρισης των εξουσιών και υπό την κατεύθυνση της συντακτικής ομάδας, η διατήρηση της νομιμότητας της αστυνομικής προανάκρισης ;
Η διατήρηση δηλαδή, ανακριτικών εξουσιών στην αστυνομία ;
Η δημιουργία υπηρεσιών όπως η διεύθυνση εσωτερικών υποθέσεων που συγκαλύπτουν όλα τα εγκλήματα των αστυνομικών είναι ανεκτή στον δικαστικό χώρο ;
Ακόμα, είναι συνταγματικά ανεκτή το έτος 2022 η συγκρότηση και λειτουργία στρατοδικείων για τα αδικήματα των στρατιωτικών, έστω και τα μη ιδιαίτερα ;
Είναι συνταγματικά ανεκτή η ολοένα και διευρυνόμενη πληθώρα Μονομελών Δικαστηρίων αντί Πολυμελών, ακόμα και στα κακουργήματα ; Πράγματα που ήταν αδιανόητα πριν μερικά χρόνια που ένα Μονομελές Δικαστήριο -κατ’εμένα και Αστικό και Ποινικό και Διοικητικό και οτιδήποτε – είναι η αποθέωση της προσωπικής υποκειμενικής αυθαιρεσίας και θα έπρεπε να είναι εξαίρεση, αλλά εδώ πέρα γίνεται κανόνας που κοντεύει να καταπνίξει την εξαίρεση.
Είναι συνταγματικά ανεκτή η κατάργηση από τη νομολογία της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος που διατυπώνεται σε δύο-τρεις διατάξεις του Συντάγματος καθορίζοντας μάλιστα και αρμοδιότητες και η κατάργηση του από τη νομολογία με το περίεργο επιχείρημα ότι στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν πολιτικά εγκλήματα λες και ο νομοθέτης του 1975 που το καθιέρωσε νομοθετούσε σε συνθήκες δικτατορίας ;
Είναι συνταγματικά ανεκτή η νομοθετική ανοχή της δυνατότητας ανάληψης καθηκόντων από δικαστικούς και εισαγγελείς μετά την αφυπηρέτησή τους ; Δεν είναι προφανές ότι η προσδοκία ανάληψης μίας τέτοιας θέσης, πλουσιοπάροχα αμειβόμενης κάμπτει αυτό που πλουσιοπάροχα ονομάζουμε «λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών»
Είναι αρκετή η αυτοδιοίκηση των δικαστηρίων και η εκλογή από τις ολομέλειές τους της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων ; Γιατί δεν αποτολμάτε ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα που να αντιπροσωπεύεται η κοινωνία και οι δικηγόροι και οι φορείς και άλλοι κ.τ.λ.;
Η δικαστική εξουσία είναι η μόνη, η οποία δεν εκλέγεται από κανέναν, δεν ανακαλείται από κανέναν, δεν ελέγχεται από κανέναν, δε λογοδοτεί σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό της. Και τα λίγα απομεινάρια, τα οποία τη συνδέουν και τη νομιμοποιούν άμεσα είναι η δημοσιότητα της δίκης και η υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων, είναι η συμμετοχή του λαού στα Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια, που όλο και αποψιλώνονται με τις νομοθετικές παρεμβάσεις. Γιατί εδώ είναι η κάτω Βουλή, η οποία καταργεί την Άνω Βουλή που λέει ότι τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια και η μεν έννοια του πολιτικού εγκλήματος έχει καταργηθεί από τη νομολογία, η δε έννοια του κακουργήματος το 90% πάει σε αμιγή Εφετεία και κυρίως πια σε Μονομελή.
Ακόμα, θέλουμε να υπάρχουν «Ανεξάρτητες Αρχές» ; Εγώ λέω θέλουμε, διότι σπάνε τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, έστω κι αν κάποιες απ’ αυτές, όπως το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, δεν έχουν προσφέρει τίποτα.
Θέλουμε «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις»; Είναι ένα συνταγματικό ερώτημα, διότι αυτές αποτελούν όργανα με τα οποία απεμπολείται η κρατική υποχρέωση παροχής στοιχειωδών κοινωνικών υπηρεσιών και καθίσταται ρουσφέτι, θέλημα, ιδιωτικοποιείται.
Μιας και λέω για ιδιωτικοποίηση, είναι συνταγματικά ανεκτή η ιδιωτικοποίηση της δικαστικής προστασίας με θεσμούς, όπως η διαμεσολάβηση, η διαιτησία κ.τ.λ., αλλά και ο περιορισμός της με συνεχείς αυξήσεις του κόστους πρόσβασης, τη βραδεία και μη αποτελεσματική λειτουργία της και τον περιορισμό ενδίκων μέσων;
Δε θα σας κουράσω περισσότερο. Κατέθεσα τις σκέψεις αυτές σαν μία συμβολή στη συζήτηση, την οποία ευχαριστώ πάρα πολύ τον Δημήτρη Καλτσώνη που την ανοίγει και έχω την εντύπωση ότι θα πρέπει κάπως έτσι να προσανατολιστούμε.
Και πάλι, ευχαριστώ πολύ.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΕΡΩΤΗΣΗ ΜΕΤΑ
Συγχωρήστε με, οι ερωτήσεις δεν απευθύνονταν προσωπικά σε κανέναν αλλά υπάρχει κάτι που έθιξε η Βαγγελιώ Σωτηροπούλου και που πρέπει να απαντηθεί γιατί, να καμιά φορά και στη χώρα μας την ίδια έχουμε ορισμένες νομικές δυνατότητες που συχνά τις αγνοούμε. Λοιπόν, στο ζήτημα το αν το βουνό εκπροσωπείται. Το βουνό βέβαια δεν εκπροσωπείται, αλλά η συνειδητοποίηση και η κατάκτηση της ανάγκης αυξημένης προστασίας του περιβάλλοντος απέναντι στα ιδιωτικά συμφέροντα έχει οδηγήσει – τότε στην Ελλάδα δεν ξέρω πώς το ξέρουν και από δικηγόρους ακόμα, ο ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει για την προστασία του περιβάλλοντος νομιμοποιεί και νομικά πρόσωπα και ιδιώτες ακόμα να παρίστανται σε δίκες, οι οποίες σχετίζονται με παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Άλλο που δεν έχει γίνει ευρεία χρήση, υπάρχει όμως εδώ και χρόνια.
Πρόσφατα, ο ν. 4873/2021 επιτρέπει σε φιλοζωικές οργανώσεις να παρίστανται στα δικαστήρια για δίκες σχετικές με κακοποιήσεις ζώων.
Στον χώρο των δικαιωματικών οργανώσεων υπάρχει ένας προβληματισμός – το έχω εισηγηθεί εδώ και αρκετό καιρό – να διεκδικήσουμε οι δικαιωματικές οργανώσεις να μπορούν να παρίστανται ως παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας σε δίκες για παραβιάσεις δικαιωμάτων, ιδίως από αστυνομικούς και από όργανα της εξουσίας. Άρα, λοιπόν, θέλω να πω ότι δεν χρειάζεται ακόμα αγώνας για συνταγματική κατοχύρωση. Υπάρχουν συγκεκριμένες νομοθετικές δυνατότητες και διατάξεις που το αφήνουν αυτό και είναι πολιτικό περισσότερο το ζήτημα της διεκδίκησης παρά νομικό.