Οι μαζικές κινητοποιήσεις μετά το έγκλημα στα Τέμπη και η αναθέρμανση της εργατικής αντίστασης κατάφερε να ανατρέψει τους εκλογικούς σχεδιασμούς των αστικών επιτελείων και να αλλάξει την ατζέντα στο δημόσιο διάλογο, βάζοντας στο κέντρο το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων υπηρεσιών και αγαθών, που αποτελεί βασικό συστατικό του νεοφιλελευθερισμού.
Η συσσωρευμένη οργή απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι εργατικοί και νεολαιίστικοι αγώνες που συγκρούστηκαν με την κυβερνητική πολιτική και έχτιζαν τις προϋποθέσεις για τις μαζικές απεργίες του Μαρτίου, πρέπει να εκφραστούν στην κάλπη. Το καθήκον της εκλογικής καταδίκης της ΝΔ και του Μητσοτάκη είναι σημαντικό για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι βέβαιο ότι αυτό το καθήκον δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας (ούτε βέβαια το ΠΑΣΟΚ) και κάποια τάχα προοδευτική διακυβέρνηση, χωρίς αφενός καμία δέσμευση για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων και της νεολαίας και αφετέρου χωρίς καμία πρόθεση στήριξης οποιασδήποτε δυναμικής ανάπτυξης των αγώνων από τα κάτω.
Σε αυτό το πλαίσιο οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλουμε να παρέμβουμε, ακόμα και χωρίς το εργαλείο ενός «δικού μας» ψηφοδελτίου που θα μπορούσε να εκφράσει έναν ισχυρό πόλο μιας μαζικής ενωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σε αυτές τις εκλογές, δεν διαλέγουμε διαχειριστή, αλλά ενισχύουμε τις δυνάμεις της αριστερής αντιπολίτευσης, με το βλέμμα στην επόμενη μέρα. Χρειάζεται να επιδιώξουμε τα συστημικά κόμματα να βγουν αποδυναμωμένα από τις εκλογές, βάζοντας εμπόδια στη σταθερότητά τους.
Όμως την ίδια στιγμή, χρειάζεται να ανοίξουμε έναν συντροφικό πολιτικό διάλογο, πέρα από την εκλογική μάχη, για τις αναγκαίες πρωτοβουλίες ανασυγκρότησης μιας μαζικής ενωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, που θα μπορεί να είναι στήριγμα των αγώνων αλλά και πολύτιμο «εργαλείο» για την οργάνωση της κοινωνικής αντιπολίτευσης απέναντι στην επόμενη κυβέρνηση.