Πηγή: Junge Welt
Η καταπολέμηση της ταχέως αυξανόμενης φτώχειας στην Ιταλία είναι κεντρικό ζητούμενο των συνδικαλιστικών αγώνων τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες. Αυτό τόνισε και ο Μαουρίτσιο Λαντίνι, Γενικός Γραμματέας της CGIL, της μεγαλύτερης συνδικαλιστικής ομοσπονδίας της χώρας με πάνω από 5,6 εκατομμύρια μέλη, όταν ανακοίνωσε τη γενική απεργία σε εταιρείες του ιδιωτικού κλάδου την ερχόμενη Πέμπτη.
Επί της φασίστριας πρωθυπουργού Giorgia Meloni, η οποία βρίσκεται στην εξουσία από τον Οκτώβριο του 2022, η φτώχεια έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Σύμφωνα με έκθεση της Caritas, ο αριθμός των «νέων φτωχών» που στράφηκαν για πρώτη φορά στην Καθολική οργάνωση λόγω οικονομικών αναγκών μόνο πέρυσι αυξήθηκε από 31 σε 45%. Η «Έκθεση Φτώχειας» υπογραμμίζει ότι οι περιπτώσεις ακραίας φτώχειας έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα μεταξύ των οικογενειών με ανήλικα παιδιά καθώς και των γυναικών και των νέων.
Μια έκθεση της κρατικής στατιστικής υπηρεσίας Istat προειδοποιεί επίσης ότι η απόλυτη φτώχεια επηρέασε το 8,5% των οικογενειών το 2023, ή περίπου 5,7 εκατομμύρια ανθρώπους, τονίζοντας όμως ότι πρόκειται για προκαταρκτικές πληροφορίες και ότι τα νούμερα θα πρέπει πιθανόν να αναθεωρηθούν προς τα πάνω. Τον Νοέμβριο του 2023, η CGIL ανέφερε ότι περισσότερο από το 63% των ιταλικών οικογενειών τα βγάζουν πέρα μόνο με μεγάλη δυσκολία. Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στην Ιταλία κυμαίνεται στο 24,2%, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (21,6%). Τα χαμηλά επίπεδα μισθών αναγκάζουν επίσης εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που εξακολουθούν να έχουν δουλειά να ζουν στα όρια της φτώχειας.
Σύμφωνα με την Istat, οι μισθοί στην Ιταλία είναι περίπου 12% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό συνεπάγεται περίπου 3.700€ ετησίως λιγότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ και πάνω από 8.000€ λιγότερα από τον μέσο Γερμανό εργαζόμενο. Το 2022 μια οικογένεια έπρεπε να πληρώσει 613 ευρώ περισσότερα για βασικά τρόφιμα όπως ψωμί, ζυμαρικά και ρύζι, κρέας και προϊόντα αλλαντικών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σε αυτούς ανήκουν και οι λιμενεργάτες που απεργούσαν την περασμένη Παρασκευή για υψηλότερους μισθούς. Ο μέσος μισθός ενός λιμενικού στην Ιταλία είναι περίπου 21.000€ μεικτά ετησίως.
Μια ματιά στον προϋπολογισμό του 2024 δείχνει πού βρίσκονται οι αιτίες της αυξανόμενης φτώχειας. Περιλαμβάνει πρόσθετες δαπάνες τριών δισεκατομμυρίων ευρώ μονάχα για τη μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τις επιχειρήσεις, δύο δισεκατομμυρίων ευρώ για προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού στον ουκρανικό στρατό, πολλά εκατομμύρια για την κατασκευή κέντρων κράτησης ή τον «επαναπατρισμό» μεταναστών, ενώ δεν προβλέπει σχεδόν τίποτε για την μετρίαση της φτώχειας των ηλικιωμένων.
Με την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης καταργήθηκε η προσαρμογή των συντάξεων στον πληθωρισμό και οι όροι πρόωρης συνταξιοδότησης έγιναν αυστηρότεροι, κάτι που έπληξε κυρίαρχα εκατομμύρια συνταξιούχους, τους «αποσυρμένους», των οποίων η εργατική δύναμη δεν έχει πλέον καμία αξία για το κεφάλαιο. Ο πληθωρισμός «τρώει τις συντάξεις», δήλωσε ο πρόεδρος του συνδικάτου συνταξιούχων CGIL, Άλφρεντ Έμπνερ. Ακόμη και στο σχετικά πλούσιο Νότιο Τιρόλο «περίπου το 30% των συνταξιούχων λαμβάνουν σήμερα λιγότερα από 1.000 ευρώ μεικτά» σύμφωνα με τον Έμπνερ. Είναι σχεδόν αδύνατο να ζήσεις από αυτά. Και από αυτό επηρεάζονται όλο και περισσότεροι από αυτούς που παίρνουν κάτι παραπάνω από αυτό και που δεν είναι καθόλου συνηθισμένοι σε τέτοιες καταστάσεις.
Οι γυναίκες επηρεάζονται σημαντικά περισσότερο από την απόλυτη φτώχεια από τους άνδρες. Ενώ οι τελευταίοι λάμβαναν μέση σύνταξη 1.381€ το 2019, σύμφωνα με τον πάροχο κοινωνικής ασφάλισης INPS, για τις γυναίκες αυτή ήταν 976€. Με την κατάργηση του ειδικού επιδόματος το ελάχιστο όριο εισόδηματος για τους φτωχούς που ζουν σε νοικοκυριά χωρίς «βοήθεια ένταξης» μειώθηκε από τα 550 στα 350€ και η χορήγηση του συνδέθηκε και με προϋποθέσεις, όπως τη συμμετοχή σε μέτρα επαγγελματικής κατάρτισης. Εκατοντάδες χιλιάδες οδηγήθηκαν έτσι στη φτώχεια.