Πρώτη δημοσίευση 4 Αυγούστου, 2021
Συνοψίζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το καθεστώς έκτακτης ανάγκης της 4ης Αυγούστου ήταν δικτατορία με φασιστικό προσανατολισμό, αλλά δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι καθεστώς φασιστικό. Όσο κι αν οι ολοκληρωτικές διακηρύξεις συνιστούσαν ρήξη με την αστικοδημοκρατική ιδεολογία, ο φασιστικός χαρακτήρας του, ούτως ή άλλως, αμφισβητείται, κυρίως εξαιτίας της συνύπαρξης δύο κέντρων εξουσίας, του Θρόνου και της κυβέρνησης.
Η συνύπαρξη των δύο κέντρων εξουσίας και η περισσότερο φαινομενική και διακηρυκτική, και όχι και τόσο πραγματική, ύπαρξη Αρχηγού (όπως εμφανιζόταν και θα ήθελε να είναι ο Μεταξάς), συμπληρωνόταν με την ανυπαρξία μαζικού κινήματος πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί η επιβολή και διατήρηση του καθεστώτος.
Βασική δύναμη στήριξής του ήταν και παρέμεινε μέχρι τέλους, ο στρατός, η ηγεσία και η στελέχωση του οποίου ήταν σαφέστατα φιλοβασιλική, έχοντας αναδειχθεί μετά τις μαζικές αποτάξεις των βενιζελικών στρατιωτικών, που ακολούθησαν το αποτυχημένο κίνημα του Μαρτίου 1935. Ήταν ο στρατός που επέβαλε την παλινόρθωση του βασιλιά και μόνο με την εξασφάλιση της συναίνεσης του στρατού μπόρεσε να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία, η οποία, φυσικά, δεν ταυτιζόταν με τις στρατιωτικές δικτατορίες, όπως θα ήταν αυτή της 21ης Απριλίου 1967. Στην περίπτωση της 4ης Αυγούστου, δεν ήταν ο στρατός που κατέλυσε το κοινοβουλευτικό καθεστώς, αναλαμβάνοντας την εξουσία, αλλά περιορίστηκε στη στήριξη της δικτατορίας που επέβαλαν ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός.
Η δικτατορία εξασφάλισε τη στήριξή της και από την αστική τάξη. Εξάλλου, για την επιβολή της είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον κορυφαίοι εκπρόσωποί της, όπως ο Πρόδρομος (Μποδοσάκης) Αθανασιάδης, ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος κ.ά., ενώ κάποιοι συμμετείχαν και στην κυβέρνηση. Ανάμεσά τους και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Ανδρέας Χατζηκυριάκος, που ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ο Ιωάννης Αρβανίτης που τον διαδέχτηκε στο υπουργείο, ο τραπεζίτης Αλέξανδρος Κορυζής, υπουργός Πρόνοιας και διάδοχος του Μεταξά στην πρωθυπουργία κ.ά. Από οικογένεια βιομηχάνων προερχόταν και ο κυβερνητικός επίτροπος της ΕΟΝ Αλέξανδρος Κανελλόπουλος (1) . Η εξασφάλιση από τη δικτατορία της υποστήριξης από το μεγάλο κεφάλαιο καθιστούσε ακόμη πιο δύσκολη την αντιπολιτευτική δράση των αστών πολιτικών, που ένιωθαν να παραμερίζονται πλήρως.
Στη φιλοδικτατορική στάση του ελληνικού κεφαλαίου συνέβαλε τόσο η στήριξη του καθεστώτος από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, χώρες με τις οποίες υπήρχαν παραδοσιακές σχέσεις, όσο και η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τη Γερμανία. Η αγορά, π.χ., από την τελευταία του 40% της ελληνικής καπνοπαραραγωγής υπήρξε ικανός λόγος για την υποστήριξη της κυβέρνησης Μεταξά από το ισχυρό καπνεμπορικό κεφάλαιο.
Το καθεστώς στηρίχτηκε, επίσης, από το ισχυρό εφοπλιστικό κεφάλαιο, το οποίο εξασφάλισε την κάλυψή του ακόμη και σε δραστηριότητες που έρχονταν σε καταφανή αντίθεση με τις ιδεολογικές του διακηρύξεις. Ο Μεταξάς «ως πραγματιστής πολιτικός περιόριζε τον αντικομμουνισμό του στο εσωτερικό της χώρας και δεν δίσταζε να καλύπτει πολιτικά και διπλωματικά, έναντι των αιτιάσεων του διεθνούς φασιστικού στρατοπέδου, εκείνους τους Έλληνες εφοπλιστές που τα καράβια τους μετέφεραν όπλα από τη Σοβιετική Ένωση στη Δημοκρατία της Ισπανίας σπάζοντας το εμπάργκο» (2).
Αναμφίβολα, ο πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο η αστική τάξη της χώρας τάχθηκε υπέρ του καθεστώτος, ήταν η εξασφάλιση της εσωτερικής «κοινωνικής ειρήνης». Με την επιβολή της δικτατορίας, διαλύθηκε η ελεγχόμενη από το ΚΚΕ Ενωτική ΓΣΕΕ και οι οργανώσεις που εντάσσονταν σ’ αυτήν, και εκατοντάδες κομμουνιστές συνδικαλιστές φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ απαγορεύτηκαν και οι απεργίες. Το συνδικαλιστικό κίνημα τέθηκε υπό άμεσο κυβερνητικό έλεγχο και τις εκλεγμένες διοικήσεις των οργανώσεων που ανήκαν στη ΓΣΕΕ τις αντικατέστησαν διορισμένες, αν και συνήθως με τα ίδια πρόσωπα. Στο πλαίσιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ιδρύθηκε υφυπουργείο Εργασίας, το οποίο ανέλαβε ο Αριστείδης Δημητράτος, μέλος της ΟΚΝΕ μέχρι το 1924, κορυφαίο στέλεχος κατόπιν της συντηρητικής αντικομμουνιστικής πτέρυγας του συνδικαλιστικού κινήματος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του «εργατοπατερισμού». Ο ίδιος θα διοριστεί και γραμματέας της ΓΣΕΕ (η θέση του προέδρου θα καθιερωθεί πολύ αργότερα, κατά την περίοδο της χούντας), η οποία, το 1939, μετονομάστηκε σε Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.
Η πολιτική της δικτατορίας έναντι της εργατικής τάξης καθορίστηκε από την επιδίωξη επιβολής του κλίματος «κοινωνικής ειρήνης» που επιζητούσε το κεφάλαιο. Τον ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο στο συνδικαλιστικό κίνημα και τις αστυνομικές διώξεις κατά των συνδικαλιστών που εντάσσονταν στην Αριστερά, συνόδευε η λήψη μέτρων για την πρόληψη της όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων, με την περαιτέρω συστηματοποίηση της εργατικής νομοθεσίας και τη μέριμνα για την εφαρμογή της.
Αυτή η πολιτική της δικτατορίας Μεταξά επέτρεψε την καλλιέργεια του μύθου του «φιλεργατικού» προσανατολισμού της, που επικεντρώνεται, κυρίως, στην ανιστόρητη αναφορά στην ίδρυση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και στην καθιέρωση του οχτάωρου. Στην πραγματικότητα, το μεν ΙΚΑ είχε ιδρυθεί ήδη, με τον νόμο 5733 του 1932, που συμπληρώθηκε με τον νόμο 6298 του 1934, οπότε διορίστηκε ως πρώτος πρόεδρός του ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ενώ το οχτάωρο είχε καθιερωθεί στους περισσότερους κλάδους με τον νόμο 2269 του 1920, και το 1936 κάλυπτε το σύνολο, σχεδόν, των εργαζομένων. Η δικτατορία το επέκτεινε και στους ελάχιστους κλάδους στους οποίους δεν ίσχυε ή δεν εφαρμοζόταν έως τότε.
Η εργατική πολιτική της 4ης Αυγούστου συνιστά τυπικό παράδειγμα της λειτουργίας του αστικού κράτους στο πλαίσιο της σχετικής αυτονομίας του από την αστική τάξη. Όπως έχει δείξει ο Νίκος Πουλαντζάς, το αστικό κράτος λειτουργεί ως το «πολιτικό κόμμα της αστικής τάξης», αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση των πολιτικών της συμφερόντων. Κατά συνέπεια, μπορεί να λαμβάνει και μέτρα τα οποία φαίνεται πως αντίκεινται στα οικονομικά συμφέροντα ετούτου ή του άλλου καπιταλιστή, ετούτου ή του άλλου τμήματος ή και του συνόλου της κυρίαρχης τάξης, τα οποία, εντούτοις, κρίνονται αναγκαία για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση κοινωνικών εκρήξεων που θα έθεταν σε κίνδυνο το καπιταλιστικό σύστημα.
Από την άποψη αυτή, η δικτατορία ακολούθησε μια πολιτική ανάλογη με αυτήν της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, μόνο που ανάλογη πολιτική άμβλυνσης των μεγάλων αντιθέσεων, που έφερναν πολύ κοντά τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης του κοινωνικού καθεστώτος, ακολούθησαν την ίδια περίοδο, μετά τη μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση του 1929, και κυβερνήσεις όπως αυτή του Ρούσβελτ στις ΗΠΑ, οι σοσιαλδημοκράτες που ανήλθαν στην εξουσία στις σκανδιναβικές χώρες κ.λπ. Επρόκειτο, άλλωστε, για μια ιστορική περίοδο κατά την οποία ο κεϊνσιανισμός πρόβαλλε ως εναλλακτική λύση, απέναντι στον καταρρέοντα οικονομικό φιλελευθερισμό και στο σοβιετικό σύστημα, η αίγλη του οποίου δεν περιοριζόταν στους οπαδούς των Κ.Κ.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι υπήρξε κατά την περίοδο της δικτατορίας σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και του συνόλου των φτωχών λαϊκών τάξεων. Αν και ήδη από το 1934 είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζονται τα οξύτατα προβλήματα που προκάλεσε η οικονομική κρίση και κυρίως να περιορίζεται η ανεργία, η κοινωνική ανισότητα ήταν εντυπωσιακή. Το 1939, ενώ 2.500 οικογένειες διέθεταν ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο του 1.000.000 δραχμών, το εισόδημα 1.534.000 οικογενειών ήταν χαμηλότερο από 80.000, με 630.000 να ζουν κάτω από τα όρια της επιβίωσης, με λιγότερες από 20.000 δραχμές ετησίως. Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη κατηγορία βρίσκονταν 104.000 οικογένειες (3). Κατά συνέπεια, υπήρχε ένα εξαιρετικά πλούσιο 0,15%, και ένα 6,5%, περίπου, που αποτελούνταν απ’ όσους ζούσαν χωρίς στερήσεις έως και πλούσια, ενώ περισσότερο από το 93% του πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, με το 38,4% να ζει κάτω κι απ’ αυτά τα όρια.
Για να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα, αρκεί να αναφέρουμε ότι οι 20.000 δραχμές αντιστοιχούσαν σε 1.000 οκάδες ψωμί, που σημαίνει ότι περισσότερο από το ένα τρίτο του εισοδήματος των 2/5 του ελληνικού λαού ξοδευόταν για την εξασφάλιση αυτού του βασικού είδους διατροφής, αν υποθέσουμε ότι κάθε οικογένεια κατανάλωνε μια οκά ψωμί καθημερινά.
Οι συνθήκες φτώχειας, στις οποίες ζούσαν οι εργαζόμενες λαϊκές τάξεις, προφανώς δεν δημιουργούσαν και τις καταλληλότερες προϋποθέσεις για μια ευνοϊκή τοποθέτησή τους απέναντι στο καθεστώς. Η συμμετοχή των εργατών στις φιέστες και τις παρελάσεις, με τη συγκρότησή τους σε Τάγματα Εργασίας κατά το ναζιστικό πρότυπο, δεν συνιστά απόδειξη φιλοδικτατορικής στάσης, πόσο μάλλον, φασιστικοποίησης. Όπως συνέβαινε και με την ένταξη των νέων στην ΕΟΝ, η συμμετοχή αυτή ήταν υποχρεωτική και η άρνησή της είχε ως συνέπεια τον κίνδυνο απόλυσης και τη δίωξη από την αστυνομία του Μανιαδάκη.
Επιδιώκοντας την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της δραστηριότητας των κομμουνιστών και την ηθική σπίλωσή τους, το καθεστώς επιστράτευσε τη μέθοδο των δηλώσεων αποκήρυξης των ιδεών τους, επιτυγχάνοντας με βασανιστήρια ή με την απειλή βασανιστηρίων, φυλάκισης ή εκτόπισης στα ξερονήσια του Αιγαίου, την απόσπαση δηλώσεων που έφτασαν, σύμφωνα με τον Μανιαδάκη, τις 47.000 (4), σε ένα σύνολο 75.000 ψηφοφόρων της κομμουνιστικής Αριστεράς στις τελευταίες εκλογές του Ιανουαρίου 1936 (73.400 του Παλλαϊκού Μετώπου, του ΚΚΕ, 1.150 των αρχειομαρξιστών και 300 των τροτσκιστών).
Εντούτοις, η υπογραφή δήλωσης αποκήρυξης του κομμουνισμού δεν σήμαινε και πραγματική απόρριψη της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Όπως έγραφε ο Άγγελος Ελεφάντης, «κανένας δεν παίρνει τον βασανιστή του για σωτήρα». Απόδειξη ήταν η μαζική συμμετοχή αυτού του κόσμου στο εαμικό κίνημα, μετά από λίγο μόλις καιρό, και η ένταξη ή επανένταξή του στο ΚΚΕ και αντιστοίχως -αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό- στις αρχειομαρξιστικές και τροτσκιστικές οργανώσεις.
Χαρακτηριστικό της απομόνωσης της δικτατορίας από τη μεγάλη πλειονότητα του λαού ήταν επίσης και η απουσία φαινομένων συνηθισμένων στη φασιστική Ιταλία, τη ναζιστική Γερμανία και σε άλλες χώρες όπου εγκαθιδρύθηκαν ανάλογα καθεστώτα, όπως η κατάδοση καταδιωκόμενων κομμουνιστών από άτομα που δεν εντάσσονταν, ως αστυνομικοί ή έμμισθοι χαφιέδες, στους διωκτικούς μηχανισμούς. Αν και ο χαφιεδισμός γνώρισε λαμπρές μέρες δόξας, ασκούνταν από άτομα που είχαν κυρίως οικονομικές δοσοληψίες με την αστυνομία και την Ειδική Ασφάλεια. Αυτή ακριβώς η απροθυμία της μεγάλης πλειονότητας των απλών ανθρώπων -ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης- να συνεργαστεί με το καθεστώς στη δίωξη των κομμουνιστών, είναι που υποχρέωσε στην επέκταση του έμμισθου χαφιεδισμού, αλλά και στη μεθοδευμένη προσπάθεια διείσδυσης μέσα στις ίδιες τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ.
Πράγματι, στα περισσότερα από τέσσερα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου ήταν ελάχιστες οι περιπτώσεις σύλληψης κομμουνιστή μετά από κατάδοση από απλό πολίτη, γείτονα, συνάδελφο κ.λπ., εξαιρουμένων των έμμισθων χαφιέδων. Οι περισσότερες, μάλιστα, συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια άλλων ήδη συλληφθέντων, που υποχρεώθηκαν με βασανιστήρια ή υπό την απειλή βασανιστηρίων, να αποκαλύψουν το παράνομο δίκτυο στο οποίο εντάσσονταν (5).
Ανεξαρτήτως των όποιων προθέσεων του Μεταξά (6) και κάποιων από τους συνεργάτες του, η 4η Αυγούστου ήταν ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, μια δικτατορία του ίδιου και του βασιλιά Γεωργίου, με ρητορική φασιστική, με αντιγραφή ιδεολογικών διακηρύξεων, συμβόλων και πρακτικών από τον φασισμό της Ιταλίας και τον ναζισμό της Γερμανίας, αλλά φασιστικό καθεστώς δεν ήταν, καθώς, όπως ήδη έχουμε δει:
Δεν επικράτησε και δεν διατηρήθηκε με τη στήριξη μαζικού φασιστικού κινήματος. Αντίθετα, «ο ελληνικός λαός, στη μεγάλη πλειοψηφία του, δεν συγκατένευσε” (7).
Δεν επέβαλε ένα κέντρο εξουσίας, προσωποποιημένο στον Αρχηγό, καθώς εξακολουθούσε να λειτουργεί με ρόλο ιδιαίτερα βαρύνοντα και ο άλλος πόλος εξουσίας, το Παλάτι. Και πίσω απ’ το Παλάτι βρισκόταν η Βρετανία, με απροκάλυπτο πράκτορα των συμφερόντων της τον βασιλιά Γεώργιο. Σύμφωνα με τον Βρετανό πρεσβευτή Γουότερλοου, ο Γεώργιος είχε εκφράσει την άποψή του για τις ελληνοβρετανικές σχέσεις με εξαιρετικά σαφή τρόπο: «Υπάρχει μόνο μία αληθινή λύση, και αυτή είναι ότι θα πρέπει την Ελλάδα να αναλάβουν οι δικές σας δημόσιες υπηρεσίες και να τη διοικήσετε σαν βρετανική αποικία. Μακάρι να ήταν δυνατό». Σε τηλεγράφημά του προς το Λονδίνο, ο πρέσβης έγραφε πως ο βασιλιάς ασκεί τα καθήκοντά του «με το πνεύμα εκείνου που κουβαλάει το βάρος του λευκού ανθρώπου μεταξύ των φυλών της ζούγκλας» (8).
Συγκεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τον Άγγελο Ελεφάντη: «η Ελλάδα της δεκαετίας του ’30 δικτατορεύεται, δικτατοροκρατείται, αλλά δεν φασιστικοποιείται… Ο φασισμός δεν πέρασε στην Ελλάδα του μεσοπολέμου» (9).
Από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου απουσίαζε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του φασιστικού κράτους, που το διαφοροποιεί από τα άλλα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται για την «ύπαρξη ενός ιδιότυπου κόμματος μαζών στο πλαίσιο των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. Γνώρισμα του φασιστικού είναι η μόνιμη κινητοποίηση των λαϊκών μαζών» (10).
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ίσως θα έπρεπε να πάρουμε υπόψη και την αντιπαράθεση μεταξύ των ίδιων των μεταγενέστερων Ελλήνων φασιστών, σχετικά με τον χαρακτήρα του καθεστώτος του 1936-41. Όσο κι αν κυρίαρχη είναι η άποψη ότι η δικτατορία των Γλύξμπουργκ – Μεταξά αποτέλεσε το ελληνικό ανάλογο του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού (ο τίτλος «Κόμμα 4ης Αυγούστου» επιλέχθηκε, μάλιστα, για την εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1965), ισχυρά παραμένουν τα επιχειρήματα εκείνων των ναζί που φρίττουν στην ιδέα της αναφοράς στο καθεστώς του «κοντοπίθαμου ενεργούμενου του βασιλιά και των Άγγλων».
Σύμφωνα με τον Σίντνεϊ Πέιν, «το καθεστώς δεν ήταν ούτε τυπικά φασιστικό ούτε δομικά ολοκληρωτικό. Η απουσία μιας θεωρίας περί επικείμενης επανάστασης, ενός επαναστατικού δόγματος ή πολιτικής κινητοποίησης των μαζών το καθιστούσαν μάλλον ένα γραφειοκρατικό αυταρχικό καθεστώς που ιδεολογικά βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη θρησκεία» (11). Σύμφωνα με τον ίδιο, εντάσσεται στα «ημιπλουραλιστικά αυταρχικά καθεστώτα των οποίων οι κυβερνήσεις δεν είχαν μαζική υποστήριξη ή κάποιο ιδιαίτερο καινούργιο κομματικό στήριγμα. Τα καθεστώτα αυτά αγωνίζονταν να αναπτύξουν ένα ημιγραφειοκρατικό ημιφασιστικό κίνημα από τα πάνω προς τα κάτω, αλλά οι προσπάθειές τους αποτύγχαναν» (12). Επίσης, το μεταξικό καθεστώς «δεν υπήρξε μιλιταριστικό υπό την έννοια πως αν ο στρατός επέβαλε την εγκαθίδρυσή του, στην πορεία δεν έπαιξε ουσιαστικό ρόλο, μένοντας έξω από τα πολιτικά πράγματα» (13).
- Από οικογένεια που μεταξύ άλλων είχε στην ιδιοκτησία της και τη βιομηχανία λιπασμάτων στον Πειραιά, στέλεχος του Εθνικού Παμφοιτητικού Συλλόγου πριν τη δικτατορία, ο Αλέξανδρος Κανελλόπουλος θα καταδικαστεί το 1949 για λαθρεμπόριο συναλλάγματος και χρυσού.
2. Μιχάλης Κατσίγερας, Η 4η Αυγούστου, ο Μεταξάς και οι νέοι κάπηλοί του – εφημ. «Καθημερινή», 4 Αυγούστου 2013.
3. Χρυσός Ευελπίδης, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδος – β΄ έκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1950, σ. 112.
4. Βαγγέλης Αγγελής, Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα. Μαθήματα εθνικής αγωγής και νεολαιίστικη προπαγάνδα στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας – Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σ. 253.
5. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η συγκρότηση, το 1940, παράλληλου καθοδηγητικού κέντρου του ΚΚΕ, της λεγόμενης «Προσωρινής Διοίκησης», από στελέχη του κόμματος που πέρασαν στην υπηρεσία του Μανιαδάκη.
6. Ο Θεολόγος Νικολούδης, κορυφαίο στέλεχος του καθεστώτος και στενός συνεργάτης του Μεταξά, τον χαρακτήρισε «συντηρητικό επαναστάτη» («Το Νέον Κράτος», τ. 42, 1941).
7. Χρήστος Σουρουλής, Η ιδεολογία της 4ης Αυγούστου – περιοδ. Ουτοπία, τ. 102, 2013, σ. 77.
8. Θάνος Βερέμης – Mark Mazower, Η ελληνική οικονομία (1922-1941), στο Θάνος Βερέμης, Ο Μεταξάς και η εποχή του – Ευρασία, Αθήνα 2009, σ. 18.
9. Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο μεσοπόλεμο – Ολκός, Αθήνα 1976, σ. 201.
10. Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και δικτατορία. Η Κομμουνιστική Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό – Ολκός, Αθήνα 1975, σ. 369.
11. Στάνλεϊ Πέιν, Μια ιστορία του φασισμού 1914-1945 – Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σ. 448.
12. Στο ίδιο, σ. 649.
13. Αθανάσιος Γκανούλης, Ακροδεξιές οργανώσεις και παρακράτος στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1949-1967 – Διπλωμ. εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσσαλονίκη 2016, σ. 26.
*Το κείμενο βασίζεται σε απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου «Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα» (Άπαρσις, Αθήνα 2019).