Οι ακραίες ομάδες δεν αξίζουν πλέον τον τίτλο του φοιτητή. Είναι πρωτόγονοι δημαγωγοί οι οποίοι με αξιοθρήνητο τρόπο παίρνουν λεφτά από την κοινωνία που καθυβρίζουν και ως αντάλλαγμα θέλουν να μετατρέψουν την ελευθερία αρχικά σε ασυδοσία και έπειτα σε ανελευθερία. Αρνούμαι να τους αναγνωρίσω ως «εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση». Αυτό πλέον δεν είναι αντιπολίτευση αλλά στην καλύτερη περίπτωση ένας σύγχρονος ζωολογικός κήπος, στον οποίο κανείς τρέφεται από ναρκωτικά, μαοϊσμό και ελεύθερο έρωτα.
Frans–Josef Strauß
πρόεδρος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας (CSU) και υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης του μεγάλου συνασπισμού (1966-1969)
Κατά τη δεκαετία του ’60 η συνεχόμενη αύξηση του αριθμού των φοιτητών 1 έθετε τα δυτικογερμανικά Πανεπιστήμια μπροστά σε νέες προκλήσεις για τις οποίες δεν ήταν προετοιμασμένα. Τα αμφιθέατρα ασφυκτιούσαν, το διδακτικό προσωπικό δεν επαρκούσε ενώ οι αυστηροί και απαρχαιωμένοι κανόνες που ρύθμιζαν την πανεπιστημιακή ζωή συνέχιζαν να διατηρούνται, αν και η παραδοσιακά απεριόριστη εξουσία που διατηρούσαν οι καθηγητές πάνω στους φοιτητές και τους βοηθούς τους είχε αρχίσει να δέχεται σοβαρά πλήγματα. Καθώς μαζί με την μαζικοποίηση άλλαζε και η φυσιογνωμία του φοιτητικού σώματος2 αιτήματα όπως ο περιορισμός της εξουσίας των καθηγητών, ο εκσυγχρονισμός των δομών, των σπουδών και της διδακτέας ύλης, η ισότιμη συμμετοχή των βοηθών καθηγητών και των φοιτητών στα όργανα διοίκησης άρχιζαν να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αποδοχή.
Επιπλέον οι φοιτητές άρχισαν να δείχνουν αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα διεθνή ζητήματσ, εκδηλώνοντας την δυσφορία τους για την υποστήριξη που προσέφεραν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι αρχές του Δυτικού Βερολίνου (το οποίο δεν αποτελούσε επισήμως έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας) σε δικτατορικά καθεστώτα χωρών όπως το Ζαΐρ και το Ιράν. Αυτό βέβαια άνοιγε με έναν άμεσο τρόπο και το ζήτημα της ένταξης της ΟΔΓ στο δυτικό στρατόπεδο, γεγονός που πολιτικοποιούσε σε αφάνταστο βαθμό το ερώτημα του κατά πόσο τα εκλεγμένα όργανα των φοιτητών είχαν το δικαίωμα να παίρνουν θέση για θέματα κεντρικής πολιτικής.
Η αντιπαράθεση των φοιτητών με το καθηγητικό κατεστημένο θα ξεκινήσει από το ελεύθερο πανεπιστήμιο του (δυτικού) Βερολίνου, το οποίο από την ίδρυση του το 1948 έδινε βάρος στην συμμετοχή των φοιτητών στα διοικητικά όργανα, με αποτέλεσμα τα περιθώρια για την διεξαγωγή αντιπαραθέσεων ήταν μεγαλύτερα. Είναι έξω από αυτό το Πανεπιστήμιο όπου σημειώνονται οι πρώτες οδομαχίες στις 5 Φεβρουαρίου του 1966, όταν ο νέος πρύτανης δεν έδωσε άδεια για την διεξαγωγή ενός φόρουμ εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, επικαλούμενος «λόγους ασφαλείας».
Σαν απάντηση 1.500 φοιτητές θα διοργανώσουν πορεία στο κέντρο της πόλης, κατά την διάρκεια της οποίας ορισμένοι διαδηλωτές θα επιτεθούν στο «σπίτι της Αμερικής» (ένα πολιτιστικό ίδρυμα των ΗΠΑ που μεταξύ άλλων έδινε και υποτροφίες σε φοιτητές). Στις 22 Ιουνίου 3.000 φοιτητές συμμετέχουν στο πρώτο Sit-in ενάντια στην απόφαση της πανεπιστημιακής αρχής να μην παραχωρούνται στους φοιτητές χώροι για πολιτικές εκδηλώσεις. Στις 28 Νοεμβρίου 1.500 άτομα διαδηλώνουν εναντίον της συμμετοχής των σοσιαλδημοκρατών σε έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό με τα κόμματα της χριστιανικής ένωσης. Στο τέλος εκείνου του έτους η πολιτική ατμόσφαιρα στα Πανεπιστήμια της πόλης 3 οι μαζικές συγκεντρώσεις ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο.
Το γερμανικό «1968» όμως θα αρχίσει ουσιαστικά την άνοιξη του 1967, με σημείο καμπής να αποτελεί η 2α Ιουνίου. Η σκληρή καταστολή που θα αντιτάξουν οι αρχές στην διαδήλωση εναντίον της επίσκεψης του Σάχη της Περσίας στο Δ. Βερολίνο, σε συνεργασία μάλιστα με ομάδες Ιρανών αντί-διαδηλωτών, που καθοδηγούνταν από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας τους θα αφήσει πίσω της δεκάδες τραυματίες και έναν νεκρό διαδηλωτή, τον φοιτητή Benno Ohnesorg, πυροβολημένο εξ’ επαφής από αστυνομικό. Σύμφωνα με τον υπουργό εσωτερικών της κυβέρνησης του Δ. Βερολίνου (και μέλους του SPD) Kurt Neubauer ακόμα και η αιματοχυσία θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στο πολιτικό ρίσκο, ώστε να «ξεμπερδέψουμε επιτέλους με τους ανυπάκουους φοιτητές».4
Την άποψη αυτή μοιράζονταν πολλοί και στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού καθώς το πολιτικό σύστημα ένιωθε να απειλείται από τις κινητοποιήσεις των φοιτητών. Άλλωστε ήταν η πρώτη φορά μετά το 1933 που το αίτημα για ριζικές κοινωνικές αλλαγές έμοιαζε να αποκτά μαζικά χαρακτηριστικά, γεγονός που κλόνιζε την μεταπολεμική συναίνεση των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας εκλαμβανόταν έτσι από όλες τις πολιτικές δυνάμεις ως κίνδυνος για την δημοκρατία, καθώς η πολιτική αντιπαράθεση πλέον ξέφευγε από τα όρια του κοινοβουλίου, θίγοντας ζητήματα που όλοι οι πολιτικοί έβλεπαν ως αυτονόητες επιλογές. Η τοποθέτηση του αρχηγού της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών (και μελλοντικού πρωθυπουργού) Helmut Schmidt ότι ένα μέρος της νέας γενιάς έχει πολύ υψηλές απαιτήσεις από τη δημοκρατία και ότι ο ριζοσπαστισμός του μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση αντιδημοκρατικών απόψεων5 είναι από τις χαρακτηριστικότερες για τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική ηγεσία της χώρας στάθηκε απέναντι στην νεολαιίστικη εξέγερση.
Σύμφωνα πάλι με τον δημάρχου της πόλης Heinrich Albertz για τον θάνατο του Ohnesorg ευθύνονται πρωτίστως οι ίδιοι οι διαδηλωτές καθώς «ο νεκρός φοιτητής είναι το τελευταίο ελπίζω θύμα μιας εξέλιξης, η οποία προκλήθηκε από μια εξτρεμιστική μειοψηφία η οποία καταχράται την ελευθερία προκειμένου να φτάσει στον τελικό σκοπό της, την διάλυση της δημοκρατίας μας».6 Αυτή η «εξτρεμιστική μειοψηφία» όμως, οι κατά τον καγκελάριο Kiesinger «μικρές μιλιταριστικές ομάδες» 7 γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν απλά με την αστυνομική καταστολή.
Η απότομη μαζικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος αμέσως μετά από εκείνο το βράδυ, παρά το γεγονός ότι οι οργανωμένες δυνάμεις του θα παραμείνουν σχετικά μικρές 8, 9 οδήγησε στην εξάπλωση των κινητοποιήσεων σε όλη την χώρα. Οι φοιτητές που εισέβαλαν στα αμφιθέατρα και διέκοπταν τις παραδόσεις, απαιτώντας από τους καθηγητές να πάρουν θέση για τον πόλεμο στο Βιετνάμ ή αμφισβητώντας τον τρόπο διδασκαλίας τους και το αντικείμενο των σπουδών φάνταζε για τους περισσότερους από αυτούς ως η αρχή του τέλους για το Πανεπιστήμιο. Καθώς μετά τον πόλεμο δεν είχαν ληφθεί ουσιαστικές πρωτοβουλίες αποναζιστικοποίησης πολλά από τα ανώτερα ιδρύματα παρέμεναν υπό τον έλεγχο ανθρώπων που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί ή είχαν υπάρξει μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.
Τα πρόσωπα αυτά, ιδίως όταν επιχειρούσαν να υπερασπιστούν τις αξίες του δυτικού κόσμου , ήταν ιδιαίτερα ευάλωτα στην κριτική των φοιτητών τους, για τους οποίους η «σοβιετική απειλή» δεν φάνταζε πλέον πραγματική. Δεν προκαλεί έτσι εντύπωση το γεγονός ότι οι ριζοσπαστικοί φοιτητές κέρδιζαν ελάχιστες συμπάθειες εντός του καθηγητικού σώματος. Ακόμα και ο Jurgen Habermas, οι ιδέες του οποίου είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας τους, στεκόταν ιδιαίτερα κριτικά απέναντι τους. Οι περισσότεροι από αυτούς θα συμφωνούσαν με την άποψη ενός ανώνυμου καθηγητή του Πανεπιστημίου του Göttingen, ο οποίος υποστήριζε ότι «ένα Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να είναι δημοκρατικό».10 Έτσι μπορεί να ήταν πολλοί εκείνοι που δήλωναν έτοιμοι για διάλογο με τους φοιτητές τους, τον θεωρούσαν μόνο ως ένα «αναγκαίο κακό» προκειμένου οι σχολές να επιστρέψουν στην ομαλότητα.
Παρά την εξάπλωση του κινήματος και σε άλλες Πανεπιστημιουπόλεις το Δ. Βερολίνο παρέμεινε το κέντρο του. Στις 17 και 18 Φεβρουαρίου του 1968 ο Σοσιαλιστικός Γερμανικός Σπουδαστικός Σύνδεσμος (SDS) θα διοργανώσει στο Πολυτεχνείο της πόλης ένα συνέδριο για το Βιετνάμ, το οποίο θα προσελκύσει πάνω από 5.000 συμμετέχοντες και 44 αντιπροσώπους από 14 χώρες και θα ολοκληρωθεί με μια διαδήλωση 12.000 ατόμων. Λίγες μέρες αργότερα οι αρχές της πόλης, σε συνεργασία με τα πολιτικά κόμματα, τους εργοδότες, τα συνδικάτα, το εμπορικό και το βιοτεχνικό επιμελητήριο και τα μέσα ενημέρωσης θα καλέσουν σε μια μεγάλη κινητοποίηση «για την ελευθερία και την ειρήνη», ώστε να καταδειχθεί η «αληθινή βούληση των Βερολινέζων».
Την ημέρα εκείνη το ημερολόγιο θα έγραφε 21 Φεβρουαρίου οι διοργανωτές θα κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου η κινητοποίηση να έχει μαζικότητα. Οι δημόσιες υπηρεσίες θα κλείσουν νωρίτερα, τα μέσα μεταφοράς θα πραγματοποιήσουν ειδικά δρομολόγια, ενώ πολλές εταιρίες και συνδικάτα θα μεριμνήσουν ώστε οι εργαζόμενοι και τα μέλη τους να δώσουν το παρών. Τα 80.000 άτομα που θα μαζευτούν τελικά έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου (οι εφημερίδες θα κάνουν λόγο για 150.000 υποβαθμίζοντας παράλληλα τα εκτεταμένα έκτροπα που προκάλεσε μέρος των διαδηλωτών, όπως και τις αναφορές στην περίοδο του ναζισμού11) θα βαφτιστούν από τις αρχές και τον τύπο ως οι «πραγματικοί Βερολινέζοι», παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης δεν έλαβε μέρος στην κινητοποίηση.
Τα μηνύματα των ομιλητών της εκδήλωσης ήταν ξεκάθαρα και δεν χωρούσαν παρερμηνείας και μπορούν να συμπυκνωθούνστην φράση «στο Δ. Βερολίνο δεν υπάρχει χώρος για αντίθετες απόψεις». Ο δήμαρχος της πόλης Klaus Schütz στην ομιλία του θα τονίσει πως «αυτή η πόλη δεν ανήκει στους εξτρεμιστές, αλλά σε εκείνους που με στερήσεις την ξαναέχτισαν»,12με τον Kurt Neubauer να προσθέτει ότι «οι Αμερικάνοι εγγυώνται την ελευθερία της πόλης και δεν θα αφήσουμε κανέναν να τους προσβάλει».13 Το τι σήμαινε αυτό στην πράξη ίσως θα μπορούσαν να μας το διηγηθούν καλύτερα οι εκατοντάδες άνθρωποι που δέχτηκαν την επίθεση οργανωμένων ομάδων τραμπούκων, στις οποίες συμμετείχαν και μέλη της νεολαίας των χριστιανοδημοκρατών, που υπό το βλέμμα της αστυνομίας ξυλοκοπούσαν στους αριστερούς αντιδαιδηλωτές αλλά και σε όποιον απλά έμοιαζε με φοιτητή.
Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του θεωρητικού ηγέτη του SDS και εικόνας του φοιτητικού κινήματος Rudi Dutschke στις 11 Απριλίου από τον JosefErwinBachmann, θαυμαστή του Χίτλερ και συστηματικού αναγνώστη της εφημερίδας Bild, θα οδηγήσει στην κορύφωση των γεγονότων του «γερμανικού ‘68». Την επόμενη ημέρα δεκάδες χιλιάδες νεολαίοι διαδηλώνουν σε διάφορες πόλεις της χώρας ζητώντας την τιμωρία του δράστη αλλά και εναντίον της μονόπλευρης και υποκινούμενης ενημέρωσης των εφημερίδων του εκδοτικού συγκροτήματος Springer, με τις εκτεταμένες οδομαχίες να περνούν στην ιστορία ως «ταραχές του Πάσχα».
Εκτός όμως από το Βιετνάμ και την κατάσταση στα Πανεπιστήμια το κίνημα πυροδοτούσε και η πρόθεση της κυβέρνησης να δημιουργήσει μια ειδική νομοθεσία για την αντιμετώπιση καταστάσεων «έκτακτης ανάγκης», η οποία θα τίθεντο σε ισχύ σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, εχθρικής εισβολής ή εσωτερικών αναταραχών. Σε τέτοιες περιστάσεις προβλεπόταν η δυνατότητα άρσης των συνταγματικών ελευθεριών και μεταβίβασης των εξουσιών του κοινοβουλίου σε μια ειδική επιτροπή, η οποία θα αποτελούνταν από μέλη της Άνω και της Κάτω Βουλής και θα ήταν επιφορτισμένη με συγκεκριμένα καθήκοντα και εξουσίες.14 Η τελική ψήφιση του νομοσχεδίου στις 30 Μαΐου θα αποτελέσει σημαντική ήττα του κινήματος και θα κλείσει ουσιαστικά τον μεγάλο εξεγερσιακό κύκλο που είχε ανοίξει στις 2 Ιουνίου του 1967. Οι κινητοποιήσεις θα χάνουν σε μαζικότητα και οι προσπάθειες να πειστεί η συνδικαλιστική ηγεσία να προκηρύξει γενική απεργία θα αποβούν άκαρπες, καθώς εκείνη θα αντιτείνει ότι η αντίδραση εναντίον μιας απόφασης που είχε ληφθεί με τόσο ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία αντέβαινε τις βασικές αρχές της δημοκρατίας.
Από το φθινόπωρο του 1968 η αντιπαράθεση των φοιτητών με τις αρχές μεταφέρθηκε έτσι στις δικαστικές αίθουσες, όπου πολλά μέλη του κινήματος θα βρεθούν κατηγορούμενα. Όπως και οι καθηγητές έτσι και οι δικαστές αποτελούσαν ένα σώμα το οποίο αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως μια ελίτ η οποία έστεκε πάνω από την κοινωνία και ήταν υπεράνω κριτικής. Έχοντας συνηθίσει να εμπνέει τον φόβο τόσο στους κατηγορουμένους όσο και στους μάρτυρες η εξουσία αυτή ερχόταν τώρα αντιμέτωπη με τον δυναμισμό ανθρώπων που όχι μόνο δεν έδειχναν να εντυπωσιάζονται από τους αυστηρούς κυρίους της έδρας και τους (γραπτούς ή άγραφους) κανόνες της δικαστικής αίθουσας αλλά αμφισβητούσαν και ανοιχτά και την ίδια της την φύση.
Συνολικά περισσότερες από 10.000 προδικασίες θα κινηθούν εναντίων ατόμων που είχαν συλληφθεί κατά την διάρκεια κινητοποιήσεων.15 Αν και πολλές από αυτές τις υποθέσεις δεν θα φτάσουν ως το στάδιο της εκδίκασης μέχρι και το 1969 θα διεξαχθούν γύρω στις 2.000 δίκες,16 με τον αριθμό των κατηγορουμένων να είναι βέβαια μεγαλύτερος. Μερικές από τις πιο συνηθισμένες κατηγορίες που τους αποδίδονταν ήταν παρακώληση της κυκλοφορίας, διατάραξη της κοινής ειρήνης, συμμετοχή σε απαγορευμένη διαδήλωση και αντίσταση κατά της αρχής. Στον Rudi Dutschke θα απαγγελθούν μεταξύ άλλων κατηγορίες για προσβολή της κυβέρνησης και της αστυνομίας του Βερολίνου, προτροπή για καταστροφή περιουσίας και για ανυπακοή, διατάραξη της δημόσιας ειρήνης και της θείας λειτουργίας και πρόκληση σωματικής βλάβης.17 Πολλές βέβαια από τις ποινές που επιβάλλονταν είχαν ανασταλτικό χαρακτήρα, αν και αρκετοί κατηγορούμενοι θα καταδικαστούν σε ποινές φυλάκισης, κατά κανόνα ορισμένων μηνών.18
(συνεχίζεται)
1 Το 1965 ο αριθμός των φοιτητών στην ΟΔΓ και στο Δ. Βερολίνο ανερχόταν σε 306.600, ήταν δηλαδή 50.000 περισσότεροι από όσους χωρούσαν στα αμφιθέατρα, στα εργαστήρια και στα σεμινάρια και υπερδιπλάσιοι από ότι πριν από 15 χρόνια. περ. Spiegel. DuschefürdenGeist 49/1967 σ.48
2 Σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου κοινωνικών ερευνών στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με τίτλο «φοιτητής και πολιτική» που αφορούσε την πολιτική συνείδηση των φοιτητών της Φρανκφούρτης τα 2/3 ήταν απολίτικοι, το 16% ως απολυταρχικό, ενώ μόνο στο 9% οι ερευνητές αναγνώριζαν μια σαφώς δημοκρατική τοποθέτηση. Frei Norbert: 1968 Jugendrevolte und globaler Protest. München: Deutscher Taschenbuch Verlag 2008σ. 105
3 Στο Δ. Βερολίνο υπήρχαν δύο Πανεπιστήμια και τέσσερις ανώτερες σχολές. Το χειμερινό εξάμηνο του εκπαιδευτικού έτους 1965/66 σε αυτά τα ιδρύματα ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών έφτανε τις 28.886, εκ των οποίων 15.438 στο ελεύθερο Πανεπιστήμιο, 9.671 στο Πολυτεχνείο, 2.355 στην παιδαγωγική, 427 στην μουσική και 266 στην εκκλησιαστική σχολή. περ. Spiegel. Νein, Nein, Nein 24/1967 σ.46
4. περ. Spiegel. Sei es mit Gewalt. 9/1968 σ.25
5εφημ. Welt am Sonntag 16.07.1967 σ.4
6εφημ. B.Z 09.06.1967 σ.2
7 περ. Spiegel. Zwei Drittel zum Protest bereit. 8/1968 σ.40
8 Αν και δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία για τον συνολικό αριθμό των μελών του σοσιαλιστικού σπουδαστικού συνδέσμου, ο οποίος ήταν ο βασικός φορέας και οργανωτής της νεολαιίστικης διαμαρτυρίας , υπολογίζεται ότι τα μέλη του αυξήθηκαν από τα 1.200 το 1966 σε 2.500 το φθινόπωρο του 1967, μετατρέποντας τον στην μαζικότερη φοιτητική οργάνωση της εποχής WienhausAndrea: Bildungswegezu 1968. Eine Kollektivbiographie des Sozialistischen Deutschen Studentenbundes. Bielefeld: transcript Verlag 2014 σ.46
9 Υπολογίζεται επίσης ότι η αντίστοιχη οργάνωση που είχε δημιουργηθεί στους μαθητές, η AUSS (AktionszentrumUnabhängigerundSozialistischerSchüler), συσπείρωνεσταμέσατου 1968 γύρωστα 3.000 άτομα. Elberfeld Jens: Von der Sünde zur Selbstbestimmung. Zum Diskurs kindlicher Sexualität (Bundesrepublik Deutschland 1960-1990). στο: Bänzinger Peter-Paul, Beljon Magdalena (επιμ.) Sexuelle Revolution? Zur Geschichte der Sexualität im deutschsprachigem Raum seit dem 1960er Jahren. Bielefeld: εκδόσεις transcirpt 2015 σ.259
10
11«οι πολιτικοί εχθροί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τον Αδόλφο (σ.σ Χίτλερ) αυτά δεν θα γινόντουσαν, Dutschke εθνικός εχθρός νούμερο ένα, κόψτε τους τα μαλλιά – σκοτώστε τους στο ξύλο», ήταν μερικές μόνο από τις απόψεις των συγκεντρωμένων εκείνη την ημέρα. (από διάφορες εφημερίδες)
12LoreckJochen: Schauplatz Berlin http://www.ksta.de/schauplatz-berlin-13711220
13εφημ. B.Z 22.02.1968 σ.2
14 Η εκλεγμένη αυτή επιτροπή αυτή θα συντίθεντο από 22 μέλη του κοινοβουλίου και από έναν εκπρόσωπο κάθε κρατιδίου στην Άνω Βουλή. Εάν τα 2/3 αυτού του σώματος έκριναν ότι το κοινοβούλιο αδυνατούσε να λειτουργήσει, είχε την δικαιοδοσία να πάρει σειρά προαποφασισμένων από το κοινοβούλιο μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Teschke P. John: Hitlers Legacy. West Germany confronts the aftermath of the Third Reich. New York: Peter Lang Publishing 1991,2001σ.201
15 περ. Spiegel. Bloße Flanken 45/1969 σ.89
16 περ. Spiegel. Über Maß 45/1968 σ.76
17 εφημ. Bild am Sonntag 21.01.1968 σ.4