Ενα χαρτοκιβώτιο, ένα πάπλωμα, λίγα ρούχα και μερικά σκεύη, στριμωγμένα στη γωνία μιας σκοτεινής στοάς στο κέντρο της Αθήνας. Τέσσερις πλάκες πεζοδρομίου, όλες κι όλες, το δάπεδο του «σπιτιού» του άστεγου συμπολίτη. Εκεί στον τοίχο που τελειώνει η στοά κι είναι κάπως προφυλαγμένη η γωνιά της από τη βροχή και τον αέρα, βρήκε ένα πρόχειρο αποκούμπι, για να μπορέσει να κοιμηθεί. Εγκαταλειμμένος απ’ όλους, στην απελπιστική μοναξιά του κι ας περνούν από δίπλα του εκατοντάδες αδιάφοροι περαστικοί, δίχως να του ρίχνουν μια ματιά.
Λίγο πιο κάτω ένα παλιό σπίτι, κλειστό, σκονισμένο, με ερμητικά σφαλισμένα παράθυρα κι απέναντι, άλλο ένα διώροφο νεοκλασικό, σφραγισμένο κι αυτό, με τσιμεντόλιθους στις πόρτες, στέκει σκοτεινό, απροσπέλαστο, νεκρό. Και τα δύο, χωρίς κανένα άνοιγμα, μέσα στη μελαγχολική ερημιά τους, περιμένουν μάταια τον μελλοντικό τους ένοικο. Μέσα σε δέκα βήματα, αντικρίζεις όλη την αντίφαση της σύγχρονης μεγαλούπολης, όλη τη σκληρότητα, όλη την παράνοια: ο άστεγος να κοιμάται έξω στον δρόμο, δίπλα ακριβώς στις κλειδαμπαρωμένες κατοικίες. Τα ακατοίκητα σπίτια, απέναντι στο «κατοικημένο» πεζοδρόμιο.
Σε μια πόλη που μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ολοένα και περισσότερο αλώνεται από τον μαζικό τουρισμό, δίπλα στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία και τις αστραφτερές τράπεζες, δείγματα –όπως επαίρονται οι κυβερνώντες– μιας πολυδιαφημισμένης ανάπτυξης, οι άστεγοι της Αθήνας που χρόνο τον χρόνο πολλαπλασιάζονται, αποδομούν και καταρρίπτουν τον επικοινωνιακό μύθο του success story της κυβέρνησης. Θαμπώνουν και χαλάνε, με την «ενοχλητική παρουσία» τους, την καλογυαλισμένη βιτρίνα. Οι περιπλανώμενοι ρακένδυτοι που ψάχνουν στα σκουπίδια της πλεονεξίας μας, συντρίβουν τα φανταχτερά σκηνικά μιας κοινωνίας που αποστρέφει το βλέμμα από τον καθρέφτη, μη θέλοντας να αντικρίσει το αληθινό της πρόσωπο.
Το πρόβλημα στέγης στις πόλεις της χώρας μας μέρα τη μέρα διογκούται και αποκτά διαστάσεις χιονοστιβάδας, με απρόβλεπτες συνέπειες. Οι τιμές των ακινήτων είναι απλησίαστες για την πλειονότητα των πολιτών. Τα ενοίκια έχουν εκτιναχτεί σε δυσθεώρητα ύψη και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού εκτοπίζονται από τις γειτονιές τους, αφού αναγκάζονται να καταφύγουν αλλού, προκειμένου να βρουν φτηνότερη στέγη. Η πόλη μεταλλάσσεται με βίαιο και ανεξέλεγκτο τρόπο, με θύματα χιλιάδες συμπολίτες μας, οι οποίοι ασφυκτιούν μέσα σε συνθήκες αυξανόμενης ακρίβειας, αγωνιώντας για το αύριο που ξημερώνει.
Η στέγη από κοινωνικό αγαθό κατάντησε στις μέρες μας κοινό καταναλωτικό προϊόν που το εμπορεύονται αδίστακτοι κερδοσκόποι. Στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας τα κτίρια, το ένα μετά το άλλο, αλλάζουν χρήση, οι πολυκατοικίες εξαφανίζονται και μετατρέπονται σε ξενοδοχεία, Airbnb, εμπορικά πολυκαταστήματα. Το ίδιο και ο δημόσιος χώρος, «ευπρεπίζεται», εκσυγχρονίζεται, αποκτά μια γυαλιστερή, κοσμοπολίτικη δήθεν όψη, ενός κακόγουστου και αρχοντοχωριάτικου, κατά τα άλλα, lifestyle. Πλατείες, πεζοδρόμια γεμίζουν τραπεζοκαθίσματα, καταλαμβάνονται από απίστευτης ασχήμιας στέγαστρα που σταδιακά κλείνονται με τζαμαρίες και άθλιες ζελατίνες. Το ιδιωτικό τείνει να απλωθεί παντού και να πνίξει κάθε ελεύθερο υπαίθριο δημόσιο χώρο, έτσι που να μη βρίσκεις χώρο να καθίσεις δίχως να πληρώσεις.
Η Αθήνα εκποιείται και μετατρέπεται σ’ ένα τεράστιο ξενοδοχείο. Οι μόνιμοι κάτοικοι εκδιώκονται από το επιθετικό real estate προς τις φτωχότερες λαϊκές γειτονιές της περιφέρειας, ενώ πολλές δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία ετοιμάζονται να μεταφερθούν στην ΠΥΡΚΑΛ, προκειμένου να αφήσουν ελεύθερα τα κτίριά τους στο κέντρο, για κερδοσκοπική τουριστική εκμετάλλευση. Την ίδια ώρα, όλα τα υπόλοιπα παλιά ακατοίκητα κτίρια στέκουν –χρόνια τώρα– σαν φαντάσματα μέσα στον αστικό ιστό, περιμένοντας τη μελλοντική τους «αξιοποίηση».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φρόντισε βίαια να επιτεθεί και να εκκενώσει κάθε κατειλημμένο κτίριο που συμβόλιζε στην πόλη μια άλλη αντίληψη κατοίκησης, ένα άλλο όραμα για την πόλη. Μια διαφορετική προσέγγιση συλλογικής διαχείρισης –από τα κάτω– των εγκαταλελειμμένων κτιρίων που αναζωογονούσε τις γειτονιές της Αθήνας, την οποία προφανώς ούτε ήθελε ούτε και θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει ο σημερινός πρωθυπουργός. Σήμερα, τα κτίρια αυτά στέκουν πάλι ακατοίκητα, νεκρά, ανθυγιεινές εστίες συσσώρευσης σκουπιδιών, σαν πυρήνες «θανάτου» μέσα στον ζωντανό κοινωνικό ιστό.
Το ακραίο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης αφήνει πάνω στην πόλη τα σημάδια του πιο απάνθρωπου και στυγνού προσώπου του. Η πλήρης αδιαφορία για τον αδύναμο είναι πρωτοφανής, σ’ ένα κράτος που έχει απολέσει κάθε ίχνος πρόνοιας. Η κοινωνική κατοικία δεν αποτελεί προτεραιότητα σε μια πολιτεία που βαυκαλίζεται πως είναι τάχατες πολιτισμένη και δημοκρατική. «Η δημοκρατία δεν είναι νόμος της πλειονότητας, αλλά η προστασία της μειονότητας»1, έγραφε πριν από χρόνια ο Αλμπέρ Καμί. Στη χώρα μας, αντιθέτως, καταστρατηγούνται τα πάντα στο όνομα του κέρδους και της αρπαχτής, υποθηκεύοντας, για άλλη μία φορά, το μέλλον των επόμενων γενιών. Θαρρείς και δεν διδαχτήκαμε τίποτα από τις προηγούμενες κρίσεις, την οικονομική καταβαράθρωση και τα μνημόνια.
Η πόλη διαμελίζεται έτσι σε μικρές και ασύνδετες μεταξύ τους επικράτειες, με διαφορετικά ταξικά χαρακτηριστικά. Η κυβέρνηση εντείνει και πολλαπλασιάζει τις κοινωνικές-οικονομικές ανισότητες, αδιαφορεί προκλητικά για την καθημερινότητα των πολιτών και οδηγεί με τις αδίστακτες και καταστροφικές πολιτικές της τη συσσώρευση του πλούτου στα χέρια των ολίγων και ισχυρών, εις βάρος των πολλών αλλά και της χώρας της ίδιας. Η κοινωνία κονιορτοποιείται και σπρώχνεται, μέρα τη μέρα, στη φτωχοποίηση και την ανέχεια. Ανθρωποι κάθε ηλικίας οδηγούνται στο περιθώριο, στην επισφάλεια, στην απόγνωση. Η ζωή γίνεται για τους πολλούς ακόμη πιο δυσβάσταχτη, ανυπόφορη, ζοφερή.
Η πόλη αποδιώχνει, δεν προσκαλεί! Οι πολίτες προσπαθούν μέσα σ’ αυτή την αστική ζούγκλα να επιβιώσουν ο καθένας μόνος του, ακολουθώντας τον αδιέξοδο δρόμο του ατομικισμού και της ιδιώτευσης, αλλά όπως είναι φυσικό συντρίβονται, αφού μόνοι τους είναι ανίσχυροι να παλέψουν για το δίκιο τους. Η μοιρολατρία έχει απλωθεί στην ελληνική κοινωνία και η πεποίθηση ότι «τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει» τείνει να εδραιωθεί, οδηγώντας στην απομόνωση και την παραίτηση.
«Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία συλλογικότητας. (…) Αυτό που μας βοήθησε να επιβιώσουμε ώς σήμερα είναι η αίσθηση της κοινότητας που μας διακατέχει»2, σημειώνει ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο. Ετσι, ακόμη και μέσα σ’ αυτήν τη σκοτεινιά, αναδύονται εκεί που δεν το περιμένεις φωτεινές εστίες ελπίδας και αντίστασης. Είναι οι συλλογικότητες των ενεργών πολιτών που στηρίζονται στη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη και αυτο-οργανώνονται από τα κάτω, σε μικρές, ακηδεμόνευτες ομάδες σε κάθε γειτονιά. Τους φέρνουν κοντά και τους ενώνουν τα κοινά προβλήματα, οι κοινοί αγώνες, το ίδιο όνειρο. Σιγά σιγά συνδέονται μεταξύ τους κι όλοι μαζί διεκδικούν το αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμά τους στην πόλη. Το μεγάλο στοίχημα είναι, στη βάση ακριβώς των κοινών διεκδικήσεων, να αποτελέσουν ένα παλλαϊκό κίνημα που θα απαιτήσει και θα κατορθώσει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τις γειτονιές τους. Να πάρουν, κοντολογίς, τη ζωή στα χέρια τους!
Οι λύσεις, γνωστές από καιρό. Τα χιλιάδες ακατοίκητα σπίτια που τα περισσότερα έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα και με τα χρόνια καταρρέουν, πρέπει επειγόντως να επισκευαστούν (με την αρωγή του κράτους) και να αποδοθούν με ευνοϊκούς όρους χαμηλής μίσθωσης στους ανθρώπους που δεν έχουν στέγη. Μόνον έτσι θα συντηρηθούν και θα διασωθούν, αποτελώντας πάλι ενεργά και ζωντανά κύτταρα του αστικού ιστού. Οταν γκρεμιστούν οι τσιμεντόλιθοι που τα φράζουν, αποξηλωθούν οριστικά οι λαμαρίνες που τα πνίγουν, ανοίγοντας διάπλατα τα παράθυρά τους και πλημμυρίζοντάς τα πάλι με φως και φρέσκο αέρα. Οταν, δηλαδή, φωλιάσει ξανά η ζωή μέσα στους χώρους τους.
1. Αλμπέρ Καμί, Σημειωματάρια 1951-1959, Πατάκης, Αθήνα 2022
2. Σεμπαστιάο Σαλγάδο, Από τη γη μου στη γη, Στερέωμα, Αθήνα 2016
*Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ