Πηγή: SLpress
Στην σύγχρονη διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνικο-οικονομική συζήτηση, ιδιαίτερα κατά την τελευταία διετία της πανδημίας του κορονοϊού, τρία είναι, μεταξύ των άλλων, τα κεντρικά κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα: πρώτον, το επίπεδο επάρκειας του κοινωνικού κράτους, δεύτερον, οι ανισότητες και τρίτον η κλιματική αλλαγή.
Όμως, παρά ταύτα, οι διεθνείς και ευρωπαϊκοί Οργανισμοί, τα διεθνή και ευρωπαϊκά Forum κ.λπ., στις σχετικές επεξεργασίες και αναλύσεις τους διατυπώνουν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, προτάσεις διαχειριστικού και διευθετικού χαρακτήρα. Παραβλέποντας στις προσεγγίσεις τους να διερευνήσουν και να κατανοήσουν, για τους δικούς τους λόγους, ότι τα τρία αυτά σοβαρά προβλήματα είναι εγγενώς συνυφασμένα με τις διάφορες φάσεις της διεθνούς και ευρωπαϊκής καπιταλιστικής δραστηριότητας και των ασκούμενων διαχρονικά οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών.
Κι’ αυτό γιατί ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζεται, κατά βάση, από την ιδιωτική ιδιοκτησία, την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των ατόμων με την χρήση των μηχανισμών της αγοράς για τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής τους (J.Muller, 2013).
Έτσι, στην πορεία εξέλιξης και μεταμόρφωσης του καπιταλισμού από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα, η συντελούμενη ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής συνδέθηκε με την δημιουργία και την διεύρυνση των ανισοτήτων καθώς και την ανάλωση των φυσικών πόρων. Σε βαθμό τέτοιοι, που από το τελευταίο τέταρτο του 20ο αιώνα μέχρι το πρώτο τέταρτο του 21ο αιώνα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, να έχει συντελεσθεί η βαθύτερη κοινωνική αποσύνθεση και περιβαλλοντική καταστροφή.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η μείωση των ανισοτήτων που παρατηρείται ιστορικά σε συγκεκριμένες περιόδους (1900-1910) και (1950-1960) του “βιομηχανικού καπιταλισμού” στις ανεπτυγμένες χώρες, ήταν το αποτέλεσμα των δημόσιων πολιτικών που εφαρμόσθηκαν, για την αντιμετώπιση των σοβαρών συνεπειών των προηγηθέντων πολέμων.
Η δυσμενής μετατόπιση
Με άλλα λόγια, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η δυναμική της παραγωγής και της κατανομής του πλούτου, εξαρτάται, κατά βάση, από τους κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Οι συσχετισμοί αυτοί σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων τείνουν προς τη σύγκλιση ή την απόκλιση, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει καμία φυσική και αυτόματη διαδικασία στις συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου που θα απέτρεπε τις εγγενείς τάσεις διεύρυνσης των ανισοτήτων (Th. Piketty, 2014), όπως και της φτωχοποίησης του πληθυσμού και της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, το επίκεντρο της ανασφάλειας και των ανισοτήτων, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα μετατοπίζεται από την φύση στην οικονομία, ενώ κατά τον 20ο και 21ο αιώνα μετατοπίζεται και στην οικονομία και στην φύση. Στην πορεία αυτής της μετατόπισης του “καπιταλιστικού επίκεντρου”, κερδίζουν έδαφος, στην κοινωνικο-οικονομική και πολιτική σκέψη, οι απόψεις ότι η συντελούμενη, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, “δίδυμη ανασφάλεια” απειλεί την διεθνο-ευρωπαϊκή οικονομία και δημοκρατία.
Παράλληλα, η σταδιακή ένταξη στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Ασίας, σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελευθεροποίησης χαμηλού κόστους και άνισης ανταλλαγής πρώτων υλών, ενεργειακών πόρων, κεφαλαίου, επιχειρήσεων, προϊόντων, εργασίας, τεχνολογίας, κ.λ.π., συνέβαλε στην μετάβαση από “τον βιομηχανικό στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό”.
Διεύρυνση των ανισοτήτων
Η παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων συντελείται, ιδιαίτερα από τις αρχές του 21ου αιώνα, περισσότερο με νέες τεχνολογίες και λιγότερο με τις ικανότητες των εργαζομένων. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι η μετάβαση προς την παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελευθεροποίηση με τις συντελούμενες συνθήκες και προϋποθέσεις, υποστηρίζεται στις μέρες μας ότι απειλείται, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και των συνεπειών που σε σύντομο χρονικό διάστημα επέφερε στην διεθνή και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Απειλείται από την από-παγκοσμιοποίηση ή από την επιστροφή του έθνους-κράτους ή κατά την γνώμη μας από την αναδιάρθρωση της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελευθεροποίησης, ως γεω-οικονομικό, γεω-στρατηγικό και γεω-πολιτικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι συντελούμενες ριζικές τεχνολογικές και παραγωγικές αλλαγές, τόσο του παρελθόντος και του παρόντος όσο και του μέλλοντος, θα μετατοπίσουν, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελευθεροποίησης, το κέντρο βάρους του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων προς την κατεύθυνση των επερχόμενων νέων συνθηκών της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Όπως επίσης, της περιθωριοποίησης της μαζικής απασχόλησης στους χώρους εργασίας, της διεύρυνσης όλων των μορφών ευελιξίας της απασχόλησης (αμοιβών, χρόνου εργασίας, συμβάσεων εργασίας, κλπ), της διεύρυνσης του κράτους-φιλανθρωπίας, της αύξησης των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων και της φτωχοποίησης του πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι ένας στους τρείς πολίτες των χωρών του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) βρίσκεται σήμερα στο όριο της φτώχειας.
Όμως, οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις και προοπτικές των ανισοτήτων και του κράτους φιλανθρωπίας, εμπεριέχουν, σε μία προσέγγιση κοινωνικής δυναμικής, την στρατηγική και πολιτική επιλογή του μη ντετερμινισμού των ανισοτήτων, με την έννοια της δυνατότητας αξιοποίησης πολιτικών, θεσμικών και δημοκρατικών ανατροπών των ασκούμενων πολιτικών σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, οι οποίες αναπαράγουν το μοντέλο της υψηλής κερδοφορίας, με την φτωχοποίηση σημαντικού τμήματος του πληθυσμού.