23.5 C
Athens
Πέμπτη, 5 Ιουνίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Απόλυση στην κυβέρνηση της ΝΔ κι όχι στους υπαλλήλους, του Νίκου Δαμιανάκη

 

Η Αριστερά, το Σύνταγμα και η μόνιμη εργασία στο Δημόσιο

Η εργασιακή ανασφάλεια αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, με βαθύτερες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των εργαζομένων. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί στο παρελθόν, η αστάθεια στην αγορά εργασίας οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και απώλειας αυτοεκτίμησης. Η απουσία μακροπρόθεσμης ασφάλειας μεταφράζεται σε συνεχή φόβο για το μέλλον, υπονομεύοντας τη ψυχολογική ευεξία. Θα πρέπει με κάθε τρόπο να επισημαίνεται πως ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετατρέψει την εργασία σε μια μορφή «βιολογικής διαχείρισης», όπου ο εργαζόμενος θεωρείται απλώς ένα αναλώσιμο στοιχείο παραγωγής.

Η εργασιακή ανασφάλεια ως  καταστρατήγηση  του Συντάγματος

Στον πυρήνα αυτής της κατάστασης βρίσκεται ο νόμος της αξίας στον καπιταλισμό, ο οποίος τονίζει ότι η εργασία έχει υποταχθεί πλήρως στις απαιτήσεις της κερδοσκοπίας. Ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα στη μορφή του «ελεύθερου χρόνου» που προάγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, βασίζεται στην εκμετάλλευση και την ευελιξία, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι ζουν σε μόνιμη αβεβαιότητα. Μελέτες επιβεβαιώνουν ότι οι μη σταθεροί μισθωτοί αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ψυχιατρικών διαταραχών σε σύγκριση με όσους διαθέτουν μόνιμες θέσεις εργασίας.

Η εργασιακή ανασφάλεια δεν είναι ένα νέο φαινόμενο, αλλά μια δομική πτυχή του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία εντείνεται σε περιόδους οικονομικών κρίσεων και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Ο Guy Standing το 2011, περιέγραψε μια νέα τάξη εργαζομένων που ζει σε μόνιμη αβεβαιότητα, χωρίς κοινωνικές ασφαλίσεις ή μακροπρόθεσμες προοπτικές. Αυτό το μοντέλο έχει εφαρμοστεί πλήρως στην Ελλάδα μετά τη χρεοκοπία του 2010, όπου οι μνημονιακές πολιτικές επέβαλαν μαζικές περικοπές και ευέλικτες μορφές απασχόλησης.

Ο Karl Marx, στο «Κεφάλαιο» (1867), ανέλυσε πώς ο καπιταλισμός βασίζεται στη συστηματική εκμετάλλευση της εργασίας για τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Στη σύγχρονη εποχή, αυτή η λογική έχει εξελιχθεί σε μια μορφή «υπερευελιξίας», όπου οι εργαζόμενοι θεωρούνται αναλώσιμοι πόροι. Ο David Harvey, στο «The Condition of Postmodernity» (1989), περιγράφει πώς η νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει δημιουργήσει ένα «υγιές» κλίμα για τις επιχειρήσεις, αλλά μια «τοξική» πραγματικότητα για τους εργαζόμενους.

Σύμφωνα με έρευνες της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας το 2019, οι χώρες με υψηλά ποσοστά προσωρινής απασχόλησης παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης, άγχους και ακόμη και αυτοκτονιών. Στην Ελλάδα, μετά την εφαρμογή των μνημονίων, η ψυχική υγεία των εργαζομένων επιδεινώθηκε δραματικά. Μελέτες πανεπιστημίων της χώρας (όσα ακόμα δεν έχουν υποταχθεί στην Αγορά και στο καθεστώς της ΝΔ)  διαπίστωσαν ότι το 42% των εργαζομένων με προσωρινά συμβόλαια αντιμετώπιζαν κλινικά σημαντικά συμπτώματα άγχους, σε σύγκριση με το 18% των μόνιμων υπαλλήλων.

Στην Ελλάδα, αυτό εκφράζεται μέσω των νόμων περί εργασιακών σχέσεων που ψηφίστηκαν μετά το 2010. Ο Νόμος 3899/2010 (πρώτο μνημόνιο) κατήργησε τη συλλογική διαπραγμάτευση και επέτρεψε τις ατομικές απολύσεις χωρίς αιτιολογία. Ο Νόμος 4808/2021, που ψηφίστηκε από τη κυβέρνηση Μητσοτάκη, εισήγαγε την αξιολόγηση ως κριτήριο απόλυσης στο δημόσιο, καταργώντας ουσιαστικά τη μονιμότητα.

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προωθεί μια πολιτική μαζικών απολύσεων στο δημόσιο τομέα, καταργώντας τη μόνιμη θέση εργασίας, ένα από τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα.  Συνταγματολόγοι στη χώρα μας, επισημαίνουν ότι αυτή η κίνηση είναι μια σαφής παραβίαση του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει τη σταθερότητα της δημόσιας απασχόλησης. Η κυβερνητική ρητορική περί «αποδοτικότητας» και «εξυγίανσης» αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια προσπάθεια να επιβληθεί ένα μοντέλο ιδιωτικοποίησης και εργασιακής αστάθειας.

Οι προτεινόμενες αλλαγές στο δημόσιο προβλέπουν ότι χιλιάδες εργαζόμενοι θα απολυθούν με το κριτήριο της «αξιολόγησης», ένα σύστημα γεμάτο ασάφειες και αυθαιρεσία. Η ΔΟΕ και η ΑΔΕΔΥ έχουν καταδικάσει αυτές τις ενέργειες ως αντισυνταγματικές, υπογραμμίζοντας ότι η μόνιμη θέση δεν είναι «προνόμιο», αλλά μια βασική εγγύηση για την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια των δημοσίων υπαλλήλων.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ωστόσο, επιμένει στην πολιτική της, χρησιμοποιώντας τη ρητορική της «εκσυγχρονισμού» για να δικαιολογήσει την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτή η στρατηγική δεν έχει σχέση με τη βελτίωση των υπηρεσιών, αλλά με τη δημιουργία ενός πιο καταπιεστικού εργασιακού περιβάλλοντος. Έτσι πρέπει να γίνει σαφές πως, κατάργηση της μονιμότητας θα οδηγήσει σε μια γενικευμένη ανασφάλεια, όπου κανένας εργαζόμενος δεν θα νιώθει ασφαλής.

1ο Συμπέρασμα

Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις απολύσεις στο δημόσιο δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική στρατηγική, αλλά μια βαθιά αντιλαϊκή και αντισυνταγματική προσέγγιση που ενισχύει την εργασιακή ανασφάλεια και υποβαθμίζει τη δημόσια υγεία. Η καταστροφή των εργασιακών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με την υπονόμευση του Συντάγματος, δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο για το μέλλον της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.

  1. Η αντισυνταγματική κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο

Το Άρθρο 22 του Ελληνικού Συντάγματος προστατεύει τη «σταθερότητα της δημόσιας απασχόλησης», θεωρώντας τη μονιμότητα ως εγγύηση για την αμερόληπτη λειτουργία του κράτους. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με το Σχέδιο Νόμου για την «Αξιολόγηση και την Επιλογή Προσωπικού» (2023), επιχείρησε να καταργήσει αυτό το συνταγματικό δικαίωμα.

Ο Συνήγορος του Πολίτη το 2022  εξέδωσε έκθεση που καταδικάζει αυτές τις αλλαγές ως «αντισυνταγματικές», υπογραμμίζοντας ότι, η μονιμότητα και δεν είναι «προνόμιο», αλλά προϋπόθεση για την ανεξαρτησία του δημοσίου τομέα αλλά και ότι, κατάργησή της θα οδηγήσει σε πολιτικές πιέσεις και αυθαιρεσίες, καθώς οι υπάλληλοι θα φοβούνται τις απολύσεις αν δεν ευθυγραμμιστούν με την κυβερνητική γραμμή.

Το ΣτΕ (Συμβούλιο της Επικρατείας), σε πολλές αποφάσεις του (π.χ. Αρ. 2345/2020), έχει τονίσει ότι οι μαζικές απολύσεις χωρίς αντικειμενικά κριτήρια παραβιάζουν το Σύνταγμα. Ωστόσο, η κυβέρνηση προχώρησε σε αυτές τις αλλαγές χωρίς συνταγματικό πλαίσιο.

2.1. Ένα παράδειγμα καταστροφής εργασιακών δικαιωμάτων, όχι και τόσο μακρινό.

Στην Ελλάδα, μετά το 2010, τα μνημόνια επέβαλαν μια ανάλογη πολιτική σκληρής λιτότητας. Πάνω από 150.000 δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν, ενώ η ανεργία έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 27%. Ο ΟΑΣΑ, στην έκθεσή του για το 2021, κατέγραψε μια τραγική αύξηση των αυτοκτονιών κατά 35%, συνδέοντας άμεσα αυτή την έκρηξη με την οικονομική αβεβαιότητα και την κοινωνική απόγνωση.

Στη σημερινή Ελλάδα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει αυτή την πολιτική υπό το πρόσχημα της «ψηφιακής μετάβασης». Χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιαίτερα στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας, απειλούνται με απόλυση. Αυτή η στρατηγική δεν είναι τυχαία: όπως έδειξε η ιστορία, η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα ανοίγει το δρόμο για ιδιωτικοποιήσεις και περαιτέρω μείωση των εργασιακών δικαιωμάτων.

2.2. Οι κοινωνικές και οικονομικές Συνέπειες της κατάργησης της μονιμότητας στο Δημόσιο.

Η κατάργηση της μονιμότητας δεν επηρεάζει μόνο τους δημόσιους υπαλλήλους, αλλά έχει βαθιές επιπτώσεις σε ολόκληρη την κοινωνική δομή. Χωρίς μόνιμους υπαλλήλους, το κράτος γίνεται εξαρτημένο από ιδιωτικές εταιρείες για βασικές υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Αυτό οδηγεί σε εκτός ελέγχου ιδιωτικοποιήσεις, όπου το κέρδος γίνεται προτεραιότητα έναντι της δημόσιας υγείας και της ποιότητας της εκπαίδευσης.

Η κοινωνική ανισότητα επιδεινώνεται δραματικά σε τέτοιες συνθήκες. Οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι με ασταθή συμβόλαια πολλαπλασιάζονται, ενώ οι πλούσιοι ωφελούνται από φθηνότερη και πιο εκμεταλλεύσιμη εργασία. Όπως έχει επισημανθεί στον ελληνικό τύπο, αυτό το μοντέλο δεν είναι απλώς οικονομικά καταστροφικό, αλλά και δημοκρατικά επικίνδυνο. Ένα κράτος χωρίς ανεξάρτητους δημόσιους υπαλλήλους γίνεται ευάλωτο στη διαφθορά και τον αυταρχισμό, καθώς χάνει την ικανότητα να λειτουργεί ως αμερόληπτος διαμεσολαβητής.

2ο Συμπέρασμα : Μια Γαλάζια (και πράσινη) Πολιτική που θα Αφήσει βαθιά τραύματα

Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις απολύσεις στο δημόσιο δεν είναι μια απλή οικονομική μεταρρύθμιση, αλλά μια ριζική μεταβολή του κοινωνικού συμβολαίου. Με βάση ιστορικά παραδείγματα και νομικές αναλύσεις, είναι ξεκάθαρο ότι αυτές οι αλλαγές θα έχουν καταστροφικές συνέπειες. Στο επίπεδο της ψυχικής υγείας, θα επιδεινώσουν τα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και κοινωνικής αποξένωσης. Στο οικονομικό πεδίο, θα οδηγήσουν σε αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Και πιο σοβαρά απ’ όλα, στο πολιτικό επίπεδο, θα συμβάλουν στην κατάρρευση του κράτους δικαίου, καθώς χωρίς ανεξάρτητους δημόσιους υπαλλήλους, η ίδια η δημοκρατία κινδυνεύει. Στην Ελλάδα, όπως και αλλού, το μέλλον των εργασιακών δικαιωμάτων εξαρτάται από την ικανότητα της κοινωνίας να αντισταθεί σε αυτή την οικονομική και κοινωνική επίθεση.

  1. Γιατί, όμως, ο Μητσοτάκης και η γαλαζοπράσινη κυβέρνηση του θέλουν να επιβάλει, ουσιαστικά, την εργασιακής ανασφάλεια στο Δημόσιο;

Η απόφαση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη να προωθήσει την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, το οποίο αντικατοπτρίζει μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα μείωσης του κράτους, ευελιξίας στην αγορά εργασίας και ιδιωτικοποιήσεων. Αυτή η πολιτική δεν είναι απομονωμένη, αλλά συνδέεται με παγκόσμιες τάσεις που προωθούνται από οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι οποίοι επιζητούν τη δημιουργία ενός «ευέλικτου» εργασιακού περιβάλλοντος, συχνά εις βάρος των εργασιακών δικαιωμάτων.

3.1 Οι οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις της απόφασης.

Η μονιμότητα στο δημόσιο θεωρείται από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία ως εμπόδιο στην αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ευθυγραμμιζόμενη με αυτήν την άποψη, επιχειρηματολογεί ότι η κατάργηση της μονιμότητας θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη κινητικότητα, αξιοκρατία και μείωση της γραφειοκρατίας.

Ωστόσο  αυτή η πολιτική δεν αποσκοπεί τόσο στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, όσο στη δημιουργία ενός μοντέλου «εργασιακής επισφάλειας», που θα επιτρέψει στον εργοδότη (στην περίπτωση αυτή το κράτος) να απολύει ελεύθερα, μειώνοντας το κόστος εργασίας και αυξάνοντας την πίεση προς τους εργαζόμενους.

Έχει, ποικιλοτρόπως, υπογραμμίζει ότι η μονιμότητα δεν είναι απλώς ένα προνόμιο, αλλά ένα θεσμικό πλαίσιο που προστατεύει τους υπαλλήλους από πολιτικές πιέσεις και αυθαιρεσίες. Η κατάργησή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη πολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, όπου οι θέσεις εργασίας θα γίνονται ανταλλάξιμο νόμισμα για πολιτικές εντάσεις και παροχές.

3.2 Η σύνδεση με τον νεοφιλελευθερισμό και την εργασιακή αβεβαιότητα

Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη εντάσσεται σε ένα παγκόσμιο μοντέλο καπιταλισμού, όπου η εργασιακή ασφάλεια υποβαθμίζεται για χάρη της «ανταγωνιστικότητας». Η εργασιακή αβεβαιότητα δημιουργεί ψυχολογικό στρες και κοινωνική αστάθεια. Η άρση της μονιμότητας θα μπορούσε να εντείνει αυτά τα φαινόμενα, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αντιμετωπίζουν συνεχή φόβο απόλυσης, μειώνοντας την παραγωγικότητά τους και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν.

Η  μονιμότητα αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα (άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος), που εγγυάται την ανεξαρτησία των δημοσίων υπαλλήλων από πολιτικές αλλαγές. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να την καταργήσει εμφανίζεται ως μια ριζοσπαστική απόπειρα αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, η οποία θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μαζικές απολύσεις και περαιτέρω μείωση των μισθών.

Συνεπώς, η κατάργηση της μονιμότητας δεν θα επηρεάσει μόνο τους υπάρχοντες υπαλλήλους, αλλά θα δημιουργήσει ένα προηγούμενο για την εργασιακή ασφάλεια σε όλους τους τομείς. Ήδη δημόσιοι και κοινωνικοί φορείς έχουν προειδοποιήσει ότι αυτή η πολιτική είναι «συνταγματικά καταχρηστική», καθώς καταργεί θεμελιώδη δικαιώματα χωρίς ισχυρή κοινωνική συμφωνία.

Επιπλέον η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να ετοιμάζεται για συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα καθιστά δυνατή την πλήρη κατάργηση της μονιμότητας. Αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη δημοκρατική νομιμότητα μιας τόσο ριζικής αλλαγής, ειδικά σε μια περίοδο όπου η κοινωνία δεν έχει συμμετάσχει σε ευρεία διαβούλευση.

3ο Συμπέρασμα: Μια πολιτική που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ολιγαρχίας του Κεφαλαίου.

Η κίνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν αποτελεί απλώς μια διοικητική μεταρρύθμιση, αλλά μια βαθιά πολιτική επιλογή που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ. Ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει τη δημιουργία μιας «κοινωνίας της εργασιακής επισφάλειας», όπου οι εργαζόμενοι χάνουν τα δικαιώματά τους για χάρη της κερδοφορίας. Η άρση της μονιμότητας στο δημόσιο είναι το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, με απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.

Σε μια εποχή αυξανόμενης ανισότητας και οικονομικής αστάθειας, η προστασία της μονιμότητας δεν είναι μόνο ζήτημα δικαίου, αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η απόπειρα της κυβέρνησης να την καταργήσει αποκαλύπτει μια βαθύτερη ατζέντα υποβάθμισης του κράτους πρόνοιας και παράδοσης της δημόσιας περιουσίας σε ιδιωτικά συμφέροντα.

  1. Η Αριστερά και η συνταγματική αναθεώρηση: Νομικές, εργασιακές και κοινωνικές αναγκαιότητες

Η μονιμότητα στο δημόσιο αποτελεί θεμελιώδες πυλώνα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της λειτουργικής αποτελεσματικότητας του κράτους. Δεν πρόκειται απλώς για ένα θεσμικό χαρακτηριστικό, αλλά για την απαραίτητη προϋπόθεση που εγγυάται τη σταθερότητα και την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών. Η σταθερότητα στην απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων ενισχύει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση, όπου η συνεχής και αδιάλειπτη σχέση με τους πολίτες αποτελεί ζωτικής σημασίας παράγοντα. Η συστηματική απόπειρα κατάργησης της μονιμότητας από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν έχει άλλο σκοπό από τη δημιουργία ενός εύκαμπτου, εκμεταλλεύσιμου και βαθιά τρομοκρατημένου εργατικού δυναμικού, με καταστροφικές συνέπειες τόσο για τη δημόσια υγεία και την παιδεία, όσο και για την κοινωνική συνοχή γενικότερα.

4.1 Η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας ως θεμέλιο της λειτουργίας του δημοσίου.

Η πρόθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να εγκαταστήσει έναν “οπαδικό στρατό” στο δημόσιο, γνωστό στην κοινή γνώμη ως “γαλάζια κομματόσκυλα” (και μερικά υποταγμένα πρώην ή νυν πράσινα), αποτελεί σοβαρό πλήγμα τόσο για τη δημοκρατία όσο και για την αποτελεσματικότητα του κράτους. Αυτή η πρακτική, που χαρακτηρίζεται από προσλήψεις χωρίς διαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης και με εγγυημένη μονιμότητα για τους κομματικούς στρατιώτες, δεν είναι απλώς ένα περιστασιακό σκάνδαλο, αλλά μια δομημένη στρατηγική για τον μετασχηματισμό του δημοσίου σε εργαλείο κομματικού ελέγχου και προσωπικών συμφερόντων. Αυτό το μοντέλο θυμίζει τα χειρότερα στιγμιότυπα του παρελθόντος, όταν το δημόσιο μετατρεπόταν σε “λάφυρο πολέμου” για την κυβερνώσα μερίδα.

Είναι καίριο να απαιτηθεί η άμεση κατάργηση κάθε μορφής κομματικών προσλήψεων, με την εφαρμογή αυστηρών διαδικασιών αξιολόγησης μέσω ανεξάρτητων φορέων όπως τα ΑΣΕΠ,  ώστε οι διαγωνισμοί να διεξάγονται με απόλυτη διαφάνεια και αντικειμενικότητα, χωρίς καμία μορφή κυβερνητικής πίεσης ή πολιτικών παρεμβάσεων. Μόνο η απόλυτη διαφάνεια στις διαδικασίες πρόσληψης μπορεί να εμποδίσει τη διαφθορά και να εξασφαλίσει ότι οι δημόσιες θέσεις θα καλύπτονται από επαγγελματίες με αντικειμενικά κριτήρια. Παράλληλα, η Αριστερά πρέπει να προωθήσει συνταγματική τροποποίηση που θα καθιστά πλημμέλημα κάθε προσπάθεια κομματικής χειραγώγησης του δημοσίου, με αυστηρές ποινικές κυρώσεις για τους υπεύθυνους.

Η Αριστερά οφείλει να αντιμετωπίσει αυτή την προκλητική κατάσταση με σαφή και δυναμική απάντηση, απαιτώντας την εγγραφή της μονιμότητας στο Σύνταγμα ως μη διαπραγματεύσιμο δικαίωμα, με εξαιρέσεις που θα αφορούν αποκλειστικά περιπτώσεις σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων ή δικαστικών αποφάσεων. Η αβεβαιότητα στην απασχόληση οδηγεί αναπόφευκτα σε φυγή εξειδικευμένων επαγγελματιών από το δημόσιο, υποβαθμίζοντας ριζικά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Για να αποτραπεί αυτό το δυσάρεστο σενάριο, η Αριστερά θα πρέπει να προτείνει συγκεκριμένα και εφαρμόσιμα μέτρα. Μεταξύ αυτών, η απόλυτη απαγόρευση μαζικών απολύσεων στο δημόσιο, με συνταγματική ρήτρα που θα περιορίζει δραστικά τις απολύσεις μόνο σε περιπτώσεις πραγματικής οικονομικής κατάρρευσης του κράτους και μόνο μετά από σαφή δικαστική έγκριση.

Παράλληλα, είναι απαραίτητη η δημιουργία Εθνικού Μητρώου Δημοσίων Υπαλλήλων, όπου κάθε θέση εργασίας θα καλύπτεται με αυστηρά αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, χωρίς καμία πολιτική παρέμβαση ή επιρροή.

4.2 Η επέκταση της κατοχύρωσης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων:
Υγεία, Εκπαίδευση και Κοινωνική Πρόνοια

Το Σύνταγμα της χώρας μας πρέπει να μεταμορφωθεί ριζικά, από ένα απλό θεσμικό έγγραφο σε ένα ισχυρό εργαλείο κοινωνικής προστασίας και προόδου, που θα εγγυάται σε όλους τους πολίτες δωρεάν και παγκόσμια πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες. Προοδευτικοί νομικοί επιστήμονες υποστηρίζουν με πειστικότητα ότι η οικονομική κρίση έχει αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία πώς η εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας οδηγεί σε βαθύτατες κοινωνικές ανισότητες και σε συστημική αποκλεισμό των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού.

Για να αντιμετωπιστεί αυτό το δυσάρεστο φαινόμενο, η Αριστερά οφείλει να προωθήσει με θάρρος και αποφασιστικότητα μια σειρά από δραστικά μέτρα. Πρώτον, η καθιέρωση συνταγματικής δήλωσης που θα θεωρεί την υγεία και την εκπαίδευση ως δημόσια αγαθά, με απόλυτη απαγόρευση ιδιωτικοποιήσεων σε αυτούς τους θεμελιώδεις τομείς. Δεύτερον, η δημιουργία ενός Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Πρόνοιας, που θα εγγυάται σε όλους τους πολίτες βασικό εισόδημα, δωρεάν παιδεία μέχρι το πανεπιστημιακό επίπεδο και δωρεάν πρόσβαση σε απαραίτητα φάρμακα.  Τρίτον, η οριστική και πλήρης κατάργηση των ασφαλιστικών ελλειμάτων μέσω αυξημένης φορολογίας των κερδοφόρων επιχειρήσεων και των υψηλών εισοδημάτων (με συντελεστή αναλογικά με το εισόδημα).

4.3 Η αναγκαία αποκέντρωση της Εξουσίας και η ενίσχυση της Άμεσης Δημοκρατίας

Το ισχύον Σύνταγμα της χώρας μας συνεχίζει να συγκεντρώνει αδικαιολόγητα την εξουσία σε λίγους θεσμούς και οικονομικές ελίτ, δημιουργώντας ένα κλίμα διαφθοράς και κοινωνικής αδικίας. Η διαφθορά στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και η ολιγαρχία έχουν παραλύσει σχεδόν πλήρως τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η απαράδεκτη κατάσταση, η Αριστερά οφείλει να προτείνει μια σειρά από δραστικά και εμπεριστατωμένα μέτρα.

Πρώτα από όλα, η ενίσχυση των Τοπικών Αυτοδιοικήσεων με πραγματική οικονομική και πολιτική αυτονομία, ώστε οι δήμοι και οι περιφέρειες να μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, χωρίς την καταπιεστική κεντρική επιβολή.  Δεύτερον, η εισαγωγή θεσμού Δημοψηφισμάτων για Κρίσιμα Θέματα, όπως οι μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις ή οι πολεμικές συμμετοχές, με μηχανισμούς άμεσης δημοκρατίας παρόμοιους με εκείνους που εφαρμόζονται στην Ελβετία.  Τρίτον, η καθιέρωση Δημοκρατικού Ελέγχου των Μέσων Επικοινωνίας, με ειδική συνταγματική ρύθμιση που θα εμποδίζει αποτελεσματικά τη συγκέντρωση των ΜΜΕ στα χέρια ολιγάρχων.

4.4 Η κατάργηση αντιδημοκρατικών διατάξεων και προστασία των Εργατικών Δικαιωμάτων

Το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας περιλαμβάνει μια σειρά από ρήτρες που προστατεύουν σκόπιμα τα οικονομικά συμφέροντα των ελίτ, όπως οι τραπεζικές ασυλίες και οι αδικαιολόγητες φοροαπαλλαγές για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Η Αριστερά οφείλει να αντιμετωπίσει αυτή την απαράδεκτη κατάσταση με σαφή και δυναμική απάντηση:

Πρώτον, με την απόλυτη κατάργηση των Ασυλιών για Τραπεζίτες και όλων όσων εμπλέκονται σε οικονομικά σκάνδαλα, μέσω ειδικής συνταγματικής ρήτρας που θα καθιστά πλήρως αδύνατη την ατιμωρησία  οικονομικών εγκλημάτων.  Δεύτερον, με την κατοχύρωση στο Σύνταγμα του Δικαιώματος στην Απεργία χωρίς κανέναν περιορισμό, καθώς η τρέχουσα νομοθεσία επιτρέπει στον εργοδότη να μην αναγνωρίζει τις απεργιακές κινητοποιήσεις, υποβαθμίζοντας τα εργατικά δικαιώματα. Τρίτον, με την κατοχύρωση του Δικαιώματος στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να διαπραγματεύονται τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας τους χωρίς καμία κυβερνητική παρέμβαση ή περιορισμό.

4.5  Ένα οικολογικό και φεμινιστικό Σύνταγμα: Κλιματική Δικαιοσύνη και Κοινωνική Ισότητα

Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει επιβαρύνει δυσανάλογα τις γυναίκες και το φυσικό περιβάλλον. Η Αριστερά οφείλει να προτείνει ένα νέο, προοδευτικό Σύνταγμα που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις.

Πρώτον, με την επίσημη αναγνώριση της Κλιματικής Κρίσης ως Συνταγματικό Ζήτημα, με υποχρεωτικούς και μετρήσιμους στόχους μείωσης των ρύπων και προστασίας της βιοποικιλότητας. Δεύτερον, με την εγγύηση της Πλήρους Ισότητας των Φύλων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, μέσω μέτρων όπως η υποχρεωτική ισότιμη εκπροσώπηση σε όλες τις δημόσιες θέσεις και η αυστηρή ποινική δίωξη της ενδοοικογενειακής βίας.  Τρίτον, με την κατοχύρωση των Δικαιωμάτων των Μεταναστών και των Προσφύγων, με εγγυήσεις πλήρους πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και με απόλυτο σεβασμό στο δικαίωμα του ασύλου.

 

4ο Συμπέρασμα: Θέλουμε ένα Αριστερό – Προοδευτικό Σύνταγμα για μια Δίκαιη Κοινωνία

Η Αριστερά δεν μπορεί ούτε πρέπει να περιοριστεί στην άμυνα της μονιμότητας, αλλά οφείλει να προβάλει μια ολοκληρωμένη και επαναστατική συνταγματική πρόταση που θα αλλάξει ριζικά τη διακυβέρνηση της χώρας.

Χρειαζόμαστε ένα Σύνταγμα που όχι μόνο θα προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών, αλλά θα ανοίγει τον δρόμο για μια πραγματική λαϊκή κυριαρχία. Αυτό σημαίνει:

Πρώτον, την οριστική και πλήρη κατάργηση όλων των νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων που υποβαθμίζουν συστηματικά το δημόσιο τομέα.

Δεύτερον, τη δημιουργία μηχανισμών δημοκρατικού ελέγχου της οικονομίας, με δημόσια διαχείριση όλων των στρατηγικών τομέων.

Τρίτον, την επίσημη συνταγματική αναγνώριση των κοινωνικών κινημάτων ως κύριων φορέων πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής.

Μόνο μέσα από αυτόν τον ολοκληρωμένο και ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του Συντάγματος μπορεί να δημιουργηθεί μια πραγματικά δίκαιη κοινωνία, που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων των πολιτών και όχι μόνο μιας μικρής ομάδας προνομιούχων.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ