Το Στενό της Μεσσήνας είναι ο πορθμός που χωρίζει τη Σικελία από τον κύριο ιταλικό κορμό. Το σενάριο μιας γέφυρας που θα διασχίζει το στενό και θα ενώνει τον ιταλικό χώρο αποτελούσε, ήδη από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, ισχυρή φαντασίωση. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ιδιαίτερα τα τελευταία πενήντα χρόνια, πολλές ιταλικές κυβερνήσεις έχουν διακηρύξει την επιθυμία τους να φτιάξουν τη γέφυρα. Από τις εποχές του Μπετίνο Κράξι και του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μέχρι τη σχετικά πρόσφατη πρωθυπουργία του Ματέο Ρέντσι, έχουν εκφραστεί προθέσεις και εκπονηθεί μελέτες και σχεδιασμοί. Όλα, όμως, έμειναν στα χαρτιά.
Οι σχεδιασμοί, οι ανακοινώσεις, και το κίνημα εναντίωσης
Η ακροδεξιά τρικομματική κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι επανέφερε το έργο στο προσκήνιο. Στις αρχές του προηγούμενου μήνα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Μεταφορών και Υποδομών, Ματέο Σαλβίνι, μέσω μιας επικοινωνιακής φιέστας, ανακοίνωσε την έγκριση του έργου από το Cipess (Διαμοσπονδιακή Επιτροπή για τον Οικονομικό Προγραμματισμό και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη), με τις πρώτες εργασίες και απαλλοτριώσεις να γίνονται, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το φθινόπωρο και με έτος ολοκλήρωσης το 2032. Στην ομιλία του μάλιστα μνημόνευσε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, χαρακτηρίζοντας τη γέφυρα «όραμα» και «στρατηγικό στόχο» του πρώην πρωθυπουργού.
Ο Σαλβίνι, ο ακροδεξιός ηγέτης της Λέγκας (κόμματος που έχτισε την πολιτική του ύπαρξη διακηρύσσοντας πως ο φτωχός Νότος αποτελεί περιττό βάρος), είναι το πρόσωπο που θέλει να συνδέσει το όνομά του με τη δημιουργία της γέφυρας και όπως φαίνεται, συσχετίζει σε μεγάλο βαθμό τόσο την πολιτική του παρουσία εντός της κυβέρνησης, όσο και γενικότερα, με την κατασκευή του συγκεκριμένου έργου. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως η Λέγκα έχει χάσει σημαντικό μέρος της εκλογικής της δύναμης προς όφελος του κόμματος της Μελόνι, Fratelli d’ Italia (Αδελφοί της Ιταλίας), βλέποντας τον κεντρικό της ρόλο να μειώνεται, ενώ πλέον ο Σαλβίνι δέχεται και έντονα εσωκομματικά πυρά.
Η γέφυρα σχεδιάζεται να είναι η μεγαλύτερη κρεμαστή γέφυρα στον κόσμο, με άνοιγμα 3,3 χιλιομέτρων και ύψος 72 μέτρα, ενώ θα στηρίζεται σε πυλώνες 399 μέτρων. Σύμφωνα με τους τρέχοντες υπολογισμούς, το κόστος θα κυμανθεί περίπου στα 14 δισ. ευρώ, και το κυβερνητικό αφήγημα υπερασπίζεται την υλοποίηση του φαραωνικού έργου, συνδέοντάς το με την έννοια της «προόδου» και της «ανάπτυξης».
Ωστόσο, πέρα από τις διακηρύξεις της κυβέρνησης και των επίσημων κέντρων κυριαρχίας, έχει διαμορφωθεί εδώ και χρόνια ένας αστερισμός αντίθεσης στην δημιουργία της γέφυρας, που περιλαμβάνει κατοίκους της περιοχής, κοινωνικά κινήματα, συνδικαλιστικές ενώσεις, ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις και επιστήμονες. Όλοι αυτοί, καθένας με τον δικό του τρόπο, επιχειρούν να επανανοηματοδοτήσουν τις έννοιες της προόδου και της ανάπτυξης, υπό το πρίσμα του προτάγματος των κοινωνικών αναγκών, της ειρήνης και της προστασίας του περιβάλλοντος. Το ευρύτερο κίνημα αντίθεσης στη γέφυρα έχει την ονομασία NO PONTE (όχι στη γέφυρα) και, κάνοντας μια επισκόπηση των βασικών κόμβων της επιχειρηματολογίας του και του πλαισίου που τα περιβάλλει, αντιλαμβανόμαστε πως η πολιτική πάλη για το αν θα γίνει ή όχι η γέφυρα είναι πλήρως εμβαπτισμένη με ταξικά, οικολογικά και αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά.
Οι πόροι του έργου και η πραγματικότητα του Νότου
Η φτώχεια, η κοινωνική εξαθλίωση, η έλλειψη και η υποβάθμιση των κοινωνικών υποδομών αποτελούν βασικά στοιχεία της πραγματικότητας του ιταλικού Νότου. Σε πολλές περιοχές της Σικελίας και της Καλαβρίας (ειδικά στις περιοχές γύρω από το Στενό) το νερό διανέμεται «με το δελτίο» (κατά μέσο όρο για τέσσερις μόλις ώρες την ημέρα), οι αγωγοί ύδρευσης και τα φράγματα είναι κατεστραμμένα, το φαινόμενο της ξηρασίας είναι όλο και πιο έντονο, ενώ οι βροχοπτώσεις προκαλούν συχνά σοβαρές πλημμύρες. Στον τομέα της υγείας οι ελλείψεις προσωπικού, το κλείσιμο νοσοκομείων και οι τεράστιες λίστες αναμονής καθιστούν την περίθαλψη άπιαστο όνειρο. Στην εκπαίδευση, πολλά σχολεία βρίσκονται υπό κατάρρευση, ενώ άλλα κλείνουν λόγω της μείωσης του πληθυσμού. Στη Μεσσήνα, όπου θα περνάει η γέφυρα, εξακολουθούν να υπάρχουν οικογένειες που ζουν σε παράγκες.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η επιλογή να διατεθούν δισεκατομμύρια για την κατασκευή της γέφυρας αποτελεί εμπαιγμό και περιφρόνηση των πραγματικών προβλημάτων του λαού του ιταλικού Νότου. Όταν οι βασικές συνθήκες της ίδιας της επιβίωσης και αναπαραγωγής της κοινωνίας είναι καταρρέουσες, το φαραωνικό έργο είναι λογικό να φαντάζει απλώς ως μια δυστοπική προσθήκη.
Η γέφυρα ως μέρος της ΝΑΤΟϊκής πολεμικής μηχανής
Ήδη από τη δεκαετία του ’70, όπως αποκάλυψαν διαρρεύσαντα διπλωματικά έγγραφα του Wikileaks, υπήρξε αμερικανικό ενδιαφέρον για την κατασκευή του έργου. Σε αντίστοιχα έγγραφα της δεκαετίας του 2000, υπήρξαν άμεσες αναφορές στη, μέσω της γέφυρας, σύνδεση των αμερικανικών βάσεων στη Σικελία (Augusta, Sigonella, Trapani, Catania) με εκείνες που βρίσκονται πέριξ της Νάπολης. Η γέφυρα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει την ήδη έντονη ΝΑΤΟϊκή παρουσία στην Ιταλία, δια της μεταφοράς ανδρών και οπλικών συστημάτων, εντός μιας λογικής στρατιωτικής ευελιξίας, απαραίτητης για την επέκταση της ισχύος της συλλογικής Δύσης, στη Μεσόγειο, την Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Πλέον βέβαια, δεν χρειάζονται οι διαρροές του Wikileaks. Τον περασμένο Απρίλιο, η ίδια η ιταλική κυβέρνηση επίσημα χαρακτήρισε τη γέφυρα «στρατηγικό έργο για την ευρωπαϊκή άμυνα και το ΝΑΤΟ». Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρήθηκε, μέσω δημιουργικής λογιστικής, τα 14 δισ. ευρώ να καταγραφούν ως στρατιωτικές δαπάνες, δεδομένης της δέσμευσης των ΝΑΤΟϊκών χωρών να αυξήσουν τις σχετικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ.
Το στραπάτσο από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ωστόσο δεν άργησε να έρθει, καθώς ο Matthew Whitaker, πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, ξεκαθάρισε στην ιταλική κυβέρνηση ότι η γέφυρα δεν εμπίπτει άμεσα στις πολεμοκάπηλες δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα κράτη-μέλη τον περασμένο Ιούνιο, οι οποίες αφορούν κυρίως drones, άρματα μάχης, πυροβολικό και στρατιωτικό προσωπικό. Το γεγονός, όμως, ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να πληρώσουν τον λογαριασμό δεν αναιρεί τη στρατιωτική σημασία της γέφυρας, ούτε τον ρόλο της Ιταλίας ως κρίσιμου κρίκου στη ΝΑΤΟϊκή πολεμική μηχανή. Αυτό το επισημαίνουν έντονα και τα κινήματα εναντίωσης στη γέφυρα, που έχουν, μεταξύ άλλων, ως βασικό σύνθημα το «όποιος λέει όχι στη γέφυρα, λέει όχι στον πόλεμο».
Κίνδυνοι – Αναποτελεσματικότητα – Περιβαλλοντική ζημιά
Άλλες αιτιάσεις που προβάλλουν τα κινήματα NO PONTE αφορούν παράγοντες όπως οι κίνδυνοι, η χρησιμότητα καθώς και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Για παράδειγμα, στην πλευρά της Καλαβρίας, το έδαφος είναι εξαιρετικά ασταθές, με την παρουσία ρήγματος, κάτι που δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τη στατικότητα. Παρόμοιες ανησυχίες έχουν εκφραστεί και από επιστημονικά ινστιτούτα σχετικά με την αντιανεμική προστασία, λόγω ύψους.
Όσον αφορά το οικονομικό αποτέλεσμα, πολλές μελέτες έχουν αναδείξει την απουσία άμεσης συσχέτισης μεταξύ γέφυρας και οικονομικής ανάπτυξης του Νότου. Ακόμη και τα έργα κατασκευής προορίζονται να δοθούν στους μεγάλους εργολάβους του Βορρά, οι οποίοι θα χρησιμοποιήσουν σε μεγάλο βαθμό προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης.
Σημαντικές θα είναι, βέβαια, και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθώς το στενό είναι χαρακτηρισμένο ως περιοχή Natura με πλούσια βιοποικιλότητα. Περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν καταγγείλει ότι δεν υπήρξαν, μέχρι τώρα, ούτε οι αναγκαίες περιβαλλοντικές μελέτες για την έναρξη του έργου, ούτε η εκπόνηση αντισταθμιστικών παρεμβάσεων.
Η γέφυρα ως σύμβολο εξουσίας και εντυπωσιασμού, και όχι αναγκαιότητας
Είναι δεδομένο πως για κάθε αστική κυβέρνηση, η κατασκευή έργων τέτοιου βεληνεκούς αποτελεί ένδειξη κύρους, που σίγουρα θα εμπλουτίσει το πολιτικό βιογραφικό των απανταχού Σαλβίνι και θα γεμίσει τις προεκλογικές αφίσες των κομμάτων που την απαρτίζουν.
Το ζήτημα, όμως, είναι πως κανένα υλικοτεχνικό έργο δεν είναι ουδέτερο, καθώς είτε το θέλουμε είτε όχι, φέρει πολιτική και ταξική σημασία. Ακόμη και το πιο απλό αντικείμενο δεν μπορεί να διαχωριστεί από την οικονομική, πολιτική και κοινωνική του διάσταση. Πόσο μάλλον η μεγαλύτερη γέφυρα στον κόσμο.
Κανένα κοινωνικό κίνημα και καμία αριστερή δύναμη δεν είναι γενικά αντίθετη σε έργα που χρησιμεύουν ως υποδομές ουσίας. Το αντίθετο μάλιστα: η Αριστερά και τα κινήματα είναι οι δυνάμεις που επιχειρούν να υπερασπιστούν τις στρατηγικές υποδομές από την υποβάθμιση, το ξεπούλημα και τον αγοραίο χαρακτήρα. Κάθε έργο, όμως, πρέπει να εξετάζεται στο συγκεκριμένο πλαίσιο των συνθηκών που το περιβάλλουν. Και η γέφυρα που σχεδιάζεται να φτιαχτεί στέκεται πολλαπλά απέναντι στις πραγματικές ανάγκες της καταπιεσμένης κοινωνικής πλειοψηφίας και του περιβάλλοντος.
Η αντιπαράθεση γύρω από τη γέφυρα του Στενού της Μεσσήνας αποκαλύπτει βαθύτερες αντιθέσεις και πολιτικά συμπεράσματα: πλούσιοι απέναντι σε φτωχούς, ιμπεριαλισμός απέναντι στους λαούς, πλούσιες εταιρείες του Βορρά απέναντι στον φτωχό Νότο, «στυγνοί» τεχνοκράτες απέναντι σε φωνές που αναδεικνύουν τις κοινωνικές ανάγκες κ.τ.λ. Έτσι, ακόμα κι αν δημιουργηθεί ένα «θαύμα της μηχανικής», θα είναι εξαιρετικά εγκληματικό να ενώνει δύο όχθες κοινωνικής εκμετάλλευσης, εγκατάλειψης και ερειπίων.