23.1 C
Athens
Κυριακή, 9 Νοεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Οι διεργασίες δημιουργίας του «εναλλακτικού» πόλου και οι πραγματικές λαϊκές ανάγκες, του Μανώλη Δουβίτσα

 

Η έρευνα του ινστιτούτου ΕΝΑ για το «αριστερό ημισφαίριο»

Τις προηγούμενες ημέρες δημοσιεύτηκε έρευνα του ινστιτούτου ΕΝΑ και της εταιρείας Propata με θέμα τη διάταξη των δυνάμεων στην «(κεντρο)αριστερή αντιπολίτευση» και τον εντοπισμό τάσεων και δυναμικών του «(κεντρο)αριστερού» ακροατηρίου. Η έρευνα παρότι αναφέρεται σε ένα κόσμο, που εκφράζεται από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων (ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας, Κίνημα Δημοκρατίας, ΚΚΕ, Μέρα 25), έχει εκ των πραγμάτων το βλέμμα στραμμένο στις διεργασίες που πραγματοποιούνται αυτή την στιγμή στον χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, ειδικά με την επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στο προσκήνιο.

Η έρευνα κινείται σε δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος σχετίζεται με το πώς ο κόσμος, που εκφράζεται από αυτόν τον ευρύ χώρο αντιλαμβάνεται τα δημόσια αγαθά, τον ρόλο των κοινωνικών κινημάτων, τα εργατικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, τις ευρύτερες κοινωνικές πολιτικές, τον ρόλο του κράτους και εντέλει την ίδια την φύση του συστήματος. Ο δεύτερος σχετίζεται με την πρόσληψη αυτού του κόσμου για την τρέχουσα συγκυρία, τις ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα και τις διεργασίες στο Κεντροαριστερό χώρο.

Η δημοσίευση περιλαμβάνει πολύ και ενδιαφέρον υλικό προς ανάλυση και αξίζει να γίνει μια πιο ειδική μελέτη. Σίγουρα όμως μια γενική εικόνα που προκύπτει είναι ότι, παρά τα χρόνια κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού και της ιδεολογικής του νομιμοποίησης –με την ενεργό συμμετοχή της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ, Τσίπρας, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά) σε αυτή τη διαδικασία – το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου, στο οποίο εστιάζει η έρευνα εξακολουθεί να σκέφτεται με ταξικούς, συλλογικούς και αντιιμπεριαλιστικούς όρους.

Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε «κοινωνικές τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα», ότι τα βασικά αγαθά και υπηρεσίες (νερό, ενέργεια, υγεία, παιδεία, ασφάλεια, υποδομές) πρέπει να παραμένουν δημόσια, ότι «η Ελλάδα δεν θα πρέπει να είναι εξαρτημένη στρατιωτικά από ισχυρότερες χώρες», ότι η «παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα» (ακόμη και μέσω δυναμικών μορφών) φέρει «θετικά αποτελέσματα» και ότι απέναντι στην «ιδιωτική πρωτοβουλία και την ελεύθερη αγορά» υπάρχει ανάγκη να προταχθεί «ο κρατικός σχεδιασμός και η κρατική μέριμνα».

Παράλληλα, εκφράζεται μια ξεκάθαρη ανάγκη για αναδιανομή του εισοδήματος, μείωση του χρόνου εργασίας (30ωρο), ενίσχυση των συλλογικών μορφών προστασίας, κοινωνική στέγη, υψηλή φορολόγηση των πλουσίων κ.ά.

Όσον αφορά του υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς, το μεγαλύτερο κομμάτι των ερωτώμενων θεωρεί ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να διαλυθεί, ενώ εκφράζεται μια σαφής κριτική στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στο πεδία των δημοκρατικών δικαιωμάτων, της κριτικής στους θεσμούς και της κυρίαρχης ιδεολογίας τα αποτελέσματα εξακολουθούν να βρίσκονται σε προοδευτική λογική, καθώς εκφράζεται η ανάγκη για ουσιαστική εμβάθυνση της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της βελτίωσης της κοινωνικής θέσης των γυναικών και του διαχωρισμού εκκλησίας – κράτους ενώ  την ίδια στιγμή εκφράζεται έντονη κριτική σε πυλώνες του αστικού κράτους όπως η δικαιοσύνη, η αστυνομία, ο στρατός και τα ΜΜΕ.

Τα περισσότερα λοιπόν από τα ευρήματα τις έρευνας γύρω από αυτό τον κόσμο αναδεικνύουν όχι μόνο τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά και την ύπαρξη μιας ουσιαστικά αριστερής – ταξικής λογικής, την οποία η Κεντροαριστερά σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει.

Η υπαρκτή Κεντροαριστερά ως πρώτη ύλη του «εναλλακτικού» συστημικού πόλου

Ανεξαρτήτως, βέβαια, της έρευνας του ΕΝΑ, η αγωνία που όλο και περισσότερο εκφράζεται από τα συστημικά μέσα για την ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς και τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο χώρο, μόνο τυχαία δεν είναι. Πρόκειται για μια αναγκαία, σχεδόν υπαρξιακή κίνηση του αστικού συστήματος, που επιχειρεί να οικοδομήσει τον εναλλακτικό πόλο απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ. Μια κυβέρνηση που με τις αντιλαϊκές και εγκληματικές πολιτικές της, τα σκάνδαλα, τη διαφθορά, τον αυταρχισμό και τις συγκρούσεις με ισχυρούς πρώην συμμάχους της, φαίνεται να χάνει όλο και πιο μεγάλο μέρος της δυναμικής της.

Έτσι, σε μια λογική διαχείρισης ρίσκου και αναζήτησης νέων λαϊκών συναινέσεων, επιχειρείται να διαμορφωθεί ο εναλλακτικός πόλος διαχείρισης και αναπαραγωγής του αστικού συστήματος, το οποίο όσο περνά ο καιρός, γίνεται όλο και πιο ανάλγητο, εκμεταλλευτικό, κομπραδόρικο και επικίνδυνο. Το νέο, αναβαθμισμένο πλαίσιο εργασιακής εκμετάλλευσης (13ωρο), η ακρίβεια, η μείωση του λαϊκού εισοδήματος, η εξοπλιστική φρενίτιδα, η περαιτέρω υποβάθμιση των κρατικών και κοινωνικών υπηρεσιών, η φιλοπόλεμη και μιλιταριστική στροφή της συλλογικής Δύσης και ο αυταρχισμός που συνοδεύει όλα τα παραπάνω, αποτελούν στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου (εγχώριου και ξένου) και της Ε.Ε. Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά επικίνδυνο για το σύστημα να διαθέτει αυτή την στιγμή μόνο έναν πόλο διαχείρισης, και μάλιστα αποδυναμωμένο.

Από όλα τα κόμματα αυτή την στιγμή, το ΚΙΝΑΛ, το «κόμμα» Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά είναι σε μεγαλύτερο ή (πολύ) μικρότερο βαθμό, τα υπαρκτά υλικά που μπορούν να συνθέσουν τον «εναλλακτικό» πόλο. Καθένας από τους προαναφερθέντες πολιτικούς σχηματισμούς χαράζει διαφορετικές πολιτικές τακτικές, όλοι όμως έχουν στραμμένο το βλέμμα στο πως θα τοποθετηθούν στο υπό διαμόρφωση τοπίο και θα κατοχυρώσουν όσο γίνεται πιο κεντρικό ρόλο.

Ο Τσίπρας, με την πριμοδότηση ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων, κάνει την επανεμφάνιση του ώστε να συσπειρώσει κόσμο, να εκβιάσει καταστάσεις και να αντιπαρατεθεί σε επίπεδο πολιτικής αναπαράστασης με την «Δεξιά». Ως προς τον πολιτικό του λόγο, έρχεται πίσω πολύ πιο μετριοπαθής και μετρημένος, υιοθετώντας ένα κεντρώο και πατριωτικό προφίλ, που όμως θα ανεβάζει τους υποτιθέμενους «αντιδεξιούς»  τόνους όταν χρειάζεται. Το επιστημονικό συμβούλιο του Ινστιτούτου Τσίπρα, που ανακοινώθηκε πρόσφατα, περιλαμβάνει πρόσωπα που εκφράζουν αυτό το «κεντρώο» – «νεοσημιτικό»  επαναπλασάρισμα του Τσίπρα και αποτελούν ένα πρώτο δείγμα του στελεχιακού δυναμικού του νέου πολιτικού φορέα.

Το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και ο αρχηγός του Νίκος Ανδρουλάκης κάνει αυτό που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Παίρνει εκεί που χρειάζεται αποστάσεις, τόσο από τη ΝΔ όσο και από τις δυνάμεις του πρώην ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να αναπτυχθεί αυτοδύναμα μέσα από τις υπαρκτές φθορές των άλλων. Μια σχετική πολιτική γείωση σε κοινωνικούς χώρους, ως απόηχος παλαιότερων εποχών, και ένα ευρύ στελεχιακό δυναμικό τού δίνουν κάποια αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να έχει ηγεμονικό ρόλο στην υπόθεση της Κεντροαριστεράς. Ο βασικός του αντίζηλος από εδώ και εμπρός θα είναι το κόμμα Τσίπρα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την εισήγηση Φάμελου στην Κ.Ε., φρόντισε να ενταχθεί στον μέχρι στιγμής «ανύπαρκτο» πολιτικό συνασπισμό του Τσίπρα, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την κατάσταση διάλυσης στην οποία βρίσκεται. Εξάλλου, όπως ανέδειξε και η έρευνα του ΕΝΑ, η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει τον πρώην πρωθυπουργό. Η αντίθεση που εξέφρασε το «μπλοκ» Πολάκη μοιάζει περισσότερο με εσωκομματική ακροβασία, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό βάρος.

Στην Νεα Αριστερά υπάρχει εσωτερική διχοτομία. Από τη μία μεριά στέκεται η ηγετική ομάδα που φαντασιώνεται λαϊκά μέτωπα με τον Τσίπρα ή τον Ανδρουλάκη σε ρόλο σύγχρονων… Λεόν Μπλούμ, πείθοντας τον εαυτό τους (η και όχι) ότι θα κάνουν κάτι ανάλογο με τις συνεργασίες σοσιαλδημοκρατίας και αριστεράς του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικό ήταν το πρόσφατο κάλεσμα του Χαρίτση για «ευρύ ψηφοδέλτιο της Αριστεράς». 

Από την άλλη μεριά, στο ίδιο κόμμα, υπάρχει η εσωκομματική μειοψηφία που αναζητά την ριζοσπαστική αριστερή «ταυτότητα» που κάπου χάθηκε μεταξύ Βρυξελλών Ουάσινγκτον και Μαξίμου. Ορισμένα ρεύματα, τα οποία επιδιώκουν πάση θυσία συμμαχίες με κύριο, και ίσως μοναδικό στόχο, την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, δείχνουν να προσφέρουν «συγχωροχάρτι» για το παρελθόν αυτής της μειοψηφίας, χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό.

Η ανατρεπτική αριστερά βεβαίως οφείλει να εγκαταλείψει την μικροψυχία και τον σεχταρισμό απέναντι σε ρεύματα του κόσμου της Αριστεράς, που κινούνται έμπρακτα σε αγωνιστική κατεύθυνση, ειδικά στη δύσκολη συγκυρία που διανύουμε. Ωστόσο, χρειάζεται την ίδια στιγμή να βλέπει τον πολιτικό καιροσκοπισμό ορισμένων ηγεσιών και στελεχών.

Δεν έχει περάσει ούτε ενάμιση χρόνος από την ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Αριστεράς, που υπερψήφισε και η σημερινή μειοψηφία της, η οποία χαρακτήριζε ως «θετική παρακαταθήκη» τη μνημονιακή κυβέρνηση Τσίπρα, «την εμπειρία του 2015-2019, την εμπειρία της Αριστεράς στην κυβέρνηση της χώρας», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.

Φυσικά, δεν πρόκειται για ένα ασυγχώρητο  «προπατορικό αμάρτημα» του κόσμου της βάσης που στήριξε από τα κάτω με ελπίδες, προσδοκίες αλλά και αυταπάτες. Πρόκειται για κάτι πολύ χειρότερο. Κι αυτό το έπραξαν οι ηγεσίες, οι υπουργοί, οι βουλευτές και πολλά στελέχη του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα μιλούν για «ριζοσπαστική αριστερά». Πρόκειται για το κόψιμο μισθών, συντάξεων, δικαιωμάτων. Για το ξεπούλημα του σιδηροδρόμου και των ταχυδρομείων. Εντέλει για το σταμάτημα μιας ελπίδας και το ηθικό ξεπούλημα της Αριστεράς.

Λυπηρό είναι επίσης, να βλέπει κανείς σήμερα ανθρώπους που τότε στήριξαν (ή υπέκυψαν ως υπουργοί) ακόμη και τη λεγόμενη «συμφωνία-γέφυρα», που οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο, να δείχνουν πως δεν έχουν βγάλει κανένα ουσιαστικό πολιτικό συμπέρασμα και να επαναλαμβάνουν το ίδιο μείγμα αφέλειας, εγκατάλειψης αρχών και υποταγής στη γοητεία των «εκάστοτε» αρχηγών.

Ο ρεαλισμός του «κεφαλαίου» και ο εγκλωβισμός

Όλες αυτές οι δυνάμεις απέδειξαν στο παρελθόν, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019), τι σημαίνει Κεντροαριστερός κυβερνητισμός, αφήνοντας ως κληρονομιά μνημονιακές πραγματικότητες, υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, καταστολή, στρατηγικές συμμαχίες με το κράτος δολοφόνο του Ισραήλ, περαιτέρω ΝΑΤΟποιήση της χώρας και άλλα πολλά, που μόνο με τις ανάγκες και τις επιδιώξεις της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν έχουν σχέση.

Στη σημερινή συγκυρία, τα κόμματα αυτά αποτελούν, καθένα με τον δικό του τρόπο, την σοσιαλφιλελεύθερη πτέρυγα του συστήματος, αποδεχόμενα τα «ιερά και όσια» της ευρωενωσιακής πειθαρχίας και λιτότητας, του ΝΑΤΟισμού, της πολεμικής προετοιμασίας, της ισχύουσας παραγωγικής διάρθρωσης της χώρας και γενικότερα της στρατηγικής του κεφαλαίου ως προς την αναπαραγωγή του με τους καλύτερους, για αυτό, δυνατούς όρους. Μια κεϊνσιανικού τύπου διαχείριση που θα εξασφαλίσει την καπιταλιστική ομαλότητα και θα ικανοποιεί και τον εργαζόμενο έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και αυτό επιβεβαιώνεται συνεχώς τα τελευταία πενήντα χρόνια τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

Αντιθέτως, οι σύγχρονες λαϊκές διεκδικήσεις, για να αποκτηθούν, να σταθεροποιηθούν και να βαθύνουν, απαιτείται πολιτική λογική και πρακτική, που εν τοις πράγμασι θα υπερβαίνει τον «ρεαλισμό» του κεφαλαίου και τους πυλώνες που τον συγκροτούν.

Από το 2015 έχουν περάσει 10 χρόνια. Βλέποντας το κυρίως υπό το πρίσμα της σύγχρονης συγκυρίας, μπορούμε να βγάλουμε κάποια βασικά συμπεράσματα που αφορούν σε μεγάλο βαθμό την δική μας αριστερά και τους βηματισμούς της. Ο αρχηγοκεντρισμός, οι φαντασιώσεις μιας μονοσήμαντης και ρηχής αναγνωρισιμότητας μιντιακού τύπου, τα μισόλογα για την ΕΕ, η πολιτική επικοινωνία χωρίς πολιτικό βάθος και οι συμμαχίες άνευ όρων, που δεν δίνουν καμία δυνατότητα ριζοσπαστικής ηγεμονίας είναι μερικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν «στην καλύτερη» σε ένα διακοσμητικό ρόλο αντικαπιταλιστικών δυνάμεων κάτω από «ξένες σημαίες» και στη χειρότερη σε μια ήττα που συμπαρέσυρε πολλούς και πολλές σε ρητές ή άρρητες υιοθετήσεις του Τhere Ιs Νo Αlternative.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ