17.6 C
Athens
Πέμπτη, 11 Δεκεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΚΚΕ 22ο συνέδριο: Ανάγκη για μια αισιόδοξη αυτοκριτική, του Αλέκου Αναγνωστάκη

Στα χέρια μας θα έπρεπε να είναι σαν να κρατάμε μια διακήρυξη πίστης στο μέλλον ριζωμένη  στο δύσκολο παρόν… Κι αυτό επειδή τα συνέδρια των επαναστατικών οργανώσεων της Αριστεράς και δη της κομμουνιστικής και οι διακηρύξεις που τα συνοδεύουν είναι – ή θάπρεπε να είναι – πηγή αισιοδοξίας, τροχιοδείκτες προς την πορεία κατάκτησης του επιδιωκόμενου μέλλοντος, πανηγύρι δημοκρατίας.Απόδειξη της  ικανότητάς μας να αντιμετωπίζουμε, να αντέχουμε και να πετυχαίνουμε τα πάντα.

Το κείμενο που έχει καταθέσει η ΚΕ του ΚΚΕ δημόσια για διάλογο, ενόψει του 22ου συνεδρίου, στερείται των χαρακτηριστικών που αναφέρονται πιο πάνω, τόσο για αυτά που γράφει όσο και για εκείνα που λείπουν και έπρεπε να γράφονται.

Πώς διαμορφώνεται το δημοκρατικό ζήτημα στη σημερινή εποχή των γενικευμένων ψηφιακών παρακολουθήσεων, των υπεροπλισμένων και διεθνοποιημένων κατασταλτικών μηχανισμών;  Σε τι συνίσταται, πώς οργανώνεται και πώς πραγματοποιείται στη σημερινή υπεραυτόματη πραγματικότητα, στη σύγχρονη πλημμυρίδα των πληροφοριών, η εργατική εσωκομματική δημοκρατία;  Ποιοι είναι οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα οργανωτικά μέτρα ώστε κάθε σύντροφος να «βλέπει» τον εαυτό του στις αποφάσεις και στα μέσα υλοποίησης τους; Ποιοι είναι οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα οργανωτικά μέτρα επίσης ώστε η μειοψηφία να μπορεί να γίνεται πλειοψηφία;

Το κείμενο αποφεύγει να θέσει τέτοια ζητήματα στον κόπο της εξέτασης τους, θεωρώντας πως λίγο πολύ είναι λυμένα σε προηγούμενα συνέδρια.

Αλλά είναι όντως λυμένα;

Κι αυτά τη στιγμή μάλιστα που οι θέσεις εστιάζουνκατ’ εξοχήν στα ζητήματα του κόμματος.

Για το πολιτικό υποκείμενο και για το πολιτικό μέτωπο της εργατικής πολιτικής

Αλλά το πολιτικό υποκείμενο της εργατικής πολιτικής είναι το κόμμα αυτοτελώς; Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε μόνο σε αυτό να πέφτουν τα φώτα; Με το κίνημα και το μέτωπο κάπου μακριά;.

Το υποκείμενο της εργατικής πολιτικής είναι το κίνημα, το κόμμα και το μέτωπο ως ενιαίο σύνολο με διακριτά τα τρία αυτά μέρη. Μεταξύ τους συνδέονται με τις σχέσεις πρωταρχικότητας, κρισιμότητας και αποφασιστικότητας: Το κίνημα είναι το πρωταρχικό, το απαραίτητο, ο γεννήτορας όλων.Το κόμμα είναι ο στρατηγός, είναι το κρίσιμο στοιχείο το οποίο παρεμβαίνει αποφασιστικά,προσανατολίζει σταθερά και γονιμοποιεί το κίνημα. Το πολιτικό μέτωπο,τέλος,είναι το αποφασιστικό, είναι αυτό που κατακτά το δημοκρατικό δικαίωμα να αποφασίζει και να επιβάλλει δημοκρατικά τη θέληση του επειδή ως μέτωπο μπορεί να κερδίζει την πλειοψηφία των καταπιεσμένων.(Το κόμμα ως πρωτοπορία είναι εξ ορισμού μειοψηφία στην κοινωνία, το μέτωπο που συγκροτείται από το κόμμα ενέχει τη δυνατότητα να κερδίσει την πλειοψηφία των σύγχρονων κολασμένων και επομένως αποκτά το δημοκρατικό δικαίωμα να κυβερνά, να επιβάλλει τη θέληση του).Επομένως η μετωπική πολιτική συνδέεται (και) με το δημοκρατικό ζήτημα.

Στο κείμενο των Θέσεων όμως η μετωπική πολιτική λείπει παντελώς.

Ταυτόχρονα αφιερώνονται δυο ολόκληρες σελίδες προσδιορισμού των όρων συνεργασίας με τα υπάρχοντα …κομμουνιστικά κόμματα στον πλανήτη. Δίχως όμως να ξεκαθαρίζεται για το σε τι είδους συνεργασία, τακτική ή στρατηγική,αναφέρεται. Αλλά αυτό είναι το κρίσιμο, το απαραίτητο. Διαφορετικά, αν πάρει κανείς τοις μετρητοίς τους όρους που θέτουν οι συντάκτες του κειμένου προκειμένου να συνεργαστούν μεταξύ τους τα κομμουνιστικά κόμματα αμφιβάλλω αν θα μείνουν 3-4 παγκόσμια.

Ναι, αλλά μας ενδιαφέρουν ή όχι ιδιαίτερα οι πολιτικές π.χ. του ΚΚ της Κούβας ή του Βιετνάμ;

Στο κείμενο λείπει η παραμικρή προσπάθεια προσδιορισμού της πολιτικής σχέσης ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα και στις μαχόμενες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.

Μας αφήνουν αυτές αδιάφορους;Είναι όλες ανεξαίρετα «υπηρέτες του συστήματος» κι έτσι καθαρίσαμε;Μας ενδιαφέρει π.χ. η πολιτική Μαδούρο και πώς;

Είναι όλες οι «μικρές» οργανώσεις στην Ελλάδα έτσι apriori οπορτουνιστικές όπως διαφαίνεται στο κείμενο και υπογραμμίζεται σε όλα τα κομματικά ντοκουμέντα (οι οποίες «εκ των πραγμάτων διευκολύνουν τα κυβερνητικά σχέδια»;).

Η πολιτική του μετώπου δεν είναι πολιτική συσπείρωσης αποκλειστικά όλων όσοι, σε αυτήν την περίοδο,  είναι αντίπαλοι του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν είναι δηλαδή πολιτική συσπείρωσης της συνειδητής πρωτοπορίας, εκείνων, που αντιλαμβάνονται σήμερα ότι οι εθνικές αντιθέσεις και ο εθνικός ζυγός δεν είναι τυχαία ούτε επιφανειακά φαινόμενα, αλλά εδράζονται στέρεα και βαθιά στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού .

Η τρέχουσα μετωπική πολιτική είναι πολιτική συσπείρωσης όλων όσοι θέλουν να αγωνιστούν ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιδρομή, είτε είναι συνειδητοί αντίπαλοι του καπιταλιστικού συστήματος είτε όχι .

Επιπλέον οι πόλεμοι είναι όλοι, έτσι γενικά, ιμπεριαλιστικοί;

Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή για παράδειγμα είναι έτσι γενικά και ισοπεδωτικά ιμπεριαλιστικός πόλεμος όπως τον ορίζει το κείμενο των Θέσεων;Ή είναι ιμπεριαλιστικός από τη μεριά του Ισραήλ και των αμερικανονατοϊκών και από τη μεριά των Παλαιστινίων και της Χαμάς είναι εθνικοαπελευθερωτικός;

Αλλά  εδώ ανακύπτει ένα συγκεκριμένο θέμα: το θέμα της στάση μας απέναντι στον εθνικισμό.

Απορρίπτουμε κάθε εθνικισμό;

Η ηγεσία του ΚΚΕ θεωρεί πως απορρίπτουμε κάθε εθνικισμό;Ο εθνικισμός του έθνους που καταπιέζεται είναι επίσης απορριπτέος; Ο εθνικισμός των λαών (προλετάριοι, μεσαία στρώματα και αστοί π.χ. Παλαιστίνιοι, Βενεζουελάνοι, Κινέζοι παλιότερα  κ.α.)  που αγωνίζονται ενάντια στην ιμπεριαλιστική υποδούλωση είναι λίγο πολύ ο ίδιος και, συνεπώς, εξ ίσου καταδικαστέος και απορριπτέος (επειδή υπάρχει και παρεμβαίνει π.χ. η Παλαιστινιακήαστική τάξη, ή επειδή πολεμούσε η κινέζικη αστική τάξη ενάντια στους βρετανούς αποικιοκράτες με την προτροπή του ΚΚΚ) με τον εθνικισμό της μεγάλης δύναμης των ιμπεριαλιστών κυριάρχων;  Οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες απορρίπτονται ως εθνικιστικοί;

Δεν θα έπρεπε το κείμενο να διαχωρίζει τους δυο εθνικισμούς και να υπογραμμίζει με τουλάχιστον παράλληλο τρόπο το σαφή κίνδυνο του μεγαλοαστικού κοσμοπολιτισμού, φιλοϊμπεριαλιστικού από τη φύση του; Αλλά και από τον σημερινό προσανατολισμό του όπως αυτός συγκεκριμενοποιείται με τον ανεκδιήγητο Τραμπ και τους συν αυτώ ευρωπαίους και λοιπούς μικρομεσαίους και προβληματικούς, πλέον, ηγέτες;

Τα θέματα αυτά  δεν είναι απλά, ούτε εύκολα στις απαντήσεις τους.

Αλλά από τη στιγμή που η κομμουνιστική Αριστερά απαλλάχτηκε από τις ψευδαισθήσεις περί «εθνικής ελληνικής αστικής τάξης» η οποία θα συμπορεύεται δήθεν στον αγώνα ενάντια στην αμερικανοκρατία, το ζήτημα της εξάρτησης μπορεί να αντιμετωπισθεί γονιμοποιητικά. Να καταλάβουμε πραγματικά  τι σημαίνει «εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό », πρόβλημα που ήταν πάντα από τότε που υπάρχει νεοελληνικό κράτος. Εν ολίγοις το εθνικό πρόβλημα, με τη μορφή της εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό σε συνθήκες  τυπικής πολιτικής ανεξαρτησίας.

Να  συλλάβουμε επίσης το ποιες δυνάμεις πρέπει να συγκεντρωθούν για μια νικηφόρα αναμέτρηση. (Οι εξελίξεις στη Βενεζουέλα  βοηθούν σε αυτό). Αλλά πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων σημαίνει πολιτική συνεργασιών για άμεσες κατακτήσεις, μικρού ή μεγάλου ειδικού βάρους και φυσικά – επαναλαμβάνουμε- ειδικά επεξεργασμένη μετωπική πολιτική στρατηγικών επιδιώξεων. Και φυσικά επίγνωση πως η σχέση τακτικής και στρατηγικής είναι μια σχέση ενότητας και αντίθεσης. Σχέση αντίθεσης στο βαθμό που το λαϊκό κίνημα τείνει να κουρνιάσει στα σπουδαία κατακτηθέντα ζητήματα κατά τις τακτικές αναμετρήσεις του και ενότητας καθώς νοιώθει την ανάγκη συνέχισης του αγώνα ως την τελική εξασφάλιση των κατακτηθέντων και της αναγκαίας διεύρυνσης τους.

Αναγκαία η αισιόδοξη και γενναία κριτική και αυτοκριτική

Αλλά γι’ αυτά απαιτείται μια γενναία, δημιουργική και μαχόμενη αυτοκριτική σχετικά με τη μέχρι τώρα πορεία.

Πολύ περισσότερο που την τελευταία εικοσαετία ο ελληνικός λαός έπραξε το καθήκον του απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Βγήκε στους δρόμους μαζικά και αποφασιστικά. Είτε με την κοινωνική έκρηξη των πλατειών, είτε τελευταία για τη δολοφονία στα Τέμπη, ακόμη και τώρα με την μαζική αγωνιστική παρουσία των αγροτών.

 Απέναντι σε αυτές τις πλημμυρίδες του λαϊκού κινήματος σύμπασα η κομμουνιστική Αριστερά, πρωτίστως το ΚΚΕ, παρά τις ηρωικές προσπάθειες συμπαράστασης αποδείχτηκε και αποδεικνύεται πολιτικά ανέτοιμη.

Όχι μόνο αποδείχτηκε και αποδεικνύεται ανέτοιμη αλλά κάθεται σε μια γωνιά και προφητεύει το αυτονόητο: πως οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις δεν μπορούν να οδηγήσουν τα πράγμα ως την τελική νίκη, θα μείνουν στη μέση, («δεν σας το έλεγα πως ο Τσίπρας θα τα φέρει τούμπα;»  επαναλαμβάνουν κάθε τόσο). Λες και μπορούσε να γινόταν αλλιώς!

Δηλαδή ταυτολογεί, (το πέντε είναι ίσο με το πέντε επειδή το πέντε είναι ίσο με το πέντε).

Και γι’ αυτό νοιώθει υπερήφανη και δικαιωμένη!..

Όσο όμως δεν προχωρά σε μια αυτοκριτική αποτίμηση της πορείας της θα εξακολουθεί να συλλαμβάνεται πολιτικά ανέτοιμη και θα της φεύγουν οι μάζες ανάμεσα από τα δάκτυλα.

Η μαχόμενη εργατική ιστορική αυτοκριτική είναι μέρος της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα προσπάθεια και μέσο θετικής υπέρβασης της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας.

Άρα, δεν μπορεί  παρά να έχουν ανατρεπτικό και αισιόδοξο περιεχόμενο. Δεν μπορεί παρά να επιδιώκουν ένα αναγκαίο ποιοτικό άλμα αντίστοιχο με τις ιστορικά αναπτυσσόμενες σύγχρονες επαναστατικές  απαιτήσεις και δυνατότητες.

Η υλιστική ιστορική αυτοκριτική, αντιπαλεύει τις διάφορες παραλλαγές που εμφιλοχωρούν εντός των κομμουνιστικών κομμάτων, οι οποίες διατυμπανίζουν σ’  όλους  τους τόνους  τον  εξελικτικό, ποσοτικό κατά βάση,  τρόπο ανάπτυξης του καπιταλισμού και επομένως και του εργατικού κινήματος. Συνεπαγωγή αυτής της άρνησης είναι η απόρριψη της αναγκαιότητας  για  «ποιοτικές ανακατατάξεις» του πολιτικού υποκειμένου της εργατικής πολιτικής και για άλματα στην ανάπτυξη  των ταξικών δυνάμεων και  της ταξικής πάλης.

Αυτής της αντίληψης επίδραση είναι η ακλόνητη και θεμελιώδης εκτίμηση πως ο καπιταλισμός από την εποχή του Λένιν και ως τα σήμερα – 100 και πάνω χρόνια – παραμένει στο ίδιο στάδιο (κάτι σαν θαύμα)  με ορισμένες γραμμικά εξελισσόμενες μεταβολές που δεν συγκροτούν μια νέα ποιότητα.

Άρα το υποκείμενο της εργατικής πολιτικής (κίνημα, κόμμα, μέτωπο)  θα είναι λίγο πολύ το ίδιο..

Όμως οι ποσοτικές συσσωρεύσεις που οδηγούν σε άλματα και ριζικές ανασυγκροτήσεις είναι αναγκαιότητα για τον καπιταλισμό, ακριβώς προκειμένου να διατηρήσει τη βαθύτερη εκμεταλλευτική του «συνέχεια» για όσο διάστημα υπάρχει και κυριαρχεί. Και ακόμη περισσότερο, ειδικά οι «ποιοτικές ανασυγκροτήσεις» είναι αναγκαιότητα για τον καπιταλισμό, όσο αυτός, ιστορικά,  πλησιάζει  προς το τέλος της κυριαρχίας του, χωρίς ωστόσο να έχει πάψει να κυριαρχεί ακόμα, όσο «σβήνει  μα δεν έσβησε ακόμα», όσο «πεθαίνει μα δεν πέθανε ακόμα» .

Γι’ αυτό και αυτή καθαυτή η στάση και πρακτική να αντιμετωπίζονται τα εν λόγω ζητήματα μια κι έξω, σε κάποιο προηγούμενο συνέδριο, αντικειμενικά παρακάμπτει την ιστορική διαλεκτική κίνηση και ικανότητα του κεφαλαίου  να συγκεντρώνει και να αναδιατάσσει ριζικά τις συνολικές δυνατότητες και τις δυνάμεις κυριαρχίας του και υποτιμά το διαλεκτικό και όχι απλά εξελικτικό τρόπο ανάπτυξης της ταξικής πάλης και ειδικά της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου. Υποτιμά τον «ποιοτικό» ρόλο της, σε  όλες τις πλευρές, στις μορφές,  στους συσχετισμούς και στην ουσία της συνολικής  κίνησης των καπιταλιστικών αντιθέσεων και γενικά του κυρίαρχου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επομένως και την ανάγκη ανάλογης πολιτικής επαναθεμελίωσης του προγράμματος και της συγκρότησης του υποκειμένου (κινήματος, κόμματος και του μετώπου) της εργατικής πολιτικής.

Από την άλλη μεριά, η μαχόμενη υλιστική αυτοκριτική αντιπαλεύει, πρωτίστως και ιδιαίτερα,  τις γενικότερες αστικές θεωρίες και πρακτικές, που αποθεώνουν  τις εξελίξεις της  «νέας κατάστασης των χωρών του καπιταλισμού» και την απομονώνουν  από το  ταξικό εκμεταλλευτικό τους  περιεχόμενοκαι από την ιστορία  τους. Αλλά η καπιταλιστική «ανάπτυξη» στην εποχή μας δεν είναι έτσι  γενικά και αόριστα «ανάπτυξη», είναι αναιμική, σαθρή και κυρίως αντιδραστική ανάπτυξη.

Η μαχόμενη εργατική  ιστορική αυτοκριτική επιχειρεί μέσα από την υλιστική αντιμετώπιση των επιτυχιών αλλά  και της ήττας του επαναστατικού ρεύματος, να αποκρούει τη διαρκή αβεβαιότητα και τις πολυποίκιλες δηλώσεις μετανοίας και να αναδεικνύει τα αγωνιστικά, τα προωθητικά στοιχεία που και οι ήττες συχνά  προσφέρουν, για  μια νέα επαναστατική «σχετική βεβαιότητα», ταυτότητα και αυτοπεποίθηση μιας νέας  νικηφόρας προοπτικής. Έχει σταθερό σκοπό να αναδείξει  τον καθοριστικό ρόλο του  μαρξιστικού ρεύματος, του εργατικού κινήματος και των κατακτήσεων του, να αξιοποιήσει με ανώτερο τρόπο την ιστορική κίνηση και τα ιστορικά διδάγματα, σαν πλευρά της νέας δυνατότητας και επαναστατικής προοπτικής.

Η συλλογική προσπάθεια προκειμένου να κατακτηθεί αυτός ο κριτικός και  αυτοκριτικός πολιτισμός, ο «συγκεκριμένος ιστορικός πολιτισμός» του εργατικού κινήματος, αποτελεί προϋπόθεση για τη συγκέντρωση και ενοποίηση των επαναστατικών δυνάμεων, του νέου προγράμματος και του νέου κόμματος της  πρωτοπόρας τάξης.

Αυτή ακριβώς η προϋπόθεση, αυτή η προσπάθεια λείπει από την  πολιτική πρακτική και από το κείμενο Θέσεων του ΚΚΕ.

Η έλλειψη αυτή είναι ιδιαίτερα απογοητευτική για όλους μας.

Αλλιώτικη θάταν η κατάσταση αν είχαμε ενώπιον μας ένα στιβαρό ντοκουμέντο, καρπό τολμηρών αναζητήσεων και αλλιώς είναι νάχεις μπροστά σου ένα στεγνό ντοκουμέντο που επαναλαμβάνεται το ίδιο – χρόνια τώρα – με ορισμένες δευτερεύουσες συμπληρώσεις και διορθώσεις…

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ