14.1 C
Athens
Κυριακή, 21 Δεκεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όλα σπασμένα: φλέβες, άνθρωποι, σχέσεις, της Όλγας Μοσχοχωρίτου

 

Έκτη ταινία για τον Γιάννη Οικονομίδη μετά την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». Μια απέλπιδα ταινία για να καταλάβουμε πώς, πότε και γιατί έσπασαν όλα.

Σπασμένη φλέβα λοιπόν ή μια χώρα με σπασμένα νεύρα, σπασμένα φρένα, δίχως έρμα που τρώει τα παιδιά της. Δηλαδή το μέλλον της.

Η περίφημη μεσαία τάξη, η ραχοκοκαλιά της οικονομίας της χώρας, έχει σπάσει.

Γενικά πρόκειται για ένα έργο με σπασμένους ανθρώπους, σχέσεις, ψυχές, σώματα.

Η τάξη έχει χαθεί και για να αποκατασταθεί θα διαπραχθούν πραγματικοί ή συμβολικοί φόνοι. Τί να αποκατασταθεί; Η ισορροπία του προ κρίσης τρόμου; Οι οικογένειες που σέρνονται πίσω από τις δόσεις δανείου;

Πόσα έχουν ξοδευτεί από το 2003, προκειμένου ο Δημήτρης του «Σπιρτόκουτου», να μετακομίσει από το δυάρι του Κορυδαλλού στη μεζονέτα της Βούλας; Μια εικοσαετία;

Τί κουβάλησε μαζί του; Όλη τη μάτσο, νεολούμπεν κουλτούρα του πετυχημένου νεοέλληνα.

Πόσος χρόνος έχει ξοδευτεί από το 2003 ως το 2025; Πώς τα κατάφερε ο Έλληνας μικροαστός, ιδιοκτήτης μιας συνοικιακής καφετέριας που ονειρευόταν να γίνει μεγάλος επιχειρηματίας, να γίνει τελικά έμπορος ειδών υγιεινής με μεζονέτα στα νότια και  θέα τη θάλασσα;

Σε πόσους χρωστάει και τί; Είναι μόνο ένας τοκογλύφος;

Για όσους από μας παρακολουθούμε τον κινηματογράφο του Οικονομίδη χωρίς να είμαστε κριτικοί κινηματογράφου αλλά ευαίσθητοι στην κοινωνική κριτική, ή σ’ έναν κόσμο ανάποδα, είδαμε έναν ώριμο εξπρεσιονισμό που δεν υποχωρεί στην ένταση της έκφρασης  συναισθημάτων  των πρωταγωνιστών, αλλά μαλακώνει κάπως τις γωνίες, επιτρέποντας σε κάποιους τη σκέψη, ενώ η αφήγηση παραμένει σαρωτική και η πολιτικοκοινωνική οπτική πιο διεισδυτική και οξυδερκής.

Μια σύγχρονη τραγωδία χωρίς όμως  κάθαρση.

Ήτοι παρακολουθήσαμε να  επαναλαμβάνεται ο αρχαίος ελληνικός ηθικός κύκλος: ο άνθρωπος με Ύβρη (αλαζονεία, περιφρόνηση) θολώνει τον νου του (Άτη), προκαλώντας την οργή των θεών που εκδηλώνεται με τη Νέμεση (θεϊκή δικαιοσύνη), η οποία οδηγεί στην τελική Τίσι (τιμωρία και καταστροφή).

Αυτό είναι το εσωτερικό σενάριο της ταινίας του Οικονομίδη. Η πιο ώριμη δουλειά του.

Μια βαλκάνια εκδοχή μαφίας (τεράστιε Αναστασάκη) κρατάει το ρευστό της χώρας. Ευθεία αναφορά στους κατόχους του νόμιμου(;) και παράνομου χρήματος, της οικονομικής ηγεσίας της χώρας. Των τραπεζών και του παρακολουθήματός τους: των τοκογλύφων.

Κανείς δεν είναι αθώος. Ούτε ο «κατατρεγμένος» ήρωας-μεσήλικας της μεσαίας τάξης που πρωταγωνιστεί. Δεν υπάρχει δίπολο καλού – κακού. Δεν είναι ο τοκογλύφος το χειρότερο είδος. Παίζει κι αυτός στα ίσα.

Παίζει επίσης:

Το λούμπεν ζευγάρι της καντίνας -ΣΟΦΙΑ ΚΟΥΝΙΑ, ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΑΜΟΥΛΑΚΑΤΟΣ,- τί μορφές, τί ερμηνείες, τί δολοφονικό βλέμμα γυναίκας (μόνο μια πραγματική γυναίκα, όχι ηθοποιός, μια αντισυμβατική διανοουμένη θα μπορούσε να είναι τόσο πειστική ως παρείσακτο κοινωνικό σκουπίδι). Αυτή η γυναίκα του περιθωρίου  συναγωνίζεται σε ψυχική διαφθορά, τη καλοβολεμένη σύζυγο, – ανυπέρβλητη η Μαρία Κεχαγιόγλου, που μας οπτικοποιεί πλήρως το προσωπικό συμφέρον, τον πανικό της μεσοαστής από το φόβο της απώλειας περιουσίας, στης οποίας  το πρόσωπο  αντικατοπτρίζεται απόλυτα η  ψυχική της στειρότητα!

Ούτε αυτή είναι αθώα, ας χάνει το σπίτι που για να χτιστεί έφαγε όλες τις οικογενειακές  οικονομίες, το σπίτι που  φορτώθηκε με δάνεια, καλύπτει τις αξιώσεις του τοκογλύφου και τις επιταγές της επιχείρησης, στέκεται εκεί σα στήριγμα της οικογένειας. Όταν αυτό κινδυνεύει να καταρρεύσει, καταρρέει κι ο γάμος της. Όταν αυτό σώζεται, νομίζει πως σώζεται κι ο γάμος της. Μια στεγνή συναισθηματικά γυναίκα που το μόνο που τη νοιάζει είναι να τη βγάλει καθαρή.

Όλοι βρίζουν και φωνασκούν γιατί …τους πνίγει υποτίθεται το δίκιο.

Όλοι νιώθουν ότι έχουν δίκιο. Κι ότι όλοι οι άλλοι τους χρωστάνε. Κατά βάθος είναι θυμωμένοι με τον εαυτό τους, αλλά για λάθος λόγους.

Παράλληλοι μονόλογοι σε ένταση -τέρμα τα γκάζια-τόσο που τα λόγια στερεύουν, οι βρισιές στερεύουν, η δημιουργικότητα σε κατασκευή αισχροτήτων στερεύει, αδυνατούν να περιγράψουν το συναίσθημα, το θυμό, το φόβο.

Οι βρισιές (στερεότυπο του Οικονομίδειου σινεμά) αποδίδουν τόσο έντεχνα την ψυχική ένδεια των μεσοαστών Ελλήνων, που γίνονται κομμάτι του ποιητικού του σύμπαντος. Γιατί ακόμα και οι βρισιές άλλαζαν από χαρακτήρα σε χαρακτήρα.

Το άλλο ποιητικό στίγμα  καθορίζει  η Βάρης – Κορωπίου. Ναι, πρωταγωνιστεί κατά τη γνώμη μου στο έργο και  η λεωφόρος Βάρης – Κορωπίου, με τα φορτηγά να στριγγλίζουν, έναν διαρκή θόρυβο που πληγώνει τα πάντα.

Τα ακίνητα στις δύο πλευρές της είναι κυρίως  γραφεία εταιρειών με  την έκθεση προϊόντων  στο ισόγειο, είδη σπιτιού, φωτιστικά, μπάνια και είδη υγιεινής, πλακάκια και οικοδομικά υλικά, που η έξαρση της ανοικοδόμησης φούντωσε τεχνητά και μαζί με τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, είναι οι πρώτες επιχειρήσεις που κατέρρευσαν επί κρίσης.

Αυτή η λεωφόρος και οι μεζονέτες  στο πουθενά, νέες ακριβές περιοχές χωρίς παρελθόν και μνήμη ως χώρος και ταυτότητα.

Κι έρχεται μια σκηνή – έπος – που δεν μπορεί να περιγραφεί γιατί δεν θα ήταν τίμιο να αφαιρεθεί από τους υποψήφιους θεατές η ηδονή, ενός κινηματογράφου αξιώσεων. Τη σκηνή – έστω και μόνο γι’ αυτή- για την οποία θα άξιζε ο Μπισμπίκης να έβαζε υποψηφιότητα για Όσκαρ (αν γυρίζονταν η ταινία στην Ευρώπη) και η μεγάλη Μπέτυ Λιβανού θα το είχε ήδη στην τσέπη.

Η ερωτική τους σκηνή. Ένας άνδρας που πουλάει  ζιγκολίκι για τα χρήματα και μια υπερήλικη γυναίκα που δεν έχει πρόβλημα να πληρώσει για ένα καλό σεξ κι ας επίκειται …το νοσοκομείο. Ό,τι και να πούμε ένα καλό σεξ μπορεί κάποιες φορές ν’ αξίζει και 200.000 ευρώ!!!

Μέσα από αυτήν την αξεπέραστη σκηνή – πρόκληση, σκηνή – έργο τέχνης, γραμμένη και ερμηνευμένη στην κόψη, μπορούν να συνωθούνται χιλιάδες σελίδες κοινωνιολογικών και οικονομικών αναλύσεων για την κρίση και τις πλευρές της. Για την έλλειψη ορίων, για την εκπόρνευση των πάντων. Για την εξαγορά της επιθυμίας. Για το πώς μια ολόκληρη κοινωνία νοσεί μαζί με την ηγέτιδα οικονομική και πολιτική τάξη που προκάλεσε το πλιάτσικο μιας χώρας. Αν σκεφτεί κανείς  ένα – ένα τα πρόσωπα του δράματος, ίσως να διασωθούν στο μέλλον κάποια παιδιά, κάποιες γυναίκες. Ίσως όχι τα παιδιά του Θωμά Αλεξόπουλου, του εμπόρου ειδών υγιεινής, αλλά  μια παλιά ερωμένη του (Κλέλια Ρένεση) και κάποιες άλλες δευτερεύουσας σημασίας γυναίκες που θέλουν να γεννήσουν και να μεγαλώσουν παιδιά…

Ο  Θωμάς Αλεξόπουλος  θεωρεί  τα παιδιά του κομμάτια της ιδιοκτησίας του, εξαρτημένα απ’ αυτόν, λόγω και μόνον την ύπαρξή τους, υποχρεωμένα  να ανταποδίδουν υλικά την αγάπη τους.

Μέσα  στην ναρκισσιστική του λύσσα, δεν μπορεί να προβλέψει το φόνο που διαπράττει ως ηθικός αυτουργός  ο ίδιος, δε διαβλέπει το θάνατο που πλησιάζει.

Θα μου πείτε τί φταίνε τα παιδιά της κρίσης. Τα παιδιά συμμαθητές του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και του Νίκου Ρωμανού, τα παιδιά που ξεσηκώθηκαν το 2008 προοιωνίζοντας την πτώση μιας χώρας, που προειδοποίησαν  και δεν τ’ άκουσε κανείς.

Αμαρτίες γονέων …κατά τον Ιουδαϊκό νόμο.

Άλλη μια μαγνητική τομογραφία της ελληνικής κοινωνίας, η οποία μπορεί μεν να σκιαγραφεί την κακοήθεια κάποιων κυττάρων που εξελίσσονται βίαια σε καρκινώματα, αλλά δυστυχώς είναι αναγνωρίσιμα κοινωνικά στοιχεία και όχι τόσο περιθωριακά.

Οικειότητα λοιπόν στην  απελπισία πριν την τραγωδία, στην ψευδαίσθηση πως όλα μπορούν να σωθούν.

Φυσικά το εγχείρημα δεν θα πετύχαινε χωρίς την συμμετοχή των εξαίρετων ηθοποιών της ταινίας που κυριολεκτικά τους… χαζεύεις.

Είπαμε: Βασίλης Μπισμπίκης που παίζει περισσότερο με τις σιωπές, τις φλέβες στον κρόταφο και τα μάτια. Τα κοντινά του πλάνα αναδείκνυαν ένα θηρίο εγκλωβισμένο, έτοιμο να κατασπαράξει τους άλλους ή να κατασπαραχθεί.

Γιάννης Αναστασάκης, κρύο αίμα, λιτότητα, ψυχικό παχύδερμο, έπαιζε σαν …άλλος.

Μια σκηνή με τη Μαρία Καλλιμάνη στο ρόλο της δικηγόρου και ένα βλέμμα της αρκούσε για την ερμηνευτική της αξία, δείχνοντας την απαξίωσή της στον …πελάτη της.

Σοφία Κουνιά και Στάθης Σταμουλακάτος, σταθερές αξίες του Οικονομίδη.

Συμπληρώνουμε το υπέροχο καστ με Δημήτρη Καπετανάκο, Ιωάννα Κολιοπούλου, Αναστασία Χατζηαθανασίου, Κλέλια Ρένεση.

Για το θρίαμβο της Μπέττυ Αρβανίτη, αναφερθήκαμε ήδη. Πρέπει να τη δει κανείς για να καταλάβει.

Και να συμπληρώσουμε το παζλ της επιτυχίας με τη μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου και τους στίχους του Λεξ που απογείωσε την ταινία μαζί με τη jazz-rock μπάντα των Kepler is Free.

«Με τρελαίνει όταν σαν ίσο με κοιτάνε / Όπως το βλέπω όλοι κάτι μου χρωστάνε», τραγουδάει ο Λεξ όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους.  Ουσιαστικά σα ν’ ακούμε τη φωνή του  Θωμά Αλεξόπουλου, του πρωταγωνιστή που ψάχνει λεφτά για να ξεπληρώσει τον τοκογλύφο, ο οποίος, αν και βρίσκεται προ της οικονομικής καταστροφής, πιστεύει πως η ζωή του οφείλει  άλλη μία ευκαιρία.

 

Και να, οι στίχοι  τραγουδούν το σενάριο της ταινίας:

Εκεί που τ’ όνειρο πεθαίνει ζουν οι κυνηγημένοι

Πίσω τους λιτοί, δεμένοι, κλέφτες κι εξαρτημένοι

Κάτω από τον νεροχύτη έχουν μια τσάντα κρυμμένη

Και στο μέτωπό τους πάντα μια φλέβα σπασμένη

—–

Πώς φτάσαμε εδώ πέρα δεν ξέρω ακριβώς

Μόνο σε δωμάτια που δε μπαίνει το φως

Από όποιον κι αν ζητάω, μου λέει όχι, δυστυχώς

Πώς φτάσαμε εδώ πέρα δεν ξέρω ακριβώς

Δε θυμάμαι πότε αρχίσανε όλα γύρω να σπάνε

Πότε αρχίσανε οι νεκροί στο πλάι μου να περπατάνε

Κάποτε υπήρξα βασιλιάς και κατουρούσα την πλέμπα

Ως που είδα στον καθρέφτη

Μια σπασμένη φλέβα

——

Άμα μπορείς αγάπησέ με λίγο

Λίγο, λίγο, λίγο

 

Υ.Γ1. Πίσω από τη Σπασμένη Φλέβα βρίσκεται το υπόλοιπο κινηματογραφικό σύμπαν του Γιάννη Οικονομίδη, δηλαδή:

Σπιρτόκουτο (2003) που άλλαξε την έννοια του ρεαλισμού στο ελληνικό σινεμά, υιοθετώντας τον εξπρεσιονισμό ως βασική του φόρμα την οποία θα ακολουθήσει και σε επόμενες ταινίες

Ψυχή στο στόμα (2006), ένα καφκικό ψυχογράφημα

Μαχαιροβγάλτης (2010), σενάριο εμπνευσμένο από το «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυό φορές», όπου όμως οι εικόνες της πόλης, μιας πόλης εχθρικής προς τους ανθρώπους της, μιλούν εντονότερα

Μικρό Ψάρι (2014) για την Ελλάδα της (ηθικής) κρίσης  πριν ξεσπάσει η οικονομική

Μπαλάντα της Τρύπιας καρδιάς  (2020) μια αιματοβαμμένη, κατάμαυρη γκανγκστερική κωμωδία

Υ.Γ2. Αυτοί οι καταστραμμένοι μεσοαστοί, μισοαγράμματοι, μισολούμπεν, φιλόδοξοι και αντικοινωνικοί, που όλοι τους χρωστάνε,  είναι πολύ γνωστές φιγούρες στα δικηγορικά γραφεία (μικρομεσαία κι αυτά). Είναι οι ίδιοι που κόμπαζαν για τα κέρδη του χρηματιστηρίου, πριν τα χάσουν όλα και αναδυθούν πάλι μέσω της τραπεζικής χρηματοδότησης πριν ξεσπάσει η κρίση του ’10. Είναι αυτοί που μας κοιτούσαν λίγο ειρωνικά και μας πρότειναν να αγοράσουμε με leasing  καινούργιο αυτοκίνητο, γιατί …έχει φορολογική έκπτωση. Έως το 2013 – 2014, είχαν μείνει χωρίς ασφαλιστική κάλυψη και τα περισσότερα ακίνητα ήταν υποθηκευμένα ή κατασχεμένα από τις τράπεζες.

ΥΓ3. Αισθάνομαι ότι ο Οικονομίδης …μας χρωστάει και μία ταινία με πρωταγωνιστή έναν «κανονικό εργάτη». Ξέρετε, απ’ αυτούς που διαβάζουμε ότι σκοτώθηκαν στο εργοτάξιο, στους δρόμους, ή στο λιμάνι.

Ας πούμε έναν από αυτούς τους 200 που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του 2025.

Έλληνα ή αλλοδαπό.

Πώς είναι τα σπίτια αυτών των ανθρώπων; Τί συμβαίνει εκεί, ποιος είναι ο περίγυρός τους, η ζωή τους, τα τραγούδια τους;

Πώς φέρονται στα παιδιά τους,  στις γυναίκες τους, στους συντρόφους τους, πώς βρίζουν, με τί γελάνε;

Πώς είναι όλες αυτές οι εργάτριες των supermarkets, των οικιακών βοηθών, των πωλητριών κ.λπ.;

Νιώθω ότι είναι καθόλα ικανός, ώριμος και γνώστης των ελληνικών κοινωνικών διαστρωματώσεων.

Επιθυμώ  να γίνει ο δικός μας Κεν Λόουτς.

Και νομίζω ότι θα γίνει.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ