14.3 C
Athens
Σάββατο, 30 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ξανά για το Θεοδωράκη και τα μεγάλα μεγέθη, του Θανάση Σκαμνάκη

 

Για μέρες τώρα ζήσαμε στο σύμπαν του Μίκη Θεοδωράκη. Μια ακόμη συνεισφορά του και ουσιαστικά μια ακόμη μάχη του, καθώς χρειάστηκε να επιβάλλει, ενώ είχε ήδη φύγει, το πως θα ταφεί.

 

Δέκα μέρες σε ένα φως που εναλλασσόταν, άλλοτε σκληρό σαν ήλιος, άλλοτε δακρυσμένο σα φθινόπωρο, άλλοτε λυγμικό σαν καταιγίδα, άλλοτε απαλό σαν απόκριση… Παρέλασαν οι λυπημένες στρατιές των μουσικών αναστάσεων και των ηττημένων ελπίδων, μιας εποχής και ενός κόσμου, της εποχής και του κόσμου μας, που φεύγει και όλο ξαναγυρίζει να γλύψει τις πληγές, αγωνιώντας να ξαναβρεί φλέβες αιμάσσουσες και να ξαναδώσει έναν ρυθμό και μια προσδοκία σε καινούργια σχέδια.

 

Τώρα τον αποθέσαμε ασφαλή στον τόπο που επέλεξε και εμείς συνεχίζουμε τις ασχολίες μας. Όχι σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Οι μέρες αυτές δεν ήταν σαν άλλες,  άφησαν ένα ακόμη σημάδι. Ξαναπαρουσιάστηκε ο αιώνας μπροστά μας, στιγμή-στιγμή σχεδόν (και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα) και αισθανθήκαμε πιο δύσκολα, καθώς ένα σημείο αναφοράς, ένα σημείο όπου στρεφόσουν σε δύσκολες φορές, δεν είναι πια στη θέση, εκεί που το τοποθετούσες, είτε για να το επικαλεστείς, είτε για να ξεσπάσεις πάνω του.

 

Σαν με τη μάνα μου, που ήξερα πως υπήρχε μια πλάτη για να καταφεύγω και να με υπερασπίζεται στα δύσκολα, ή απλώς και μόνο να σκέφτομαι πως υπάρχει κι αυτό ήταν παρηγορητικό, πως με μαλώνει και την άλλη μέρα το πρωί θα με ξυπνήσει μ’ ένα φιλί για να πάω στο σχολείο, πάντα, κι ας ήταν τόσες δεκαετίες που δεν  πήγαινα πια σχολείο… Κι όταν έφυγε έμεινε ένα κενό, η απουσία της νοητής διαφυγής.  

 

Τόσες ημέρες προσπαθήσαμε να διαχειριστούμε το συναισθήματά μας και να αισθανθούμε το βάρος της απώλειας. Κι αυτό το «τη μάνα σου μην την πετροβολάς» έχει μια ακριβή σημασία. Ο Μίκης ήταν κι αυτός μια μάνα του συνειδητού εαυτού μας.

Μια μάνα μεγάλη. Πολλών ανθρώπων.

 

Είναι δύσκολο και πιθανόν οδυνηρό, να διατρέξουμε την πορεία του και να αξιολογήσουμε με πολιτικό τρόπο τη θητεία του. Κάποια στιγμή θα γίνει.

Εκείνος συνόψισε με το μεγάλο μέγεθος τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του κομμουνιστικού εγχειρήματος του 20ου αιώνα.

 

Αλλά ο θάνατος που σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις είναι η ευκαιρία για να καθαρθούν οι νεκροί δεν έχει την ίδια αξία και νόημα όταν πρόκειται για όλους. Ψέματα λένε πως μπρος στο θάνατο είμαστε όλοι ίσοι.

 

Τα μεγάλα μεγέθη μας βοηθούν να καταλάβουμε πως είναι ο κόσμος που θέλουμε, και όσο ζουν και με το θάνατό τους. Προσφέρουν ένα μέγεθος κρίσης. Είναι σαν τα μεγάλα γεγονότα. Όπως οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις, ας πούμε.  Όταν συμβαίνουν δεν στέκονται να μετρήσουν τα επί μέρους, ποιος είπε τι, τι έγινε τη μια στιγμή, ποιο λάθος, ποιο σωστό,  συμψηφίζοντας μικροζημιές και μικροκέρδη. Μετράνε την κάθε στιγμή σαν να είναι αιώνας και την κάθε πράξη με το μέτρο της αιωνιότητας. Μετά ακολουθούν οι ερμηνείες, οι εξηγήσεις… Κι όταν ξαναγυρίσουμε στις  καθημερινές ασχολίες ξαναπιάνουμε το γαϊτανάκι των ενασχολήσεων με τα δευτερεύοντα, νομίζοντας πως αυτά είναι τα σπουδαία, αλλά εντωμεταξύ όταν έχει υπάρξει μια έξαρση, το μέτρο υπολογισμού έχει αλλάξει. Δεν μας χωράνε τα συμβατικά. Η ζωή η ίδια έχει πάρει άλλο μέγεθος. Γι’ αυτό και συχνά συντρίβονται εκείνοι που πέταξαν στο ύψος του Ίκαρου.

 

Έτσι έγινε με το Μίκη. Πέταξε μαζί με τη μεγάλη δεκαετία του 1940, ξαναπέταξεστην ανάταση της δεκαετίας του  ’60. Βρήκε το μέγεθός του ανάλογο με τα μεγάλα μεγέθη των ημερών. Κι όταν οι μέρες υποχωρούσαν συντριβόταν μαζί τους, πιο οδυνηρά και εκκωφαντικά. Με πτήσεις αετού που πέφτει στα κενά αέρος, μιας γήινης ξηρασίας, μη μπορώντας να συμφωνήσει σε μια ήπια εκδοχή των πραγμάτων – κι όσες φορές την αναζήτησε έδειχνε καρικατούρα του εαυτού του.

 

Σε κάθε περίπτωση μας κληροδότησε όχι μόνο μια μουσική, αλλά και ένα μέτρο, για να καταλαβαίνουμε χειροπιαστά πως είναι να ζεις στα μεγάλα μεγέθη. Πως είναι το βήμα που κάνει κι η λέξη που λες, να μην είναι σπατάλη ουσίας, αλλά υπέρβαση έρωτα και μέθης, κοινωνικής, πολιτικής…

Κι αφού περιπλανήθηκε σε πολλές φορές σε ξένη γη, πολλές άστοχες απόπειρες πτήσης – πως να πετάξεις πάνω από τους τάφους των ονείρων σου;- ξαναέδωσε μια ακόμη ανάταση με το θάνατό του.  

 

Η επιστολή στον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ – «Να αφήσει αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής… Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν από το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα «Μεγάλα Μεγέθη». Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ» – είναι μια ύψιστη απόδειξη.  

 

Και η επιλογή της επιγραφής στον τάφο του – «Πολέμησε το Δεκέμβρη» – πιστοποιεί την αξία των πραγμάτων, δίνοντας με εμφαντικό τρόπο να καταλάβουμε ποιο ήταν το πραγματικό νόημα και περιεχόμενο της ζωής (και της ζωής του).

 

Δεν ξέρω αν αυτά είναι ικανά να σβήσουν τις «λεπτομέρειες» – αν δηλαδή με αυτό προσπαθούμε να πούμε πως σβήνουμε τις πράξεις και τις παραλείψεις που είναι ικανές να μας θυμίζουν και να μας μαθαίνουν – είναι όμως ικανά να αναδείξουν μέσα από άπειρες σκληρές και οδυνηρές λεπτομέρειες, μερικές φορές μοιραίες, ότι, και με ποιο τρόπο, υπάρχει και διατηρείται το μεγάλο μέγεθος.  

 

Στην περίπτωση του Μίκη όλη η σημασία εκφράστηκε με το ριζίτικο που τραγούδησαν οι βρακοφόροι στο Γαλατά:

«Τον αντρειωμένο μην τον κλαις ότε κι αν αστοχήσει, κι αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος θα ’ναι».

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ