Η συνείδηση του καιρού τους, αυτό είναι οι σπουδαίοι άνθρωποι. Και επειδή ο καιρός έχει πάνω και κάτω, πάνω και κάτω πάνε κι αυτοί. Με την ένταση και τις ιδιομορφίες της ιδιαιτερότητάς τους, του μεγέθους τους, της ευαισθησίας του απέναντι στον γύρω κόσμο και τη μέσα τους ύπαρξη. Κι έτσι, μιλώντας για τα «καπρίτσια» των θεών, μιλάμε ευθέως για τα γυρίσματα της ιστορίας, κόσμου κι ανθρώπων. Όπως, ας πούμε τα μάθαμε ή τα ζήσαμε στον ανήσυχο αιώνα που αφήσαμε πίσω μας, πριν αρκετά, πλέον, χρόνια.
Ίσως, λοιπόν θα ήταν χρήσιμο και, πιθανόν, ενδιαφέρον, να αναμοχλεύσουμε μια ιστορία που έχει σχεδόν ξεχαστεί, κι όμως στα χρόνια της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Τώρα είναι ο χρόνος της, καθώς με το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη ξαναβγήκαν στη σκηνή του ιστορικού θεάτρου μας όλα, ή πολλά, από τα συμβάντα και τα μηνύματα-μαθήματα εκείνου του καιρού.
Σ’ εκείνον λοιπόν τον ούτως ή άλλως φλογερό καιρό, είτε για τη νεότητά μας είτε για τη νεότητα της δημοκρατίας που εγκαινίαζε η μεταπολιτευτική περίοδος με την κατάρρευση της χούντας, είχαν αναπτερωθεί όλες οι ελπίδες μιας άλλης πορείας, μια ριζοσπαστικής ανατροπής, ως συνέχεια και συνέπεια της αντιδικτατορικής πάλης και της μαχητικής εισόδου στο προσκήνιο της Ιστορίας μιας νέας γενιάς
(Κι όπως κάθε νέα γενιά οφείλει, ήταν κι εκείνη βέβηλη απέναντι στην Ιστορία. Ήθελε να υπερβεί το παρελθόν.)
Το αποτύπωσε με εξαιρετική ευστοχία ο Κώστας Τζιαντζής στο κείμενό του για τις δύο γραμμές της Αριστεράς:
«Η αντιδικτατορική πάλη χωρίζεται σε δύο περιόδους και σε δύο, γενικά, παρατάξεις, αντίθετες μεταξύ τους, αλλά και σφιχταγκαλιασμένες στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο.
Η πρώτη είναι η περίοδος και η παράταξη των λυγμών της προδομένης δημοκρατίας. Η δεύτερη (κυρίως από το ’71 και μετά) είναι η περίοδος, η παράταξη μιας νέας επαναστατικής επαγγελίας.
Στην πρώτη ηγεμονεύουν οι διαμαρτυρίες για τον καταποντισμένο εκσυγχρονισμό του μεταπολεμικού αστικού συστήματος. Περισσεύουν οι ’’κατάρες’’, οι αλληλοκατηγορίες και οι μικρομεσαίες προσδοκίες του ευρύτερου ’’δημοκρατικού στρατοπέδου’’ (αντιδεξιού και αριστερού) γύρω από την επιστροφή της χαμένης άνοιξης (ή του Καραμανλή), την εθνική συμφιλίωση και τον εξευρωπαϊσμό (δυτικόστροφο, αριστερόστροφο ή ανάμικτο), γύρω από τα πολύμορφα οράματα των κοινωνικών συμβολαίων και τα εξόριστα στιχάκια του εκδημοκρατισμού.
Η δεύτερη παράταξη φωτίζεται απ’ τις παλιές και τις καινούριες υποσχέσεις των αντάρτικων, απ’ τον κόκκινο Οκτώβρη και τα μαύρα μάτια του Τσε, απ’ τις αναγεννημένες, σοφές και ταυτόχρονα αμάθητες, επαναστατικές απόπειρες σαν του Μάη…
Στο πρώτο επίπεδο κυριαρχούν οι ήρωες. Ο Μανδηλαράς, ο Ελής, ο Μίκης, ο Γέρος της δημοκρατίας, ο Μουστακλής, ο Καράγιωργας, ο απροσκύνητος Παναγούλης, ο άλλος Αντρέας της ταράτσας, ‘’τακ τακ εσύ, τακ τακ κι εγώ’’.
Στο δεύτερο κυριαρχούν οι πολλαπλές πρωτοπορίες των «άγνωστων στρατιωτών» μιας ριζικής ανατροπής χωρίς αστικά όρια, χωρίς ακρωτηριασμένα δικαιώματα, χωρίς απαγορευμένες ζώνες, αλλά και χωρίς –δυστυχώς- επαναστατική στρατηγική… Είναι αυτοί που μετέπειτα τους ονόμασαν (αδιακρίτως ηλικίας και τοποθέτησης) ’’παιδιά’’ της Νομικής και του Πολυτεχνείου, παιδιά της ’’κοινωνικής μεταπολίτευσης”».
Αυτή η αντίθεση των δυο παρατάξεων όρισε εν πολλοίς την πορεία της μεταπολίτευσης, τουλάχιστον για την Αριστερά. Έτσι που οι πρώτοι, αμέσως μετά την κατάρρευση της χούντας ξαναέβγαλαν στο προσκήνιο την προσδοκία μιας δημοκρατίας καραμανλικού και ευρωπαϊκού τύπου. Εκεί έχει την έδρα της η περίφημη Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα (ΕΑΔΕ) του ΚΚΕ εσωτερικού, εκεί και η περίφημη έκφραση του Μίκη «ή Καραμανλής ή τανκς» (για την οποία εκ των υστέρων έκανε αυτοκριτική).
Μέσα σ’ αυτό το πεδίο αναπτύχθηκε και η αντίθεση, μερικές φορές και εχθρότητα, απέναντι στους φορείς αυτών των απόψεων, του Μίκη συμπεριλαμβανομένου. Και ενώ η νεολαία γέμιζε κατά τρόπο εντυπωσιακό τα γήπεδα των συναυλιών του, διατηρούσε ωστόσο στάση επιφυλακτική απέναντί του. Το έβλεπε, το ένοιωθε, το ήξερε. Και δεν το χωρούσε. Αισθανόταν τον εαυτό του ως τον ηγέτη αυτής της γενιάς που την μεγάλωσε με τα τραγούδια του και με τα μεγάλα του σχέδια. Φανταζόταν μια αναγέννηση της εποχής που άφησε πίσω του πριν το ’67, των Λαμπράκηδων. Κι επειδή δεν ήταν μαθημένος να αποδέχεται και να ζει με τα μισά θύμωνε, στενοχωριόταν και αγαναχτούσε.
Από εκείνο το θυμό προέκυψε η περίφημη δήλωσή του περί γενιτσάρων της ΚΝΕ, οι οποίοι τον καταδιώκουν, με αφορμή κάποια συνθήματα που είχαν αναγραφεί σε τοίχο της Θεσσαλονίκης εναντίον του και με υπογραφή ΚΝΕ (κανείς δεν διαπίστωσε αν κάποιος Κνίτης τα είχε γράψει, η επίσημη ΚΝΕ πάντως τα απέδωσε σε προβοκάτσια).
Έβγαλε τότε πολλές γκρίνιες και κατηγορίες κατά της ΚΝΕ, ακόμη κι ότι οι Κνίτες απομάκρυναν ή, χειρότερο, ότι κατέστρεφαν δίσκους του πού είχαν στη δισκοθήκη τους, ότι η μουσική του δεν παιζόταν στις εκδηλώσεις της ΚΝΕ κ.ά. τα οποία, και μπορώ να ξέρω ως ένα σημείο, δεν επαληθεύονταν, αλλά ήταν ικανά να τροφοδοτήσουν σφοδρή αντιπαλότητα.
Αυτά είναι γεγονότα με περισσότερο ανεκδοτολογική αξία, κι ωστόσο με ένα εξαιρετικά κρίσιμο πυρήνα: πως οι άνθρωποι, ακόμα και οι μεγάλου μεγέθους είναι γεννήματα των καιρών τους. Ίσα-ίσα μάλιστα τα μεγάλα μεγέθη είναι εκείνα που συνδέονται τόσο πολύ και τόσο βαθειά με τον καιρό τους και τους ανθρώπους του, ώστε οι ανατροπές τούς αφήνουν μετέωρους σ’ εκείνη την ανώτερη σφαίρα όπου ενδιαιτώνται.
Ο Μίκης ήταν εκείνος που τη δεκαετία του 60 εξέφρασε κατά τρόπο σχεδόν απόλυτο την μεγάλη δημιουργική και δημοκρατική ανάταση της νεολαίας και των εργαζομένων. Όχι μόνο την εξέφρασε αλλά και συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία της. Έλεγε ο ίδιος πως έγραψε το 1962 τη μουσική της «Ρωμιοσύνης», μετά από τους ξυλοδαρμούς της αστυνομίας, των οποίων υπήρξε θύμα, κατά την τελετή των Θεοφανείων στον Πειραιά. Με τα αίματα ακόμη κάθισε στο πιάνο και χωρίς διακοπή έγραψε όλη τη μουσική. Αυτή ήταν η επικοινωνία με τους ανθρώπους και τα γεγονότα, ήταν ζωντανή πηγή του στη μουσική δημιουργία και στην πολιτική του πάλη.
Μετά δεν μπορούσε να χωρέσει σε έναν ρόλο διαφορετικό. Σαν τον μυθικό Ανταίο η απόσπαση από τη γη περιόριζε τις δυνάμεις του. Το μεγάλο του σχολείο και μάθημα και έμπνευση και προοπτική έφτανε ως τον εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό και μια, επί τέλους, εθνική συμφιλίωση, κι όχι σε μια καινούργια αναμέτρηση, σε έναν καινούργιο γύρο, που μπορεί να σήμαινε, νέες περιπέτειες και όχι λιγότερο πόνο.
Κι αυτό δεν μειώνει καθόλου το μέγεθος!
Ίσα-ίσα μας κάνει πιο απαρηγόρητους για την απουσία του.
Να μπορείς να νοιώσεις (και ίσως να καταλάβεις) την άπειρη αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο και να μπορείς να αναγνωρίσεις ακριβώς τις αντιφάσεις αυτού του μεγαλείου είναι ένα πολύ δύσκολο, σχεδόν ακροβατικό, εγχείρημα, αλλά είναι και ένα μάθημα διαλεκτικής κατανόησης του κόσμου, αναγκαίο όσο και περίπλοκο.