Οργή, θλίψη, απογοήτευση, πείσμα, έκπληξη. Συναισθήματα έντονα, και συχνά αντιφατικά, που γέννησαν οι εικόνες των νεοναζί στο ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης, Δικαιολογημένα όλα, και στις αντιφάσεις τους, εκτός από ένα: την έκπληξη! Δεν δικαιολογείται για κανέναν σκεπτόμενο πολίτη, πολύ περισσότερο για τις πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς.
Πριν ένα χρόνο, χιλιάδες αντιφασίστες/τριες πανηγύριζαν μπροστά στο Δικαστήριο που καταδίκαζε τη Χρυσή Αυγή. Ήταν μια νίκη του αντιφασιστικού κινήματος, χωρίς την πίεσή του και, κυρίως, χωρίς την αντίσταση και το αίμα του Π. Φύσσα οι Ναζί θα ήταν στα έδρανα της Βουλής. Πολλές φωνές επισήμαιναν πως δεν έπρεπε να σταθούμε στην κορυφή του παγόβουνου. Πως η εκτόξευση της Χρυσής Αυγής δεν ήταν έναν παροδικό φαινόμενο αλλά η ορατή έκφραση μιας μακροχρόνιας διαδικασίας εκφασισμού που αγκάλιαζε κρίσιμους θεσμούς (όπως τα σώματα ασφαλείας) και κάθε πτυχή της ελληνικής κοινωνίας: τους χώρους δουλειάς και τις εργασιακές σχέσεις, τα ΜΜΕ, την παιδεία, τη ψυχαγωγία και τον πολιτισμό, την καθημερινή ζωή, τους χώρους των γηπέδων. Πρόκειται για φαινόμενο που είχε τις ρίζες του στη βαθιά και πολύπλευρη κρίση αλλά και στη σοβαρή, πολιτική και ιδεολογική, υποχώρηση των απελευθερωτικών ιδεών.
Οι αιτίες αυτές δεν έχουν εκλείψει άρα θα ήταν παράλογο να φανταστούμε πως θα εξέλειπαν τα παράγωγά τους. Άλλωστε, τα φαινόμενα ήταν και είναι μπροστά μας: Η βαθιά κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος αφήνει χώρο στον ατομικισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό, στην παιδεία βαθαίνουν οι αντιδραστικές τομές και στη δομή και στο ιδεολογικό στίγμα: «η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση», είναι η επίσημη θέση του Υπουργείου Παιδείας(;). H Μητρόπολη Πειραιά αφορίζει τον Θεοδωράκη, η Εκκλησία γενικά αναβαθμίζει συνεχώς την πολιτική και ιδεολογική παρέμβασή της.
Τα ΜΜΕ, τόσο στον ενημερωτικό όσο και στον ψυχαγωγικό τομέα, ξεχειλίζουν από τηλεοπτικά σκουπίδια με το πνεύμα του ανταγωνισμού κυρίαρχο, το μίσος για τα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα εμφανές, τον σεξισμό και κάθε μορφή ρατσισμού να κατακλύζει τις οθόνες. Στο διαδίκτυο ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια ακροδεξιές σελίδες που ενώνουν με κόκκινες κλωστές την ξενοφοβία, την εθνικιστική παράκρουση για το «Μακεδονικό» ή για τα «200 χρόνια», τον σκοταδισμό των αρνητών της πανδημίας και της επιστήμης, τον σεξισμό. Είναι πια δεδομένη η μετατροπή μεγάλου αριθμού συνδέσμων οπαδών σε συμμορίες που, εκτός από τον παραδοσιακό ρόλο ως χειροκροτητή του «προέδρου», συνδέονται με παράνομες δραστηριότητες και αποτελούν προνομιακό πεδίο δράσης ακροδεξιών ομάδων.
Στηρίζονται απροκάλυπτα από τους μηχανισμούς του επίσημου αλλά και του «βαθέως κράτους». Από την αρχή του χρόνου έχουμε 12 γυναικοκτονίες που «ξεπλένονται» από τα ΜΜΕ, «κάτι θα του έκανε του παιδιού η άτιμη…». Δεκάδες επώνυμες καταγγελίες για βιασμούς αλλά η συζήτηση στα sites επικεντρώνεται στο μήκος της φούστας του θύματος. Συγκλονιστικές υποθέσεις κυκλωμάτων παιδεραστίας που αγγίζουν πολιτικές και οικονομικές «κορυφές» αλλά καλύπτονται από μια Αστυνομία που έναν μήνα μετά τη σύλληψη «θυμάται» να ελέγξει το κινητό και τον υπολογιστή του βασικού κατηγορούμενου. Απροκάλυπτη βία των νεοναζί που εκδηλώνεται σε συνεργασία με την αστυνομία, καλύπτεται ανοιχτά από διορισμένους διευθυντές σχολείων και δικαιολογείται από υπουργούς της κυβέρνησης.
Φυσικά, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Οι χιλιάδες αντιφασίστες/τριες που πορεύτηκαν στη Σταυρούπολη. Η περίπτωση των εργαζομένων της e-food, ο αγώνας και η πρώτη νίκη τους, η συγκλονιστική κοινωνική αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε. Υπάρχει ο αγώνας των εκπαιδευτικών. Πρέπει να διαπιστώσουμε πως είναι αγώνες αμυντικοί, κατά κανόνα απαντούν σε προκλήσεις του αντίπαλου, και συχνά αποσπασματικοί. Στον χώρο της παιδείας η επίθεση αφορά τους μαθητές, τους φοιτητές, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς. Ο αγώνας όμως δεν είναι κοινός, ούτε στα αιτήματα ούτε στις μορφές. Αν αυτό συνδυαστεί με το πολιτικό πρόβλημα, την ύπαρξη μιας ψοφοδεούς θεσμικής αντιπολίτευσης, που κάνει αντιπολίτευση στις off – shore της Μαρέβα αλλά επικροτεί τα δισεκατομμύρια για τις φρεγάτες, και μιας αδύναμης και κατακερματισμένης αριστεράς, εύκολα εξηγείται γιατί αυτή η πλευρά δε μπορεί να συγκροτήσει ρεύμα, να εκφράσει ανάγκες και διαθέσεις που υπάρχουν. Έτσι, τα αυγά του φιδιού αφήνονται να επωαστούν και τα φιδάκια αρχίζουν να κυκλοφορούν στους δρόμους ή… στα ΕΠΑΛ!
Αυτή η γενική εικόνα έχει ενιαία πανελλαδικά γνωρίσματα αλλά και ιδιαιτερότητες. Η Θεσσαλονίκη είναι μία από αυτές. Μια πόλη που αποτελεί λίκνο και αναφορά του εργατικού κινήματος, που ήταν η πολιτιστική και επιστημονική πρωτοπορία και σύμβολο της ανοιχτής σκέψης και του αντισυμβατικού τρόπου ζωής, μετά τον πόλεμο έγινε στόχος και κέντρο των πιο σκοτεινών και σκοταδιστικών κέντρων. Η πόλη της Φεντερασιόν, του Μάη του 36, η πόλη του Αναγνωστάκη και του Χριστιανόπουλου, του Μοσκώφ και του Χουρμουζιάδη και του Μαρωνίτη, έγινε η πόλη που το στίγμα το έδιναν ο Άνθιμος, ο Ψωμιάδης κι ο Ζουράρις, που ο πρύτανης του Πανεπιστημίου της καταδίδει φοιτητές στην Ασφάλεια.
Η τοπική εξουσία των δήμων, οι ιδεολογικοί πυλώνες (Εκκλησία, ΑΠΘ), ο τοπικός τύπος μετατράπηκαν σε προπύργιο της πιο ακραίας, λαϊκίστικης και ανοιχτά φιλοφασιστικής εκδοχής της δεξιάς. Με αιχμή το «Μακεδονικό» εδραιώθηκε ένα ιδεολογικό στίγμα που συνδύαζε εθνικισμό, ανορθολογισμό και θρησκοληψία, ξενοφοβία και χάιδεμα καθυστερημένων ενστίκτων που κάποτε εκφράζονταν μόνο σε γραφικά αθλητικά πρωτοσέλιδα.
Φυσικά, αυτό το στίγμα βρήκε πρόσφορο έδαφος στην οικονομική κρίση που στη Θεσσαλονίκη – και γενικά στη Βόρεια Ελλάδα – χτύπησε πιο σκληρά σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα αλλά και στη συνειδητή εκμετάλλευση αυτής της κατάστασης από επιχειρηματικά συμφέροντα, παραδοσιακά και, κυρίως, εισαγόμενα με το προσωπείο της «παλιννόστησης». «Παλιννόστηση» που κι αυτή είναι ταξική! Άλλη υποδοχή έχει στην πόλη ο «Ρωσοπόντιος» επενδυτής που «μας δίνει ψωμί», άλλη τα χιλιάδες προσφυγόπουλα που εγκαθίστανται στην Σταυρούπολη και στις άλλες δυτικές συνοικίες και δεν έχουν στον ήλιο μοίρα εκτός… εκτός κι αν μοιάσουν στον «επενδυτή» ή έστω φάνε ψωμί (με διάφορους τρόπους) από αυτόν. Κι αν δεν φάνε «άρτον», υπάρχουν και τα «θεάματα».
Ειδικά την τελευταία δεκαετία ο εναγκαλισμός των εισαγόμενων συμφερόντων με την τοπική εξουσία, Εκκλησία, Αστυνομία, ΜΜΕ και ποδόσφαιρο είναι ασφυκτικός. Χωρίς καμιά, ουσιαστικά, αντίδραση εξαγοράζονται τα πάντα (από το Λιμάνι ως τα ξενοδοχεία), η νύχτα και μια σειρά παράνομες δραστηριότητες γίνονται το πεδίο εκμαυλισμού των συνειδήσεων, ειδικά στην κοινωνία των δυτικών συνοικιών (Έλληνες, παλιννοστούντες και μετανάστες) που έχουν τσακιστεί από την κρίση.
Το «μοντέλο» δεν είναι πρωτότυπο. Έχει εφαρμοστεί με μεγάλη «επιτυχία» στον Πειραιά και στη Νέα Φιλαδέλφεια όπου τα πάντα ελέγχονται από τους γνωστούς σε όλους επιχειρηματίες και τα αποτελέσματά εκφράστηκαν στα πρωτοφανή ποσοστά της Χρυσής Αυγής στους δήμους του φτωχού, δυτικού Πειραιά ή στις δημοτικές εκλογές στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκφράστηκαν στην ησυχία του τρόμου που επικρατεί τη νύχτα στον Πειραιά, όλα είναι υπό… «έλεγχο», στον φόβο που νοιώθουν – ακόμα και σήμερα – όταν περπατούν στην οδό Δεκελείας όσοι/ες αντιτάχθηκαν στην προσπάθεια μετατροπής της Νέας Φιλαδέλφειας σε «τιγρούπολη». Βασικό όχημα και σε αυτές τις περιπτώσεις το ποδόσφαιρο και μεγάλη δεξαμενή οι σύνδεσμοι οπαδών
.
Το μοντέλο αυτό στη Θεσσαλονίκη συνδέθηκε με όλο το ακροδεξιό στίγμα που προαναφέραμε, γεγονός που επίτρεψε τη βαθύτερη διείσδυση σε κοινωνικές ομάδες. Μην ξεχνάμε πως η αποτυχημένη προσπάθεια της ακροδεξιάς (με τη διακριτική υποστήριξη και της επίσημης δεξιάς) να οργανώσει καταλήψεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν και τόσο αποτυχημένη. Υπήρξαν δεκάδες λύκεια που ακολούθησαν και πυρήνας ήταν τα 6 ΕΠΑΛ της πόλης. Τίποτα δεν είναι τυχαίο ούτε κεραυνός εν αιθρία. Όπως φυσικά δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως το ποσοστό των ανεμβολίαστων είναι πολύ υψηλότερο από το πανελλαδικό (κοντά στις 10 ποσοστιαίες μονάδες), αν και η Θεσσαλονίκη χτυπήθηκε πολύ σκληρά από την πανδημία. Οι συγκεντρώσεις που οργάνωσαν οι ακροδεξιοί αρνητές της πανδημίας και του εμβολίου αναλογικά ήταν πολύ μεγαλύτερες από την, 5πλάσια σε έκταση, Αθήνα.
Αξίζει επίσης να επισημανθεί και μια λεπτομέρεια (;): η διαμόρφωση σκληρών πυρήνων με φασιστικά χαρακτηριστικά, παράνομες δραστηριότητες και οπαδικό στίγμα ενισχύεται και από εισαγόμενες μορφές βίας και από την ύπαρξη αντίπαλου δέους, έχουν υπάρξει ακραία φαινόμενα όπως πυροβολισμοί, ρίψη χειροβομβίδων ως και δολοφονία (Βούλγαρου οπαδού) που καλύφθηκαν με τη βοήθεια των «αρχών» και τη σιωπή των ΜΜΕ.
Η αριστερά στη Θεσσαλονίκη δίνει έναν τιτάνιο, άνισο αγώνα. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις στις αρχές του καλοκαιριού, η αντιφασιστική συσπείρωση των τελευταίων ημερών, οι κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών είναι αχτίδες φωτός, ανεπαρκείς ούτως ή άλλως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ανάγκη να σπάσει η σιωπή, να μιλήσει ανοιχτά η αριστερά, με ονόματα και διευθύνσεις
. Δεν μπορεί να λιντσάρεται δημόσια από τους φασίστες ο δήμαρχος της πόλης και να μην υπάρχει ξεσηκωμός, έστω κι αν δεν είναι «δικός μας» ο Γιάννης Μπουτάρης. Δεν μπορεί να χαρίζονται το λιμάνι ή φιλέτα γης, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων, και η αριστερά να σωπαίνει. Ας θυμηθούμε πως όταν ξεπουλιόταν το φιλέτο στη Νέα Φιλαδέλφεια η αριστερά μάτωσε, στη μεγάλη συγκέντρωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και σε προσπάθειες άλλων χώρων χύθηκε αίμα. Δεν μπορεί η αριστερά να μην βλέπει την ακραία βία που φτάνει ως και τη δολοφονία νέων ανθρώπων, βία που συνδέεται με γνωστές σε όλη την πόλη παράνομες δραστηριότητες. Δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια στο τί συμβαίνει σε συνδέσμους οπαδών της πόλης.
Πάνω από όλα, όπως σωστά ειπώθηκε, δεν μπορεί για την αριστερά η πόλη να τελειώνει στη Μοναστηρίου και στον σιδηροδρομικό σταθμό, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παγιωθεί και στη Θεσσαλονίκη το φαινόμενο των δυτικών συνοικιών του Πειραιά που μπορεί το αίμα του Φύσσα να ανέκοψε την ιδεολογική και πολιτική επέλαση των φασιστών όμως η αριστερά κεφάλι δεν έχει σηκώσει. Και επειδή δεν πρόκειται για συμπτώσεις, δε θα σηκώσει όσο δεν μιλά για τα μεγάλα δικαιώματα στη ζωή, τις ανάγκες και το μέλλον του πληβειακού κομματιού της κοινωνίας δίνοντας ταυτόχρονα όραμα αλλά και ρεαλιστική αίσθηση ισχύος, ύπαρξη δύναμης που θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή. Αυτή η προοπτική όμως δε θα γεννηθεί ούτε από το κεφάλι του Δία ούτε και από τη συνεννόηση άλλων, μεγάλων «κεφαλιών». Θα προκύψει μέσα από την ενωτική δράση σε αυτά τα μέτωπα, δράση που θα χτίζει τη μεγάλη ενότητα.
Υ.γ. τις προηγούμενες δεκαετίες ένα στοιχείο περηφάνιας για τους αριστερούς στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Γιώργος Κούδας, ο ποδοσφαιρικός μύθος της πόλης, δηλωμένος κομμουνιστής. Στις τελευταίες εκλογές για πρώτη φορά ο Κούδας τάχτηκε με τον συνδυασμό του νυν δημάρχου που – τυπικά – δεν είχε το χρίσμα της Νέας Δημοκρατίας αλλά είχε το χρίσμα του πραγματικού αφέντη της πόλης. Ο συνδυασμός νίκησε, η πίκρα στους αριστερούς έμεινε. Πόσο συμβολική αλλαγή! Ας κρατήσουμε τουλάχιστον την ελπίδα που δίνουν οι δύο άλλοι ποδοσφαιρικοί μύθοι, ο Χατζηπαναγής κι ο Κωφίδης.