Και τώρα μια μικρή σημαία μεσίστια, μέσα και έξω μας. Από εκείνες τις σημαίες που υφαίνουνε στις μυστικές συνεδριάσεις τους οι εργάτες των ελπίδων μας και της ζωγραφικής του. Μικρή να είναι, για να αρμόζει στην εποχή αλλά και στον άνθρωπο εκείνον που υπογράμμιζε πάντα τα σπουδαία με χαμηλή φωνή και με μεγάλα θαυμαστικά. Τον όμορφο άνθρωπο με τα γαλάζια μάτια που τα μετέδιδε σε όσους αντίκρυζε. Και πλέον σε παρελθόντα χρόνο. Δύσκολο πολύ, γιατί πάντα πιστεύεις πως έχεις χρόνο να πεις πολλά ακόμη μαζί του, πως δεν μπορεί παρά να είναι πάντα εκεί και να σε περιμένει να μιλήσετε. Και δεν είναι…
Ζωγράφος, σκηνοθέτης, μύστης, φίλος, σύντροφος… Κομμουνιστής, στο όλον που αυτό σημαίνει. Το ότι ο κόσμος μας κοσμήθηκε από το πρόσωπό του είναι ευλογία. Δεν μας χαρίστηκε. Είναι το κέρδος τόσων μικρών και μεγάλων επίπονων θανάτων.
Και τώρα, στο βράδιασμα μπροστά στους ταρσανάδες, με θέα τα εργαλεία των μαστόρων, καλέμια, σφυριά, πινέλα, βαζάκια με χρώματα, που ξεραίνονται λόγω ανάποδου καιρού, μπροστά στα μάτια των παιδιών που κοιτάζουν απορημένα, λυπημένα, έκπληκτα, αγαναχτισμένα, αμήχανα, οργισμένα, που δεν κοιτάζουν γιατί δεν μπορούν να δουν, μπροστά στα μάτια των παιδιών που ζωγράφισε, κάνει μια τελευταία υπόκλιση και βγαίνει από τη σκηνή. Ας ακολουθήσει ένα υπαινικτικό χειροκρότημα. Ανάμεσα στους λυγμούς, για την παράσταση που τελειώνει.
Ας πορευτούμε τώρα με τις κληρονομιές μας ο καθένας.
Δεν είναι μόνο από αμηχανία και συγκίνηση, καθώς δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητό πως δεν θάρθει για μπύρες στην πλατεία, αλλά και από τη διάθεση να μεταφέρω κάτι από τον ίδιο, παραθέτω μερικά, λίγα προφανώς, αποσπάσματα από δικά του κείμενα, ενδεικτικά ποιότητας και βάθους, που είχαν εκδοθεί το 2013, με τίτλο Τάξη στο χάος, εκδόσεις Καλειδοσκόπιο:
«Η μνήμη είναι πάντοτε σωματική, δεν έχει σχέση με την ανάμνηση. Η ανάμνηση είναι θύμηση προσωπικών γεγονότων. Η μνήμη συνδέει το παρόν με την καταγωγή του, την πραγματικότητα με την αμφισβήτηση της. Εισβάλλοντας στην πραγματικότητα, την αναστατώνει και την επηρεάζει δραματικά, γίνεται στοιχείο της.
Πρωταρχικά τραύματα, ας πούμε, ενώ είναι χαμένα στο παρελθόν, συνεχίζουν να καθορίζουν τη ζωή, να επηρεάζουν τις σχέσεις μας, τις δεξιότητες, τις αναπηρίες. Για τον δαιδαλώδη ψυχισμό μας, η μνήμη είναι κάτι σαν τον μίτο της Αριάδνης.
Τραύματα που δεν ανακαλούνται εύκολα πολλές φορές αποκτούν σώμα στην τέχνη. Πόσες φορές χορευτές μάς έχουν προσφέρει τη μνήμη του σώματος από την πρώτη κατοικία, τον πλακούντα, έως το τέλος του, το θάνατο. Και πόση τρυφερότητα έχουν τα πρόσωπα των γερόντων του Ρέμπραντ, τρυφερότητα που έχει ανακληθεί από την παιδική ψυχή.
Ζώντας στο παρόν και ταυτόχρονα ψάχνοντας την καταγωγή του , ο δημιουργός επιχειρεί μια επικίνδυνη ισορροπία πάνω στο νήμα της ζωής, κινδυνεύοντας να κατακρημνιστεί. Αν πέσει από τη μια θα χαθεί στο παρόν του μονοδιάστατου ανθρώπου· αν πέσει απ’ την άλλη, θα ξιφομαχεί με ρομαντικά ή τρομαχτικά φαντάσματα.
Αυτή η ισορροπία, η ταυτόχρονη παρουσία σε δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους, στο παρόν και στη μνήμη, είναι εργαλείο όχι μόνο για την τέχνη αλλά και για μια πλήρη ζωή. Η μνήμη επιχειρεί να επιβληθεί σε έναν κόσμο ασφυκτικά κανονιστικό, αμφισβητεί την έννοια του ωραίου, υμνεί τα αντίθετα του συμβατικού και συμβιβασμένου τρόπου ζωής. Η κοινωνία μας την απαξιώνει. Προτιμά να μετατρέπει τον καλλιτέχνη από φιλόσοφο χειρώνακτα σε αμνήμονα διασκεδαστή»
(Οι υπογραμμίσεις δικές του).
«Εύπιστος είναι ο ζωγράφος που επιτρέπει στον εαυτό του να επηρεάζεται, χωρίς ντροπή και φόβο, που προσπαθεί να καταλάβει πως βλέπουν τον κόσμο οι άλλοι. Θέλει τόλμη να είσαι εύπιστος, γιατί, καθώς δεν αποφεύγεις τις επιρροές, δεν ξέρεις αν θα βρεις στο τέλος τη δική σου γραφή και ταυτότητα. Ελάττωμα και προτέρημα, περίεργο και δύσκολο να το κουβαλάς. Συνήθως σε πληγώνει, σε προδίδει και φυσικά, δεν αντέχεται. Είναι όμως και πολύτιμο άνοιγμα στο άγνωστο.
Όταν στο θεατρικό έργο του Μοντεμπέλλι Μίννη η αθώα η ευπιστία της Μίννη την οδηγεί στο θάνατο, εγώ θυμάμαι τον πλούτο της σύντομης ζωής της και τον θεωρώ αναντικατάστατο., προτιμότερο απ’ τη μακρόχρονη βαρετή ζωή που σε οδηγεί με αργά βήματα στον ίδιο τόπο όπου θα καταλήξουμε όλοι.
Καλύτερα να κινδυνεύεις να εξαπατηθείς παρά να κοιτάζεις καχύποπτα τους άλλους.
Η ευπιστία είναι το μέγα προτέρημα του παιδιού, είναι ο ενθουσιασμός και η προσωρινή λατρεία του άλλου, είναι η ενέργεια που παράγει αυθόρμητη έκφραση. Είναι επομένως εργαλείο της τέχνης, αλλά δύσκολο να το διαχειριστείς.
Αλλά μόνο έτσι θα είσαι έτοιμος να δεις το καινούριο είτε στο δικό σου καβαλέτο είτε σε κάποιου άλλου. Δεν έχει τόση σημασία ποιος θα βρει πρώτος την ουσία, η ουσία δεν ανήκει, δεν είναι εφεύρεση. Η ουσία ανήκει σε όλους.
Προτιμότερο να περιμένεις το ξάφνιασμα και το καινούριο από το να κλείνεσαι στο μικρόκοσμο της τέχνης σου».
Το βιβλίο τελειώνει με ένα κείμενο που τιτλοφορείται Μια καινούρια ταινία και αφορά ακριβώς αυτό, το σχέδιο της καινούριας ταινίας. Προτάσσει δυο μότο, ένα στίχο του Νίκου Καββαδία:
«Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά
εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει»
Κι ένα δικό του:
«Ελπίζω στο βλέμμα του άστεγου γωνία Βατάτζη και Ιπποκράτους, έγινε αφορμή να ζωγραφίσω το τέμπλο. Έφτυνε πάντα στο μαντίλι του, ποτέ στο δρόμο. Μια μέρα χάθηκε και δεν ξανάρθε στη γωνία. Τον ζωγράφισα από μνήμης. Στη θέση του σήμερα ένας σκουπιδοτενεκές».
Εν συνεχεία στο κείμενο γράφει:
«Ονειρεύομαι μια χώρα πριν απ’ όλα. Αυτό το όνειρο θα γίνει οδηγός μου και μέτρο σύγκρισης… Βλέπω τοπία λασπωμένα, ρημαγμένα χωριά, ξεχασμένα, που δεν ελκύουν ούτε τουρίστες ούτε θαυμαστές παλαιών μεγαλείων.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά σ’ αυτό το όνειρο η σκέψη μου αποφεύγει την κανονικότητα της ζωής, τους τακτοποιημένους δρόμους, τον ήλιο… Εκτάσεις μεγάλες και ελώδεις, όπου σαπίζουν ρίζες και μαραίνονται η ιτιά και τα κλαρίνα της. Ο μόνος ήχος, εκτός της σιωπής, είναι ένας μακρόσυρτος βόμβος που κατά διαστήματα γίνεται φωνή. Και η φωνή δεν τραγουδάει, ούτε περιγράφει. Ζει μέσα σ’ αυτό το παράξενο τοπίο.
Είμαι αυτόπτης μάρτυρας και πρέπει να ψάχνω συνεχώς να καταλάβω τα όρια αυτής της χώρας, αυτού του τοπίου που το εγκατέλειψαν οι κάτοικοι. Δεν είναι εικόνα θανάτου, είναι εικόνα αρχής. Όλα μπορεί να συμβούν…»
Του είχα υποσχεθεί να πάμε στη Νεμέα να δούμε το θησαυρό των Αηδονιών, μου είχε υποσχεθεί να πάμε στο Άγιον Όρος να μου δείξει τις ζωγραφιές του Πανσέληνου!..