Γερνάμε μαζί του, σα να είναι το ιερό απόκτημα της νεότητάς μας. Κι ενώ δεν το αξιολογούσαμε, ούτε τότε, ούτε και μετά, θεωρώντας πως τα σπουδαία είναι εκείνα που θα ζήσουμε, πως επρόκειτο απλώς περί ενός προλόγου των μεγάλων συμβάντων που περιμένουν να τα υπηρετήσουμε, μείναμε τώρα νοσταλγοί του, καθώς το μυθιστόρημα της μέλλουσας ζωής μας, παρέμεινε ημιτελές. Μετά έναν τόσο θριαμβευτικό και πολλά υποσχόμενο πρόλογο, ακούγεται κάπως σαν λυπημένο το κενό των σελίδων, ή έστω οι ανορθογραφίες τους. Αλλά δεν χάνουμε την υπομονή μας. Ούτε την ελπίδα μας. Και κυρίως τη διάθεση να συνεργούμε…
Καθώς, όσο μένει ενεργός αυτός ο πρόλογος, παραμένει ζωντανή η προσδοκία να ολοκληρωθεί εκείνο το μυθιστόρημα, επί τέλους. Σαν αριστούργημα.
Προς το παρόν ας αλλάξουμε το μοτίβο χωρίς να αλλάξουμε την ιδέα.
Αν μεταφερθούμε σε μια άλλη κοινωνία, όπου οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι, πρωτίστως από τους καταναγκασμούς του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, και ο χρόνος θα τους ανήκει για να διασκεδάσουν, να παίξουν, να δημιουργήσουν, να αισθανθούν… Τότε που θα λένε για τα αιματηρά συμβάντα πως δικαιώθηκαν, επί τέλους, κι όχι πως αναζητούν ξανά έναν κύκλο της ιστορίας για να υπάρξουν και να αναβαθμιστούν…
Στις 17 Νοεμβρίου οι άνθρωποι θα γιόρταζαν πολλαπλώς. Και δεν θα παρέλειπαν να θυμηθούν και να τιμήσουν και τους νεκρούς, και την εξέγερση και…
Το 1869, στις 17 Νοεμβρίου, κυκλοφορεί στο Παρίσι η “Αισθηματική αγωγή”, του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο, όχι γιατί κεντρική θέση σ’ αυτό έχει η επανάσταση του 1848, αλλά και γιατί αποτελεί, όπως και η «Μαντάμ Μποβαρί», τομή στην πορεία του μυθιστορήματος. Ο Ουάιλντ, ο Προυστ, ο Κάφκα, αναγνώρισαν τη συνεισφορά του και τις οφειλές τους.
Αλλά όποιος το έχει διαβάσει, θα βρει την ειρωνεία και τις αποστάσεις από τα γεγονότα, που τα κάνει έτσι αντικειμενικά, και κατά συνέπεια πιο πειστικά, και θα βρει εξαίσιες περιγραφές της επανάστασης, που εστιάζοντας σε εικόνες προβάλλουν στο μέλλον κάθε μεγάλη εμφάνιση του λαού στο προσκήνιο της ιστορίας και στα… σαλόνια των βασιλικών ανακτόρων!
Γράφει:
«Κι έφτασαν στην αίθουσα των Στραταρχών… Οι στρατάρχες εικονίζονται στηριγμένοι στο ξίφος τους, μ’ έναν κιλλίβαντα κανονιού από πίσω, σε στάσεις φοβερές, εντελώς ανάρμοστες με την περίσταση. Ένα ρολόι έδειχνε μία και είκοσι.
Έξαφνα αντήχησε η Μασσαλιώτιδα. Ο Υσσονέ και ο Φρεντερίκ έσκυψαν πάνω απ’ την κουπαστή της σκάλας.
Ήταν ο λαός.
Όρμησε ν’ ανέβει σαλεύοντας, με κύματα ιλιγγιώδη, με γυμνά κεφάλια, κράνη, κόκκινους σκούφους, ξιφολόγχες και ώμους, τόσο ακάθεκτα ώστε πολλοί χάνονταν μέσα σ’ αυτή την κινούμενη μάζα που όλο και πλημμύριζε τη σκάλα σαν ποτάμι σπρωγμένο από ισημερινή παλίρροια, μ’ ένα μακρόηχο μουγκρητό, κάτω από μιάν ακαταμάχητη ώθηση…
Σπρωγμένοι άθελά τους μπήκαν σε μια αίθουσα με κόκκινο βελούδινο θόλο στο ταβάνι. Από κάτω, στο βασιλικό θρόνο, ήταν καθισμένος ένας προλετάριος με μαύρη γενειάδα, με το πουκάμισο μισάνοιχτο, με ύφος ιλαρό και ανόητο σαν της μαϊμούς. Άλλοι σκαρφάλωναν στην εξέδρα για να καθίσουν στη θέση της.
΄΄Τι μύθος! Είπε ο Υσσονέ. Ιδού ο λαός κυρίαρχος΄΄.
Ο θρόνος σηκώθηκε στα χέρια διέσχισε όλη την αίθουσα με κλυδωνισμούς.
΄΄Διάβολε, πως σκαμπανεβάζει! Το σκάφος του Κράτους παραδέρνει σε φουρτουνιασμένη θάλασσα! Ας χορεύει, ας χορεύει!΄΄
Ο θρόνος είχε φτάσει κοντά στο παράθυρο και, μέσα σε σφυρίγματα, εκσφενδονίστηκε έξω. Τότε ξέσπασε μια τρελή χαρά, σαν να είχε ανατείλει, στη θέση του θρόνου, ένα μέλλον απεριόριστης ευτυχίας· και ο λαός, όχι τόσο από εκδίκηση μα για να δείξει τη δύναμή του, έσπασε, κομμάτιασε τους καθρέφτες και τις κουρτίνες, τα πολύφωτα, τις λυχνίες, τα τραπέζια, τα καθίσματα, τα ταμπουρέ, όλα τα έπιπλα, ως και λευκώματα με σχέδια, ως και πανέρια από ταπισερί. Νικητής ήταν, γιατί να μη γλεντήσει; Ο όχλος φόρεσε κοροϊδευτικά νταντέλες και κασμίρια. Χρυσά κρόσια τυλίχτηκαν γύρω σε μανίκια μπλουζών, καπέλα με φτερά στρουθοκαμήλου στόλισαν κεφάλια σιδεράδων, ταινίες της Λεγεώνας της Τιμής έγιναν ζώνες για πόρνες…
Μες στον προθάλαμο, όρθια πάνω σ’ ένα σωρό ρούχων, στεκόταν μια γυναίκα του δρόμου παριστάνοντας το άγαλμα της Ελευθερίας – ασάλευτη, με τα μάτια ολάνοιχτα, τρομαχτική…
Είχαν κάνει μόλις τρία βήματα παραέξω, όταν ένα ουλαμός αστυφυλάκων με χλαίνες σίμωσε προς το μέρος τους, και οι άντρες, βγάζοντας τα αστυνομικά τους πηλήκια, και φανερώνοντας κάπως φαλακρά, τα κρανία τους, χαιρέτησαν το λαό με μια ταπεινή υπόκλιση. Σ’ αυτή την εκδήλωση οι κουρελήδες νικητές καμάρωσαν. Ο Υσσονέ κι ο Φρεντερίκ δοκίμασαν κι αυτοί μια κάποια ευχαρίστηση…
Καθώς οι δουλειές είχαν σταματήσει, η ανησυχία και η διάθεση για χάζι έσπρωχναν όλο τον κόσμο έξω απ’ το σπίτι. Η αμέλεια στις φορεσιές ελάττωνε τη διαφορά ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, το μίσος κρυβόταν, φανερώνονταν οι προσδοκίες, το πλήθος ήταν γεμάτο γλύκα. Στα πρόσωπα άστραφτε η περηφάνεια για την κατάκτηση ενός δικαιώματος. Υπήρχε ένα κέφι καρναβαλιού, μια ατμόσφαιρα στρατιωτικής κατασκήνωσης· τίποτα δε στάθηκε διασκεδαστικότερο απ’ την όψη του Παρισιού τις πρώτες μέρες»
Προς το παρόν, το δικό μας τωρινό παρόν, η τράπεζα κατάσχεσε το επίδομα κηδείας σε μια άνεργη…