Δεν λέω πως οι γιορτές δεν έχουν λάμψη. Εσωτερική πρωτίστως. Δεν λέω πως δεν μας βοηθάνε να βρούμε μια διάθεση παιδική, εύκολη, χωρίς κόμπους και ασφυξίες. Δεν λέω πως δεν μας φέρνουν κοντά και προκαλούν μια πρόσθετη τρυφερότητα. Ούτε θα ισχυριστώ πως δέντρα, μπαλίτσες, αγιοβασίληδες δεν μετατρέπουν το τοπίο σε κάτι που επιχειρεί μια μαγική υπέρβαση. Το αντίθετο.
Προσωπικά μου προκαλούσαν και μου προκαλούν ενθουσιασμό. Σχεδόν ακράτητο. Σα να βλέπω να γίνεται η ζωή όπως θα ήθελα, ίσως και όπως θα έπρεπε να είναι. Γιατί όχι; Μια χαρούμενη γιορτή της πραγματικότητας. Σα να είναι ο σοσιαλισμός που υπερασπίζομαι, κάτι σαν Χριστούγεννα με διάρκεια – και προφανώς χωρίς θεούς, χριστούς και μητροπολίτες.
Ξέρω, είναι μαζί κι όλα εκείνα τα θλιμμένα που συνυπάρχουν με το πανηγυρικό κλίμα, τα οποία μάλιστα ακριβώς γιατί είναι πανηγυρικό επιτείνει, η μοναξιά, η απουσία, η αρρώστια…
Οι μόνιμες αντιθέσεις!
Όλα μαζί αυτά είναι τα πάγια, τα σχεδόν συνηθισμένα. Όσο κι αν μερικά δεν συνηθίζονται.
Φέτος όμως υπάρχουν πολλά ακόμη. Κι έτσι, μαζί με το πνεύμα των γιορτών είναι και το πνεύμα μιας διαθλώμενης λύπης που μας καταβάλλει.
Με τη συνήθεια που έχουμε οι άνθρωποι να ξεπερνάμε ό,τι δεν μας αφορά προσωπικά, μπορεί να καταφέρναμε ίσως να υπερβούμε τους πάνω από 20.000 νεκρούς του ιού. Και τους νοσηλευόμενους και τους διασωληνωμένους. Να αφήναμε στους συγγενείς την αγωνία και τη θλίψη.
Όμως εγκαθιστούν ένα πικρό αίσθημα που δεν το ξέρεις, δε το μετράς, αλλά εγκαθίσταται στο βάθος και δεν μπορείς ποτέ να πεις τι ακριβώς είναι. Και επί πλέον υπάρχει αυτή η διάχυτη δυσπραγία. Οικονομική, κοινωνική, πολιτική.
Τα άδεια μαγαζιά, οι σχεδόν μόνοι μαγαζάτορες, οι πλατείες χωρίς ανθρώπους, οι πολλαπλές απαγορεύσεις, οι ανοησίες κυβερνητικών και συμπαρομαρτούντων, αντιεμβολιαστών και άλλων, η ευφορία των αριθμών και η πτώχευση των ανθρώπων, οι επαγγελίες που δεν ξέρουν πως να επαναληφθούν…
Όλα αυτά επιτείνουν τη μοναξιά και την απόσταση.
Και σαν αντιπερισπασμό, σα να μην θέλουμε να υποκύψουμε, εμείς ανάβουμε φωτάκια. Σαν να προσθέτουμε σε λαμπιόνια όσα αφαιρούμε σε συναναστροφή ανθρώπων και σε ικανοποιήσεις. Δε θυμάμαι ποτέ ως τώρα τόσες πολλές φωταψίες. Να ξορκίζουν το σκοτάδι και το κακό. Παράθυρα, μπαλκόνια, διάδρομοι και διαδρομές φωτισμένα άπλετα, για να υποδέχονται μια μοναξιά ανθρώπων που βαδίζει με μάσκες και κατεβασμένα βλέμματα. Ένας συναγωνισμός φωτισμού
Με κάποιο τρόπο να διεκδικήσουμε το αίτημα μας για χαρά.
Επίσης, δήμοι και κοινότητες καταβάλλουν μια μεγάλη προσπάθεια, αφού τους λείπουν οι γιορτές, να βρουν λίγη λάμψη σε τεχνητούς φωτισμούς. Συμμεριζόμενοι την μελαγχολική διάθεση.
Μονάχα κάτι Μαρίες Αντουανέττες του καιρού μας, καθώς οι ιθαγενείς δεν έχουν ψωμί και διάθεση, προτείνουν και μας προσφέρουν, νομίζουν, να καταναλώσουμε παντεσπάνι, εν είδει ακριβού θεάματος. Και μας χλευάζουν γιατί δεν καταλαβαίνουμε πως οι βελούδινες πολυτέλειές τους και τα ασύδοτα έξοδά τους είναι για το χατίρι μας, αντίδοτο στη μιζέρια, όπως κάνει ο κληρονόμος Μητσοτάκης του δήμου Αθηναίων.
Και μ’ όλα αυτά, και με τα δύσκολα και με το εύκολα, εμείς ανταλλάσσουμε και πάλι ευχές μεταξύ μας. Τις έχουμε βέβαια περικόψει σε ένα πιο «ρεαλιστικό» μέγεθος: να είναι ο επόμενος χρόνιος καλύτερος.
Αλλά δεν θα μας σταματήσουν να διεκδικούμε και να ευχόμαστε μια ολόκληρη ευτυχία!