26.8 C
Athens
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Οι λέξεις της σιωπής, του Θανάση Σκαμνάκη


 

Είναι πενήντα χρόνια. Μια στρογγυλή επέτειος κατά την οποία γίνονται πολλοί απολογισμοί.

Έχω γράψει αρκετές φορές για το Πολυτεχνείο – κι αυτό είναι κείμενο που έχει δημοσιοποιηθεί πριν δυο-τρία χρόνια. Αναρωτήθηκα τότε και αναρωτιέμαι και τώρα, τι μπορεί να προσθέσει μια ακόμη αναφορά; Μπορεί να πει κάτι νέο ή έστω κάτι παλιό με κάποια αξία; Τι νόημα έχει να γράφεις και να ξαναγράφεις ιστορίες; Ή μόνο να διεκδικείς, μέσω του κειμένου, έναν ρόλο εμπνευσμένου δάσκαλου, ηγέτη και τα παρόμοια, ο οποίος, αφού έχει φάει το παρελθόν με το κουτάλι, αφού έχει ζήσει τόσα γεγονότα, δικαιούται να διδάσκει την πείρα του προς γνώση και συμμόρφωση των νεώτερων γενεών; Ειρωνεία! Αν ο ίδιος γυρίσεις προς τα πίσω  και καθαρίσεις τη μνήμη σου, θα θυμηθείς με πόση επιφύλαξη αντιμετώπιζες τα παρόμοια μαθήματα των προηγούμενων έμπειρων, την εποχή που διεκδικούσες να βγεις στο προσκήνιο των γεγονότων με όλο το νεανικό ενθουσιασμό, την πεποίθηση και ασφαλώς την αφέλεια εκείνου που πιστεύει πως όλα γίνονται πρώτη φορά και πάντως με την πίστη ότι εσύ και οι συνομήλικοί σου θα τα κάνουν καλύτερα, “διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα”. Και στο κάτω-κάτω εκείνοι οι παλιοί είχαν να μιλήσουν για μια πραγματική εποποιία. 

Κατέληξα να γράψω αυτό που ακολουθεί. Να μιλήσω για την πίσω αυλή μας. Αποφεύγοντας συμπεράσματα και ηθικό δίδαγμα, αν και όχι ιστορικές αναλογίες. Αν είναι να βγουν συμπεράσματα από την αφήγηση θα βγουν. Αν κάποιοι θέλουν να πάρουν μαθήματα θα πάρουν. Αν κάποιοι θέλουν να μηρυκάσουν μια ήττα κι άλλοι να καταλάβουν μόνο μια δόξα, θα το κάνουν, καθείς με την προτίμησή του. Ο καιρός δείχνει, οι άνθρωποι παλεύουν στο παρόν τους και με τον τρόπο που επιλέγουν και μπορούν. Όλα αλλάζουν…

Τόσα χρόνια τώρα, ακόμα κι εκείνοι που έζησαν την εποχή της εφτάχρονης δικτατορίας, εμείς όλοι, την σκέφτονται όπως τις αναμνήσεις από το στρατό που έχουν ξεχάσει τα μαρτύριά του, γεμάτη με πράξεις αντίστασης, ηρωισμούς ή κάτι τέτοιο, βασανιστήρια και διώξεις, μια έρπουσα παθητική και μια καλπάζουσα ενεργητική αντίσταση, πλημμυρισμένη από πνευματικές, υπόγειες αλλά και εμφανείς, αναζητήσεις και λοιπά παρόμοια.

Έχουμε ξεχάσει, ή απλώς αφήσαμε πίσω μας, τη μακρά διάρκεια της απογοήτευσης και της μαρτυρικής σιωπής. Η οποία ξεκίνησε ακριβώς από την Παρασκευή, 21η Απριλίου 1967. Όσοι βγήκαν στους δρόμους την ημέρα εκείνη ψάχνοντας τις διαδηλώσεις αντίστασης στο πραξικόπημα γύρισαν-γύρισαν δεν βρήκαν, επέστρεψαν σπίτι βουλιάζοντας στις τύψεις αλλά και στο θυμό. Μας έπιασαν στον ύπνο. Και εν τω μεταξύ οι νύχτες (σε περιπτώσεις και οι μέρες) ήταν δραστήριες, κινήσεις οχημάτων, μυστικών προσώπων, εισβολές σε σπίτια, προσαγωγές, συλλήψεις, εγκλεισμοί, μεταφορές, ξανά δρομολόγια γεμάτων οχηματαγωγών προς τα νησιά του Αιγαίου. Η Αριστερά στη φάκα. Η αντίσταση αναβάλλεται. Οι άνθρωποι που θέλουν να μιλήσουν δεν ξέρουν πως και που. Μένουν στη σιωπή και στο περιθώριο. Και στην βαθειά απογοήτευση.

Κι έτσι αρχίζει η επoποιία του Παττακού με το μυστρί που εγκαινιάζει έργα, του Παπαδόπουλου που μιλάει ασυνάρτητα από τα δίκτυα ενημέρωσης και κυρίως την άρτι λειτουργείσασα τηλεόραση, ενώ ο παλιός πολιτικός κόσμος περιμένει την παρέμβαση της Ευρώπης ή της Αμερικής που θα τον απαλλάξει από το άγος της χούντας, αλλά κυρίως θα επαναφέρει τα προνόμιά του.

Και οι ανήσυχοι άνθρωποι βουλιάζουν στη σιωπή. Οι άλλοι βολεύονται στο “μη μιλάς, αυτοί ήρθαν για να μείνουν εκατό χρόνια, δε βλέπεις;, κανείς δεν αντιστέκεται”!

Οι τολμηροί, εκείνοι που δεν έχουν συλληφθεί, σπεύδουν να συγκροτήσουν οργανώσεις, με βασικό, σχεδόν αποκλειστικό, στόχο, να δείξουν σε Ελλάδα (σε όλους εκείνους που βούλιαζαν στη σιωπή και την απογοήτευση) και στο εξωτερικό πως υπάρχει αντίσταση. Ανυπόμονοι και αγχωμένοι να αποδείξουν, να καλύψουν το εκκωφαντικό σιωπηρό κενό.   

Οι οργανώσεις είχαν πράγματι ηρωικές εκδηλώσεις, μιας κάποιας απήχησης, αλλά μικρή διάρκεια ζωής. Η Ασφάλεια αποδεικνυόταν πιο δραστήρια και πιο έτοιμη. Σύντομα τα δίκτυα εξαρθρώνονταν. Και επέστρεφε η απογοήτευση.

Μια μεγάλη ευκαιρία έδωσε ο θάνατος του Γεωργίου Παπανδρέου στις 3 Νοεμβρίου 1968 (δραματική σύμπτωση, στις 3 Νοεμβρίου του 1963, ο Παπανδρέου, ύστερα από μια καταθλιπτική περίοδο απόλυτης κυριαρχίας της δεξιάς, αναδεικνυόταν πρωθυπουργός της χώρας και ο λαός στους δρόμους γιόρταζε το “θρίαμβο” της δημοκρατίας). Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πήραν μέρος στην πιο μαζική αντιδικτατορική διαδήλωση. Φώναξαν συνθήματα, συγκρούστηκαν με την αστυνομία, έφυγαν. Μετά τι; Κανείς δεν ήταν έτοιμος να υποδεχτεί την οργή. Και κυρίως να την οργανώσει, με βάθος, διάρκεια και προοπτική. Η ευκαιρία δεν έγινε δυνατότητα. Κι έτσι η οργή ξαναγύρισε στις οικιακές, ποδοσφαιρικές και εργασιακές ενασχολήσεις. Και στην απογοήτευση.

Η δική μας γενιά δεν είχε προλάβει να πατήσει το πόδι της στην ενηλικίωση, μόλις που είχε αντιληφθεί τα όσα συνέβαιναν επί “δημοκρατίας”, και βρέθηκε να πατά και με τα δυό πόδια στο ακίνητο τοπίο. Δύσκολος τρόπος να ενηλικιώνεται κάποιος. (Η χαμένη γενιά του 50 μας αποκαλούσαν οι προηγούμενοι, που πρόλαβαν να ζήσουν εκείνη τη σύντομη άνοιξη του 60). 

Μέσα στο νεκρό τοπίο η σιωπή ήταν όρος επιβίωσης και τρόπος ζωής. Τα νοήματα ήσαν πυκνά γιατί ήταν σπάνια. Ίσως αυτό να προσέδιδε μια μεγαλύτερη αξία στις λέξεις και στις χειρονομίες, περισσότερη κι απ’ όση είχαν, αλλά απαιτούσε και μεγάλο κόπο. Αλήθειες, ή έστω ιδέες, έπρεπε να κατακτηθούν από την αρχή, φιλίες, επικοινωνίες ανθρώπων, συνεννοήσεις γίνονταν κοπιαστικά. Τα πρόσωπα ήσαν αυτό που έδειχναν αλλά περισσότερο εκείνο που δεν έδειχναν. Δεν έφταιγε μόνο που είχαν τοποθετηθεί χαφιέδες παντού. Ήταν που είχαν τοποθετηθεί επιτηρητές του φόβου εντός των εαυτών μας. Σε μεγάλη κλίμακα.    

“Εδώ δεν ήρθες για να ασχοληθείς με περίεργα πράγματα, εδώ ήρθες για κάποιο σκοπό, να σπουδάσεις, να δεις προκοπή. Σώπασε και δούλεψε, λοιπόν”, έλεγε ο Πάνος στον μικρό του αδελφό που είχε κατέβει από το χωριό κι έδειχνε ανήσυχος με την κατάσταση.   

Χρόνια σαν ένας θολός τόπος, τον οποίο έπρεπε να μαντέψουμε. Ποιος ήταν τι. Τι ήθελε να πει εκείνος που μίλαγε με γρίφους, που έγραφε περίεργα, γιατί κάποιος χανόταν από το προσκήνιο, ένας ηθοποιός, ένας τραγουδιστής, ένας γείτονας… Οι αφηγήσεις ήταν πάντα ελλειμματικές και τα γραφόμενα επίσης. Αν ήταν κάποιος αριστερός, αν είχε κάνει εξορία, ακόμα κι αν ήταν σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, κι είχαν περάσει μόλις λίγα χρόνια από το τέλος εκείνων των στρατοπέδων, σχεδόν εικοσιπέντε, σχεδόν τα μισά απ’ όσα έχουν περάσει σήμερα από το Πολυτεχνείο, δεν γραφόταν στη βιογραφία του αλλά και δεν λεγόταν από τους φρόνιμους γονείς, να μην εκτεθούν τα παιδιά σε επικίνδυνες πληροφορίες. Η σπανιότητα πληροφοριών έκανε τις γνώσεις πολύτιμες και εξ αυτού επικίνδυνες. Δεν είχε εφευρεθεί το κόλπο με την πλημμυρίδα των προσφερόμενων ειδήσεων, όπου μέσα τους χάνεται, δημοκρατικά, το πολύτιμο.      

Είναι μερικές περίοδοι όπου η Ιστορία κάνει στάση για να σκεφτεί. Δε λογαριάζει πόσα θύματα θα παρασύρει στην απόγνωση, δεν κάνει τους λογαριασμούς της με μικρούς υπολογισμούς. Καλή ώρα. Οπότε κι εμείς πέσαμε στην εποχή όπου η συνομιλία γινόταν με τη σιωπή, με χειρονομίες, υπαινιγμούς, σύντομες φράσεις, με ερωτήματα παρά με απαντήσεις. Η επικοινωνία αποχτούσε μεγάλο βάθος και ένταση και η σιωπή ιδιαίτερη αξία.

Θα επικαλεστώ μια περιγραφή του ζωγράφου Κυριάκου Κατζουράκη, όπως την κατέγραψα:

 “Το 1968 ο Αντώνης Σαμαράκης θα έδινε διάλεξη στο γαλλικό ινστιτούτο. Συγκεντρωθήκαμε γεμίζοντας ασφυκτικά το αμφιθέατρο, νοιώθοντας πως μας δίνεται ευκαιρία να επικοινωνήσουμε και θεωρώντας πως αυτό είναι μια πράξη αντίστασης. Ο συγγραφέας μπήκε στην αίθουσα, κάθισε στο τραπέζι απέναντί μας και σώπαινε. Επί πολύ ώρα σιωπή. Σιωπή και στην αίθουσα, κανένας ήχος, μοναχά ανάσες.

Η σιωπή συνεχιζόταν και κανένας δεν ένοιωθε αμηχανία ή την ανάγκη να την θραύσει, ούτε καν βήχοντας.

Ύστερα από αρκετή ώρα ο Αντ. Σαμαράκης έκανε μια ερώτηση: “ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;και ξανά περιέπεσε στην παρατεταμένη σιωπή. Δεύτερη φορά με τον ίδιο τόνο: “ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ”; και πάλι σιωπή. Το επανέλαβε και τρίτη. Και μετά τη σιωπή της τρίτης φοράς έδωσε την απάντηση: “κανένας δεν φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ”. Και το ακροατήριο ξέσπασε σε ακράτητα χειροκροτήματα, ανακούφισης, νοήματος. Σαν χίλια συνθήματα που δεν ακούγονταν”.

Έτσι λοιπόν, όσο ο Αντ. Σαμαράκης σιωπούσε οι μέσα φωνές μιλούσαν σε χαμηλό τόνο και υψηλή ένταση. Κι ενώ ήχος δεν έβγαινε, ο ένας με τον άλλο οι συνευρισκόμενοι είχαν συντονιστεί σε μια εύγλωττη επικοινωνία και όλοι μαζί είχαν εμπλακεί σε ένα παιχνίδι που υπερέβαινε τις αισθήσεις τους. Αυτός είναι ένας τρόπος να πας ως την ουσία.

Φυσικά η σιωπή είναι ένα περίεργο ποτάμι. Ποτέ δεν ξέρεις τι υλικά κατεβάζει. Όπως γράφει ο Γ. Ρίτσος, στο ποίημα του “Κάτω από τον ίσκιο του βουνού” (Τέταρτη διάσταση): “Δεν μπορείς να καταλάβεις αν η σιωπή της είναι κούραση, σοφία, άγνοια, ανοχή, κατανόηση, γενική καταδίκη, γενική παραδοχή, στοργή, κατάφαση, άρνηση, εχθρότητα, ηλιθιότητα ή ένα δικό της ξεχωριστό όνειρο”.

Μέσα στα ποτάμια της δικής μας σιωπής, εγκαθίσταντο υπόγειες ροές, αφανείς, αθόρυβες, απρόσιτες στους διωκτικούς μηχανισμούς. Ποιήματα ή απλώς στίχοι, παλιά τραγούδια που έπαιρναν νέο νόημα (καθώς τα παλιά με το γνωστό νόημα είχαν επικηρυχθεί), νέα τραγούδια που έδιναν νόημα (ερχόταν ένα λαϊκό: “αναστενάζει η Κοκκινιά το Πέραμα υποφέρει, δακρύζει το Αιγάλεω, πονάει το Περιστέρι. Μεσ’ της Αθήνας την ψυχή και του Περαία την καρδιά της φτώχειας το παράπονο ριζώθηκε βαθειά…”, που δεν ξέραμε προέλευση, σκοπό, έπαιρνε το νόημα που του έδιναν οι ημέρες). Οι κινηματογραφικές αίθουσες ανταπέδιδαν τη φιλοφρόνηση μας και μετέδιδαν την εικόνα πολύ μακρύτερα από εκεί που ήθελε να την πάει ο σκηνοθέτης.

Τα υπόγεια στο Μοναστηράκι που πουλούσαν μεταχειρισμένα βιβλία γνώρισαν τα πρόσωπά μας κι ο Κώστας που είχε τον καρότσι με τα βιβλία στη Χέυδεν αν σε εμπιστευόταν σε πήγαινε στη δίπλα πολυκατοικία, άνοιγε μια πόρτα βαριά και μέσα από ένα σκοτεινό και εξ ίσου βαρύ διάδρομο σε οδηγούσε στην αποθήκη και σου τύλιγε στο χαρτί το “Κεφάλαιο”, το “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”, το “Κράτος και επανάσταση”. 

Κατά ριπές ονόματα εισβάλλουν σε θεατρικές αίθουσες. Ιονέσκο, Πίντερ, Αραμπάλ, Μπέκετ… Το υπόγειο του Κουν!   

Αναζητήσεις, όχι ως υποκατάστατα πολιτικής ή πραγματικότητας αλλά ως υπαρξιακή ανάγκη.

Ήσαν, κυρίως, αυτογνωσία, γλώσσα αισθημάτων, άρα βαθύτατα πολιτικά.

Με κάποιον τρόπο, ίσως και με όλους τους τρόπους, ήταν ένας δρόμος συγκρότησης πολύ βαθύτερος και αποτελεσματικός (ως βάθος) από την πολιτική φιλολογία και ρητορική, που σου επιτρέπει να μπεις στην ουσία, όσο μπορούσαν να μπουν παιδιά 18, 20 χρονών. Ήταν να σε οδηγεί στη μέσα εξόρυξη του υλικού σου. Μετά πια δεν είσαι ο προηγούμενος εαυτός σου, είσαι ό,τι επέλεξες να εξορύξεις.

Ήταν μια διαφορετικότητα ούτως ή άλλως. Ο τρόπος που ενηλικιώθηκε η γενιά. Δεν μπορεί να περιγραφεί από τα προηγούμενα υλικά κι ούτε να εισπραχθεί σε βάθος ακόμα και από τους ανθρώπους της αμέσως προηγούμενης, καθώς το μεταξύ τους κενό έγινε χάσμα λόγω του τεκτονικού σεισμού της δικτατορίας. Δεν πρόκειται για το λεγόμενο χάσμα των γενεών. Πρόκειται για την μετά το σεισμικό κλονισμό ζωή. Είναι αλλιώτικη. ΄Οπως αλλιώτικη είναι και η πρόσληψή της. Και μιλάω για τις στιγμές εκείνες, για την περίοδο εκείνη. Τα όσα έγιναν μετά την κατάρρευση της χούντας είναι μια άλλη μεγάλη υπόθεση. 

Έτσι διασχίσαμε τον τόπο και το χρόνο της σιωπής, μέχρι να αρθρωθούν νέες λέξεις. 

Δεν είναι μια ρομαντική εικόνα όπου ο χρόνος έχει απαλύνει όλες τις δύσκολες και σκοτεινές πλευρές της. Ο φόβος, η άγνοια, η καχυποψία, οι αντιθέσεις και συγκρούσεις,  η αγωνία είναι παρόντα. Κυρίως παρούσα είναι η απογοήτευση και η παραίτηση. Προς τι όλα αυτά σε έναν σκοτεινό τόπο; Που χαράζει; Και πως; 

Εκεί αρχίζει να ξαναβρίσκει τη δική της φωνή η Ιστορία – φυσικά εμείς δεν είχαμε ιδέα πως όσα κάνουμε έχουν σχέση με την Ιστορία, εμείς απλώς ακολουθούσαμε την ορμή και τη σκέψη μας, απαντούσαμε καταφατικά στην πρόσκληση των ημερών. Φούντωσαν οι οργανώσεις, έγιναν πολλοί οι “δικοί μας”, άλλαζε βαθύτερα ο συσχετισμός. Να το που, να το πως.

Στιγμιότυπο με πολλαπλές επισημάνσεις:

Νοέμβρης μήνας, πρέπει να ήταν, ένα χρόνο πριν τον ομώνυμο του 1973, στο Πολυτεχνείο πάλι γινόταν συγκέντρωση την οποία η αστυνομία χτύπησε με αγριότητα. Σχεδόν αμέσως μετά, το βράδυ της ημέρας εκείνης, οι Τοπικοί Φοιτητικοί Σύλλογοι είχαν οργανώσει εκδήλωση στη μπουάτ της Χέυδεν όπου εμφανιζόταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. Οι πιο πολλοί συμμετέχοντες είχαν έρθει κατ’ ευθείαν από την Πατησίων όπου για πολλή ώρα συνεχιζόταν ο κλεφτοπόλεμος, σε έξαψη και έξαρση. Άκουγαν με ιερή προσήλωση τα τραγούδια και τους έδιναν τα νέα νοήματα. Κάποια στιγμή παρασυρμένοι από αυτήν την μουσική επικοινωνία ζήτησαν στο Σαββόπουλο να πει το “Δέντρο”. Το φώναξε κάποιος μια φορά, το επανέλαβε κάποιος δεύτερη, μια τρίτη. Θύμωσε ο καλλιτέχνης και πέταξε μια περιφρόνηση που κοβόταν φέτες: σταματήστε ή πάψτε (δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά σαν σκάστε ακουγόταν), το ξέρω ότι το ξέρετε.

Κάθε φορά, κάθε εκδήλωση ήταν μια μυσταγωγία και μια μύηση, ένα ακόμα βήμα στην κοινωνία των αχράντων μυστηρίων του κόσμου, στην αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα. Ιδιαίτερα εκείνη τη βραδιά. Κι οι λέξεις του Σαββόπουλου ακούστηκαν σαν πυροβολισμοί με σημάδι την ψυχή μας. Δεν είχαμε πια να πούμε τίποτα μαζί του. Σιωπήσανε όλοι, όπως διέταξε. Συνέχισε να τραγουδάει, αλλά κανείς δεν αισθανόταν πια τι τραγουδούσε, απλώς ακούγαμε.  

Όμως, ήδη είχε αλλάξει ο καιρός. Οι λέξεις που εγκαταβιούσαν μέσα μας, άρχισαν να συγκροτούν προτάσεις που αναγγέλλονταν. Ξαναγεννιόμαστε σε νέο κόσμο. Ήταν επόμενο το αίσθημα να πυρακτωθεί κι ο κόσμος να πάρει χρώματα, το γκρίζο εγκατέλειπε το τοπίο, όχι μόνο τον εσωτερικό μας τόπο, αλλά την πόλη, τη χώρα… Δεν μπορούσε να μας σπάσει το βασανιστήριο περιφρόνησης του μουσικού.

Είχαμε ήδη μπει στην εποχή της ύπαρξης. Τέλειωνε το 1972. Τα όσα ακολούθησαν είναι πλέον γνωστά.      

Το 1973 έσπασε οριστικά το φόβο, μετέτρεψε τη συμπάθεια και την αδράνεια σε ευμένεια.

 Έμαθε τη συμπαράσταση και ακολούθως τη συμμετοχή.

“Να προσέχεις…”, είπε αυτή τη φορά ο Πάνος στον αδελφό του το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου  του 1973, όταν τον είδε για λίγο, ξάγρυπνο, αναστατωμένο, αγριωπό. Πάει η εποχή του “κάτσε φρόνιμα, εδώ έχεις έρθει για ένα σκοπό”.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ