Στη προσυμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου η ουσία έγκειται στο γεγονός πως επιχειρείται το κλείσιμο, αιφνιδιαστικά και οριστικά, της διαμάχης ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία, αλλά και ανάμεσα στην Εκκλησία και το λαϊκό κίνημα, πάνω στο «περιουσιακό ζήτημα», που κρατά από την ίδρυση σχεδόν του ελληνικού κράτους και κορυφώνεται κατά περιόδους.
Στα πολλά αυτά χρόνια όλη ανεξαιρέτως η μαχόμενη Αριστερά, από τα κόμματα κομμουνιστικής αναφοράς ως τα αγωνιζόμενα μεταρρυθμιστικά κόμματα και το σύνολο σχεδόν των προοδευτικών διανοουμένων, διακήρυχναν και αγωνίζονταν να αποδοθεί η εκκλησιαστική περιουσία στο λαό, να δοθεί σε φτωχούς αγρότες γη, να περάσουν στο δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο δάση και δασικές εκτάσεις.
Ταυτόχρονα, υπήρχε η μέριμνα να μείνει τόση και τέτοια περιουσία ώστε να ζουν οι μοναχοί στα μοναστήρια και να λειτουργεί αυτοδιοικούμενη η Εκκλησία.
Αλλά η μεν συγκροτημένη Εκκλησία «κρατείται» από φεουδαρχικές δομές και αντιλήψεις – παρά τις κάποιες μετατοπίσεις – και έρχεται διαρκώς σε αντίθεση, (προσαρμοζόμενη αναγκαστικά και κάπως στο τέλος), με τις καθυστερημένες έστω αστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και συντελούνται.
Το δε κράτος, ως ο συλλογικός εκφραστής των συμφερόντων της αστικής τάξης, δεν δίσταζε και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη νομική βία προκειμένου να επιβάλει νέες, αναγκαίες μεταρρυθμίσεις απέναντι σε καθυστερημένες φεουδαρχικές αντιλήψεις και πρακτικές που αποτελούν εμπόδια στους εκσυγχρονισμούς του. Ή, που δυσκολεύουν στην διεκπεραίωση του δευτερεύοντα ρόλο του, την άσκηση κοινωνικής πολιτικής προκειμένου να εξασφαλίζεται στοιχειωδώς η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και η κοινωνική συναίνεση.
Αυτό συντελείται σε όλα τα χρόνια και στο ζήτημα της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, το οποίο αναδύεται από την ιστορία της διαμάχης ελληνικού κράτους- ελληνικής αυτοκέφαλης εκκλησίας.
Το ελληνικό κράτος και οι αντίστοιχες ελληνικές κυβερνήσεις, από τον Βενιζέλο ως τον Μεταξά και από τον Παπάγο ως τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου, επιχείρησαν να περιορίσουν τον μεγαλύτερο φεουδάρχη της χώρας, την εκκλησία.
Επιχείρηση που «κάτι έκανε αλλά δεν έφτανε».
Μεταπολεμικά, για παράδειγμα, η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (1946-50) στο άρθρο 143 προέβλεπε την πλήρη απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, χωρίς αντάλλαγμα.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα το 1952 προέβαλλε την απαίτηση να παραχωρηθεί η εκκλησιαστική περιουσία στο κράτος «προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων». (Στην ουσία χτυπούσε φεουδαρχικά κατάλοιπα).
Το 1976 το θέμα επανέρχεται.
Ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεώργιος Ράλλης, κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και την διατήρηση στην Εκκλησία του υπόλοιπου 1/4 (25%).
Η προσπάθεια ναυάγησε αλλά το θέμα παρέμεινε ανοιχτό.
Ο διάδοχός του στον υπουργικό θώκο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης πρότεινε «το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%) και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%)».
Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε.
Το 1985 ο υπουργός Παιδείας (Απ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο νέος υπουργός (Αντ. Τρίτσης) εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος.
Και αυτό το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε.
Ο Τρίτσης επέμεινε και κατάρτισε νομοσχέδιο, που ψηφίστηκε ως Νόμος 1700/1987 με τις διατάξεις του οποίου θα άλλαζαν οι κανόνες διοίκησης, διαχείρισης και εκπροσώπησης της μοναστηριακής περιουσίας, το Κράτος θα διόριζε το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π., για να διοικεί την εκκλησιαστική περιουσία, ενώ γινόταν επέμβαση και στον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης των ενοριακών ναών κ.λπ.
Η τύχη του Νόμου αυτού και του Α. Τρίτση είναι γνωστή.
Συμπυκνωμένα, η στάση απέναντι στο περιουσιακό ζήτημα της εκκλησίας των αστικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων από το Συναγερμό, ως την ΕΡΕ, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ήταν «παραχώρηση στο κράτος χωρίς αποζημίωση» ικανού μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η Αριστερά συμφωνούσε σε αυτό.
Συμπλήρωνε όμως την πολιτική της με το ποιοτικό αίτημα του μοιράσματος της γης σε φτωχούς αγρότες και συνεταιρισμούς καθώς και στέγασης νοσοκομείων, εκπαιδευτηρίων και κοινωνικών ιδρυμάτων σε ακίνητα της εκκλησίας.
Η συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου από το πρώτο κιόλας άρθρο της συμφωνίας αναφέρει πως «το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της».
Έτσι όχι μόνο δεν θέτει πλέον ζήτημα εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά αναγνωρίζει κιόλας πως το κράτος οφείλει στην εκκλησία. Φυσικά δεν θέτει ζήτημα μοιράσματος της γης κ.λπ.
Αντί για τις «παλιομοδίτικες» απαιτήσεις αλλά ακόμα και προσπάθειες ρύθμισης έρχεται η «αριστερή» τακτοποίηση: «Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (άρθρο 9), το οποίο θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο, δύο μέλη του οποίου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού» (άρθρο 10).
«Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (άρθρο 11) θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
«Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος” σημειώνεται στο άρθρο 12.
Αλλά ας θυμηθούμε:
Το 2013 το ΠΑΣΟΚ έφερνε νόμο για την «αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας» και μάλιστα όχι για τις αμφισβητούμενες εκτάσεις που είναι αμύθητης αξίας.
Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δια του εισηγητή του Ν. Βούτση καταψήφιζε και κατακεραύνωνε.
Τώρα, πέντε χρόνια μετά, ο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έρχεται και βάζει μέσα και τις αμφισβητούμενες εκτάσεις με τον όρο να γίνουν οι μπίζνες συνεταιρικά με την Εκκλησία σε ποσοστό 50% – 50%.
Αλλά γιατί ειδικά οι αμφισβητούμενες;
Γιατί αυτές ως αμφισβητούμενες είναι μη αξιοποιήσιμες όσο διαρκεί η αμφισβήτηση.
Ταυτόχρονα γιατί – και εδώ είναι το ψητό – είναι «φιλέτα» σε Πεντέλη, Πάρνηθα, Υμηττό, Βουλιαγμένη κοντά στη λίμνη (η Μονή Πετράκη διαθέτει 200 στρέμματα), Ποικίλο Όρος, Κολωνάκι, (οικόπεδο συνολικής έκτασης 11 στρεμμάτων), λεωφόρο Αλεξάνδρας οικόπεδο έκτασης τριών στρεμμάτων, Βαρνάβα 130 στρέμματα…
Επιπλέον σχεδόν σε κάθε νομό υπάρχουν δάση, δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις που είναι είτε διαφιλονικούμενες είτε ανήκουν σε μοναστήρια είτε στην Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία της Εκκλησίας π.χ. Νομός Χαλκιδικής: 86.330 στρέμματα δάσους, 580 στρέμματα δασικής έκτασης και 2.300 στρέμματα χορτολιβαδικής έκτασης, Νομός Τρικάλων: 41.110 στρ. δάσους, 23.850 στρ. δασικής έκτασης και 22.840 στρ. χορτολιβαδικής έκτασης, Νομός Μαγνησίας: 31.460 στρ. δάσους, 5.490 στρ. δασικής έκτασης και 3.340 στρ. χορτολιβαδικής, Νομός Αττικής: 33.860 στρ. δάσους, 6.500 στρ. δασικής έκτασης και 20.570 στρ. χορτολιβαδικής. Νομός Αχαΐας: 20.670 στρ. δάσος, 1.680 στρ. δασικής έκτασης και 1.060 στρ. χορτολιβαδικής έκτασης, Νομός Ευβοίας: 17.890 στρ. δάσους, 1.670 στρ. δασικής έκτασης και 2.120 στρ. χορτολιβαδικής έκτασης, Νομός Κορινθίας: 15.310 στρ. δάσους, 500 στρ. δασικής έκτασης και 20.179 στρ. χορτολιβαδικής έκτασης, Νομός Φωκίδας: 9.980 στρ. δάσους, 1.350 στρ. δασικής έκτασης και 1.050 στρ. χορτολιβαδικής κ.α. κ.α..
Η ίδρυση του Ταμείου Αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας δεν συμβαίνει κάποτε και κάπου αλλά τώρα, σε αυτή την περίοδο που συντελείται η μεγαλύτερη μεταπολεμικά συγκέντρωση γης, οικιών και πλούτου σε ντόπιους (αυξήθηκαν και πλούτισαν κι άλλο) και ξένους, κινέζους γερμανούς κ.α., μεγαλοεπιχειρηματίες. Η ίδρυση του λοιπόν ανοίγει ουσιαστικά το δρόμο ώστε να υλοποιηθούν επιχειρηματικά σχέδια και προσδοκίες δεκαετιών πάνω σε αυτές τις εκτάσεις – φιλέτα αλλά και άλλα που βρίσκονται σε όλη τη χώρα.
Αυτό είναι το νέο στοιχείο που έρχεται να συμπληρώσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε όσα είχε υλοποιήσει η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ με την ίδρυση της «Εταιρείας Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας ΑΕ» το 2013.
Το άρθρο δεν ασχολείται με το ζήτημα του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους. Κι αυτό γιατί και η συμφωνία δεν ασχολείται με το θέμα.
Δεν ασχολείται ούτε καν με τη μετονομασία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Να σημειωθεί πως ανάμεσα σε 104 κράτη, από το Μπαγκλαντές, το Μαλάουι, το Ιράν και την Κύπρο ως τη Σαουδική Αραβία, την Ιταλία, τη Ρουμανία και την Ελβετία, το όνομα είναι Υπουργείο Παιδείας και Επιστήμης ή και Νεολαίας ή και Πολιτισμού κ.λπ.
Η προσυμφωνία Τσίπρα Ιερώνυμου αυτό που κάνει είναι να παραδίδει τους ιερείς, όσον αφορά τη μισθοδοσία τους, και επομένως και τη συνταξιοδότηση τους, στο έλεος του κάθε δεσπότη και του μητροπολιτικού συμβουλίου.
Και επειδή οι ιερείς ξέρουν από τα μέσα την κατάσταση αντιδρούν ήδη.
Με την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε πως οι «ιεράρχες», οι δεσποτάδες, δεν έχουν ιδιόκτητα μέσα παραγωγής. Διατηρούν όμως, μέσω του θεσμοθετημένου ρόλου και της θέσης τους, ειδική σχέση με την περιουσία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δρουν, αντικειμενικά, ως ιδιάζων στρώμα της ελληνικής αστικής τάξης που παίζει γενικότερο, κατά κανόνα αντιδραστικό, πολιτικό ρόλο και παράλληλα αναπτύσσει, επομένως και προστατεύει, ίδια οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και κοινωνικούς ρόλους ως υποκατάστατο και περιεχόμενο ζωής.
Η κυβέρνηση αυτή, ακολουθώντας, παρακολουθώντας και διαχειριζόμενη την αντιδραστική
και παρακμιακή πορεία και της ελληνικής αστικής τάξης παίρνει μέτρα που καμιά ως τώρα κυβέρνηση δεν τόλμησε.
Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να απαλλαγούν από το δίλημμα και «μετά από αυτήν ποιος, ο Μητσοτάκης»;
Η ΝΔ είναι νεοφιλελεύθερο κόμμα, οι φιλελεύθεροι Καραμανλικοί έχουν ηττηθεί, ο Μητσοτάκης πολιτικά είναι παραπαίδι των Χάγιεκ και Φρίντμαν, ο Μητσοτάκης οδηγεί τη ΝΔ δεξιότερα.
Αλλά όσο ο ΣΥΡΙΖΑ μετακινείται δεξιότερα και αναζητά στέγη στη νεοφιλελεύθερη και καταποντισμένη από ακροδεξιά ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αποκαταστήσει την εύρυθμη λειτουργία του (ευρωπαϊκού) καπιταλισμού δια της ΕΕ που αποσυντίθεται, όσο δηλαδή το πράγμα πάει δεξιότερα, τόσο η ΝΔ και η ακροδεξιά θα τρέφεται και θα δυναμώνει και άλλο τόσο τα αστικά επιτελεία θα πιέζουν ακόμη δεξιότερα. Το ίδιο θα κάνει και η Ιερά Σύνοδος.
Οι δε κοινωνίες θα ακολουθούν ανάλογη πορεία.
Θα μεταπηδούν σε χαοτικές καταστάσεις και στο τέλος θα «κατακάθονται» στο νεοφασισμό και την ακροδεξιά, παρά τα κούφια αλά Τσίπρα λόγια.
Το ζήτημα επομένως είναι πως, από ποιον και σε ποια κατεύθυνση πρέπει να ηττηθεί, να πέσει, αυτή η πολιτική και αυτή η κυβέρνηση.
Από τα κάτω, από αριστερά, συλλογικά και λαϊκά, με μέτωπο ενάντια στη ΝΔ και την ακροδεξιά. Διαφορετικά η ακροδεξιά θα ‘ρθει παρόλα τα ξόρκια και τις καλές προθέσεις.
Αλλά αυτά αποτελούν ζητήματα συλλογικής επεξεργασίας και προβολής.