Ήταν αειθαλής, γερός σα βράχος. Τον είχαμε πιστέψει για αθάνατο. Ηταν πάντα μαζί μας , κοντά μας. Πέρσι τέτοιο καιρό, Πρωτοχρονιά του 2022, τρώγαμε όλοι μαζί, οι αγαπημένες του κόρες, η Αγλαΐα Κυρίτση, η Λεμονιά του, τα εγγόνια του και οι γαμπροί του, σε μια ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα, κοντά στο Λαύριο. Όμως δεν μας έκανε τη χάρη να τον γιορτάσουμε και φέτος . Μας άφησε. Πήγε να συναντήσει την αγαπημένη του σύζυγο και τους αγαπημένους του συντρόφους, αυτούς με τους οποίους μοιράστηκε τη συγκλονιστική ιστορία του 20ου αι., και που δεν άντεχε να παρακολουθεί τις κηδείες τους, να τους χάνει έναν, έναν. Όχι πιά στον πόλεμο και την ένοπλη επαναστατική πάλη, αλλά από τον χρόνο, αυτόν τον οδοστρωτήρα της ζωής όλων μας.
Εγώ προσωπικά νιώθω την τιμή που μου έκανε να με θεωρεί μέλος της ευρείας οικογένειας και κυρίως να αφορά εμένα η μοναδική Δήλωση που υπέγραψε, όπως χαριτολογώντας του έλεγα. Τη Βεβαίωση ευδόκιμης Δικηγορικής άσκησης κοντά του, προκειμένου να πάρω την Αδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος!.
Για την Ιστορία του ακολουθούν στοιχεία από το πόρταλ του 902.
«Ο σύντροφος Λάζαρος γεννήθηκε το 1920 στην Χαραυγή Πωγωνίου Ιωαννίνων. Μαθητής γυμνασίου μετακομίζει στην Αθήνα για να βοηθήσει, μαζί με τον αδελφό του, τον πατέρα τους, που έχει ανοίξει μπακάλικο. Ταυτόχρονα, συνεχίζει το γυμνάσιο στην Καλλιθέα. Όταν ο πατέρας γυρίζει στο χωριό, ο Λάζαρος μαζί με τον αδερφό του παραμένουν στην Αθήνα, δουλεύουν και συνεχίζουν με πολλές δυσκολίες το σχολείο.
Λίγο αργότερα βρίσκεται σε οικοτροφείο στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας, όπου τον έχει στείλει ο αδελφός του καλύπτοντας και τα έξοδα για να μπορέσει ο Λάζαρος χωρίς εμπόδια να ολοκληρώσει το Γυμνάσιο. Εκεί γνωρίζει τη συντροφικότητα, την ανιδιοτέλεια, την αλληλεγγύη, αλλά έρχεται και σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες.
Το 1938 επιστρέφει στην Αθήνα για να βρει δουλειά και να μπει στο πανεπιστήμιο. Γράφεται στη Νομική Σχολή, ταυτόχρονα αρχίζει να δουλεύει σε δικηγορικό γραφείο, απ’ όπου φεύγει λόγω της χαμηλής αμοιβής και στη συνέχεια βρίσκει δουλειά σε εστιατόριο. Τότε κάνει και τα πρώτα του βήματα στον συνδικαλισμό, έρχεται σε επαφή με το Σωματείο Επισιτισμού για τις συνθήκες δουλειάς και τα μεροκάματα.
Το 1940, με την Γερμανική κατοχή, αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό του. Στις αρχές του 1943 εντάσσεται στο ΕΑΜ και αναλαμβάνει τη δημιουργία ομάδας του ΕΑΜ στην περιοχή. Με την ίδρυση του ΕΛΑΣ, αρχικά ανήκει στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, ενώ από τις αρχές του 1944 κατατάσσεται στον τακτικό ΕΛΑΣ, με την ειδικότητα του ολμιστή. Παίρνει μέρος στη μάχη της Χρυσοράχης, μία σημαντική εκκαθαριστική επιχείριση κατά των Γερμανών, όπου οι Γερμανοί χάνουν 35 άτομα, ενώ ο ΕΛΑΣ κανένα. Στα τέλη του Δεκέμβρη του 1944 συμμετέχει στη σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ, όπου ο δεύτερος προσπάθησε να εισβάλει σε περιοχή ελέγχου του ΕΛΑΣ (συμφωνία ΕΛΑΣ - ΕΔΕΣ, μετά τον Γοργοπόταμο).
Το 1945, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, κατατάσσεται για να υπηρετήσει τη θητεία του στον εθνικό στρατό, στα ΕΜΠΕΔΑ, στην περιοχή της Ν. Χαλκηδόνας. Αρχικά αναλαμβάνει γραφιάς. Εκεί γνωρίζεται με άλλα οργανωμένα μέλη του ΚΚΕ, οι οποίοι συγκροτούν ομάδα και διαμαρτύρονται για τη διάδοση της φασιστικής εφημερίδας «Ελληνικό Αίμα» μέσα στο στρατόπεδο. Παρά τις υποσχέσεις της Διοίκησης ότι θα σταματήσει τη διακίνηση, με την καθοδήγηση των Χιτών, αλλά και με την ανοχή των υπολοίπων αξιωματικών του στρατοπέδου, η διακίνηση συνεχίστηκε. Έτσι οι κομμουνιστές - φαντάροι απαντούν με τη διακίνηση του Ριζοσπάστη μέσα στο στρατόπεδο, ενέργεια που βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση από τους φαντάρους του στρατοπέδου.
Από εκεί και πέρα ξεκινούν οι διώξεις. Μεταφέρεται μαζί με 11 ακόμα στρατιώτες στο Χαϊδάρι, στο κελί 15 - κελί μελλοθάνατων επί γερμανικής κατοχής. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι με σημειώματα αλύγιστων κομμουνιστών και αγωνιστών που ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα. Περνά από στρατοδικείο και καταδικάζεται σε φυλάκιση.
Στη συνέχεια μεταφέρεται ως κρατούμενος στο 300 τάγμα στον Αγ. Παντελεήμονα και τότε του ζητούν να συμμετέχει σε εκτελεστικό απόσπασμα στο Χαϊδάρι. Ο σύντροφος Λάζαρος αρνείται, προβάλλοντας τον πραγματικό λόγο της άρνησής του: «Δεν θα σήκωνα ποτέ το όπλο απέναντι στους συντρόφους μου».
Αυτή η αλύγιστη και περήφανη στάση του είναι το “εισιτήριο” για τη μεταφορά του στο κολαστήριο της Μακρονήσου, στον τόπο που χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές γνώρισαν την επιστημονική, οργανωμένη βία της αστικής τάξης με έναν και μοναδικό σκοπό: Να υποταχθούν, να δηλώσουν μετάνοια, να αποκηρύξουν το ΚΚΕ και τις ιδέες τους.
Αρχικά τοποθετείται στο Β΄ Τάγμα σκαπανέων, όπου βασικό καθήκον των κρατούμενων φαντάρων ήταν η μεταφορά πέτρας για την κατασκευή της προβλήτας. Μετά από δύο μήνες και τη σταθερή άρνησή του να υπογράψει δήλωση μετάνοιας, μεταφέρεται στο Α’ Τάγμα σκαπανέων, στο τάγμα των «αμετανόητων» ή το «κόκκινο τάγμα» όπως το αποκαλούσαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες.
Εκεί βρήκε το «τραπέζι στρωμένο» όπως έλεγε, από τους άλλους συντρόφους που είχαν πάει νωρίτερα λόγω της ιδιαίτερης συντροφικότητας που υπήρχε ανάμεσα στους φαντάρους. Οργανωτής τους η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ που, παρ’ όλα τα εμπόδια, κατάφερνε να λειτουργεί κανονικά με καθημερινό δελτίο τύπου και πληροφοριών που διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, κάποιες φορές ακόμα και με τη διακίνηση του παράνομου Ριζοσπάστη.
Στα τέλη του 1947, οι αναίτιες επιθέσεις των “Αλφαμιτών” κατά των κρατουμένων στρατιωτών πυκνώνουν. Πραγματική αιτία η όξυνση της ταξικής πάλης, η συγκρότηση και οι νίκες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που εξαγριώνουν τους υπηρέτες του αστικού κράτους, ορκισμένους αντικομμουνιστές, πολλοί στην υπηρεσία των Γερμανών κατακτητών και της ελληνικής κατοχικής κυβέρνησης, άλλοι με προϋπηρεσία ως Χίτες και κουκουλοφόροι καταδότες των λαϊκών αγωνιστών.
Ο Λάζαρος Κυρίτσης ζει στο κολαστήριο της Μακρονήσου τη μεγάλη σφαγή της 1ης του Μάρτη του 1948, τη μαζική δολοφονία των πάνω από 350 άοπλων στρατιωτών του Α΄ Τάγματος, ένα έγκλημα που το ελληνικό αστικό κράτος κρατά για δεκαετίες ως εφτασφράγιστο μυστικό, αφού ακόμα και σήμερα δεν επιτρέπει καμία πρόσβαση στα αρχεία του στρατού, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ).
Όπως και χιλιάδες άλλοι κομμουνιστές παρόλο που επιβίωσαν από αυτή τη φρικαλεότητα, συνεχίζουν να βιώνουν τα μαρτυρικά βασανιστήρια. Ο σύντροφος Λάζαρος Κυρίτσης, όπως και χιλιάδες άλλοι κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές καταφέρνει να βγει ζωντανός από αυτό το κολαστήριο, κερδίζοντας επάξια τον τιμητικό τίτλο: ΑΛΥΓΙΣΤΟΣ.
Το 1949 μεταφέρεται από τη Μακρόνησο για να δουλέψει στην κατασκευή του δρόμου Μουζάκι - Καρδίτσα, απ' όπου και παίρνει το 1950 το απολυτήριο του από το στρατό. Επιστρέφει στην Αθήνα, συνδέεται με τον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος και εκπαιδεύεται στην στοιχειοθεσία και αξιοποιείται στο παράνομο τυπογραφείο.
Το 1952, μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, υλοποιώντας την κομματική απόφαση να προπαγανδιστεί η εκτέλεσή του, αναρτά μαζί με άλλους συντρόφους φωτεινό πανώ στην περιοχή του Αγ. Ιωάννη, με το σύνθημα «Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΙ».
Τον ίδιο χρόνο ολοκληρώνει τις σπουδές του και παίρνει το πτυχίο του στη Νομική. Με τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων εντάσσεται στην ΕΔΑ, και από το 1964 είναι επικεφαλής της δημοτικής παράταξης στο Δήμο Ζωγράφου, χρέωση που είχε από το Κόμμα και μετά την μεταπολίτευση. Αξιοποιείται από το κόμμα ως υποψήφιος βουλευτής με τα ψηφοδέλτια της ΕΔΑ και μετά τη μεταπολίτευση με τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ.
Στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας συλλαμβάνεται για την αντιδικτατορική του δράση και καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης 18 χρόνων, από τα οποία εκτίει τα 6 και του αφαιρείται η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, την οποία επανακτά μετά το 1974.
Όλα τα επόμενα χρόνια ο Λάζαρος Κυρίτσης πρωτοστατεί στην ίδρυση, λειτουργία και δράση της Πανελλήνιας Ένωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ) και στη δημιουργία του Μουσείου της.
Παραμένει μπροστάρης στον αγώνα για να διατηρηθεί η Μακρόνησος ως τόπος ιστορικής μνήμης και να απαλλαγεί από τους καταπατητές της, να ανοίξουν τα αρχεία του στρατού και να φανεί η ιστορική αλήθεια για τη σφαγή της Μακρονήσου. Κυρίως όμως παραμένει μπροστάρης στον αγώνα για τη διάδοση της ιστορικής αλήθειας στη νέα γενιά».
Κλείνω αυτή την αναφορά στη ζωή του Λάζαρου Κυρίτση, ζωή – υπόδειγμα για όλους μας, με μια δική του μικρή αφήγηση , δίδαγμα για τη δύναμη της θέλησης:
«Ήμουν, λέει , στη Μακρόνησο και φυσικά μοιραζόμασταν όλα όσα έφταναν από συγγενείς , είτε φαγώσιμα είτε τσιγάρα. Υπήρχε ένας σύντροφος υπεύθυνος για το μοίρασμα των τσιγάρων (ένα το πρωί και ένα το βράδυ), αυτός δεν ήταν καπνιστής, προτιμούσαμε έναν μη καπνιστή για να είναι σίγουρη η δίκαιη μοιρασιά (τί δημοκρατία μέσα στις σκηνές της φρίκης αλήθεια).
Εγώ αισθανόμουν λίγο άσχημα γιατί δεν είχα λάβει δέμα για καιρό και ταυτόχρονα ήμουν πολύ στενοχωρημένος γιατί είχαν συλλάβει τον αδερφό μου και ήταν πολύ πιθανή η εκτέλεσή του.
Ετσι κάποια στιγμή δεν άντεξα και ζήτησα ένα επιπλέον τσιγάρο από τον υπεύθυνο, ο οποίος μου απάντησε λίγο αυστηρά «ε..σύντροφε Λάζαρε, ξέρεις ότι δεν είναι η ώρα του τσιγάρου, να περιμένεις».
Εγώ αισθάνθηκα ντροπή γιατί και ζητούσα επιπλέον τσιγάρο και δεν είχα συνεισφέρει για καιρό στις κοινές προμήθειες.
Το βράδυ με πλησίασε ο σύντροφος – υπεύθυνος για τα τσιγάρα και μου έτεινε το χέρι δίνοντάς μου το τσιγάρο που δικαιούμην.
Και τότε εγώ με περηφάνεια του απάντησα «ευχαριστώ σύντροφε, αλλά τόκοψα».