Ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Μαριάννας Τζιαντζή «Την άλλη φορά Μαργαρίτα» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1983. Μια λογοτεχνική ματιά σε εκείνον τον ανθισμένο Νοέμβρη:
Μπροστά προχωρούν το μπλε παλτό και ο άλλοτε ξανθός του φίλος. Κουβεντιάζουν τα δικά τους μάλλον γνωρίζονται από πολύ παλιά. Αυτή μένει πίσω, χαζεύει τις βιτρίνες, κόβει λουλούδια, μια παρέα κατηφορίζει προς το μέρος της, ακούει τ’ όνομά της. Είναι οι φίλοι της που γύρευε τόσες μέρες, περπατούν σαν σπρωγμένοι από έναν άνεμο που σηκώθηκε ξαφνικά, σα να μη βάζουν καθόλου προσπάθεια. Έχουν φορέσει τα καλά τους, πηγαίνουν εκδρομή. «Θα έρθεις;».
Είναι η εκδρομή που σχεδίαζαν εδώ και τόσους μήνες. Στα πεύκα, στα χιόνια, στις ακρογιαλιές. «Τέτοια ώρα; Είναι ακόμα νύχτα».
Θα πάρουν το πρώτο τραίνο, της εξηγούν, πάνε με τα πόδια στο σταθμό, πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου και τραγουδούν νοσταλγικά, εκδικητικά βαλσάκια, οι πολυκατοικίες τους ραίνουν με γιασεμιά, «αφού επιμένετε, παντρευτείτε», τους φωνάζουν από ψηλά. Κάποιος της πιάνει το χέρι, είναι η φίλη της η Όλγα, «,τα μαλλιά σου έχουν γεμίσει κομφετί, γιατί;, δεν ήρθαν οι απόκριες, είναι ακόμα Νοέμβρης», δεκαεφτά Νοέμβρη, τρέξε Όλγα, άλλο λίγο, πιο γρήγορα, κράτα με, τρέξε, δεν μπορώ, τα μαλλιά μου μπλέκονται στα κλαριά, δεν μπορώ, τα μαλλιά μου μπλέκονται στα νεράντζια, τρέξε Όλγα εσύ, η Όλγα τώρα αγάλλεται, γονατίζει, λύνεται, σπαρταράει μέσα σε αλαλαγμούς χαράς, μέσα σε ιλαρούς ιριδισμούς των νεραντζιών, τα νεράντζια λάμπουνε χαριτωμένα, σφαίρες βουίζουνε χορευτικά, κουνουπάκια μεθυσμένα στο φως, κάνουνε γκελ και τις καταπίνει μια λαστιχένια θάλασσα. Πλησιάζουν το κτίριο της ΓΣΕΕ, από τα νεοκλασικά ανοίγματα εκπαραθυρώνονται ψηλόλιγνοι μαυροντυμένοι άντρες, δε φαίνονται να τσακίζονται, λίγο πριν αγγίξουν το έδαφος διάφανα φτερά φυτρώνουν στις ωμοπλάτες τους, φτερά που σκορπίζουν σπίθες.
Διαδοχικές εκρήξεις σημειώνονται στο χάρτη. Δυο γαντοφορεμένα χέρια χτυπάνε με απελπισία την κλειστή πόρτα της Αθηναϊκής Λέσχης, «μη μ’ αφήνετε απέξω», παρακαλεί, φοβερίζει, «εγώ συμμετείχα σε οχτώ διαδοχικές συνόδους της Βουλής των Ελλήνων». Ένας χαφιές είναι κλεισμένος σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο, έχει ζαρώσει στην τσιμεντένια βάση του, καλεί το κέντρο δηλητηριάσεων, «στείλτε μου ένα ασθενοφόρο», ορύεται. Δε γίνεται, η Αλεξάνδρας είναι κλεισμένη, ένα φανταχτερό οδόφραγμα, η πιο αστραφτερή κουρελαρία, ξυπόλυτα γυφτόπουλα κάνουν κολιέ από χρυσόμυγες, θα τα πουλήσουν με το ζόρι σ’ ένα γκρουπ γερμανόφωνων τουριστών που όλο ρωτάνε για το Μουσείο.
«Μα αυτά τα πράγματα δε γίνονται», λέει για μια στιγμή κι ύστερα σκέφτεται ΄τι αυτός την αγαπάει, ο πατέρας της έγινε καλά, οι φίλοι της γύρισαν η εκδρομή θα γίνει κι αποφασίζει πως όλα είναι δυνατά.
Έρχονται τα καμάκια της Πλάκας, της πλατείας Συντάγματος, τα πιο φτωχά των αρχαιολογικών χώρων, μαζί με τους μετανάστες, ξαναγυρίζουν με τρύπιες βαλίτσες, αυτή η νύχτα μένει τραγουδάνε κι ακολουθούν όλοι οι σακατεμένοι ποδοσφαιριστές των κατώτερων κατηγοριών του πρωταθλήματος.
Πρόσφυγες της Νέας Ιωνίας και της Καισαριανής, Πόντιοι της Ακροναυπλίας κατεβαίνουν με σημαιοστολισμένα παραπήγματα επ’ ώμου. Τρέχουν, βιάζονται – να προλάβουν κάτι από την τελευταία λάμψη, ξέροντας πολύ καλά ότι όλα σε λίγο θα σωπάσουν.
Ένα γνωστό μας γεροντάκι έχει στήσει μια γιγάντια αιώρα ανάμεσα σε δυο φοίνικες, σείεται σαν τρελό, ήρθε πετώντας από το νησί του στην Αθήνα, μεθυσμένος σ’ όλη τη διαδρομή. «Δεν φεύγουμε, δεν πάμε πουθενά, εδώ είναι ο Λίβανος!», φωνάζει θριαμβευτικά γιατί ετούτο δω είναι το μόνον της ζωής του ταξίδιον. Οι μαθητές σχίζουν τα βιβλία της γεωγραφίας, κάνουν τις σελίδες τους σαΐτες, βρίσκουν τρόπο και εκτινάσσονται πάνω από τα κάγκελα. Ένα αγόρι δεκαπέντε χρόνων, που δείχνει μονάχα εννιά, επιστρέφει στους κακούς τα δικά τους νεράντζια. «Το ’σκασα απ’ το συνεργείο. Τι ωραία, το αφεντικό θα με γυρεύει, είμαι δυο νύχτες εδώ.», έχει να το λέει. Ένας νέος από τα Άδανα απαγγέλλει τα ποιήματά του στη μητρική του γλώσσα, ένα μελαχρινό κορίτσι από το Χρυσό τρέχει και τον φιλάει στο στόμα.
Που πας Μαργαρίτα, οι δρόμοι έχουν κλείσει.
Η Μαργαρίτα, δεκαεπτά χρονών, περπατάει και κλαίει, ψάχνει να βρει το λεωφορείο, στο σπίτι την περιμένουν. «Είναι μακριά το Περιστέρι;», ρωτάει με παιδική φωνή. Να μπω κι εγώ αναρωτιέται, ντρέπεται γιατί δεν γνωρίζει κανέναν, τελικά θα περιμένει να ξημερώσει, λουφάζει στα σκαλιά μιας εκκλησίας, δεν ξέρει ακόμα να πρέπει να ’ναι ευτυχισμένη γι’ αυτή την ακατανόητη, εξαίσια έκρηξη που γνώρισε και θα θυμάται.
Άσε, Μαργαρίτα, ην άλλη φορά.
Μονάχη σου θα βρεις πως αυτό που έγινε είναι μια τόση δα μικρή στιγμή, ένα φτερούγισμα της νύχτας που υπόσχεται τα πάντα, πως ο άλλος γύρος είναι δικός σου.