Οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατασκεύασαν μια θεά που ονόμασαν Μποναντέα, δηλαδή καλή θεά. Ήταν η θεά της αγνότητας, αλλά από μια περίεργη αντιστροφή των πραγμάτων ο ναός της έγινε κέντρο ακολασίας. Με αυτό το όνομα ο Ρόμπερτ Μούζιλ βάφτισε μια ηρωίδα του βιβλίου του “Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες”, στο οποίο βάζει στο μικροσκόπιο τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, δίνοντας έμφαση στην αντιστροφή εννοιών και πραγμάτων.
Αν συμπληρώσουμε την επόπτευση του 20ου αιώνα ως το τέλος του, θα δούμε πως συνέβησαν πάμπολλες παρόμοιες αντιστροφές. Ας πούμε, ο σοσιαλισμός έγινε κρατική ιδιοκτησία, η ελευθερία έγινε σημαία του “δυτικού κόσμου”, ο φιλελευθερισμός ιδεολογία του άγριου καπιταλισμού κοκ.
Με παρόμοιες αντιστροφές διανύουμε και τις δυο πρώτες δεκαετίες του 21ου. Σχεδόν τις συνηθίσαμε. Σχεδόν μας φαίνονται ως το κανονικό.
Τι είναι σήμερα η ελευθερία; Της ορκίζονται τα κανάλια, οι πολιτικές ομάδες, οι φορείς του κεφαλαίου, ωστόσο στους ναούς της πραγματοποιούνται ακολασίες. Σε μια εποχή που ο λέξεις αλλάζουν νοήματα και τα ιδανικά γίνονται “εμπορικά σήματα κατατεθέντα”, brand name, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ακριβές από την παραφθορά.
Όπου η Αριστερά γίνεται επίσης σήμα προς εκμετάλλευση. Ο τρόπος να πράξουμε όπως και οι άλλοι, αλλά με άλλο όνομα, να αναμορφώσουμε το σύστημα κάνοντας αναδιανομή ρόλων αλλά χωρίς να αλλάζει τίποτα, να προωθήσουμε την αμερικάνικη πολιτική και τη συμμαχία με τον χωροφύλακα της Μέσης Ανατολής, το Ισραήλ, υποστηρίζοντας πως έτσι αναβαθμίζουμε τον διεθνή ρόλο της χώρας, να εκποιούμε κατά πρωτοφανή τρόπο τη δημόσια περιουσία και να λέμε πως έτσι προωθούμε τις επενδύσεις, να τακτοποιούμε τα “δικά μας παιδιά”, τις κόρες, τους γιους, τους κολλητούς και να λέμε πως προωθούμε την αξιοκρατία, να μιλάμε για ηθική και να εφαρμόζουμε τον καιροσκοπισμό, να ακολουθούμε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να λέμε πως προωθούμε πολιτική για τους πολλούς, να υποτασσόμαστε στις εντολές του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου και να λέμε πως…, να, να… Μια “αριστερή” διακυβέρνηση, η οποία μετατρέπει την Αριστερά σε κακόφημη.
Εμείς, από την άλλη πλευρά, υπερασπιζόμαστε τα ονόματα προσπαθώντας να τους δώσουμε το κανονικό νόημα. Αλλά δεν είναι σίγουρο πως τα καταφέρνουμε κάνοντας επικλήσεις λεκτικής ακρίβειας. Γιατί εκεί που όλα, ακόμα και οι λέξεις, επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται, ανανεώνοντας ή καταργώντας την ισχύ τους, είναι στη δοκιμασία της πράξης. Και η συνεχής επίκληση των ονομάτων δεν συνεπάγεται πραγματική ισχύ, έτσι ώστε να αποτρέψει τις έννοιες να στρεβλωθούν και τους ναούς τους να γίνουν κέντρα ακολασίας.
Θέλω να μιλήσω, για συγκεκριμένους ανθρώπους, εμένα, τον διπλανό, τον απέναντι. Όταν γράφουμε τα πράγματα έχουν δυσκολίες, οξύτητες, αίματα (εσωτερικά), αλλά εν τέλει τα κουμαντάρουμε. Τα δύσκολα είναι μετά. Ό,τι εξαγγέλλουμε δεν είναι βέβαιο πως το υπηρετούμε. Ό,τι γράφω δεν είναι σίγουρο πως μπορώ να το εφαρμόσω. Δηλώνω τις προθέσεις μου. Φτάνουν; Τι ακριβώς κάνω όταν αποπειρώμαι να πράξω; Οπότε αποδεικνύεται και πάλι πόσο δύσκολο είναι να εφαρμόζεις. Αλλά και πόσο αναγκαίο.
Γι’ αυτό μου είναι πιο προσιτό να καταφεύγω στους ποιητές, τους λεξίθρησκους, που έλεγε ο Ν. Καρούζος. Αυτοί έχουν το προνόμιο της ασάφειας, δεν δοκιμάζονται στην πράξη και μπορούν και κρατούν τις αποστάσεις. (Φυσικά πάντα αιωρείται η απειλή του ποιητή: “Εσείς να δούμε τώρα!”-Οδ. Ελύτης).
Κι έτσι, επειδή στέκομαι αμήχανος (και θαυμαστικός) μπρος στην πράξη κι επειδή δεν ξέρω αν οι απαντήσεις που δίνω ανταποκρίνονται στην επιθυμία των γεγονότων, κι επειδή θέλω να διαφύγω δια της μεταφοράς, θα ξαναγυρίσω, να απαντήσει ένας ποιητής, με τον τρόπο του, τις ερωτήσεις:
“Όμως, οι σκέψεις κι οι ιδέες κουράζονται
κι αποσύρονται στο μέλλον,
όταν μένουμε διστακτικοί μπροστά τους,
δισταχτικοί κι αμέτοχοι, ανίκανοι να λύσουμε το πάθος στην πράξη,
γέροι στον εγωισμό μας,
και τότε πίνουμε μια ζωή σ’ ένα βράδυ,
σε μια στιγμή παραφοράς χωρίς ελπίδα.
….
Δημιουργοί των πραγμάτων και των σκέψεων, εσείς,
τι ο άνθρωπος ελπίζει απ’ αυτή τη ζωή,
αν δεν μπορεί να μικραίνει και να μεγαλώνει το χρόνο,
να μπαίνει μέσα στους τοίχους των αιώνων και να ξαναγυρίζει,
αστράφτοντας ομορφιά,
σ’ όλους τους μεταλλαγμένους χώρους,
φτιάχνοντας από τον πλούτο των φτωχών ζωών μας, τον εαυτό του.
…
Πρέπει να επιστραφούν πίσω οι πράξεις μας
να τις αναλογιστούμε, ένα βράδυ ελπίδας, το καλύτερο.
Φυλάξτε μας από τις αγνές προθέσεις, δίχως σκέψη,
κι από τα σκοτεινά ασαφή οράματα, που μπερδεύονται με των εχθρών μας.
Ολόκληρος είναι ο κόσμος,
κι αυξάνεται.
….
Το θολό μουρμουρητό σου φτάνει, ως εδώ,
μόλις πλησιάζω μια νέα βαρβαρότητα, πιο τρελή από την παλιά.
Όμως το νέο παιδί κάθε φορά, κοιτάζει τη σάρκα του και τη σκέψη του
και χωρίς να το μαντέψει,
ξαναγεννιέσαι.
Κι η παρακμή μοιάζει εκπαίδευση του κόσμου στο νόημά σου…”
(Νικόλας Στάμης, Δημοσθένης, 1986)
Στο κάτω-κάτω οι πράξεις ξεκινούν από μια ιδέα. Μη μας αδικείτε, αυτούς που πιστεύουν και βρίσκουν καταφύγιο στις λέξεις. Ακόμα κι όταν δυσκολεύονται να τις πράξουν, ακόμα κι όταν κάνουν λάθη επειδή τις πράττουν!