Όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου πλάκωσε πολλούς. Κυρίως από μας. Οξύμωρο; Τραγική ειρωνεία; Η εκδίκηση της πραγματικότητας; Αποκάλυψη της αυταπάτης; Ένα τείχος που χώριζε έπεσε κι εμείς λυπούμαστε γιατί έπεσε. Η αλήθεια είναι πως λυπούμαστε γιατί η κατάρρευση του τείχους συμβόλιζε για μας την οριστική (μαζί με την υποστολή της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο) ματαίωση της προσδοκίας πως ο λεγόμενος σοσιαλιστικός κόσμος, η πρώτη σοσιαλιστική απόπειρα στον κόσμο (όπως πιο ψύχραιμα και ώριμα το ονομάσαμε μετά), θα εύρισκε τις δυνάμεις να υπερβεί τον εαυτό της, τη στρέβλωση που υπέστη επί πολλές δεκαετίες, ώστε να ξαναπάρει το σοσιαλιστικό, εργατικό της δρόμο. Αυτά εμείς. Πολλοί εμείς σε όλες τις πλευρές του πλανήτη.
Άλλοι πανηγύριζαν και χαιρέτιζαν τη νέα εποχή, σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και πολλοί από τους (πρώην) “εμείς”. Πως η συμβολική κατάρρευση σηματοδοτεί το τέλος των τειχών. Μπαίνουμε πανηγυρικά (με όλα τα σύμβολα) στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τώρα οι άνθρωποι δεν θα χωρίζονται με τείχη, σταδιακά θα καταργηθούν οι απαγορεύσεις στα σύνορα, θα πηγαίνουν ελεύθερα από τη μια χώρα στην άλλη, θα μιλούν, θα δουλεύουν, θα διασκεδάζουν, θα μαθαίνουν, θα σκέφτονται σαν πολλοί λαοί μαζί.
Να λοιπόν που πάνω στο πτώμα της δικής μας αυταπάτης αναδεικνυόταν μια άλλη. Για τους άλλους αυτή τη φορά, όχι τους “εμείς”.
Απόδειξη τα τείχη πραγματικά ή ουσιαστικά που χτίστηκαν έκτοτε σε διάφορα σημεία του πλανήτη και σε κάθε χώρα ξεχωριστά.
Μια εικόνα γκρίζου άρχισε να κυριαρχεί στον γεωγραφικό άτλαντα, όπου τα φωτεινά σημάδια έμειναν λίγα, ή κάπου-κάπου άναβαν μικρά φωτάκια για να ξανασβήσουν σύντομα.
Σαν τους οδοιπόρους στο σκοτάδι, για εμάς και μια πυγολαμπίδα που έδειχνε ένα μικρό τμήμα του δρόμου έπαιρνε την αξία φωτοχυσίας. Είναι ό,τι διατηρεί ζωντανές τις ελπίδες.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και ελπίδα σε αρτιότητα. Που δείχνει πως ο κόσμος δεν μένει απαθής. Πως εξακολουθεί να ψάχνει, να υποτάσσεται και να εξεγείρεται. Να ντροπιάζεται και να είναι όρθιος. Να ηττάται και να μη παραδίδεται. Σαν τον καλό στρατιώτη Σβέικ να αστειεύεται και να υπονομεύει το συμπαγές και αδιαπέραστο τείχος του συστήματος εξουσίας. Εις το διηνεκές.
Κι αυτό είναι το πρόβλημα με τη νοσταλγία. Δεν σου επιτρέπει, αναμηρυκάζοντας συνεχώς ένα ένδοξο και σπουδαίο (ποιος το ορίζει;) παρελθόν, να εκτιμήσεις, και να χαρείς βρε αδελφέ, το ό,τι συμβαίνει τώρα. Ακόμα κι όταν αυτό το τώρα με αντικειμενικά κριτήρια είναι πολύ πιο άγουρο, πιο αμφισβητούμενο και ολίγιστο σε σχέση με εκείνο του παρελθόντος ή με το επιθυμούμενο. Ωστόσο είναι πραγματικό και τωρινό.
Οι άνθρωποι της πράξης και της αναζήτησης, ωστόσο, έγιναν πολύ ευαίσθητοι στα ανεπαίσθητα σημάδια που υπονομεύουν την τάξη του σύμπαντος. Είτε για καλό είτε για κακό. Μαντεύουν έτσι καταιγίδες και οργές του καιρού που απειλεί να μας καταβροχθίσει. Αλλά και της ανθρώπινης αντίστασης, που διατηρεί ενεργή την υπόγεια φλέβα του μεταλλεύματος.
Σαν εκείνη την ευαίσθητη πριγκίπισσα, αισθάνονται το ρεβίθι που έχει μπει ανάμεσα στο τέταρτο και στο πέμπτο στρώμα του κρεβατιού, και κάνει τον ύπνο τους ανήσυχο. Αλλά αισθάνονται και το πούπουλο του σπάνιου πτηνού της αντίστασης, ακόμα κι αν βρίσκεται πνιγμένο σε λάσπες.
Ας κάνουμε την εικόνα πιο συγκεκριμένη. Ας εστιάσουμε στο Ρίο Γκράντε, στα περίφημα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, όπου το μεγάλο σχέδιο της παγκοσμιοποίησης, της αμοιβαία ελεύθερης μεταφοράς εμπορευμάτων, κεφαλαίων και ανθρώπων, ναυάγησε πολύ νωρίς και στη θέση του υψώθηκε ένα τείχος που επιτρέπει στα κεφάλαια και τα εμπορεύματα να κυκλοφορούν, αλλά όχι και στους ανθρώπους. Και που τώρα ο Τράμπ το επεκτείνει, το ενισχύει και το κάνει ακόμα πιο αιματηρό.
Εκεί, οι “βρεγμένες πλάτες”, όπως αποκαλούν τους μεξικάνους που επιδιώκουν να περάσουν στο Βορρά σε αναζήτηση δουλειάς, έχουν καταθέσει αίμα.
Σε αυτό το σύμβολο της βίας και του θανάτου, γεννιέται και ζωή. Οι καλοί στρατιώτες Σβέικ, οι καθημερινοί άνθρωποι που κατανοούν τον κόσμο ως ομορφιά, όχι ως την κοιλάδα των δακρύων, που ειρωνεύονται την ισχύ και έτσι την υπονομεύουν, οι μικροί άνθρωποι, οι αδύναμοι, οι πανίσχυροι, βρήκαν και πάλι τον τρόπο να αλλάξουν το νόημα.
Στα διάκενα του τείχους πέρασαν τραμπάλες κι άρχισαν τα παιδιά να παίζουν, και από τη μια και από την άλλη πλευρά. Σαν τη ζωή, το ένα πάνω, το άλλο κάτω, διαδοχικά, κάποια στιγμή ισορροπεί, για ελάχιστο, ύστερα γέρνει, αλλά πουθενά οριστικά. Αλλιώς χαλάει το παιχνίδι.
Σε αυτή την τραμπάλα ας ζυγιστούνε οι λέξεις, τα μέτρα, οι πολιτικές. Τα παιδιά έχουν τον τρόπο να τις ανατρέψουν. Και κυρίως έχουν ελπίδα πως θα τις ανατρέψουν. (Θέλω να πω, πως πολύς λόγος έγινε για τις αυταπάτες και λιγότερος για τις ελπίδες. Όπου η ελπίδα, εμπεριέχει το σπέρμα της αλλαγής, της δύναμης για ανατροπή, των αλλαγών, ακόμα κι αν δεν εκπληρώνεται. Περιέχει ήδη τις αλλαγές. Το να κρατάμε την ελπίδα είναι μέγιστη πράξη).
Δεν ξέρω βέβαια αν οι μεξικάνοι έχουν στην αργκό τους κάποια λέξη που να αποδίδει την τραμπάλα σαν τη δική μας (στα ισπανικά δεν έχει), αρχίζοντας από τραμπ, κι αν έτσι προσθέτουν μια ακόμα ειρωνική διάσταση στην πράξη τους, αλλά στη δική μας γλώσσα προστίθεται. Κι έτσι κι αλλιώς είναι δικαίωμα και υποχρέωσή μας να προσθέτουμε τις δικές μας εκδοχές.
Μέρες αιθρίας, αναπαύσεων, συλλογισμών και ερώτων που είναι, δίπλα στην πράσινη θάλασσα, ή στον τρυφερό ιδρώτα της βραδιάς στην πόλη, ας το ξαναλογαριάσουμε: η ζωή, εν τέλει, νικάει.