Επειδή τα μάτια μας μένουν χρόνια προσηλωμένα στην προσδοκία, περιμένοντας να πλησιάσουν γεγονότα, δεν απέκτησαν μόνο τη συνήθεια των ψευδαισθήσεων – κάθε φορά που άκουγες κοάσματα να τα περνάς για επευφημίες – αλλά και μια ικανότητα αντίληψης πέρα από το αισθητό.
Το πως ξεχωρίζουν αυτά τα δυο δεν είμαι σε θέση να σας πω, καθώς είναι πολλές φορές που κάποιοι εξέλαβαν το ένα για το άλλο. Και ούτω πως εμφανίστηκαν προφήτες, κηρύττοντες πως ακούνε τον ήχο, τα γεγονότα να πλησιάζουν, την ώρα της δικαίωσης, κι αποδεικνυόταν μια κακόηχη μπάντα που πλησίαζε μεν αλλά που χλεύαζε το μέλλον γελοιοποιώντας το παρελθόν, ή απλώς μια ηχώ από πραγματικότητες, οι οποίες κάτι θέλησαν να πουν, πλην όμως δεν κατόρθωσαν, εξέπνευσαν εν μέσω αδιαφορίας.
Έτσι, μ’ αυτά κι αυτά, με τόσες ενθαρρυμένες ελπίδες και τόσες διαψεύσεις διαδοθήκαν πολλές φήμες για ματαιόσπουδους, για αιθεροβάμονες, για ξοφλημένους. Όχι άδικες πάντα, όχι και δικαιωμένες, όμως.
Καθώς εκείνη η βοή των πλησιαζόντων γεγονότων (Σοφοί δε προσιόντων, όπως τους τιτλοφορούσε ο Καβάφης) υπάρχει.
“…Η ακοή
αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί”.
Εγώ και εδώ δεν μπαίνω, φυσικά, στη χορεία των σοφών, απλώς μεταφέρω μήνυμα.
Πριν μόλις λίγους μήνες αποτιμώντας κατά κάποιον τρόπο την κινηματογραφική σοδειά του καλοκαιριού, διαπίστωνα με μια κάποια θλίψη, πως οι καρποί είναι ελάχιστοι και όχι ιδιαίτερα καλής ποιότητας. Και σε σχεδόν δύο μήνες η εικόνα έχει γίνει τόσο διαφορετική, ώστε να λες πως η βοή των πλησιαζόντων γεγονότων έρχεται μέσω της κινηματογραφικής οθόνης – ενώ ταυτόχρονα έρχεται και η βοή από δρόμους του κόσμου, το Σαντιάγο, το Παρίσι, τη Βαγδάτη κοκ. Την ώρα που τα γεγονότα ετοιμάζονταν σ’ αυτές τις χώρες, και κανείς δεν ήξερε αν και πότε θα ξεσπάσουν, οι κινηματογραφιστές είχαν συλλάβει τα θέματά τους, είχαν γράψει τα σενάρια και είχαν αρχίσει τα γυρίσματα.
Απαρριθμώ: “Τζόκερ”, “Παράσιτα”, “Οι άθλιοι”, Δυστυχώς απουσιάζατε”, “Η οροσειρά των ονείρων”. Οι ταινίες, πλην της τελευταίας, παίζονται ακόμη. Το κριτήριο της παράθεσης τους δεν είναι η, ούτως ή άλλως, υψηλή αισθητική αξία τους, όσο η κοινωνική και πολιτική τους σημασία. Μιλάνε χωρίς περιστροφές για μια κοινωνία σε κρίση, με βαθύτατα ταξικά χαρακτηριστικά, και η οποία αναζητεί διέξοδο. Είτε με την τυφλή εξέγερση, όπως στο “Τζόκερ”, είτε με την αναζήτηση ατομικών (και απρόσφορων εν τέλει) λύσεων όπως στα ”Παράσιτα”, είτε με την προβολή των διεξόδων της πολλαπλής αστικής βίας, όπως στους “Άθλιους” και στο “Δυστυχώς απουσιάζατε”, είτε με την αναδρομή στο παρελθόν της χούντας και την αναζήτηση του λογαριασμού, όπως στην “Οροσειρά των ονείρων”.
Εδώ δεν είναι ο απόηχος, αντανάκλαση αν μπούμε σε όρους της αισθητικής, των κοινωνικών συμβάντων στο έργο τέχνης. Εδώ πρόκειται για τη σοφία της ακοής, της πρόβλεψης, της αποκάλυψης του υπάρχοντος πριν ακόμα γίνει γνώση και δράση. Είναι η μεταφορά μπρος στα μάτια μας της συνείδησης της εποχής μας.
Φυσικά, επειδή οι παρελθόντων ετών έχουν πάντα την τάση να αναθυμούνται και να ανατρέχουν στις εμπειρίες τους, κι επειδή υπάρχει μακρινή συγγένεια με όσα συνέβαιναν το 1970, πάνω-κάτω, όταν οι κινηματογραφικές αίθουσες μετατρέπονταν στο κοινωνικό εργαστήριο της επερχόμενης εξέγερσης προβάλλοντας “Γούντστοκ”, “Φράουλες και αίμα”, “Σάκκο και Βαντσέτι” κ.λπ., σπεύδω να εξηγηθώ πως τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν είναι ίδιο. Κι όμως δεν μπορείς να παραβλέψεις τα σημεία, κυρίως τα δημιουργούμενα αισθήματα. Σε μια κοινωνία καθηλωμένη στο αδιέξοδο και υποκλινόμενη στο δεν γίνεται τίποτα, αρχίζουν τα υπόγεια ρεύματα να δίνουν σημάδια και να ρωτούν τι κάνουμε;, τι να κάνουμε;, τι θα κάνουμε;
Δεν μαζεύονται στις συνάξεις των πολιτικών φορέων (το γιατί είναι μεγάλη συζήτηση, αλλά είναι Η συζήτηση). Παίρνουν μερικώς μέρος στις διαδηλώσεις για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Αρνούνται σε υψηλά ποσοστά να συμμετάσχουν στο εκλογικό δράμα (και συχνά φαρσοκωμωδία). Αλλά έχουν ένα καμίνι μέσα τους που βράζει και λιώνει τα μέταλλα της ήττας. Οι ταινίες κοιτάζουν μέσα σ’ αυτό το καμίνι και προειδοποιούν προς κάθε κατεύθυνση. Ο κόσμος άλλαξε!
Όχι μια “ζωντανή φαντασίωση ικανή να μας λυτρώσει από την απόγνωση της καθημερινής μας μελαγχολίας”, αλλά κάτι περισσότερο. Μια αίσθηση, που δεν έχει γίνει ακόμα βεβαιότητα για το παρόν (ή και το άμεσο μέλλον;).