Μια στιγμή από τον «ελληνικό κόσμο των αιώνιων μεταναστών»
Πηγή: Εφημερίδα Βραδυνή, 7 Ιουλίου 1975
Με αφορμή την προσφυγική κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα εδώ και πάνω από 5 χρόνια, υποδεχόμενη εκατομμύρια διωγμένους από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Τουρκία και δεκάδες άλλες χώρες, αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο που γράφτηκε πριν 45 χρόνια όταν η Ελλάδα δεν ήταν χώρα υποδοχής αλλά αποστολής μεταναστών στη Γερμανία. Συγγραφέας του ο ιστορικός Κυριάκος Σιμόπουλος…
Δύσκολοι καιροί για τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία. Κρίση στις βιομηχανίες, ανεργία. Και τώρα ο μεγάλος κίνδυνος. Για κείνους και για λόγου μας. Η παλιννόστηση, που άρχισε κιόλας. Κίνδυνος ο γυρισμός; Ναι, λέει η Κυβέρνηση, αν γίνει ομαδική η κάθοδος των μυρίων. Ποιών μυρίων. Τριακόσιες χιλιάδες και βάλε… Διαβάζω:
«Σε περίπτωση μαζικής παλιννοστήσεως θα δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα για την πλήρη παραγωγική αξιοποίηση τους. Οι παλιννοστούντες δημιουργούν προβλήματα κατοικίας, απασχολήσεως, περιθάλψεως, εκπαιδεύσεως των παιδιών και άλλα!
Κάποτε θεωρούσαν τη μετανάστευση «ευλογία Θεού». Έδινε, βλέπεις ψωμί στους λιμασμένους. Αραιώναμε κιόλας, για να μη φάει ο ένας τον άλλο. Τσέπωνε και το Δημόσιο χαρτζηλίκι του: πεντακόσια εκατομμύρια μάρκα το χρόνο εμβάσματα.
Ύστερα είπαν πως είναι κατάρα. Ερήμωσαν τα χωριά. Χερσοτόπια και χτήματα. Κουκουβάγιες λαλούν στα σπίτια. Που και που κάνα τροκανοκούδουνο στις πλαγιές. Τ’ αμπέλια κούρβουλα, οι ελιές σάπιζαν στο χώμα. Λιγόστεψαν και τα παιδιά. Οι γερμανικές φάμπρικες είχαν καταπιεί τους νέους ανθρώπους που θα έσμιγαν και γεννοβολούσαν.
Από τις μεγάλες τραγωδίες του Ελληνισμού η μετανάστευση, που άρχισε πριν 15 χρόνια. Έξοδος απελπισίας και πανικού. Το 85% αγρότες, το 95% αγράμματοι. Άνδρες και γυναίκες, σχεδόν μισοί και μισοί. Έφευγαν σαν γελαδοκόπαδα για το άγνωστο. Εκεί τους άρπαζαν οι σύγχρονοι δουλέμποροι και τους έριχναν στις τρώγλες και στα «Χάιμ», τα κοινόβια. Ιδού μερικές μαγνητοφωνημένες μαρτυρίες από ένα βιβλίο για τους ξένους εργάτες της Γερμανίας, τους «γκάσταρμπάιτερ».
Μιλάνε δύο κοπέλες: – Εκεί που πήγα εγώ για γουρούνια ήτανε. Στο δωμάτιο μέναμε τρία κορίτσια. Χωρίς πόρτα, χωρίς τίποτα. Ένα μάτι είχαμε και μαγειρεύαμε τριάντα γυναίκες…
Αφηγείται η άλλη: – Κάθε βράδυ κάρφωνα από μέσα την πόρτα. Το πρωί την ξεκάρφωνα και έφευγα. Δεν είχε κλειδί, τίποτα δεν είχε. Ρεύμα δεν είχε, το νερό από την τουλούμπα…
Ρίχνονταν στη δουλειά σαν μανιακοί. Να στείλουν στο χωριό, να ξεχρεωθούν, να βάλουν κάτι στην άκρη, να γυρίσουν στην πατρίδα με κομπόδεμα, ν’ αλλάξουν τη μοίρα τους. Καλά που είναι!…
– Εγώ δουλεύω στο νεκροταφείο. Έχω την ησυχία μου και θυμάμαι το χωριό. Η γυναίκα μου δουλεύει στο νοσοκομείο. Παίρνει 700 μάρκα. Και τι κάνει; Πλένει πιάτα μέσα στη ζεστούλα. Μωρέ καλά είμαστε! Να σε είχα να ανεβαίνεις το χειμώνα τα μετσοβίτικα κι εκείνη από πίσω και να μουσκεύουν τα πόδια της στο χιόνι!…
Φυσικά έμειναν όλοι σχεδόν ανειδίκευτοι. Απελέκητοι ήταν, έφευγαν σαν πρόσφυγες από τον τόπο τους, σαν κυνηγημένοι. Κανείς δεν γνοιάστηκε γι’ αυτούς πριν ξεριζωθούν. Να τους πει που πάνε, τι δουλειά θα κάνουν, πόσα λεφτά θα παίρνουν, ποια είναι τα δικαιώματα, ποιες οι υποχρεώσεις. Δεν τους συμβούλευσε κανείς. Και να το αποτέλεσμα: Η στρατιά των Ελλήνων μεταναστών έχει τους λιγότερους ειδικευμένους. Μόνο το 7%. Λιγότερους και από τους Τούρκους που έφτασαν το 16%. Για να μη μιλήσουμε για τους Γιουγκοσλάβους: το 55% ειδικευμένοι…
Απελέκητοι οι Έλληνες μετανάστες. Αλλά όχι πετεινοκέφαλοι. Τετραπέρατοι, πολύστροφοι, σερπετοί. Πουλιά στον αέρα. Μάθαιναν αμέσως τη δουλειά. Κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό «προσαρμοσμένων» εργατών στις βιομηχανίες. Αλλά προσαρμογή, το να παίρνεις το κολάι της δουλειάς, δεν είναι ειδίκευση.
Και να που αρχίζει ο γυρισμός. Τι θα γίνει τώρα; Δεν είναι πια οι ορεσίβιοι με το μισό τσαρούχι. Πολλοί έζησαν στη Γερμανία δέκα και δεκαπέντε χρόνια. Είδαν, έπαθαν, έμαθαν… Πού θα βρουν δουλειά με τις ίδιες αποδοχές; Μερικοί γύρισαν στα χρόνια της χούντας, απογοητεύθηκαν και ξανάριξαν μαύρη πέτρα.
«Γύρισα το ‘70, όλα φαίνονταν καλά τον πρώτο καιρό. Λέγαμε 6 δραχμές η ντομάτα και γελούσαμε, δηλαδή 70 φενίκια, εμείς την πληρώναμε 2 μάρκα. Κάποτε συμμαζωχτήκαμε. Δεν έβρισκα δουλειά. Πήγαμε στην Πάτρα. Τα παιδιά τα κόψανε στο Γυμνάσιο, αναγκάστηκα να τα γράψω σε ιδιωτικό. Βάλε τώρα το νοίκι, σχολείο, μεταφορές: 1.000 μάρκα το μήνα. Είχαμε μάθει στη Γερμανία να ζούμε σαν άνθρωποι, τα παιδιά ζητούσαν παπούτσια, ρούχα, βιβλία, γάλα. Βρήκα μια δουλειά στα πιοτά έκανα και υπερωρίες, ίσα που έφτανα τρεις χιλιάδες. Ύστερα πήγα στα τούβλα, στα Καμίνια… Ευτυχώς που δεν είχα κάνει δήλωση πως έφυγα οριστικά από τη Γερμανία…»
Αυτοί είναι οι «γκασταρμπάιτερ». Ας μη γίνει ο χαρμόσυνος νόστος τους, νόστος λυγρός, για να θυμηθούμε τον Όμηρο και τον Ελληνικό κόσμο των αιωνίων μεταναστών…