Ενώ η πανδημία μαίνεται και η οικονομική κρίση σοβεί η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με το κύμα αποκαλύψεων για σεξουαλικές κακοποιήσεις. Μια επώνυμη καταγγελία, της Σοφίας Μπεκατώρου, ακολούθησαν άλλες εξ ίσου σημαντικές και αποκαλυπτικές. Ασφαλώς, έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς πως, ενώ η ολυμπιονίκης είχε κάνει αυτήν την καταγγελία κάποιους μήνες νωρίτερα μόνο όταν η διένεξη του αρμόδιου υφυπουργού με την Ομοσπονδία Ιστιοπλοϊας και οι άλλες επιδιώξεις του για κομματική άλωση των αθλητικών ομοσπονδιών το επέτρεψαν ανασύρθηκε, προκειμένου να εξυπηρετήσει το σκοπό του πολιτικού.
Το ίδιο συνέβη και με άλλες καταγγελίες που είχαν γίνει αλλά δεν ακούστηκαν, χωρίς να παραβλέψουμε άλλες που δεν έγιναν και βρήκαν τώρα ευήκοα ώτα.
Προφανώς αυτό δεν μειώνει την αξία της καταγγελίας της αθλήτριας και των λοιπών προφανώς), ούτε το κουράγιο και τη δύναμή της.
Και προφανώς η χρονική απόσταση από το συμβάν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπαινικτικό επιχείρημα εναντίον της – «τώρα το θυμήθηκε;» λένε για να μη πουν κακώς τα λέει γιατί αυτά συμβαίνουν, ή, για να θυμηθούμε την πολιτεύτρια της Νέας Δημοκρατίας, τα καλά κορίτσια έχουν μάθει το μάθημα της Κοκκινοσκουφίτσας και δεν πηγαίνουν σε δωμάτια κυρίων, άρα τάθελε και τάπαθε και συνεπώς πρόβλημα δεν υπάρχει. Το κακό είναι πως δεν τα λένε μόνο δεξιοί και ακροδεξιοί τα παρόμοια. Γεγονός που υποδεικνύει πόσο βαθιά είναι η επίδραση του ανδροκρατούμενου σεξισμού στην καθημερινή συνείδηση, και πως μια αριστερή πολιτική τοποθέτηση δεν συνεπάγεται αυτομάτως απογαλακτισμό από τα στερεότυπα μιας κοινωνίας συντηρητικής και ανδροκρατούμενης κατά τας (χριστιανικάς) γραφάς.
Προφανώς μπροστά μας έχουμε όλα τα χαρακτηριστικά μιας παθογενούς κοινωνικής πραγματικότητας. Καταρχάς το έγκλημα καθεαυτό με όλες τις παραμέτρους και τις κλιμακώσεις, από τα κακουργήματα μέχρι τα πταίσματα.
Και ταυτόχρονα όσα το ακολουθούν ως συνέπειες ή ως εκμεταλλεύσεις.
Τον τρόπο χειρισμού από την πολιτική εξουσία και τα μέσα μαζικής εξαγρίωσης όχι μόνο για τον εντυπωσιασμό ή τον αποπροσανατολισμό όσο και για την άμεση πολιτική εκμετάλλευση.
Την, με τον τρόπο αυτόν, επέκταση του θέματος πέραν των ορίων τα οποία έχει, καθιστώντας το γραφικότητα ή τόσο υπερβολή που γίνεται αναξιόπιστο.
Τον διαταξικό αλλά και τον ταξικό χαρακτήρα του, κυρίως όμως τις κοινωνικές αιτίες που το γεννάνε σε ένα περιβάλλον σεξισμού και βίας, της οποίας κεντρικοί φορείς είναι ακριβώς εκείνοι που φωνάζουν περισσότερο, κανάλια και εξουσίες.
Τον κίνδυνο μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό να καούν μαζί με τα ξερά και τα χλωρά, οπότε και η αιώνια αναζήτηση του άλλου, το ερωτικό πάθος και η ανάγκη, να ακρωτηριαστούν υπό την απειλή της παρενόχλησης (υπάρχει ασφαλώς σαφής διαφορά ανάμεσα στο φλερτ και την παρενόχληση, η οποία πρωτίστως αφορά το ποια είναι η θέληση και των δυο).
Την ανάλγητη εν πολλοίς χρησιμοποίηση του διαδικτύου, της ανωνυμίας και της σκανδαλιστικής λειτουργίας του, για ασήμαντες αφορμές που ρίχνουν γενική λάσπη και εν τέλει καταξιώνουν περισσότερο το αναφερόμενο θύμα και λιγότερο αποκαλύπτουν ενέργειες.
Γενικώς, για όλο αυτό το κύμα που ακολουθεί τον κύριο σεισμό και που μοιράζει θύματα πολύ περισσότερα από την κύρια αιτία, αλλά και που χρησιμοποιείται τόσο ώστε να προκαλεί υπερκορεσμό σε βαθμό πνιγμού, αλλά εν τέλει και εξοικείωση.
Όλα αυτά είναι τα συνεπακόλουθα που ταιριάζουν απολύτως με τις κοινωνικές συνιστώσες της εποχής η οποία καταργεί την ουσιαστική ελευθερία και παρουσιάζει ως ελευθερία την άσκηση στον ατομισμό και τη χυδαιότητα!..
Προφανές αποδεικτικό στοιχείο είναι ότι η διαχείριση τέτοιων εξαιρετικής σοβαρότητας ζητημάτων γίνεται από φυλλάδια τύπου Espresso ή από πρωινομεσημεριανοβραδινάδικα της τηλεόρασης και από ανάλογου ύφους και αντίληψης δελτία ειδήσεων, όπως ας πούμε το Bigbrother, κατά τα οποία το ζητούμενο είναι ο αλληλοσπαραγμός γιατί αυτό ανεβάζει τα νούμερα, στη γνωστή επικοινωνία πομπού και δέκτη, όπου όσο πιο πολύ σκάνδαλο δείχνει η οθόνη τόσο πιο πολύ ζητάει ο θεατής, κι όσο πιο πολύ ζητάει ο θεατής τόσο πιο πολύ δείχνει η οθόνη, μετατρέποντας τη ζωή μας σε ριάλιτι.
Και με μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης των δύο φύλων τα batchelor, όπου δέκα-είκοσι κοπέλες εκτίθενται σε δημόσιο εκούσιο εξευτελισμό για να αποσπάσουν την εύνοια ενός άντρα.
Πρόκειται ακριβώς για μια αντιστροφή αξιών. Ένα κοινωνικό σύμπτωμα μιας προϊούσας φθοράς, κατά την οποία απαξιώνονται κατ’ αρχήν οι γυναίκες και εν συνεχεία οι άντρες, καθώς και όλες εκείνες οι συναισθηματικές λειτουργίες οι οποίες αντικαθίστανται από έναν ευμετάβλητο κυνισμό.
Και κατά την οποία κυριαρχεί γενικευμένη η αντίληψη του άδικου, δίκιο έχω αλλά που να τόβρω, το οποίο κάνει τους ανθρώπους να σωπαίνουν είτε όταν είναι γυναίκες (και ενίοτε άντρες) και τις βιάζουν ή τις κακοποιούν, είτε στις εργασιακές σχέσεις όπου η βία θεσμοθετείται, είτε στην πολιτική καθυπόταξη.
«Καιροί του σπείρειν καιροί του θερίζειν», που έλεγε κι ο ποιητής.