Δύσκολο να γράψεις για μια προσωπικότητα που ξεπερνάει το ΝΥΝ και το ΑΕΙ και κυρίως για μια προσωπικότητα που είχες την μοναδική τύχη να γνωρίσεις από κοντά. Να συνομιλήσεις, να συνεργαστείς … Έτσι αναγκαστικά αλλά και αποφασιστικά ό,τι γραφτεί θα είναι υποκειμενικό. Γιατί πώς να γενικεύσεις σε αποτιμήσεις, όπως σπουδαίος, μεγάλος, άξιος και άλλα που κατά κόρον και δικαίως γράφονται αυτές τις ημέρες, όταν έχεις βρεθεί μπροστά στο θαύμα της συναυλίας του Μίκη Θεοδωράκη στη Δραπετσώνα. Όταν έχεις παρακολουθήσει το κλείσιμο των συναυλιών του με τον παρατεταμένο ποταμό τραγουδιών του, που ο ίδιος και οι τραγουδιστές και κυρίως ο κόσμος κρατούσε ως λάβαρο σε μια αποθέωση των οραμάτων.
Πώς να εκτιμήσεις αντικειμενικά τις ατέλειωτες συζητήσεις. Τα ρίγη συγκίνησης του «Άξιον Εστί» – το υπέρτατο έργο του και από τα έργα πρωτοπορίας και αναφοράς της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Τη φλόγα που τον έκαιγε. Την υγρασία που πότιζε το τώρα και το πάντα του. Τις εμμονές του και τις αντιφάσεις του. Υπήρξε σύμβολο και αναφορά. Και υπήρξε για όλους. Διαφορετικά για τον καθένα αλλά κυριαρχικά για όλους. Δικαιωματικά. Πώς να μιλήσεις για όλα αυτά; Για αυτόν τον ολόκληρο Μίκη;
Έτσι θα προσπαθήσω να καταγράψω σκέψεις που συνδέονται με αυτή την προσωπική επαφή και κυρίως θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα: Τι ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης;
Ο Μίκης ήταν ρήμα.
Το ρήμα δημιουργώ και αγωνίζομαι και ονειρεύομαι. Ρήματα που συνδέονται τόσο με την καλλιτεχνική του υπόσταση όσο και με την πολιτική, την κοινωνική, την ιδεολογική.
Το ρήμα μεθάω. Μεθούσε με την παρουσία του κόσμου. Μεθούσε με την αρμονία, με τον έρωτα, τη ανάγκη για ευτυχία. Η αρμονία του Απόλλωνα και ο ευδαιμονισμός του Διονύσου. Ένας μεγάλος έρωτας. Ήταν ερωτευμένος με τη ζωή. Ερωτευμένος με τον αγώνα. Ερωτευμένος με την επανάσταση. Με τη μουσική. Κι ο έρωτας του για όλα τον οδηγούσε. Τον … «εξανάγκαζε» … να γοητεύει. Να γίνεται καλύτερος. Πιο όμορφος. Να επηρεάζει με το έργο του και τις πράξεις του τον λαό. Κι αυτό το σπάνιο – η τέχνη δεν οδηγεί σε επανάσταση – το κατόρθωσε.
Η τέχνη του – το πάντρεμα της μουσικής με τη μεγάλη ποίηση εξέφρασε το συναίσθημα των πολλών και αυτό το συναίσθημα επέδρασσε στο έργο του. Το απαράμιλλο καλλιτεχνικό ταλέντο του μεγαλούργησε στην ιστορική συγκυρία. Και άντεξε με την αντοχή του ήθους, του ταλέντου. Κι έτσι ξεπέρασε την εποχή του και τις συνθήκες και μέσα σε νέες συνθήκες – ίδιες αλλά τόσο διαφορετικές –μπορεί να επιδρά διαρκώς. Γοητεύει. Συγκινεί. Γιατί μιλάει για την αλήθεια. Μιλάει για την ανάγκη των ανθρώπων που ζούνε στον ίσκιο της μάντρας, που είναι σίδερο.
Ο Μίκης ήταν ουσιαστικό
Το ουσιαστικό Μίκης ήταν η ουτοπία. Το μυαλό του δούλευε διαρκώς να χτίσει νέες πραγματικότητες. Νέα όνειρα. Οράματα. Κόσμους καινούργιους. Δυνατούς. Και ανθρώπους καινούργιους. Δυνατούς. Άλλα όνειρα κατακτούσε. Άλλα όνειρα γινόντουσαν εφιάλτες. Έτσι κι αλλιώς συνομιλούσε με τον λαό για να ανεβούνε – να ανεβούμε όλοι – λίγο ψηλότερα. Ο ίδιος κοιτούσε πάντα ψηλά. Τον ουρανό το σύμπαν. Και το σύμπαν εντός του γεμάτο αστέρια. Και ήλιους και πλανήτες και κυρίως γεμάτο ανθρώπους, που λάμπουν, που αγωνιούν, που νικούν, που χάνουν. Που βασανίζονται και την ίδια στιγμή υποτάσσουν τους βασανιστές του. Ηρωικοί και καθημερινοί. Ο κόσμος. Μεθούσε με την παρουσία του κόσμου. Δεν βολευόταν χωρίς τον κόσμο, τον ήλιο… το δίκιο.
Η ζωή του – παραμυθένια και μυθιστορηματική – ήταν ένα τοπίο ελληνικό και παγκόσμιο και η ανάγκη του ήταν να προχωράει μαζί με τον λαό, ανάμεσα σε σημαίες και σε ταμπούρλα. Ανάγκη που άλλοτε τον οδηγούσε στις κορυφές του κόσμου και άλλοτε τον γκρέμιζε. Το φιλί της μουσικής τον καθοδηγούσε. Η πολιτική τον στήριζε. Μεθούσε με αυτά και πάλι από την αρχή ξεκινούσε νέα ταξίδια για νέες πολιτείες για νέες ουτοπίες. Μια εσωτερική ορμή.
Το πέταγμα στο υπέρ, με τα χέρια του φτερούγες ανοιχτές να διευθύνει όχι μόνον τους μουσικούς, όχι απλά τους τραγουδιστές αλλά τα αισθήματα του κόσμου. Και οι καρδιές να ανεβαίνουν στα χέρια φτερούγες και να πετάνε πάνω από τις φτωχογειτονιές του κόσμου και τις μαγικές πόλεις να βρίσκουν το δρόμο – ιδεατό αλλά τόσο πραγματικό κάθε φορά – για την Ιθάκη των ιδανικών και των οραμάτων.
Ο Μίκης ήταν επίθετο.
Όλα τα επίθετα του Μίκη ήταν στον υπερθετικό βαθμό. Το μέγεθος μέγιστο. Φυσικό και πνευματικό και καλλιτεχνικό. Δεν αρκούνταν ποτέ στο μέτριο. Αναζητούσε διαρκώς την υπέρβαση. Έγινε, εν ζωή, μύθος. Θρύλος. Όμως, ευτυχώς, ο ίδιος – όσο και αν απολάμβανε αυτή την υπέρτατη αναγνώριση – παρέμενε άνθρωπος. Το γράψαμε ήδη, Διόνυσος και Απόλλωνας μαζί και για αυτό γεμάτος πάθη, θαύματα και λάθη. Αυτό ήταν το υπέρτατο μέγεθος του. Η ανθρώπινη υπόσταση του. Οι αντιφάσεις του. Ο κόσμος ο μικρός κι ο μέγας εντός του.
Έγινε για όλους – σχεδόν για όλους, αν μοιάζει υπερβολή κάτι τέτοιο – σύμβολο και σημείο αναφοράς. Με τη μουσική του δημιουργία με την πολιτική του δράση. Δεν υπήρχε χωρίς να υπάρχουν και τα δύο στη ζωή του. Δεν μπορούσε να γράφει μουσική μόνον, όσο κι αν η μουσική ήταν η υπέρτατη αγάπη. Όμως δεν μπορούσε να υπάρχει χωρίς την πολιτική του διάσταση. Αν έλειπε το ένα ή το άλλο ένιωθε – ήταν – μισός. Και ο Μίκης δεν μπορούσε παρά να είναι ολόκληρος και υπερμεγέθης. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Δεν τον χωρούσαν οι θάλασσες και τα βουνά. Δεν άντεχε τη μικρότητα.
Και όταν ζούσε στην εποχή των μικρών ανθρώπων έχανε την ισορροπία του κι έψαχνε κάτι σπουδαίο και αληθινό, που συχνά το μπέρδευε με κάτι ελάχιστο και ψεύτικο. Όμως αυτός ήταν. Οι αντιφάσεις του. Η επαναστατικότητα του και η προκλητικότητα του. Η απλοχεριά του και ο εγωκεντρισμός του. Ευτυχώς γιατί σαν καλλιτέχνης έπρεπε να πιστεύει στις δημιουργίες του και σαν λαϊκός άνθρωπος έδινε τις δημιουργίες του σε όλους. Γιατί μόνον έτσι πορφύρωνε τη ζωή του. Τις ζωές μας. Κι αυτό ξεπερνά και τη ζωή και το θάνατο.