18.6 C
Athens
Σάββατο, 19 Απριλίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Οδός Ζακ ή η αθέατη πλευρά, του Νίκου Σκοπλάκη


 

«Η μορφή μιας πόλης αλλάζει, το ξέρουμε, πιο γρήγορα από την καρδιά ενός θνητού», έγραφε ο Ζιλιέν Γκρακ στο αριστούργημά του, «Η μορφή μιας πόλης».

 

Στη Γλάδστωνος 6, ας πούμε, δεν βρίσκεται πια το «Σεσίλ» της κατοχής, το οποίο πρόσφερε στην πελατεία του ένα πλουσιοπάροχο ανακάτεμα από μπουγιαμπέσα, κεφτεδάκια αιγυπτιακά με πουρέ, κοτόπουλο γιουβέτσι, συναγρίδα φέτα αλά σπετσιώτα, μακαρόνια τυμπάλ, κοτολέτες αλά βιλερουά, γλώσσα μοσχαρίσια γάλακτος, αμπελοντολμάδες, νιόκι, κασουλέτες με χοιρινό αλά μπρετόν, λαχανοντολμάδες, σνίτσελ, παστίτσιο οριεντάλ, οσομπούκο “blanche”, σούπα παρμαντιέ, γουρουνόπουλο με λάχανο, κροκέτες πουλιών.

 

Στο μακρόστενο μαγαζί, δέσποζε και η ιδεολογία του καταστηματάρχη του: «Η αρχή μας: Εν τη καταναλώσει το κέρδος». Εν τη καταναλώσει των κερδισμένων το κέρδος του και, μάλιστα, διπλό, αφού το κατάστημά του άνθισε στον ίσκιο μιας γερμανικής υπηρεσίας – το κράτος του νόμου! – και μιας δραστήριας οργάνωσης εγχώριων ναζιστών, την Ε.Σ.Π.Ο. – πρέπει να υπάρχουν κι αυθόρμητοι εγγυητές!

 

Το κτίριο, λίγο παρακάτω, Γλάδστωνος 1 και Πατησίων 8, έριχνε τον προστατευτικό ίσκιο του στο «Σεσίλ», μέχρι που το ανατίναξαν τα παιδιά της Π.Ε.Α.Ν. Μάλλον δεν θα φανταζόμασταν ποτέ ότι τόσα χρόνια αργότερα, και μάλιστα μια μέρα μετά από την επέτειο εκείνης της ανατίναξης, πεντέξι ναζήδες, ξεθαρρεμένοι από τις νοσηρές αχρειότητες της τηλε-πατρίδος, θα επικαλούνταν ακούσια εκείνο το κουβάρι ναζιστικών ίσκιων, βεβηλώνοντας τις μνήμες και το νωπό αίμα ενός νέου ανθρώπου, ο οποίος δολοφονήθηκε κάτω από συνθήκες ακόμα αδιευκρίνιστες ύστερα από τρία κιόλας χρόνια, μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα απόκρυψης που προσεγγίζει την πλεκτάνη. Και μέσα από τον συγκλονισμό και την αποστροφή, ξαναβρίσκουμε την πόλη, ξαναβρίσκουμε τον δρόμο, σαν ένα παλίμψηστο φρίκης, σαν ένα παλίμψηστο νέμεσης.

 

Δεν ξέρω για πόσο ακόμα συνέχισε να υπάρχει το «Σεσίλ» μετά τον πόλεμο, ούτε αν ο ιδιοκτήτης του αποκήρυξε με γοερούς τόνους τη φρίκη του δρόμου του πριν πάει γι’ άλλα, ούτε καν πώς έλυνε τους λογαριασμούς του με όσους δεν του ήταν αρεστοί, μια που στο μαγαζί του συγκεντρωνόταν τόσο «κράτος». Αυτά είναι ιστορίες που ίσως να σβηστήκανε παντοτινά για την ιστορία∙ μπορεί τυχαία, μπορεί και ως ανεπιθύμητα ίχνη ενός από τα ατομικά εγκλήματα που θέριεψαν σε ακόμα περισσότερα συλλογικά.

 

Μα, στην αθέατη πλευρά του παρελθόντος και του παρόντος, στις παγερές σκιές και τα αδύναμα φώτα, νιώθω, δεν γνωρίζω μόνο – νιώθω! – κάτι αγόρια που όλο ανεβαίνουν την    Πατησίων και στρίβουν στις παρόδους, κοιτάζουν φευγαλέα μικρά ξενοδοχεία και βρίσκουν καταφύγιο «στην “Αλάσκα” και το “Ροζικλαίρ”, άντρο σκασιαρχών», όπως έγραφε ο Κουμανταρέας στα «Σεραφείμ και Χερουβείμ» του.

Με το άδικο να τα κυριεύει, παίρνουν σβάρνα όλους τους δρόμους, τους αφώτιστους και τους ξεχασμένους, κόκκινες αυλακιές που χαρακώνουν τον αέρα, προς τη Γλάδστωνος. Με μια καρδιά θνητού∙ απαράλλακτη.

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ